December 27, 2015

Η «Μάνα Κουράγιο» εναρκτήριο του ΚΘΒΕ για τον επόμενο χειμώνα σε σκηνοθεσία Νικίτα Μιλιβόγιεβιτς


Το Τέταρτο Κουδούνι / Είδηση  

«Η Μάνα Κουράγιο και τα παιδιά της» του Μπέρτολτ Μπρεχτ, που θ’ ανεβάσει ο διακεκριμένος σέρβος σκηνοθέτης Νικίτα Μιλιβόγιεβιτς στο θέατρο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, θα ’ναι το εναρκτήριο του Kρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος για την επόμενη σεζόν 2016/2017. Η ηθοποιός που θα ερμηνεύσει τον επώνυμο ρόλο, η λοιπή διανομή κι οι συντελεστές δεν έχουν ακόμα αποφασιστεί, το μόνο σίγουρο είναι πως θ’ ανεβεί με τη μουσική του Πάουλ Ντεσάου που συνήθως το συνοδεύει.
«Η Μάνα Κουράγιο και τα παιδιά της» που διαδραματίζεται στην Ευρώπη του 17ου αιώνα, κατά τη διάρκεια του Τριακονταετούς Πολέμου, με την Άννα Φίρλινγκ, εμπόρισσα η οποία αδίστακτα εκμεταλλεύεται τις ευκαιρίες που ο πόλεμος, προσφέρει, να σέρνει το κάρο με τα εμπορεύματά της στις εμπόλεμες περιοχές και, μολονότι χάνει, ακριβώς εξαιτίας του πολέμου, τον έναν μετά τον άλλο και τους δυο γιους της Άιλιφ και Σβάιτσερκας και την κωφή κόρη της Κατρίν, που τη συνοδεύουν, να μη συνετίζεται και μην το βάζει κάτω μέχρι το τέλος, γράφτηκε απ’ τον Μπρεχτ στην εξορία μεταξύ 1938 και 1939, ενώ ο Χίτλερ διαμέλιζε την Τσεχοσλοβακία και εισέβαλλε στην Πολονία δίνοντας το εναρκτήριο λάκτισμα για τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Κι έκανε την πρεμιέρα του το 1941, με τον πόλεμο να μαίνεται, στην ουδέτερη Ελβετία, στο Σάουσπιλχάους της Ζιρίχης, το 1941, σε σκηνοθεσία Λέοπολντ Λίντμπεργκ με την Τερέζε Γκίζε στον επώνυμο, πολυσυζητημένο, αμφίσημο και παρεξηγήσιμο -είναι θύμα ή θύτης;- ρόλο. 





Το δεύτερο, ιστορικό πια ανέβασμα, αντιπροσωπευτικό αυτού που ο Μπρεχτ ονόμαζε Επικό Θέατρο, έγινε το 1949 απ’ τον ίδιο τον Μπρεχτ, στο «Γερμανικό Θέατρο» του Ανατολικού Βερολίνου, με Μάνα την -δεύτερη γυναίκα του- Χελένε Βάιγκελ και ήταν η καθοριστική παράσταση για τη δημιουργία του «Μπερλίνερ Ανσάνμπλ».
Θα ’ναι το ενδέκατο ελληνόφωνο επαγγελματικό ανέβασμα της «Μάνας Κουράγιο». Το έργο πρωτοπαρουσίασε στην Ελλάδα, στην Αθήνα, στο θέατρο «Κυβέλης», σε σκηνοθεσία Τάκη Μουζενίδη, τη σεζόν 1958/1959 -ήταν το τρίτο έργο του Μπρεχτ που παιζόταν στην Ελλάδα μετά τον «Κύκλο με την κιμωλία» και τον «Καλό άνθρωπο του Σετσουάν» τα οποία ανέβασε ο Κάρολος Κουν στο «Θέατρο Τέχνης, την προηγούμενη σεζόν 1956/1957 και την ίδια σεζόν 1958/1959, λίγο νωρίτερα, αντίστοιχα- ο θίασος Αλίκης (κατόπιν Αλίκη Πωλ Νορ) η οποία έπαιξε την Κατρίν με τη μητέρα της στη ζωή Κυβέλη στον επώνυμο ρόλο.
Ακολούθησαν τη σεζόν 1971/1972 ο θίασος Μινωτή-Παξινού, σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή με την Κατίνα Παξινού ως Άννα Φίρλινγκ, στο τότε «Πάνθεον», και τη σεζόν 1977/1978 ο Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου, με σκηνοθέτη τον Ανατολικογερμανό Χάιντς-Ούβε Χάους και με μια συγκλονιστική, «μπρεχτικότατη» ερμηνεία της Μάνας απ’ την Δέσποινα Μπεμπεδέλη.
Στο Εθνικό Θέατρο η «Μάνα Κουράγιο» ανέβηκε δυο φορές: το 1990/1991, στην Κεντρική Σκηνή, απ’ τον Κοραή Δαμάτη με την Νέλλη Αγγελίδου και το 2006/2007 στην Σκηνή «Κοτοπούλη» του «Ρεξ» απ’ τον Κώστα Τσιάνο με την Αντιγόνη Βαλάκου -αυτό είναι και το πιο πρόσφατο ανέβασμα.
Στο μεταξύ, το καλοκαίρι του 1996 το έργο παρουσιάστηκε απ το ΔΗΠΕΘΕ Λάρισας/Θεσσαλικό Θέατρο σε σκηνοθεσία Σταύρου Ντουφεξή με την Άννα Βαγενά, τη σεζόν 1999/2000 απτο «Ανοιχτό Θέατρο», στο ομώνυμο θέατρο του Γκύζη, σκηνοθετημένο απ τον Γιώργο Μιχαηλίδη με Μάνα και πάλι την Δέσποινα Μπεμπεδέλη και το χειμώνα 2001/2002 απτο ΔΗΠΕΘΕ Σερρών με σκηνοθέτη τον Δημήτρη Ιωάννου και με την Μελίνα Βαμβακά.
Στην Θεσσαλονίκη ανεβαίνει για τρίτη φορά: η πρώτη ήταν το 1982/1983, στο ΚΘΒΕ, απ’ τον Θόδωρο Τερζόπουλο με την Λίνα Λαμπράκη, στο θέατρο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών και τότε, κι η δεύτερη το 1999/2000, απ’ την Πειραματική Σκηνή της «Τέχνης», στο «Αμαλία», σε σκηνοθεσία Νίκου Πολίτη, με την Έφη Σταμούλη.
Ο Νικίτα Μιλιβόγιεβιτς, που απ’ το 1997/1998, όταν ανέβασε στο «Αμόρε» για το «Θέατρο του Νότου» του Γιάννη Χουβαρδά τον «Ιβάνοφ» του Τσέχοφ, μετράει εννιά σκηνοθεσίες στην Ελλάδα και στην Κύπρο -η πιο πρόσφατη, η «Λουκρητία Βοργία» του Βικτόρ Ουγκό, το περασμένο καλοκαίρι για το Φεστιβάλ Αθηνών-, έχει συνεργαστεί ήδη δύο φορές με το ΚΘΒΕ: το 2001/2002, όταν σκηνοθέτησε την «Φυγή» του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ στην Σκηνή «Σωκράτης Καραντινός» της Μονής Λαζαριστών και το 2003/2004, όταν έκανε «Πλατόνοφ» του Αντόν Τσέχοφ στο «Βασιλικό». Στο θέατρο της ΕΜΣ παρουσιάστηκε επίσης, το 2006/2007, στο πλαίσιο του 1ου Φεστιβάλ Θεάτρου Νοτιοανατολικής Ευρώπης «Όψεις Αρχαίου Δράματος», η παράσταση/σύνθεσή του «My Homeland-Seven Dreams», συμπαραγωγή των σερβικών Φεστιβάλ BELEF και BITEF με το Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών.
Η προηγούμενη μπρεχτική εμπειρία του Νικίτα Μιλιβόγιεβιτς στην 25χρονη καριέρα του είναι η «Όπερα της πεντάρας» των Μπέρτολτ Μπρεχτ-Κουρτ Βάιλ που ανέβασε το 1999 στο περίφημο «Ατελιέ 212» του Βελιγραδίου.

December 23, 2015

Ο ρόλος του Μηνά που θυμάμαι ή μετά το Σύμφωνο


Το Σύμφωνο Συμβίωσης το οποίο ψηφίστηκε τη νύχτα που πέρασε από 194 βουλευτές της Βουλής των Ελλήνων θα μπορούσε να είναι αφιερωμένο στη μνήμη του Μηνά Χατζησάββα, που μας έφυγε λίγες μέρες πριν -στις 30 Νοεμβρίου. Και που ο σύντροφός του Κώστας Φαλελάκης, με τον οποίο συμβίωναν 25 χρόνια, δεν μπορούσε να παραλάβει τη σορό του γιατί «δεν του ήταν τίποτα».
Το κείμενο που ακολουθεί δημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή» της Κυριακής 13 Δεκεμβρίου 2015, στη στήλη «1 Ερώτηση, 3 Απαντήσεις»
του ένθετου «Τέχνες και Γράμματα», την οποία είχε επιμεληθεί η Όλγα Σελλά που «ρωτούσε», μαζί με καλή συντροφιά: τις απαντήσεις της ηθοποιού Αμαλίας Μουτούση και του σκηνοθέτη Γιάννη Μόσχου.
Το αναρτώ με την ευκαιρία της σημερινής μέρας. Αφιερωμένο σε όσους «δεν μας είναι τίποτα».

Δεν θα θυμηθώ έναν από τους ρόλους που σημάδεψαν την καριέρα του Μηνά Χατζησάββα. Δεν θα θυμηθώ έναν από τους μεγάλους του ρόλους. Θα θυμηθώ το ρόλο με τον οποίο έχει σφηνωθεί στο μυαλό μου. Ένα ρόλο που ούτε στο βιογραφικό του δεν υπάρχει. Τον τελευταίο του στο «Ανοιχτό Θέατρο» σε σκηνοθεσία Γιώργου Μιχαηλίδη: τον Κλέρκερ στην «Τελευταία κραυγή», ένα μονόπρακτο του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, που ο Μιχαηλίδης είχε ανεβάσει μαζί μ’ ένα ακόμα, το «Μετά την πρόβα», τον Ιανουάριο του 1998. Ένας αποτυχημένος σκηνοθέτης του -βωβού ακόμα- κινηματογράφου που εκλιπαρεί - Σουηδία του 1920 περίπου- έναν μεγαλοπαραγωγό να του δώσει μια τελευταία ευκαιρία. Μονόλογος, ουσιαστικά, ήταν, με τον απεγνωσμένο, ταπεινωμένο καλλιτέχνη να ταπεινώνεται ακόμα περισσότερο: να μιλάει ακατάπαυστα αλλά τα επιχειρήματά του σαν να χτυπάνε σε ντουβάρι.
Θυμάμαι ένα ρόλο που ισορροπούσε στην κόψη του ξυραφιού: ανάμεσα στο γελοίο και στο τραγικό. Τον Μηνά Χατζησάββα, με 29 χρόνια καριέρας, τότε, ήδη, στο ενεργητικό του, πενηντάρη πια, τον είχα δει σε όλους σχεδόν τους ρόλους του. Αλλά αυτός που έβλεπα στη σκηνή δεν ήταν ο Χατζησάββας που γνώριζα. Ήταν ένας άλλος. Γι αυτό και τον θεωρώ τον καλύτερο που έκανε.

