July 29, 2019

Στο Φτερό / «Τραβιάτα» υπαίθρου


«Τραβιάτα» του Τζουζέπε Βέρντι, λιμπρέτο (Αλεξάντρ Ντιμά, γιος) Φραντσέσκο Μαρία Πιάβε / Μουσική διεύθυνση: Λουκάς Καρυτινός. Σκηνοθεσία: Κωνσταντίνος Ρήγος.


Παρίσι του 1850. Ο νεαρός Αλφρέντο Ζερμόν, γόνος μεγαλοαστικής οικογένειας της Προβινγκίας, είναι ερωτευμένος με την, επίσης νεαρή, Βιολέτα Βαλερί, λαμπερή εταίρα πολυτελείας της εποχής, που την έχει προσβάλει η φυματίωση αλλά το κρύβει. Όταν συναντηθούν στο πολυσύχναστο σαλόνι της, όπου τον φέρνει κοινός φίλος τους, και σμίξουν, στην καρδιά της Βιολέτα γεννιέται

η ελπίδα ότι ο Αλφρέντο μπορεί να τη λυτρώσει από τη ζωή που κάνει. Και τον ερωτεύεται. Θα απομονωθούν σε ένα εξοχικό, έξω από το Παρίσι. Εκεί ο Αλφρέντο θα μάθει από την καμαριέρα της 
ότι η Βιολέτα, χωρίς πόρους πια, ξεπουλάει ό,τι έχει και δεν έχει για να ζήσουν. Ενώ ο Τζόρτζιο Ζερμόν, ο πατέρας του που έρχεται να τη συναντήσει κρυφά, πιστεύει, πριν μάθει την αλήθεια, το αντίθετο -ότι τη ζει ο γιος του. Όταν τη μάθει, την εκτιμάει.  Θα της ζητήσει, όμως, μία θυσία: να αφήσει τον Αλφρέντο, γιατί η κακή της φήμη θα καταστρέψει το γάμο της κόρης του. Η Βιολέτα θυσιάζεται: αν και τον αγαπάει, τον εγκαταλείπει, χωρίς να του εξηγήσει τον
πραγματικό λόγο, και ξανασμίγει με τον προηγούμενο «προστάτη» της, τον Βαρόνο Ντουφόλ. Ο Αλφρέντο ορκίζεται εκδίκηση. Την εξευτελίζει δημόσια, στη διάρκεια ενός χορού, στο σαλόνι της Φλόρα, φίλης της. Ο Βαρόνος τον καλεί σε μονομαχία. Η Βιολέτα, στο τελευταίο στάδιο της αρρώστιας της πια, δέχεται ένα γράμμα συγγνώμης από τον πατέρα Ζερμόν που της γράφει ότι στη μονομαχία ο Βαρόνος τραυματίστηκε. Και ότι ο ίδιος ομολόγησε την αλήθεια για τη θυσία της στον Αλφρέντο που σπεύδει κοντά της. Αλλά, όταν φτάσει στο δωμάτιό της, καθώς και ο πατέρας του, είναι αργά: η Βιολέτα ξεψυχάει στα χέρια του. Στην «Τραβιάτα» του («Παραστρατημένη», 1853), ένα από τα μεγαλοφυή αλλά και 
λαϊκής απήχησης αριστουργήματά του, ο Τζουζέπε Βέρντι έχει μεταποιήσει σε όπερα, με λιμπρέτο του Φραντσέσκο Μαρία Πιάβε, το κλασικό μελόδραμα-απαύγασμα του ρομαντισμού του Αλεξάντρ Ντουμά «Η κυρία με τις καμέλιες» (1852), μεταφορά, από τον ίδιο, στη σκηνή, του ομώνυμου, με αυτοβιογραφικά στοιχεία -η ηρωίδα ήταν πρόσωπο υπαρκτό-, μυθιστορήματός του (1848). Επιμένω: η «Τραβιάτα» είναι μία
όπερα που δεν ταιριάζει στο Ηρώδειο με τον ρομαϊκό, καταδυναστευτικό τοίχο και τη στενή, σαν πασαρέλα, σκηνή. Ο Κωνσταντίνος Ρήγος που υπογράφει τη σκηνοθεσία ανέλαβε, με συνεργάτιδα αρχιτέκτονα την Μαίρη Τσαγκάρη, και τα σκηνικά -έξοχα φωτισμένα από τον Χρήστο Τζιόγκα. Το αποτέλεσμα, κατά τη γνώμη μου, μία παράσταση που δεν είναι γεννημένη αλλά φυτεμένη στο χώρο, στριμωγμένη, χωρίς τις ευκολίες μιας κλειστής