December 21, 2015

Το «Μαυροπούλι» ξαναπετάει στο ίδιο μέρος


Το Τέταρτο Κουδούνι - Είδηση 


Ο Γρηγόρης Καραντινάκης ανεβάζει -είναι το δεύτερο ανέβασμα του έργου στην Ελλάδα- το «Blackbird (Μαυροπούλι)» του Ντέιβιντ Χάροουερ, με πρωταγωνιστές τον Αλέξανδρο Μυλωνά και την Βιργινία Ταμπαροπούλου και, μαζί τους, τη μικρή Άννα-Μαρία Κορνιά, στο «Lab» του θεάτρου «Σημείο» του Νίκου Διαμαντή, στον ίδιο, δηλαδή, χώρο -τότε «Νέα Σκηνή» του «Απλού Θεάτρου» του Αντώνη Αντύπα- όπου έχει πρωτοανεβεί στην Ελλάδα.
Στο εξαιρετικά ενδιαφέρον έργο -που έδωσε την πρεμιέρα του το 2005 στο Διεθνές Φεστιβάλ του Εδιμβούργου σε σκηνοθεσία Πέτερ Στάιν, έκανε μεγάλη αίσθηση για το θέμα του αλλά και για τον τρόπο που ο Στάιν το ανέβασε ενώ η παράσταση στη συνέχεια μεταφέρθηκε στο Λονδίνο-, έργο που έκτοτε ανεβαίνει συχνά, η 27χρονη Oύνα εµφανίζεται ξαφνικά μπροστά στον μεσήλικα -57χρονο πια- Ρέι, δεκαπέντε χρόνια μετά τον παράξενο ερωτικό δεσµό τους -εκείνη ήταν 12, εκείνος 42. «Οργισµένη, μπερδεμένη, χαµένη στο παρελθόν», όπως σημειώνεται, «η Ούνα ζητάει απ’ τον Ρέι απαντήσεις. Ζητάει τη λύτρωση. Γιατί αυτός κατάφερε να προχωρήσει τη ζωή του; Γιατί όχι κι αυτή; Γιατί δεν την προστάτεψε; Ο Ρέι θα της τα πει όλα, θα της εξηγήσει, θα προσπαθήσει να την πείσει. Έχει ανάγκη την συγχώρεση της. Εξάλλου, η Ούνα είναι που τον αγάπησε πρώτη. Αυτή τον διάλεξε. Δυο φαντάσµατα του παρελθόντος, αθώα όσο και ένοχα, με μια διαφορετική αλήθεια, ένα διαφορετικό τραύµα ο καθένας και μια ιστορία αγάπης, κοινωνικής κακοποίησης και πόνου... Δυο άνθρωποι που ζήσανε κάτι υπέροχο και φρικαλέο ταυτόχρονα. Ποιος ο θύτης και ποιο το θύµα; Πρόκειται για μια ιστορία παιδοφιλίας και κακοποίησης; Ή για μια ιστορία αγάπης σε λάθος χρόνο;».
Η παράσταση, που ανεβαίνει στη μετάφραση του Λευτέρη Γιοβανίδη η οποία χρησιμοποιήθηκε και στο πρώτο ανέβασμα, με εκλεκτούς συντελεστές -Αντώνης Δαγκλίδης (σκηνικά), Γιούλα Ζωιοπούλου (κοστούμια), Σταύρος Γασπαράτος (μουσική), Σάκης Μπιρμπίλης (φωτισμοί)- θα κάνει πρεμιέρα αρχές Ιανουαρίου.
Το έργο του Χάροουερ πρωτοοανέβηκε στην Ελλάδα απ’ το «Απλό Θέατρο» τη σεζόν 2006/2007, σε σκηνοθεσία Βίκυς Γεωργιάδου, με Ρέι τον Δημήτρη Καταλειφό και Ούνα την Μαρία Καλλιμάνη, σε μια πολύ καλή παράσταση.
Τον Ντέιβιντ Χάροουερ, πάντως, παρουσίασε -άλλη μια πρωτιά- στην Ελλάδα η «Πράξη» της Μπέττυς Αρβανίτη και του Βασίλη Πουλαντζά, που ανέβασε στο τέλος της σεζόν 1999/2000, στο θέατρο «Οδού Κεφαλληνίας», στην Α΄ Σκηνή, αλλά ως παραγωγή της Β΄ Σκηνής του, το πρώτο του έργο (1995) «Μαχαίρι στην κότα» σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου -μια, επίσης, πολύ καλή παράσταση.
Αυτά, αν δεν κάνω λάθος, είναι και τα μόνα ανεβάσματα του σκοτσέζου συγγραφέα στην Ελλάδα.

December 19, 2015

Γιώργος Λούκος: «Ο ουρανοκατέβατος αποτυχημένος μισέλλην»… ή Μια απάντηση… από τα παλιά

Η συνέντευξη αυτή που είχα πάρει από τον Γιώργο Λούκο έγινε με αφορμή την ανάληψη το 2005 των καθηκόντων του ως προέδρου του Ελληνικού Φεστιβάλ και δημοσιεύτηκε, λόγω έκτασης, σε συνεπτυγμένη μορφή, στο τεύχος 315 (6 Φεβρουαρίου 2006) του περιοδικού «Ταχυδρόμος» -δέκα, σχεδόν χρόνια, πριν. Την αναρτώ εδώ, με κάποιες μικρές διορθώσεις στην ορθογραφία και στη στίξη, ως απάντηση στο κατάπτυστο, κατά τη γνώμη μου, κείμενο του κριτικού θεάτρου Κώστα Γεωργουσόπουλου που δημοσιεύεται με τον τίτλο «Ματζόρε και μινόρε κλίμακα» στα σημερινά «Νέα». Μπορείτε να το διαβάσετε για να σχηματίσετε και τη δική σας γνώμη. Τη συνέντευξη -που σημεία της αποδεικνύονται και προφητικά...- μπορείτε να τη διαβάσετε για να σχηματίσετε, επίσης, δική σας γνώμη, περί «ενός κυρίου που ήρθε από το πουθενά και διαχειρίστηκε εν λευκώ και ανεξέλεγκτα έναν πολιτιστικό θεσμό που ξεκίνησε το 1955, δηλαδή 50 χρόνια πριν ξεφυτρώσει ουρανοκατέβατος ένας αποτυχημένος έλληνας χορευτής που ξενιτεύτηκε 18 χρονών και εξελίχτηκε σε μάνατζερ ενός μπαλέτου στη Λυών». Αυτού που, δια της εις άτοπον απαγωγής, ανενδοίαστα χαρακτηρίζεται «μισέλλην» -ένα μετεμφυλιακό άρωμα…


Γεννήθηκε το ’50. Στο Ελληνικό. Εκεί μεγάλωσε. Εκεί είναι πάντα το πατρικό του. Κλειστό πια μετά τον πρόσφατο θάνατο της μητέρας του που πολύ του στοίχισε -μένει σε ξενοδοχείο για να είναι κοντά στα γραφεία του Φεστιβάλ.
«Μάλλον σκανδαλιάρικο παιδί ήμουνα. Έπαιζα πολύ αλλά ήμουν και καλός μαθητής. Δημοτικό πήγα στη σχολή Γιαννοπούλου, στην Γλυφάδα, κοντά στον Άγιο Νικόλαο -στην παλιά εκκλησία. Θυμάμαι ακόμα το σχολικό που περνούσε και μ’ έπαιρνε απ’ το σπίτι και τον κύριο Γιώργο που ήταν ο οδηγός του. Υπάρχει ακόμα η σχολή. Αλλά είναι μεγάλη πια. Τότε ένα σπιτάκι ήταν. Με λίγα παιδιά -πέντε-έξι σε κάθε τάξη».
Ο πατέρας του, εργοδηγός, εργάστηκε σε διάφορες εταιρείες. «Ταξίδευε -δούλεψε πολύ εκτός Αθήνας: στο αεροδρόμιο της Λάρισας, στο λιμάνι του Πόρτο Λάγος -είχαμε τότε εγκατασταθεί οικογενειακώς στην Ξάνθη-, σε δρόμους που φτιαχνότανε στην Περσία, στην Λιβύη, στο Ιράκ… Δεν τον ακολουθούσαμε πια για να μην αλλάζουμε σχολεία η αδελφή μου κι εγώ.
Η μάνα μου είχε μανία να μάθω ξένες γλώσσες. Και κάθε φορά που αλλάζαμε πόλη μάθαινα τη γλώσσα της δασκάλας που βρίσκαμε. Άρχισα γαλλικά με την κυρία Λίντα πέντε χρονών, στην Ξάνθη άρχισα γερμανικά στα επτά…».
Γυμνάσιο έκανε στην Λεόντειο -στα Πατήσια. «Ολόκληρο ταξίδι για να φτάσω. Και κάποιες μέρες της εβδομάδας ξανανέβαινα στην Αθήνα το απόγευμα γιατί έκανα εγγλέζικα στο Βρετανικό Συμβούλιο. Ήταν πολύ αργά τότε τα λεωφορεία και γραφικά αλλά έφτανες πιο γρήγορα απ’ ό,τι σήμερα…».
Κρατάει ακόμα φίλους από το γυμνάσιο -ανάμεσά τους ο Λουκάς Τσούκαλης, καθηγητής Πανεπιστημίου, ειδικός σύμβουλος του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που έχει γίνει και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ελληνικού Φεστιβάλ -«καθόμασταν στο ίδιο θρανίο, ήμασταν κολλητοί. Και είμαστε και κουμπάροι, του ’χω βαφτίσει το γιο».
Την τέχνη πότε την ανακαλύψατε; 
«Είχα δυο γιαγιάδες που, όπως σε πολλές ελληνικές οικογένειες τότε, η μία, από τον πατέρα μου, η Αρβανίτισα, ήταν δεξιά, τη λέγανε μάλιστα Βασιλική και τα παιδιά της» -γελάει -«είχανε ονόματα βασιλέων- Κωνσταντίνος, Γεώργιος… - και η άλλη, από την μητέρα μου, η Πόντια, ήταν κομουνίστρια. Και πήγε και φυλακή. Αυτή με πήγε στο θέατρο πρώτη φορά. Στο ‘Κορίτσι με το κορδελάκι’, με τον Κατράκη. Και στον Μυράτ, στο ‘Απόψε αυτοσχεδιάζουμε’. Είχα δει πολλές παραστάσεις.
Στην Λεόντειο είχαμε ένα σύλλογο, τον Πνευματικό Σύλλογο Λεοντείου Λυκείου, όπου ήταν ο Δημήτρης ο Μαραγκόπουλος, ο σημερινός συνθέτης, ο Γιώργος ο Βερνίκος που είναι σήμερα εφοπλιστής, ο Λουκάς ο Τσούκαλης…, και βγάζαμε μια εφημερίδα. Στο πρώτο φύλλο μάλιστα είχα γράψει κριτική για το ‘Ένας άντρας και μια γυναίκα’ του Λελούς!». Σκάει στα γέλια.
«Στην Τετάρτη είχα φέρει στη σχολή το ‘Θέατρο’ του Κρίτα που είχε μέσα τυπωμένο το ‘Λεωφορείο ο Πόθος’ του Τενεσί Ουίλιαμς -το είχε ανεβάσει την περασμένη χρονιά η Έλλη Λαμπέτη που ήταν και στο εξώφυλλο- και το είχαμε παίξει -διαβαστά. Εγώ διάβαζα την Μπλανς! Γιατί το γυμνάσιο ήταν αρρένων μόνον. Έκανα και το… κάστινγκ. Και ζήτησα από το ίδιο το καθηγητή που είχαμε στα Νέα Ελληνικά να διαβάσει το Γιατρό που έρχεται στο τέλος. Και το έκανε. Είχαμε κάνει έτσι και την ‘Φαύστα’ του Μποστ. Δεν υπήρχαν ακόμη τότε οι φωτοτυπίες. Το πηγαίναμε το βιβλίο ο ένας στον άλλο, μαζευόμασταν όλοι στο ίδιο θρανίο -ο ένας πάνω στον άλλο…
Και βλέπαμε πολύ θέατρο και κινηματογράφο. Μετά πηγαίναμε στο ‘Νούφαρα’ που ήταν τότε της μόδας, στο Κολωνάκι, και τρώγαμε πίτσες. Η πίτσα μόλις είχε… εισαχθεί από την Ιταλία. Μαζί με την Μίνα και τον Αντριάνο Τσελεντάνο!». Γελάει. Γελάει συχνά. Γελάνε και τα μάτια του. Πολύ συμπαθητικός άνθρωπος.
Άμεσος, απλός, καθόλου «δήθεν», καθόλου με το «ύφος» που, συνήθως, αποκτάει ο Έλληνας όταν αποκτήσει «πόστο». Και ευφυής. Έξυπνος άνθρωπος. Είναι η πέμπτη συνέντευξη που κάνουμε από το καλοκαίρι του 1994, όταν πρωτόρθε «επίσημα» στην Ελλάδα, ως διευθυντής του Μπαλέτου της Όπερας της Λιόν που εμφανίστηκε στο Ηρώδειο, στο Φεστιβάλ Αθηνών, και, κάθε φορά, αντί να τον «απομυθοποιώ» ανακαλύπτω και άλλα χαρίσματά του. Αφήστε τη συνέντευξη Τύπου για το πρόγραμμα των δύο Φεστιβάλ… Εκεί κι αν με -μας- εντυπωσίασε με την ετοιμότητά του, τον πυκνό του λόγο, την καθαρή του σκέψη, την ευθύτητά του… Και τι ενέργεια! Πηγαινοέρχεται συνέχεια Λιόν-Αθήνα, ακολουθεί το Μπαλέτο στις διεθνείς περιοδείες του…
«Χόρεψα και σε κάποια μικρά συγκροτήματα δημοτικών χορών. Μου άρεσε πολύ να χορεύω. Αλλά χόρευαν τότε και πιο πολύ. Στα γλέντια που κάνανε οι μεγάλοι -σε γάμους, στις γιορτές, ακόμα και τις Κυριακές- χόρευαν μικροί και μεγάλοι».
Γιάνκα… 
«Ναι, ναι! Γιάνκα, μάμπο… Θυμάμαι όταν ήμουν στην Εβδόμη είχε γίνει στην αίθουσα ‘Τερψιχόρη’ του Χίλτον το πάρτι των τελειοφοίτων όπου είχαν έρθει οι Φόρμιγξ -ο Βαγγέλης Παπαθανασίου ήταν κι αυτός νομίζω στην Λεόντειο- και παίξανε μια γιάνκα τους -«Γιάνκα χορεύει όλη η Αθήνα, γιάνκα κι ο βασιλιάς…». Γελάει. «Και την επόμενη χρονιά, στο δικό μας το πάρτι που το κάναμε στ’ ‘Αστέρια’, είχαμε φέρει τον Τόνυ Πινέλι!». 

Η «ΕΞΟΔΟΣ»
«Το Παρίσι του ’68 ήταν ένα ‘μπουρδέλο’»