σκηνής, με τους τεχνικούς ορατούς να μετακινούν τα σκηνικά για τις αλλαγές, με τους βινίλ καναπέδες και τους κάκτους από νέον να συγκρούονται μετωπικά με τις ρομαϊκές πέτρες. Δύο ασύμβατες, πολύ καλόγουστες κρεβατοκάμαρες, που στο τέλος τις σμίγουν, έχουν τοποθετηθεί στη σκηνή, εκατέρωθεν ενός τεράστιου, στενόμακρου τραπεζιού. Γύρω από το τραπέζι διαδραματίζονται -χωρίς να λείπουν οι παράλληλες δράσεις- η πρώτη πράξη και η δεύτερη σκηνή της δεύτερης -όπου το σαλόνι της Φλόρα μετατρέπεται σε καμπαρέ «Flora’s»-, με

τη χορωδία να στριμώχνεται άβολα ενώ, στην πρώτη, η ένθετη «μοναχική» σκηνή των δύο ερωτευμένων διεξάγεται με τη χορωδία και τους δευτεραγωνιστές να γυρίζουν πλάτη για να απομονωθεί το ντουέτο, καθώς δεν υπάρχει σκηνική δυνατότητα και χρόνος για να βγουν και να επανέλθουν. Ο Κωνσταντίνος Ρήγος, που έχει και την ευθύνη της χορογραφίας, πρόσθεσε πολύ χορό στην παράσταση -και έτσι την κινεί περισσότερο και καλώς κάνει- καθώς και μία χορεύτρια-alter ego της Βιολέτα, που εκφράζει την εσωτερική αλήθεια της, ενώ, στο φινάλε, ο θάνατος της νέας που τόσα υπέφερε δίνεται ως ανάληψη/εξιλέωση, με το νεκροκρέβατό της να υψώνεται/εξυψώνεται. Δεν αρνούμαι πως υπάρχουν καλές στιγμές αλλά το παραστασιακό αποτέλεσμα μου φάνηκε εγκεφαλικό και, αν προσθέσω και τα βίντεο του Βασίλη Κεχαγιά, βαρυφορτωμένο.
Και δεν κατάλαβα τι σημαίνουν το, μισοκρυμμένο στην μία άκρη της σκηνής, μνημειακό κεφάλι αγάλματος και στην άλλη το ριγμένο, επίσης μνημειακό, κομμένο χέρι με τον πυρσό από το... Άγαλμα της Ελευθερίας. Τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη, συνδυασμός εποχής της όπερας και του σήμερα, τα βρήκα άνισα: μερικά, όπως της Βιολέτας και της χορωδίας -όλα σε μαύρο- καλόγουστα έως εξαιρετικά, κάπως σε κραυγαλέα χρώματα των χορευτών-καρναβαλιστών, να βγάζουν μάτι το παγιετέ σακάκι με τις κόκκινες 