Τελειώνοντας το γυμνάσιο φεύγει για την Γαλλία.
«Είχα ήδη πάει ένα καλοκαίρι στην Αγγλία, σ’ ένα κολέγιο, για να εξασκήσω τα αγγλικά μου. Ήταν η εποχή της μίνι φούστας -Μπιτλς, Κάρναμπι Στριτ… Πηγαίνοντας είχαμε σταματήσει στο Παρίσι. Ορισμένους φίλους που έχω ακόμη, τους είχα γνωρίσει σ’ αυτό το ταξίδι. Επομένως ήθελα να πάω στο Παρίσι. Ούτως ή άλλως. Ήταν και η Λεόντειος όπου κάναμε γαλλικά… Αλλά δεν ήξερα καθόλου τι θέλω να κάνω. Ήθελα να γίνω ηθοποιός, να γράψω θέατρο επειδή μου άρεσε να γράφω -μου άρεσαν οι εκθέσεις, στην Έκθεση είχα το μεγαλύτερο βαθμό… Τελικά έφυγα για να σπουδάσω αρχιτεκτονική. Το μισοπίστευα. Ήταν κάτι κάπως καλλιτεχνικό…
Όταν έφτασα, το Παρίσι ήταν ένα τεράστιο ‘μπουρδέλο’. Αμέσως μετά τον Μάη του ’68. Χίπις, οι φοιτητές κάνανε αυτοσχεδιασμούς, ομάδες… Ειδικά στη Σχολή Καλών Τεχνών όπου πήγα. Διαδηλώσεις από δω, παραστάσεις από ’κει, και μετά βρισκόμασταν όλοι και γίνονταν πάρτι! Ήμουν πάντα πολύ της γυμναστικής. Και πήγα και γράφτηκα στο Πανεπιστημιακό Αθλητικό Κέντρο. Στο μπουλβάρ Σεν Μισέλ ήταν. Έκανα γυμναστική, μπάσκετ, κολύμπι… Στη διπλανή αίθουσα είχε μαθήματα χορού. Ο χορός στα γαλλικά μυαλά υπήρχε από δυο-τρεις αιώνες. Για ένα αγόρι να φύγει από το μπάσκετ και να πάει μετά να κάνει χορό δεν ήταν απίθανο. Από την άλλη αυτό το οποίο έκανε τα μαθήματα πιο προσιτά ήταν ότι είχε αρχίσει ένα άνοιγμα προς τους μοντέρνους χορούς και τις μοντέρνες μουσικές που έρχονταν από την Αμερική. Δεν ήταν το κλασικό το πιανάκι… Είχε ταμπούρλα, κάτι μαύρους από την Σενεγάλη που παίζανε όργανα -κάτι μεταξύ ψευτο-Μάρθα Γκράχαμ και τζαζ.
Εμένα, βέβαια, μου άρεσε ο κλασικός χορός τότε. Ήταν μια κοπέλα που λεγότανε Αν-Μαρί Ρενό η οποία έγινε μετά χορογράφος και που έκανε από τους φοιτητές ένα γκρουπάκι. Αυτό ήταν η πρώτη μου ομάδα. Μου άρεσε. Και κυρίως η ζωή του ‘μπουλουκιού’. Γίνονταν πολλές συζητήσεις πολιτικές… Φουλ το πολιτικό! Ενώ όταν έφευγα από την Ελλάδα, επειδή ήταν δικτατορία τότε, μου έλεγαν: ‘Πρόσεχε τι θα βγαίνει από το στόμα σου!’. Ήταν τότε στο Παρίσι και πολλοί έλληνες πολιτικοί εξόριστοι. Εκείνη την εποχή γνώρισα τον Βασίλη Βασιλικό, την Ειρήνη Παπά…».
Στο Παρίσι θα γνωρίσει και τον Γιάννη Τσαρούχη. «Του πόζαρα τότε μαζί με άλλους για το χαρτζιλίκι. Γιατί πλήρωνε τα μοντέλα. Θυμάμαι τον Ανδρέα Στάικο, το συγγραφέα σήμερα, που του είχε ποζάρει για τον Άγιο Σεβαστιανό και που είχε φίλη μια χορεύτρια. Την έλεγαν Φρανσουάζ και δουλεύαμε μετά μαζί στο ‘Καζινό ντε Παρί’. Έκανα χορό με την ανιψιά του Τσαρούχη, την Κορίνα την Πολίτη που γίναμε φίλοι. Θυμάμαι την άλλη ανιψιά του, την Νίκη Τσαρούχη που έχει σήμερα το Ίδρυμα Τσαρούχη, τον Γιώργο Τουρκοβασίλη που έβγαζε φωτογραφίες των έργων του...
Ήταν πολύ μεγάλο σχολείο για μένα ο Τσαρούχης. Το κατάλαβα πολύ αργότερα. Έμαθα πράγματα που δεν τα ήξερα καθόλου. Όπως για το ρεμπέτικο. Στην οικογένειά μου τραγουδούσαν στα γλέντια -κι αυτό το αφιέρωμα στην Βέμπο που έχω βάλει φέτος στο Ηρώδειο είναι εντελώς προσωπικό. Αλλά στο μυαλό μου ήταν όλα μπερδεμένα: και η Βέμπο, και η Τζένη Βάνου, και η Μοσχολιού, και το ρεμπέτικο, και ο Ερβέ Βιλάρ…
Μεγάλο σχολείο! Και ο Τσαρούχης και η φίλη του η Λίλα ντε Νόμπιλι, η ζωγράφος και σκηνογράφος, που ήταν πολύ σοφή γυναίκα. Μαλώνανε μεταξύ τους, έκαναν όμως μετά και μια ‘Ακαδημία’ για μας. Αλλ’ αντ’ άλλων μας λέγανε αλλά, τελικά, ήτανε καταπληκτικό σχολείο. Έμαθα για την αρχαία Ελλάδα, για το Βυζάντιο, για τον Μακρυγιάννη, τον Παρθένη… Καταπληκτικές ιστορίες, καταπληκτικά ανέκδοτα για την Κοτοπούλη, για τον Βεάκη, για την Κάλλας, τον Ωνάση… Ήμασταν όλο αυτιά. Με έβαζε ο Τσαρούχης να του διαβάζω τη μετάφραση των ‘Τρωάδων’ που είχε κάνει και που ανέβασε μετά στην Αθήνα».
Θυμάται -και γελάει πάλι- ότι ο Τσαρούχης είχε ζητήσει από ένα φίλο του ζωγράφο που θα ερχότανε στο Παρίσι να του φέρει από το σπίτι του στην Αθήνα κάτι φωτογραφίες που είχε αφήσει. «Όταν εκείνος είδε ότι στις φωτογραφίες ήταν γυμνοί ναύτες έγραψε πάνω στο φάκελο που τις είχε βάλει: ‘Είναι του Τσαρούχη’. Μήπως και πέσει το αεροπλάνο, τις βρουν πάνω του, νομίζουν ότι είναι δικές του και παρεξηγηθεί…».
«Την αρχιτεκτονική την άφησα. Στο σπίτι, στην αρχή, δεν τους το έλεγα… Πήγα με μια φίλη μου σε μια ακρόαση που έκανε ο Ρολάν Πετί για ένα μιούζικαλ που ανέβαζε στο ‘Καζινό ντε Παρί’ για την Ζιζί Ζανμέρ. Δεν ήξερα καλά-καλά ούτε ποιος είναι. Μόνο το όνομά του. Και ήμουν πολύ άνετος. Με ρώτησαν αν θέλω να κάνω κι εγώ ακρόαση. Είπα ‘γιατί όχι;’. Και ανέβηκα στη σκηνή και αυτοσχεδίασα. Η Ζιζί Ζανμέρ έβαλε τα γέλια. Αλλά με πήραν! Και δεν πήραν τη φίλη μου!
Το πρώτο που έκανα ήταν ο οδηγός μιας Ρολς-Ρόις με την οποία έφτανε η Ζιζί στη σκηνή. Όλα αυτά μου θύμιζαν Χόλιγουντ και είχα τρελαθεί. Φρεντ Αστέρ ένοιωθα!». Γελάει. « Ήταν μισή η Ρολς -κομμένη στο μήκος. Και ανέβαινε στη σκηνή από κάτω. Εγώ ήμουν μόνος μου μέσα. Με μακριά μαλλιά τότε… Έβγαζα το καπέλο, βγαίνανε είκοσι τέσσερα παιδιά και τελευταία έβγαινε η Ζιζί. Πρώτα φαινότανε οι γάμπες της, τις έβγαζε, τις άπλωνε, τις κουνούσε, χειροκροτούσε ο κόσμος, φώναζε, μετά έβγαινε ολόκληρη, έκλεινα την πόρτα, ξανακαθόμουνα στο βολάν και όταν τελείωνε το τραγούδι κατέβαινε το αυτοκίνητο και εξαφανιζότανε!
Παράλληλα έκανα μαθήματα χορού σαν τρελός -στον Μπορίς Κνιάζεφ, στον Ρεϊμόν Φρανκετί... Έκατσα ενάμισι χρόνο στο ‘Καζινό’. Ήταν εκεί ο Σερζ Γκενσμπούρ που έγραφε τα τραγούδια, ο Ιβ Σεν-Λοράν που έκανε τα κοστούμια… Και ερχότανε πολλοί διάσημοι. Από τον Νουρέγιεφ και την Ντίτριχ μέχρι την Ζαν Μορό.
Μετά έγινε το ‘Θέατρο της Σιωπής’, από χορευτές της Όπερας κυρίως, με την Μπριζίτ Λεφέβρ, και πήγα μαζί τους -δέκα άτομα συνολικά. Από τα πρώτα γκρουπ σύγχρονου χορού στην Γαλλία. Ένα κλίμα «μετα-1968». Χορεύαμε στο Παρίσι -στο «Παλάς»-, κάναμε μικρές περιοδείες…
Είχε αρχίσει στο Παρίσι να έχει πολύ χορό -πολλά ξένα συγκροτήματα- και θέατρο. Μεγάλη ευτυχία: κάθε βράδυ στο θέατρο. Και μεγάλο σχολείο. Είδα και μπούρδες αλλά… Δεν θα ξεχάσω, για παράδειγμα, τον ‘Ορλάνδο μαινόμενο’ του Ρονκόνι στις Αλ. Ή «Το βλέμμα του κωφού» του Μπομπ Ουίλσον. Παράλληλα κάναμε τηλεόραση για να βγάλουμε κάποια λεφτά -σε ορισμένα σόου, με την Σιλβί Βαρτάν ας πούμε…
Το 1974 πήγα στο Μπαλέτο της Όπερας της Ζυρίχης. Με ακρόαση. Ήταν η πρώτη γερή επαφή μου με την όπερα. Τραγουδούσε τότε εκεί μια εξαιρετική ελληνίδα σοπράνο, συμπαθέστατος άνθρωπος, η Αντιγόνη Σγούρδα. Πήγαινα κάθε μέρα στην όπερα αλλά και στο θέατρο, στο «Σάουσπιλχάους», όπου είχα δει την Τερέζα Γκίζε. Είχε παράδοση στο θέατρο η Ζιρίχη… Και άρχισα να μαθαίνω ιταλικά.
Τότε μου τηλεφώνησε ο Ρολάν Πετί που είχε αναλάβει το Μπαλέτο της Μασαλίας. Πήγα ως χορευτής. Γράφηκα και στο Πανεπιστήμιο του Εξ αν Προβάνς όπου έκανα μάστερ φιλοσοφίας. Κάναμε και ένα γκρουπάκι θεατρικό στο πανεπιστήμιο. Ο Ρολάν Πετί μου πρότεινε να γίνω βοηθός του και να πηγαίνω εδώ κι εκεί να ανεβάζω χορογραφίες του. Μου άρεσε η ιδέα. Κυρίως γιατί θα ταξίδευα. Έκανα έργα του Πετί με τον Μπαρίσνικοφ, τον Μπουχόνες, την Σίνθια Γκρέγκορι, με τον Νουρέγιεφ, την Μακάροβα…. Με τον Νουρέγιεφ είχα πολύ τρακ. Θυμάμαι που χόρευε Κουασιμόδο στην ‘Παναγία των Παρισίων’ και έκανε τα πάντα για να… εξαφανίσει την καμπούρα.
Η Μασαλία, αν και πηγαίναμε κάθε χρόνο για παραστάσεις στο Παρίσι, ήταν βέβαια λίγο αποκομμένη. Βαρέθηκα. Πήγαμε στην Αμερική περιοδεία. Τότε μάλωσα και με τον Ρολάν Πετί -στα δικαστήρια φτάσαμε- και έφυγα. Η διευθύντρια της Μετροπόλιταν Όπερα μου ζήτησε να δουλέψω εκεί. Έγιναν δύο γκαλά για τα εκατό χρόνια της Μετροπόλιταν για τα οποία δούλεψα. Μεγάλη εμπειρία!
Στο μεταξύ ο Μπομπ Ουίλσον ανέβαζε τρεις «Μήδειες» στην Λιόν -του Σαρπαντιέ, του Κερουμπίνι και ενός σύγχρονου Άγγλου, του Γκάβιν Μπράιαρς, που το λιμπρέτο της ήταν στα νέα ελληνικά - σε μετάφραση του Μίνου Βολανάκη. Ήθελε ένα βοηθό για το Χορό που να είναι Έλληνας. Ο διευθυντής της Όπερας της Λιόν, ο Ζαν-Πιερ Μπροσμάν που τον ήξερα από το Παρίσι, μου τηλεφώνησε: ‘Είσαι ο μόνος Έλληνας που ξέρω και μπορεί να κάνει αυτή τη δουλειά’. Έτσι πήγα στην Λιόν. Μου φαινότανε, μετά την Νέα Υόρκη πολύ ‘παρακατιανή’, αλλά η ιδέα να δουλέψω με τον Μπομπ Ουίλσον με ενδιέφερε πάρα πολύ. Και έμεινα. Η Φρανσουάζ Αντρέ που ήταν διευθύντρια του Μπαλέτου, όταν ανέλαβε μια θέση στο υπουργείο Πολιτισμού και δεν μπορούσε να αντεπεξέλθει, μου ζήτησε να γίνω μετρ ντε μπαλέ και αναπληρωτής διευθυντής. Ύστερα, όταν γύρισε, έγινα συνδιευθυντής. Και, όταν έφυγε, διευθυντής.
Το 1992 ανέλαβα από την Ροζέλα Χαϊτάουερ το Φεστιβάλ Χορού που εκείνη είχε ξεκινήσει στις Κάνες. Με βοήθησαν με τη συμμετοχή τους άνθρωποι του χορού που γνώριζα. Επειδή πήγε καλά μου πρότειναν να κάνω στην Νέα Υόρκη ένα φεστιβάλ για προβολή του γαλλικού χορού -το «France Moves». Και τον περασμένο Οκτώβριο έκανα κάτι ανάλογο στο Λονδίνο».

Τόσα χρόνια που ζείτε στο εξωτερικό νοιώθετε περισσότερο πολίτης του κόσμου ή Έλληνας; 
«Το ένα δεν αποκλείει το άλλο. Είναι χαρακτηριστικό του Έλληνα του εξωτερικού να διατηρεί και τις δύο ιδιότητες. Είμαστε πιο κοσμοπολίτες. Και έχουμε μια ευκολία προσαρμογής».
Στην Ελλάδα ερχόσασταν συχνά; 
«Στην αρχή που έφυγα όχι τόσο. Τα τελευταία δέκα χρόνια, λόγω της μητέρας μου, κάθε μήνα».
Δεν ξεχάσατε, πάντως, καθόλου τα ελληνικά… 
«Ε… Λέω ‘στις μία’, λέω «ξεπίτηδες» που το ’λεγε η γιαγιά μου αλλά κανένας δεν το λέει πια… Το καταλαβαίνω, όμως, το λάθος όταν το κάνω. Πάντως τους φίλους μου που λείπουν όσο εγώ, τους διορθώνω…». Γελάει. 

ΤΟ ΦΕΣΤΙΒΑΛ
«Φεστιβάλ με ‘κεκτημένα’ δεν γίνεται…» 



Ποια ήταν η εικόνα των Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου που είχατε έξω; 
«Ποτέ δεν είχα διαβάσει κάτι στις εφημερίδες για τα ελληνικά Φεστιβάλ».
Και οι σχέσεις σας με το Ελληνικό Φεστιβάλ; 
«Κάτι συζητήσεις είχα κάνει με τον Θάνο Μικρούτσικο όταν ήταν πρόεδρος. Μου είχε γίνει και μια πρόταση παλαιότερα να το αναλάβω. Αλλά δεν προχώρησε.
Όταν μου ξανάγινε πρόταση μου άρεσε η ιδέα. Αλλά ήθελα να γίνει κάτι διαφορετικό. Δεν ήξερα το πώς. Ακόμα δεν ξέρω το πώς… Ή μάλλον ξέρω ορισμένα από τα πώς. Αν θα ακολουθήσει το κοινό για να δει παράσταση της Αριάν Μνουσκίν στο Ολυμπιακό Γυμναστήριο του Τάε Κβον Ντο δεν το ξέρω ακόμα. Ή τι απήχηση θα έχουν οι εκδηλώσεις στο Πειραιώς 260 -εκδηλώσεις που δεν απευθύνονται στο κοινό του Ηρωδείου. Θα μπορέσουμε να κινητοποιήσουμε τους νέους;».
Τι ήταν καθοριστικό για να πάρετε την απόφαση; 
«Μίλησα με κάποιους φίλους. Οι περισσότεροι μου είπαν ‘πρόσεχε’. Ένας μου είπε ‘χαίρομαι και ανησυχώ’. Άλλοι, ‘προς Θεού, μακριά. Αν μου το δίνανε δεν θα το έπαιρνα ποτέ’. Έναν άλλος όμως που του είπα «θέλουν να με ‘μπλέξουν’ με το Φεστιβάλ» μου απάντησε επιτακτικά: ‘Να μπλέξεις!’».
Ένα ιδεατό φεστιβάλ πώς θα ήταν για σας; Ρίξατε νερό στο κρασί σας; 
«Το πρόγραμμα ως τώρα, απ’ ό,τι έχω καταλάβει, συχνά γινόταν με ‘εντολές’. Κατάφερα να αποφύγω τις πολλές πολιτικές παρεμβάσεις γιατί έχω ‘πλάτες’. Την κάλυψη του Πρωθυπουργού, δηλαδή. Αλλά και που το ήξεραν με τρελάνανε ώσπου να ανακοινώσω το πρόγραμμα...
Ένα φεστιβάλ τόσο μεγάλης διάρκειας, ‘πολυσυλλεκτικό’, δεν μπορείς να το αλλάξεις αμέσως και να το κάνεις τελείως διαφορετικό. Υπάρχουν κάποιες συνήθειες του κοινού, και των θεσμών, και των υπουργείων… Αν μπορέσει αυτό να γίνει σε δυο-τρία χρόνια θα είναι πολύ καλό.
Καταρχάς δεν ξέρω αν ο πολλαπλασιασμός των χώρων είναι κάτι που αντιπροσωπεύει την ελληνική κοινωνία. Βεβαίως όλα τα φεστιβάλ που αξίζουν -Αβινιόν, Εδιμβούργο…- γίνονται σε διάφορους χώρους. Ένας σκηνοθέτης, ένας χορογράφος δικαιούται να πει: ‘Γι’ αυτό που θέλω να ανεβάσω καταλληλότερος είναι ο τάδε χώρος’. Το Ηρώδειο που είναι ωραίο θέατρο, και σε ωραία θέση, και κάτω από την Ακρόπολη, και κάτω από το καλοκαιρινό φεγγάρι -και όλα αυτά που μας λένε…- είναι όμως και ένας χώρος εξαιρετικά προβληματικός για πολλά πράγματα. Και για το κλασικό μπαλέτο που χρειάζεται ορχήστρα, πράγμα που περιορίζει τη σκηνή, και για τη μουσική από ακουστική άποψη, και για το θέατρο. Ο τοίχος αυτός στιλιστικά είναι καθοριστικός -όλο το κόνσεπτ πρέπει να ξεκινάει από τον τοίχο…
Από την άλλη δεν μπορείς να αγνοήσεις την πληρότητα. Και στο Ηρώδειο και στην Επίδαυρο ο μέσος όρος πληρότητας είναι ανησυχητικός. Όχι πώς απαραίτητα πρέπει να πουλάς για ένα θέατρο που χωράει δέκα χιλιάδες θεατές οκτώ χιλιάδες εισιτήρια σε κάθε παράσταση. Αλλά αν πουλάς τόσο συχνά χίλια οκτακόσια μόνο, ε, υπάρχει πρόβλημα. Και αν είσαι αναγκασμένος, επειδή πουλάς μόνο χίλια οκτακόσια, να δίνεις χίλιες πεντακόσιες προσκλήσεις για να το γεμίσεις, υπάρχει δεύτερο πρόβλημα. Καταρχάς εξευτελίζεις το θεσμό. Αν μπορούν να μπουν τσάμπα κατά τον Α, Β, Γ… τρόπο, γιατί να πληρώσουν εισιτήριο; Ναι, ξέρω, είναι μη κερδοσκοπική επιχείρηση το Φεστιβάλ αλλά δεν γίνεται να χάνεις συνέχεια λεφτά…

Υπάρχουν προβλήματα που δεν υπάρχουν σε άλλα φεστιβάλ. Εμφανίζονται σιγά-σιγά. Και προσπαθώ να τα αντιμετωπίσω. Οι ελληνικές παραγωγές είναι καινούργιες. Και κοστίζουν πολύ περισσότερο από τις παραγωγές που έχουν ήδη παιχτεί στον τόπο τους και αλλού και που φέρνουμε απέξω. Αλλά και παραγωγές που δεν έχουν παιχτεί κοστίζουν και πάλι φτηνότερα. Γιατί οι θίασοι έξω επιχορηγούνται σοβαρότερα. Δυο βραδιές με την ‘Σάουμπίνε’ στοιχίζουν 20.000 ευρώ, δυο παραστάσεις ενός ελληνικού θιάσου στην Επίδαυρο 220.000…
Επιπλέον, για τους ξένους θιάσους, θα έρθουν ξένοι δημοσιογράφοι που θα μιλήσουν και για μας. Και είναι πολύ σημαντικό αυτό. Αν πάνε και ελληνικές παραγωγές στην Αβινιόν, στο Εδιμβούργο, στην ‘Σάουμπίνε’ αυτό θα έχει σίγουρα επίδραση και στην πολιτιστική εικόνα της Ελλάδας».
Η πόλη της Αθήνας -ο Δήμος Αθηναίων- δεν θα έπρεπε να συμμετέχει στο Φεστιβάλ Αθηνών; 
«Είναι το μόνο, ίσως, Φεστιβάλ στον κόσμο που δεν έχει σχέση με τον Δήμο της πόλης όπου διεξάγεται. Το Φεστιβάλ Αθηνών και ο Δήμος Αθηναίων σαν να αγνοεί ο ένας την ύπαρξη του άλλου. Και μάλιστα την περίοδο του Φεστιβάλ ο Δήμος κάνει ένα άλλο Φεστιβάλ! Που είναι ο καλύτερος τρόπος για να σαμποτάρουμε τον εαυτό μας! Χαρακτηριστικό της ελληνικής νοοτροπίας… Έκανα μια μικρή προσπάθεια, είδα την κ. Μπακογιάννη, ίσως έπρεπε να επιμείνω… Αλλά έπρεπε να γίνουν πολλά άλλα. Ελπίζω η επαφή αυτή με τον Δήμο να γίνει στο μέλλον».
Το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο έχει ήδη αρχίσει, παρά τα όσα γράφηκαν, να εγκρίνει «παραχωρήσεις» του Ηρωδείου για το καλοκαίρι. Δεν φοβάστε ότι, ενώ κάνετε προσπάθεια για «μάζεμα» του Φεστιβάλ, έτσι θα στηθεί τον Σεπτέμβριο ένα «παραφεστιβάλ»; 
«Εκείνο που με απασχολεί πρώτα είναι το Φεστιβάλ Αθηνών να γίνει καλά. Και ελπίζω να έχουν την εξυπνάδα να μην το κάνουν αυτό το ‘παραφεστιβάλ’. Γιατί επίσης θα είναι σαμποτάζ του Φεστιβάλ».
Η ανακοίνωση του προγράμματος και των σχεδίων σας έγινε δεκτή θετικότατα από σχεδόν σύσσωμο τον Τύπο. Σαν να σας περιμέναμε από χρόνια… Σας τόνωσε αυτό; 
«Πάρα πολύ. Όπως και οι αντιδράσεις των καλλιτεχνών. Ακόμη και αυτών που δεν είναι ευχαριστημένοι για λόγους προσωπικούς. Εκείνο που με ανησυχεί είναι ότι όλες οι επιχορηγήσεις, όλα τα χρήματα τα οποία έχουν υποσχεθεί για το έλλειμμα των 6,5 εκατομμυρίων ευρώ που βρήκα. δεν έχουν έρθει ακόμα. Αν δεν έρθουν, το Φεστιβάλ απλώς δεν θα μπορέσει να γίνει…».
Φοβάστε ότι οι «θιγόμενοι» από την αλλαγή νοοτροπίας -καλλιτεχνικά γραφεία, θίασοι που δεν συμμετέχουν μετά από πολλά χρόνια «μονιμότητας», ΔΗΠΕΘΕ που δεν εγκρίθηκαν, ο ΘΟΚ που έφτασε σε επερώτηση στην Βουλή…- μπορούν μακροπρόθεσμα να σας υποσκάψουν; 
«Αυτό είναι αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο. Στα φεστιβάλ που έχω κάνει στις Κάνες εδώ και δεκατέσσερα χρόνια, στην Νέα Υόρκη, στο Λονδίνο ποτέ κανείς δεν μου είπε: ‘Γιατί εγώ δεν είμαι μέσα;». Το πολύ να μου είπανε: ‘Θα ‘θελα να ’μαι κι εγώ…». Τα ‘κεκτημένα’ μόνο στην Ελλάδα ισχύουν. Δεν νομίζω ότι έτσι θα ’πρεπε να είναι τα φεστιβάλ. Νομίζω ότι έτσι ΔΕΝ θα έπρεπε να είναι… Η συμμετοχή του οποιουδήποτε θα πρέπει να γίνεται αποκλειστικά με καλλιτεχνικά κριτήρια. Όχι επειδή ήταν πέρσι και πρόπερσι και αντιπρόπερσι ή επειδή είναι απ’ αυτή τη χώρα, τη φιλική, ή από την άλλη όπου μιλάνε ελληνικά… Σε κανένα φεστιβάλ του κόσμου δεν υπάρχουν αυτά τα κριτήρια.
Μακάρι να μπορούσαν να υπάρχουν στο πρόγραμμα και δυο -τρία ΔΗΠΕΘΕ. Αλλά μπορεί να μπούνε την επόμενη χρονιά. Εξαρτάται από το πόσο ενδιαφέρον θα έχουν οι προτάσεις που θα κάνουν.
Αν του χρόνου έβαζα αυτούς που βάζω φέτος θα μου ’λεγαν: ‘Εσύ βγάζεις κάποιους που ήταν μόνιμοι για να βάλεις μόνιμα κάποιους άλλους’. Αλλά αν κάποιοι έχουν φέτος καταπληκτική επιτυχία θα το σκεφτώ σοβαρά. Έψαξα πάρα πολύ καλά τις ως τώρα παραστάσεις. Και μέσα από όσα μου είπαν οι καλλιτέχνες που συνάντησα και μέσα από όσα διάβασα στις εφημερίδες. Όταν ούτε το θέατρο γεμίζεις ούτε καλές κριτικές έχεις, ε, κάτι συμβαίνει».
Είστε αισιόδοξος; 
«Όσον αφορά τον προγραμματισμό, γενικά, ναι. Πήγε καλά και πιστεύω ότι θα πάει πολύ καλύτερα του χρόνου. Το υπ’ αριθμόν 1 πρόβλημα είναι να τηρήσουν τις υποσχέσεις τους τα υπουργεία εφόσον πιστεύουν ότι το Φεστιβάλ είναι ένας θεσμός που θα πρέπει να λειτουργεί κανονικά. Ώστε να μη χρωστάμε λεφτά, να μπορέσουμε να έχουμε χρήματα για το πρόγραμμα, να μπορέσουμε να αναδείξουμε τους χώρους και γενικά την Αθήνα, μια και το Φεστιβάλ Αθηνών απλώνεται πια σε όλη την πόλη. Και πρέπει να μάθουν όλοι που είχαν συνηθίσει σε έναν τρόπο λειτουργίας αρκετά ελληνικό, τουτέστιν ‘παίρνω τηλέφωνο το γνωστό μου πολιτικό και παίρνει τηλέφωνο’, ότι δεν πρέπει να λειτουργούν έτσι. Και να μάθουν ότι είναι καλύτερα να γίνει ένα λάθος και ένας διευθυντής να έχει γνώμη και να μην του αρέσουν τα πάντα από το να μπαίνουν μέσα με πιέσεις». 


Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΟΥΚΟΣ ΜΕ ΜΙΑ ΜΑΤΙΑ 

** Γεννήθηκε στις 11 Σεπτεμβρίου του 1950 στο Ελληνικό. Οι ρίζες του: από τον πατέρα του Αρβανίτης. Από τη μάνα του Πόντιος.
** Έφυγε το 1968 στο Παρίσι για σπουδές αρχιτεκτονικής αλλά τον κέρδισε ο χορός.
** Πρωτοεμφανίζεται ως χορευτής στο «Καζινό ντε Παρί».
** Από το 1972 μέχρι το 1980 συνεργάζεται με τη νεανική ομάδα χορού «Θέατρο της Σιωπής», το Μπαλέτο της Όπερας της Ζιρίχης, το Φεστιβάλ του Μπαϊρόιτ και το Εθνικό Μπαλέτο της Μασαλίας του Ρολάν Πετί.
** Το 1980 χρίεται βοηθός του Ρολάν Πετί.
** Συνεργάζεται με την Μετροπόλιταν Όπερα το 1983.
** Από το 1983 στην Όπερα της Λιόν: βοηθός του Μπομπ Ουίλσον και στη συνέχεια μετρ ντε μπαλέ στο Μπαλέτο της Όπερας, συνδιευθυντής και από το 1991 μέχρι σήμερα μόνος διευθυντής.
** Το 1992 αναλαμβάνει και τη διεύθυνση του Διεθνούς Φεστιβάλ Χορού των Κανών που διατηρεί μέχρι σήμερα.
** Οργανώνει το 2001 στην Νέα Υόρκη το Φεστιβάλ Γαλλικού Χορού «France Moves».
** Οργανώνει το 2005 στο Λονδίνο ένα ανάλογο «France Moves».
** Το 2005 αναλαμβάνει τις τύχες και του Ελληνικού Φεστιβάλ.
(Το σκίτσο, της Τιτίνας Χαλματζή).

December 17, 2015

Το κώνειον σε μεταμοντέρνο ή Απ’ τον Κόκκοτα και την ΚΟΘ ποιον να διαλέξω;…


Το Τέταρτο Κουδούνι / 17 Δεκεμβρίου 2015 


Το υπογραμμίζω: Ο Βασίλης Παπαβασιλείου ανήκει -είδος σπανίζον, υπό εξαφάνισιν, κάτι σαν καρέτα καρέτα…- σ’ αυτό που κάποτε ονομάζαμε Δάσκαλοι του Γένους. Όσο κι αν αυτό ακούγεται -δεν το ισχυρίζεται ο ίδιος, άλλωστε, εγώ το ισχυρίζομαι- μεγαλόσχημο, υπερφίαλο, στομφώδες και, ίσως, σήμερα, κάπως φαιδρό. Η οξύτατη σκέψη του, η διορατικότητά του κι ο τρόπος που την εκφράζει είναι γνωστά εδώ και πολλά χρόνια. Η τύχη τον έριξε, κατ’ επιλογή του βέβαια, στο θέατρο: σπουδαίος ηθοποιός, σκηνοθέτης-Δάσκαλος, μ’ επιτεύγματα στο ενεργητικό του, συνιδρυτής το 1981, μαζί με τον Λευτέρη Βογιατζή και τους άλλους εκλεκτούς, της εμβληματικής «Σκηνής» -ξεκίνησε στην «Οδό Κυκλάδων» το 1983-, του τρίτου, μετά το άνοιγμα του Εθνικού το 1932 και την ίδρυση του «Θεάτρου Τέχνης», απ’ τον Κάρολο Κουν, το 1942, μεγάλου γεγονότος που σημάδεψε το σύγχρονο θέατρό μας.
Άνθρωπος σκεπτόμενος, μυαλό κοφτερό, με πολιτική συνείδηση και με την καυστική ειρωνεία όπλο βασικό στη φαρέτρα του, ο Βασίλης Παπαβασιλείου επέλεξε φέτος έναν καινούργιο θεατρικό δρόμο: έγραψε έναν πολιτικής υφής και τρέχουσας επικαιρότητας μονόλογο που τον ερμηνεύει άμεσα απευθυνόμενος στους θεατές του, face to face που λέμε πια, απ’ τη σκηνή του «Θεάτρου Τέχνης» της Φρυνίχου, αυτοσκηνοθετημένος -«Σιχτίρ ευρώ, μπουντρούμ δραχμή, θα πεις κι ένα τραγούδι», ο τίτλος του κι ο Φωκίων Καπνίδης, τρόφιμος του ΑΑΨΟΥ (Ασύλου Ανιάτως Ψεκασθέντων Ολικής Υστερήσεως) που κατέκτησε την πρώτη θέση στο διαγωνισμό για τον «Τρόφιμο της Χρονιάς», δίνει μια «διάλεξη», με τον ψυχίατρό του ωσεί παρόντα στις κουβέντες του.
Ένα μονόλογο -καταγόμενο, προφανώς, εξ ου και τ’ όνομα του ήρωα, απ’ τις «Βλαβερές συνέπειες του καπνού» του Τσέχοφ- για τη σημερινή -και νυν και αεί…-ελληνική μας πραγματικότητα, ο οποίος καθόλου δεν αμελεί το παρελθόν μας, τη νοοτροπία μας, τις παγιωμένες, ακλόνητες αντιλήψεις και πεποιθήσεις μας, τα «χτισμένα» πιστεύω μας. Ένα μονόλογο σπαρταριστό -διότι ο Παπαβασιλείου δεν παύει να ’ναι σπουδαίος ηθοποιός κι η γκάμα του αγγίζει έως και το γκροτέσκο- που η κυνικότητά του κι η ευθυβολία του, τελικά, τον κάνουν βαθιά σπαρακτικό.
«Μετεπιθεώρηση»; Κάτι σαν Λαζόπουλος; Ή, για να πάμε πιο πίσω, κάτι σαν Χάρρυ Κλυνν; Δε θα το ’λεγα. Θα ’λεγα κάτι σαν γραμμένο -αν είχε γράψει- απ’ τον Διογένη τον Κυνικό, εκείνο τον αρχαίο.
Νομίζω πως δεν πρέπει να παραλείψετε να τον δείτε -και να τον ακούσετε βέβαια- τον Βασίλη Παπαβασιλείου. Είναι απολαυστικός. Τουλάχιστον. Και τα λέει ΟΛΑ.
Τις τους κάνουν αυτούς της συνομοταξίας του; Παλιά -τα ’γραφα και τις προάλλες σε σχέση με τον Γιώργο Λούκο του Ελληνικού Φεστιβάλ...- είχαν το κώνειον. Τώρα, στους μεταμοντέρνους καιρούς μας, αντί κωνείου, αρκεί κι ένας εξαναγκασμός σε παραίτηση από μια σκηνοθεσία για την Επίδαυρο που μπορεί να ’χουν αναλάβει…


Διάβασα, με κάποια απορία, σε δελτίο Τύπου του ΚΘΒΕ ότι «μετά από δύο δεκαετίες, η Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης επιστρέφει στις αίθουσες του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, στο πλαίσιο μιας νέας συνεργασίας που ξεκινά. Η αρχή θα γίνει με δύο συναυλίες οι οποίες θα δοθούν τον Απρίλιο στο θέατρο Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών» κι ότι «η συνεργασία θα διευρυνθεί την επόμενη περίοδο με τακτική παρουσία της ΚΟΘ στις σκηνές του ΚΘΒΕ».
Κι εγώ, ο αφελής, που, μη όντας πλήρως ενημερωμένος για τα πολιτιστικά της Θεσσαλονίκης, νόμιζα πως η ΚΟΘ στεγαζόταν μόνιμα στο Μέγαρο Μουσικής της Θεσσαλονίκης… Και πως, πέραν της μεγαλομανίας και του μιμητισμού, ένας εκ των λόγων που κτίστηκε το Μέγαρο Μουσικής στην Θεσσαλονίκη ήταν για να στεγάσει, ως ο αρμόζων χώρος -και ακουστικά καταλληλότερος, φαντάζομαι, απ’ το θέατρο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών…-, την άστεγη και περιφερόμενη από αιθούσης εις αίθουσαν συμφωνική ορχήστρα της πόλης… Κάτι όπως έχει γίνει πια -μετά βασάνων, ειν’ η αλήθεια…- στην Αθήνα, στο δικό μας Μέγαρο Μουσικής, όπου η κατάσταση μόλις επισημοποιήθηκε με ανακήρυξη της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών σε resident orchestra του Μεγάρου μέσα από ένα σύμφωνο συνεργασίας που περιλαμβάνει, βέβαια, πακέτο ανταλλαγών τις οποίες δεν έχω ακριβώς εκτιμήσει ακόμα.
Αλλά, ξέχασα -την περασμένη Πέμπτη τα ’γραφα… Εκεί, στο ΜουΜουΘου, προτιμούν -απ’ την Κική και την Κοκό ποια να διαλέξω…- αντί ΚΟΘ, Κό(θ)κκοτα. Με το άλοθι πως δεν είναι στο πρόγραμμα του ΜΜΘ, είναι «φιλοξενούμενος». Όπως -θυμάστε;- τότε, που στο Ηρώδειο στο π.Λ.(ούκου) Φεστιβάλ Αθηνών, είχαμε τις «εντός» και «εκτός» Φεστιβάλ εκδηλώσεις… -κάτι που σα να πάει να επανέλθει επ’ εσχάτοις…
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…


Έκλεισαν προχτές, 15 Δεκεμβρίου, δέκα χρόνια απ’ το θάνατο του Δημήτρη Κεχαΐδη, του αξέχαστου. Κι η φετινή χειμερινή θεατρική σεζόν εξελίχτηκε -αν και χωρίς να ’χει προγραμματιστεί, δε νομίζω ότι το σκέφτηκαν- σε Σεζόν Δημήτρη Κεχαΐδη. Διότι δεν ανέβηκαν -ή ανεβαίνουν-, όπως σας τα χα εντοπίσει στο «Τέταρτο Κουδούνι» ήδη απ’ τις 3 Σεπτεμβρίου, μόνον τα τρία μεγάλα έργα του -τα δυο που συνυπογράφει με τη σύντροφό του Ελένη Χαβιαρά «Δάφνες και πικροδάφνες» (σε σκηνοθεσία Πέτρου Φιλιππίδη στο «Μουσούρη) και «Με δύναμη από την Κηφισιά» (σε σκηνοθεσία Θανάση Παπαγεωργίου στην «Στοά») και το παλαιότερο «Πανηγύρι» (σε σκηνοθεσία, επίσης, Θανάση Παπαγεωργίου προσεχώς στο Εθνικό)- αλλά συνεχίζουν, για δεύτερη σεζόν
και τα μονόπρακτά του «Η βέρα» (σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Κάππα στο «Από Μηχανής») και «Το τάβλι» (σε σκηνοθεσία Δημήτρη Λάλου στο «Ακαδημία Πλάτωνος»).
Μ’ επιστέγασμα ένα αξιέπαινο αφιέρωμα -μπράβο στους εμπνευστές!- που οργανώθηκε την περασμένη Τρίτη, ανήμερα την επέτειο του θανάτου του ανθεκτικού στο χρόνο, καλού συγγραφέα, στο «Τριανόν» με συντονίστρια την Αθηνά Κεφαλά.