αποχρώσεις α λα Φλωρινιώτης (!) του Αλφρέντο στη σκηνή του «Flora’s» και το ανάλογο κοστούμι του Βαρόνου Ντουφόλ... Η εξεζητημένη γαλάζια περούκα, συνδυασμένη με φάνσι σκελετό γυαλιών, της καμαριέρας Ανίνα, δυσερμήνευτη. Ο Λουκάς Καρυτινός, που διηύθυνε την ικανοποιητική Ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, κατέχει το βερντιάνικο ύφος αλλά εντόπισα, κυρίως στην πρώτη πράξη, κάποιες δυσκολίες συμπόρευσης με τους τραγουδιστές και με την -καλή- Χορωδία της Λυρικής (διεύθυνση Αγαθάγγελος Γεωργακάτος). Από τους μικρότερους ρόλους δεν ξεχώρισα κάποιον. Ο Χάρης Ανδριανός, φωνητικά άρτιος, υποκριτικά υπερβάλλει. Βρήκα φωνητικά μέτριο, σκηνικά σβησμένο, υποκριτικά άχρωμο και σε ανύπαρκτη χημεία με την Βιολέτα τον Αλφρέντο του μετακλημένου αλβανού τενόρου

Σαϊμίρ Πίργκου. Και απόρησα με τη μετάκληση, όταν η Λυρική έχει στο δυναμικό της τενόρο καλύτερο. Η Κουβανέζα/Αμερικανίδα σοπράνο Λιζέτ Οροπέσα έχει την εμφάνιση και την -πολύ καλή- φωνή για να κάνει Βιολέτα. Αλλά, προσωπικά, εισέπραξα μία εξωτερική αντιμετώπιση του ρόλου -δεν ήταν η Βιολέτα, έπαιζε την Βιολέτα, χωρίς να την απογειώνει. Θα με άφηνε αδιάφορο, αν δεν υπήρχαν το «Dite alla giovine…» («Πείτε στη νέα...») -η άρια της Βιολέτα στην πρώτη σκηνή της δεύτερης πράξης- και η ερμηνεία της σε ολόκληρη την τρίτη και τελευταία πράξη που ένοιωσα να εκπορεύονται -επιτέλους!- από τα σπλάχνα της και να δικαιώνουν το ρόλο. Από την παράσταση, όμως, κυρίως, κρατώ τον Τζόρτζιο Ζερμόν του Δημήτρη Πλατανιά. Παρουσία με κύρος, ο βαρύτονός μας τραγούδησε έξοχα, με υψηλή τεχνική και βαθύ συναίσθημα, αβίαστα, εκμεταλλευόμενος το μοναδικό βελούδινο φωνητικό μέταλλο που διαθέτει, για να αποθεωθεί, δικαίως, από
το κοινό μετά την άρια «Di Provenza il mar, il suol...» («Της Προβινγκίας η θάλασσα, το χώμα...») στην πρώτη σκηνή της δεύτερης πράξης, όπου το δέσιμό του με την Λιζέτ Οροπέσα ήταν έξοχο. Μία παράσταση που χειροκροτήθηκε θερμά -η «Τραβιάτα», εξάλλου, είναι δημοφιλής... Προσωπικά τη βρήκα μέτρια (Φωτογραφίες: 1,2,3,4,5,6,7,8,11,12 Ανδρέας Σιμόπουλος, 9 Χάρης Ακριβιάδης, 10 Δημήτρης Σακαλάκης).

(Χορταστικό και διαβαστερό, όπως συνήθως, το έντυπο πρόγραμμα της παράστασης -υπεύθυνος έκδοσης Νίκος Α. Δοντάς. Το ιδιαίτερό του: το κείμενο «Camelias para los muertos» της Ρούλας Γεωργακοπούλου -με το απολύτως προσωπικό της ύφος και, όπως πάντα, με χιούμορ).

Ωδείο Ηρώδη του Αττικού, Εθνική Λυρική Σκηνή, Κύκλος «Ιταλικής Όπερας», Φεστιβάλ Αθηνών, 27 Ιουλίου 2019.

July 17, 2019

Στο Φτερό / Έρωτες στα χρόνια της «Finos Films»



«Το δικό μας σινεμά» των Θανάση Παπαθανασίου και Μιχάλη Ρέππα / Σκηνοθεσία: Θανάσης Παπαθανασίου-Μιχάλης Ρέππας-Φωκάς Ευαγγελινός. 


Δεκαετία του ’50 και ο ερωτύλος Πέτρος, ηθοποιός ο οποίος έχει ανελιχθεί σε πρωταγωνιστή του θεάτρου χάρη στην ταμένη στο σανίδι, φτασμένη πρωταγωνίστρια γυναίκα του, την Μιράντα, που έχει δικό της θίασο, στρέφεται στον ανερχόμενο, τότε, 
κινηματογράφο και, μέσα από τη συνεργασία του με την «Finos Films» του δαιμόνιου Φιλοποίμενος Φίνου, ο οποίος πρωτοστατεί στην άνθιση του ντόπιου σινεμά, γίνεται σταρ ενώ η Μιράντα, που δεν στέργει στο σινεμά, επιμένοντας στο θέατρο, χάνει, σιγά-σιγά, την περιουσία που της έχει αφήσει ο πρώτος της άντρας όταν πέθανε. Ο Πέτρος θα δημιουργήσει ερωτική σχέση με την Μαίρη, συμπρωταγωνίστριά του στην ταινία που γυρίζει για τον Φίνο ο μπλεγμένος στα γρανάζια του τζόγου, σεναριογράφος και σκηνοθέτης, άντρας της, ο Γιώργος, ο οποίος την έχει αναδείξει σε ηθοποιό από τραγουδίστρια. Οι εραστές θα παντρευτούν, τελικά, αφού χωρίσουν από τους συζύγους τους, αλλά ο Πέτρος θα συνεχίσει να κυνηγάει θηλυκά. Έως και με την προβληματική

Δανάη -κόρη της πρώην γυναίκας του, της Μιράντας, από τον πρώτο της γάμο, που η μητέρα της την είχε κλείσει εσωτερική σε σχολείο στην Αγγλία και που, όταν γύρισε, ακολούθησε το δρόμο του κινηματογράφου ξεκινώντας από... πορνό ενώ έχει κυλήσει και στα ναρκωτικά- θα βρεθεί στο κρεβάτι, όπου θα τους πιάσει η
Μιράντα με την οποία είναι ερωτευμένος ο νεαρός ζεν πρεμιέ Στέφανος. Στο έργο εμπλέκονται η Ντίνα, μοδίστρα, αδελφή της Μαίρης, που ο Φίνος θα χρίσει με επιτυχία πρωταγωνίστρια στα μιούζικάλ του και που θα σμίξει με τον πρώην της αδελφής της, τον Γιώργο, οι γονείς των δύο αδελφών, ηθοποιοί συνταξιούχοι πια -ο Κώστας και η Δέσπω που πάσχει από άνοια-, η Ζωγραφούλα, μάνα του Πέτρου και δύστροπη πεθερά, ειδικά με την πρώτη της νύφη, την Μιράντα, ο Παύλος, ηθοποιός και αυτός του Φίνου, παντρεμένος με την Φανή η οποία έχει παρατήσει το σινεμά για να 
αφοσιωθεί στο γάμο και τα παιδιά της, αλλά ο άντρας της, κρυπτοομοφυλόφιλος, κάνει διπλή ζωή μέχρι που η Φανή, που το έχει καταλάβει, εκρήγνυται, ο Χρόνης, χορογράφος του Φίνου -η δυστυχώς, ακόμα, απαραίτητη στο ελαφρό θέατρο «αδερφή» που αλλάζει συνέχεια εραστές και βγάζει γέλιο με τα καμώματά της...- και άλλοι δευτερεύοντες χαρακτήρες. Ο Θανάσης
Παπαθανασίου και ο Μιχάλης Ρέππας έχουν ακολουθήσει στο έργο τους -ένα έργο με τραγούδια αλλά όχι μιούζικαλ- «Το δικό μας σινεμά», πιστά, τη συνταγή του δικού τους «Βίρα τις άγκυρες» (Εθνικό Θέατρο, 1997). Εκεί, θέμα τους ήταν η επιθεώρηση -από κτίσεώς της μέχρι και το «Ελεύθερο Θέατρο»-, εδώ, ο «παλιός» ελληνικός κινηματογράφος, με άξονα τον Φιλοποίμενα Φίνο και την «Finos Films», από το 1958 και την έκρηξή του έως την παρακμή του τη δεκαετία του ’70, λόγω τηλεόρασης, έως και το 1977 και το θάνατο του Φίνου. Εκεί ήταν ένθετα επιθεωρησιακά νούμερα, εδώ είναι ένθετα τραγούδια που έγιναν επιτυχίες μέσα από το σινεμά -μερικά εξαιρετικά, όλα