Μετά τα όσα μεσολάβησαν -στα επόμενα 32 χρόνια, μέχρι σήμερα δηλαδή- στο χώρο του χορού, το «Available Light», η δημιουργία (1983) -επί ίσοις όροις, με αλφαβητική σειρά κατά τη λατινική αλφάβητο-, του συνθέτη Τζον Άνταμς, της χορογράφου Λουσίντα Τσάιλντς -τι πανέμορφη, τι υπέροχη η 75χρονη πια κυρία που χαιρέτησε στο τέλος!- 
και του αρχιτέκτονα -εδώ ως σχεδιαστής των σκηνικών- Φρανκ Ο. Γκέρι, την οποία μας παρουσίασε, σε αναβίωση, ο Χοροθίασος της Λουσίντα Τσάιλντς στην Στέγη, φυσικό ήταν να δείχνει πάνω του τα σημάδια του χρόνου. Αλλά τι αρμονία! Τι ισορροπία! Πώς η κάθε κίνηση ανάβλυζε απ’ την προηγούμενη! Πώς έβλεπες καθαρά στο -τότε- μεταμοντέρνο την κατευθείαν γραμμή, τη διαδοχή απ’ το μοντέρνο και του μοντέρνου απ’ το νεοκλασικό του Μπαλανσίν!
Να σημειώσω, πάντως, πως ήταν -παραδόξως- η πρώτη φορά που βλέπαμε «καθαρή» χορογραφία της, εκ των κορυφαίων, αμερικανίδας χορογράφου στην Ελλάδα αλλά όχι και δουλειά της γενικότερα: η Λουσίντα Τσάιλντς υπέγραφε τη σκηνοθεσία, τη χορογραφία και την κινησιολογία στην έξοχη -μουσικά, σκηνικά, ερμηνευτικά- παράσταση της όπερας του Χέντελ «Αλέξανδρος» που είχε παρουσιάσει η Καμεράτα-Ορχήστρα των Φίλων της Μουσικής, τον Ιούνιο του 2013, στο Μέγαρο, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών -ναι, αυτού με  το οποίο διαφωνούν οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ Πάνος Σκουρολιάκος και Άννα Βαγενά και άλλοι τινές και θέλουν να το παστρέψουν-, σε μουσική διεύθυνση του Γιώργου Πέτρου και με μια μνημειώδη, αξέχαστη σκηνογραφική κι ενδυματολογική δουλειά του Πάρι Μέξη.




«Και νυν πάλιν, αφέωνταί σου αι αμαρτίαι, ότι πολύ αγάπησας» (Ηγάπησας δεν είναι;), και Παπαδιαμάντης, και Ντοστογιέφσκι (σ.σ. ανεβάζει στο Εθνικό το «Έγκλημα και τιμωρία» σε μετάφραση Παπαδιαμάντη), και χριστιανισμός, και ορθοδοξία, και (εξ ύψους) παρηγορία, κι άλλος χριστιανισμός κι άλλη ορθοδοξία κι ακόμα περισσότερη ορθοδοξία… Όταν διάβασα τη συνέντευξη του Σωτήρη Χατζάκη στον Παύλο Αγιαννίδη που δημοσιεύτηκε στα «Νέα» στις 11 Δεκεμβρίου αντί να κάνω κλικ στο go back, έτσι μου ’ρθε -στο τσακ!- να σταυροκοπηθώ και να πάω κατευθείαν να εξομολογηθώ και να μεταλάβω. Κύριε εκέκραξα προς σε…

December 16, 2015

Πέθανε η μέτζο Στέλλα Ντουφεξή


Το Τέταρτο Κουδούνι / Είδηση 

Έγραφα στο «Τέταρτο Κουδούνι» στις 9 Ιανουαρίου του 2014 -πριν δυο περίπου χρόνια:
«Διάβασα στην ‘Εφημερίδα των Συντακτών’ την Βένα Γεωργακοπούλου, που αυτά ποτέ δεν της ξεφεύγουν, να γράφει πολλά κι ενδιαφέροντα για τον πολυβραβευμένο -δις οσκαρούχο- αυστριακό σταρ των ταραντινικών ‘Αδωξοι μπάσταρδη’ και ‘Django, ο τιμωρός’ και του ‘Θεού της σφαγής’ του Πολάνσκι, τον Κριστόφ Βαλτς. Για τη σημαντική θεατρική προϊστορία του -και το θεατρικό παρόν του- και για το ντεμπούτο του στη σκηνοθεσία όπερας με τον ‘Ιππότη με το ρόδο’ του Ρίχαρντ Στράους στην Αμβέρσα. Και για την ελληνογερμανίδα πρωταγωνίστριά του στο ρόλο του Οκτάβιαν, τη μέτζο Στέλλα Ντουφεξή. Μια γοητευτική, λυγερή νέα γυναίκα με έξοχη φωνή και σπουδαία καριέρα στα μεγάλα ευρωπαϊκά θέατρα.
Να συμπληρώσω εγώ πως έχουμε έναν επιπλέον λόγο να καμαρώνουμε: η Στέλλα Ντουφεξή, που ’χει δώσει το παρών, μ’ εξαίσια αποτελέσματα, δυο φορές, αν δεν κάνω λάθος, στο Μέγαρο Μουσικής -σ’ ένα ατομικό ρεσιτάλ και σε μια συναυλία με ‘Ρομαντικά φωνητικά κουαρτέτα’, την έχω απολαύσει και στα δυο- ενώ έχει ηχογραφήσει και Ρεσπίγκι σ’ ένα cd με το δικό μας Νέο Ελληνικό Κουαρτέτο, είναι κόρη γερμανίδας μάνας και έλληνα πατέρα. Του σκηνοθέτη μας Σταύρου Ντουφεξή. Ελπίζω να τη δούμε, κάποια στιγμή, να κάνει και όπερα σε σκηνή ελληνική. Καιρός δεν είναι;».
Την Στέλλα Ντουφεξή δεν την είδαμε και δεν τη χαρήκαμε, τελικά, να κάνει όπερα σε σκηνή ελληνική. Ούτε θα τη δούμε και θα τη χαρούμε. Έφυγε απ’ τη ζωή σήμερα, στη 1 μετά τα μεσάνυχτα, ώρα Ελλάδας, στο Βερολίνο, όπου ζούσε με το σύζυγό της συνθέτη, μαέστρο και πιανίστα Κρίστιαν Γιοστ, μετά από τετράχρονη γενναία πάλη με τον καρκίνο, στα 47 της μόλις χρόνια -είχε γεννηθεί στην Φραγκφούρτη το 1968.
Η τελευταία απ’ τις δυστυχώς ελάχιστες -και μόνο συναυλιακές- εμφανίσεις της στην Ελλάδα, την οποία υπεραγαπούσε, ήταν στις 12 του περασμένου Μαρτίου στο Μέγαρο Μουσικής σ’ ένα ρεσιτάλ με τον τίτλο «Ανοιξιάτική νύχτα».

December 10, 2015

Όταν οι μεταξένιες φαβορίτες συναντούν την Ιστορία σε Μέγαρα Μουσικής…


Το Τέταρτο Κουδούνι / 10 Δεκεμβρίου 2015

Τι κι αν το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών υποδέχτηκε στη σκηνή του τον Γιάννη Πλούταρχο -για να τραγουδήσει; Δεύτερο έρχεται. Εδώ κι αρκετά χρόνια εκείνο που προπορεύεται στην ανάλογη γραμμή ρίχνοντας -κουβάδες...- νερό στο κρασί του είναι το Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης. Όπου, όπως διαβάζω σε σχετικό δελτίο Τύπου, κάτω απ’ τον τίτλο -προς στιγμήν νόμιζα ότι πρόκειται περί ελεύσεως της Φιλαρμονικής του Βερολίνου- «Μια Ιστορική (σ.σ. ναι, με κεφαλαίο το γιώτα) συναυλία», στις 14 Δεκεμβρίου «η γλυκιά φωνή του πάθους, ο αγαπημένος τραγουδιστής με τις μεταξένιες φαβορίτες και την βελούδινη φωνή, ο μεγάλος Σταμάτης Κόκοτας έρχεται», με τη συμμετοχή του γιου του Δημήτρη Κόκκοτα, «για μία συναυλία που θα μείνει στην ιστορία».
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή… 