πολυακουσμένα και πολυαγαπημένα. Η πλοκή και στο «Βίρα τις άγκυρες» διέθετε πολλές ερωτικές σχέσεις, γάμους, μοιχείες, διαζύγια..., εδώ δεν πρόκειται παρά για ένα συνεχές ερωτικό 
γαϊτανάκι που παίζεται πέριξ της «Finos» και των πλατό της, χωρίς να είναι ούτε ο ίδιος ο παραγωγός ούτε άλλα γνωστά πρόσωπα του σινεμά παρόντα στη σκηνή -αναφέρονται μόνο, κάθε τόσο, τα ονόματά τους. Τα πρόσωπα του έργου είναι φανταστικά αλλά οι λεπτομέρειες διαρκώς παραπέμπουν, για τους παροικούντες την Ιερουσαλίμ τουλάχιστον, σε πρόσωπα υπαρκτά και σε πράγματα απτά, με τους συγγραφείς να τα 

παραλλάζουν αλλά παράλληλα να δίνουν στους ήρωές τους μικρά ονόματα που θυμίζουν ηθοποιούς και καλλιτέχνες της εποχής χωρίς, πάντως, να τους ταυτίζουν με τις ζωές και τις πράξεις των συγκεκριμένων. Η δομή του έργου,
με τα πολλά πρόσωπα και τις πολλές σύντομες σκηνές, γραμμένες με την τεχνική τηλεοπτικού σεναρίου -μία λέξη από την τελευταία ατάκα της σκηνής περιέχεται στην πρώτη ατάκα της επόμενης-, παραπέμπει στην τηλεόραση, όπως και όλο το ύφος: εύκολο, χαριτωμένο, «πικάντικο»... Αλλά το σύνολο είναι καλά λαδωμένο. Και προσπαθεί να μιμηθεί τις παλιές ελληνικές ταινίες, γραμμένο α λα μανιέρ τους -ακολουθεί, δηλαδή, το στιλ τους «κλέβοντας» σκηνές τους, θυμίζοντας φιγούρες τους, κάνοντας νύξεις... Οι συγγραφείς συνυπογράφουν και τη σκηνοθεσία μαζί με το χορογράφο της παράστασης Φωκά Ευαγγελινό. Η παράσταση είναι εύρυθμη, είναι ανάλαφρη, έχει χιούμορ, έχει και συγκίνηση, τα τραγούδια είναι καλά δεμένα με τα κείμενα, τα 

σκηνικά της Αθανασίας Σμαραγδή, με τα τρία περιστρεφόμενα σπετσάτα/τοίχους, τη βοηθούν λειτουργικά, η Έβελυν Σιούπη έχει κάνει τεράστια -και καλή, σε γενικές γραμμές- δουλειά με τα εκατοντάδες κοστούμια της που διατρέχουν τριάντα χρόνια, η 
Ελευθερία Ντεκώ είναι μαστόρισσα στους φωτισμούς, ο Κάρολος Πορφύρης έχει εξαιρετικά αποτελέσματα στο video design και στις προβολές που κυριαρχούν στο δεύτερο μέρος δένοντας την παράσταση με τα ιστορικά γεγονότα της εποχής -δολοφονία Λαμπράκη, Ανένδοτος Αγώνας, Αποστασία, Χούντα, Μεταπολίτευση, κηδεία Φίνου... αλλά «Το δικό μας σινεμά» δεν είναι «Βίρα τις άγκυρες». Βλέπετε, εκεί, την παράσταση απογείωνε η σκηνοθεσία του Σταμάτη Φασουλή... Είναι, όμως, μία παράσταση εύφορη όπου βασικότατο ρόλο παίζουν οι χορογραφίες του Φωκά Ευαγγελινού που αστράφτουν μέσα από το καλοδουλεμένο, πολυμελές μπαλέτο και οι μουσικές και τα τραγούδια για τα οποία έχει πράξει τα καλύτερα 
ο Νίκος Ζαχαρίου (πρωτότυπη μουσική, ενορχήστρωση, μουσική διεύθυνση της, επίσης, πολυμελούς, ζωντανής ορχήστρας) ενώ ο Χάρης Γεωργίου υπογράφει τη μουσική διδασκαλία. Και είναι μία μεγάλη, πλούσια παραγωγή -κάτι σπάνιο, πια, στις μέρες μας- που δεν έχει φεισθεί εξόδων. Ο -ολίγον αποστασιοποιημένος- Σπύρος Παπαδόπουλος, ο πάντα φινετσάτος Γιώργος Κωνσταντίνου, η Πηνελόπη Πιτσούλη, ο Κώστας Κόκλας, η -κάπως ψυχρή- Κατερίνα Λέχου, ο Γιώργος Χρανιώτης, η Σύλβια Δελικούρα, η Ευγενία Σαμαρά υποστηρίζουν την παράσταση. Θα ήθελα, όμως, κάποιους να ξεχωρίσω. Η Δέσποινα Βανδή, εκτός από εμφάνιση, πολύ καλή κίνηση και εξαίρετη φωνή, μοιάζει να έχει πια εγκλιματιστεί στο θέατρο. Ο Μέμος Μπεγνής, ανάλαφρος και χαριτωμένος, έχει υποκριτικό έρμα και θαυμάσια φωνή -έξοχος! Η Παρθένα Χοροζίδου, απολαυστική, ακομπλεξάριστη κωμική ηθοποιός, εξαιρετική στα μουσικοχορευτικά, κάπως υστερεί στις πρόζες της -πρέπει να 


δουλέψει την άρθρωσή της. Μου άρεσε πολύ η Μαριλού Κατσαφάδου στο «νούμερό» της -Μπετ Μίντλερ λίγο μου θύμισε.
Και, πάνω από όλους, ξεχώρισα την Ελένη Γερασιμίδου -υπέροχη 
καρατερίστα, μ’ αυτό το λαϊκό, άμεσο, υπαινικτικό, καλοκάγαθο στην επιφάνεια αλλά υποδόρια δηκτικότατο χιούμορ της, παίζει
σαν νεράκι που κυλάει- και τον Παύλο Χαϊκάλη -σπουδαίος κωμικός που απενοχοποιεί αφοπλιστικά το ρόλο του Χρόνη με το χιούμορ που τον ερμηνεύει, χωρίς ποτέ να γίνεται κραυγαλέος, χωρίς ποτέ να υποχωρεί στη χυδαιότητα και στη 
φτήνια. Μία λαϊκή παράσταση, διασκεδαστική, που ποτέ δεν 
γίνεται χυδαία και που δεν σας κοροϊδεύει. Αν αυτό είναι που περιμένετε, θα περάσετε καλά σε ένα θέατρο πολιτισμένο και φιλικό (Όσες φωτογραφίες δεν υπογράφει ο Πέτρος Νικολαρέας είναι του Γιώργου Καλφαμανώλη). 

(Το πρόγραμμα-βιβλίο της παράστασης  -το έχει επιμεληθεί ο παθιασμένος με τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο και άριστος γνώστης του Ιάσων Τριανταφυλλίδης-, ογκώδες και βαρύ άρα δύσχρηστο αλλά χορταστικό, κομίζει πλούσια στοιχεία και σπάνιο φωτογραφικό υλικό).

Θέατρο «Άλσος», 11 Ιουλίου 2019.