Απ’ τη συνέντευξη του σκηνοθέτη Γιάννη Χουβαρδά, πρώην καλλιτεχνικού διευθυντή -απολύτως επιτυχημένου- του Εθνικού, στον Δημήτρη Δουλγερίδη, η οποία δημοσιεύτηκε στα «Νέα», στις 8 Δεκεμβρίου:
«Θεωρείτε ότι η επιλογή ενός διευθυντή πρέπει να έχει ως κριτήριο τη σύμπτωση απόψεων με το Διοικητικό Συμβούλιο - και το αντίστροφο;
‘Ένα βασικό, αν όχι το βασικότερο, κριτήριο πρέπει να είναι η εκ μέρους της πολιτικής ηγεσίας εξασφάλιση της σύμπνοιας και της σύμπλευσης ανάμεσα στα δυο κυρίαρχα όργανα διοίκησης αλλά και ανάμεσα στα μέλη του ίδιου του Δ.Σ. Αν συμβαίνει αυτό, τότε ο οργανισμός λειτουργεί αρμονικά. Αν όχι, τότε είναι μαθηματικά βέβαιο ότι θα υπάρξουν εντάσεις, δυσλειτουργίες, καθυστερήσεις, συγκρούσεις, κανείς δεν θα καταφέρει να πραγματοποιήσει το όραμά του, όλες οι πλευρές θα υποφέρουν και εν τέλει ο οργανισμός δεν θα προσφέρει αυτά που μπορεί και πρέπει. Δεν μιλώ απαραίτητα για ταύτιση απόψεων, αυτό ίσως είναι κάτι ουτοπικό, αλλά τουλάχιστον για κοινό προσανατολισμό και κοινή γλώσσα’.
Ποια διαδικασία επιλογής διευθυντή και Δ.Σ. θα προτείνατε ως ιδανική, για να αποφεύγονται παρόμοιες συγκρούσεις;
‘Ο διευθυντής και το Δ.Σ. είναι, σύμφωνα με τον ισχύοντα νόμο (που κατά τη γνώμη μου χρειάζεται ελάχιστες, στοχευμένες παρεμβάσεις για να εκσυγχρονιστεί και να γίνει ακόμα πιο λειτουργικός και πάντως όχι στην κατεύθυνση του περιορισμού των δήθεν υπερεξουσιών του καλλιτεχνικού διευθυντή), συμπληρωματικά όργανα, με διακριτές αρμοδιότητες. Ούτε επικαλύπτονται ούτε καπελώνουν ο ένας τον άλλον. Αυτό σημαίνει ότι αν δικαιωματικά το καλλιτεχνικό όραμα είναι του καλλιτεχνικού διευθυντή, τότε αυτός πρέπει να επιλέγεται πρώτος και το Δ.Σ. να ακολουθεί, η δε επιλογή του Δ.Σ. να γίνεται σε συνεννόηση με τον καλλιτεχνικό διευθυντή και η όλη διαδικασία να ολοκληρώνεται σε μια πρώτη κοινή συνεδρίαση των δυο οργάνων υπό την προεδρία του εκάστοτε υπουργού. Αν όμως η (όποια) πολιτική ηγεσία του υπουργείου Πολιτισμού θεωρεί (όπως έχει κάθε δικαίωμα) ότι ο ισχύων νόμος χρειάζεται ριζική αναθεώρηση στη φιλοσοφία και στην απονομή των αρμοδιοτήτων, τότε οφείλει να αλλάξει πρώτα τον νόμο και ακολούθως να καλέσει τον διευθυντή της επιλογής της (και αντιστοίχως ένα Δ.Σ.) να τον αποδεχθεί’». 
Τι λέει ο άνθρωπος; Τα αυτονόητα λέει. Αυτά που υπαγορεύει η ΚΟΙΝΗ ΛΟΓΙΚΗ. Την οποία στερούνται, κατά κανόνα, παντελώς οι άνθρωποι που αναλαμβάνουν το αξίωμα του υπουργού -ή αναπληρωτή υπουργού -Πολιτισμού. Και τα κάνουν μαντάρα κι άντε μετά να τα μαζέψουν. Τα αποτελέσματα, ορατά δια γυμνού οφθαλμού στο Εθνικό... 




«Το σώσε» -όπως έχει μεταφραστεί στα ελληνικά το «Noises Off» - είναι μια υποδειγματική φάρσα του Μάικλ Φρέιν, ενός σπουδαίου, πολυπράγμονα και πολυτάλαντου βρετανού συγγραφέα ο οποίος έχει, επίσης, μεταφράσει/διασκευάσει για την αγγλική σκηνή όλο σχεδόν τον Τσέχοφ κι έχει, μεταξύ πολλών άλλων, γράψει άλλο ένα έξοχο έργο, εντελώς διαφορετικού ύφους, την «Κοπεγχάγη».
Στο «Σώσε» ένας αγγλικός περιοδεύων θίασος της συμφοράς ανεβάζει μια ανόητη φάρσα -θέατρο εν θεάτρω. Η παράστασή της φάρσας, για πολλούς λόγους, εξελίσσεται σε αλαλούμ. Και στις τρεις πράξεις του «Σώσε», στις οποίες προλαβαίνει να παιχτεί η πρώτη μόνον πράξη του έργου που παρουσιάζουν: στην πρώτη παρακολουθούμε την τεχνική/γενική πρόβα, στη δεύτερη μια απογευματινή παράσταση, ένα μήνα μετά, και στην τρίτη μια παράσταση προς το τέλος των δέκα εβδομάδων της περιοδείας. Με την αλαλουμτζίδικη παράσταση, προοδευτικά, να αποσυντίθεται -όλο και περισσότερο.
Ο Φρέιν έχει γράψει μια έξοχη σπουδή πάνω στο δύσκολο θεατρικό είδος «φάρσα με πόρτες». Με δεξιοτεχνία που ζαλίζει, στην παράδοση των μεγάλων του είδους -μηχανισμοί ρολογιού υψηλής ακρίβειας που αν λειτουργήσουν σωστά παράγουν σπαρταριστά αποτελέσματα. Όσοι προλάβατε να δείτε το πρώτο ανέβασμα του έργου στην Ελλάδα, το 1983, απ’ τον Ανδρέα Βουτσινά για την «Ελεύθερη Σκηνή» -θίασος βιρτουόζων στο είδος!-, καταλαβαίνετε περίπου τι εννοώ.

Στο «Ζίνα», όπου τώρα έχει ανεβεί το έργο, έχει δημιουργηθεί προφανώς κάποια παρανόηση, κάποια σύγχυση. Ο φερόμενος ως σκηνοθέτης Βλαδίμηρος Κυριακίδης νόμιζε, κατά πάσα πιθανότητα, πως για ν’ ανεβάσεις ένα τρίπρακτο αλαλούμ αρκεί να κάνεις μια αλαλούμ παράσταση. Όπου ο κάθε ηθοποιός -που παίζει έναν ηθοποιό που κάνει, για να σώσει την κατάσταση, ό,τι του κατέβει- κάνει κι ο ίδιος επί σκηνής ό,τι του κατέβει αποσυνθέτοντας πλήρως όχι το σαχλό έργο που παρουσιάζει ο θίασος της συμφοράς αλλά τον ωρολογιακό μηχανισμό του Φρέιν. Το γενικό αποτέλεσμα -το οποίο, ομολογώ, είδα κι άκουσα να καταχειροκροτείται και να παράγει πολύ χάχανο- για μένα είναι τουλάχιστον θλιβερό. Τόσο θλιβερό που θυμήθηκα την Χρυσούλα Διαβάτη κι εκείνο το περί επέμβασης αστυνομίας θεάτρου που ’χε πει.
Το πιο θλιβερό είναι ότι στο αποτέλεσμα εμπλέκονται μερικοί ηθοποιοί τους οποίους πολύ εκτιμώ. Και ο Κύριος Γιώργος Κωνσταντίνου που εκτιμώ ακόμα περισσότερο (και που είναι ο μόνος, ίσως, που διασώζεται -το ένστικτό του;). Στους υπόλοιπους να εκφράσω τη συμπαράστασή μου. Αλίμονο, ορισμένους -με πρώτη την Μπέσσυ Μάλφα, κορυφαία του αλαλούμ- κάποτε τους θεωρούσα ικανούς για σπουδαία πράγματα κι όχι για τόση ξεφτίλα.



Πόνεσε ο θάνατος του Μηνά Χατζησάββα –κι ασ’ τους Αμβρόσιους να γαβγίζουν... Και απασχόλησε κι ακόμα απασχολεί. Με την αφορμή να προσθέσω κάτι: στα βιογραφικά του παντού γράφτηκε πως ο πρώτος ρόλος του ήταν, το καλοκαίρι του 1969, ο Πάρις στον «Ρήσο» του Ευριπίδη, με το Εθνικό Θέατρο, στο αρχαίο θέατρο της Δωδώνης. Αυτό το στοιχείο αντλήθηκε, προφανώς, απ’ τον πολύτιμο σχετικό τόμο «Έλληνες Ηθοποιοί» του Θεόδωρου Έξαρχου, απ’ το βιογραφικό που ο ίδιος ο ηθοποιός είχε δώσει. Ίσως γιατί ήθελε να παρουσιάζει ένα ρόλο-ρόλο ως τον πρώτο του.
Κι όμως ανακάλυψα πως ο πολύ φρέσκος, τότε, απόφοιτος της δραματικής σχολής του Εθνικού πρωτοεμφανίστηκε το ίδιο καλοκαίρι, με το Εθνικό πάντα, αλλά λίγο νωρίτερα: στην «Τρισεύγενη» του Παλαμά, σε σκηνοθεσία Στέλιου Παπαδάκη στο «Βεάκειο» -τότε «Σκυλίτσειο», νεότευκτο, μόλις είχε εγκαινιαστεί απ’ τη χούντα- όπου, κατά το ηλεκτρονικό αρχείο του Εθνικού, έπαιζε τον Δ΄ Άνδρα -στο μπούγιο εν ολίγοις. Η πρεμιέρα ήταν την 1 Αυγούστου ενώ ο «Ρήσος» παίχτηκε στην Δωδώνη, σε σκηνοθεσία Τάκη Μουζενίδη -πρεμιέρα είχε κάνει το προηγούμενο καλοκαίρι, το 1968, στην Επίδαυρο και, τότε, το ρόλο του Πάρι κρατούσε ο Δημήτρης Μαλαβέτας- στις 16 Αυγούστου.
Βεβαίως, η «Τρισεύγενη» φέρεται στο αρχείο του Εθνικού να παιζόταν μέχρι 17 Αυγούστου και δεν ξέρω πώς να δικαιολογήσω την επικάλυψη. Η -συμμαθήτριά του στη δραματική του Εθνικού και συνοδοιπόρος του στο «Ελεύθερο Θέατρο» που η πρώτη εμφάνισή του έγινε την επόμενη χρονιά, το 1970- Υβόννη Μαλτέζου, η οποία, επίσης, έπαιζε στην «Τρισεύγενη», στο μπούγιο (Β΄ Γυναίκα), μου ’πε πως πιθανολογεί ότι ο Μηνάς (δε θέλω να κάνω επίδειξη οικειότητας, δεν είχα τόση μαζί του, η αγαπησιάρικη στάση-του υπαγόρευε όλοι Μηνά να τον αποκαλούμε) σταμάτησε λίγο νωρίτερα απ’ την «Τρισεύγενη» για να πάει στην Δωδώνη για τον «Ρήσο».



«Λίγο πριν το τέλος του 2015, η ανατρεπτική ομάδα @@@@ και ο εκκεντρικός σκηνοθέτης @@@@...». Όταν το δελτίο Τύπου αρχίζει έτσι, ε, ναι, αρχίζω κι εγώ τις εκκεντρικότητες: σταματώ ακριβώς εκεί, αμέσως μετά το «εκκεντρικός», και δε συνεχίζω την ανάγνωσή του. Έως εκεί μου είναι αρκετό. Ε, ΝΑΙ!



«Εφημερίδα των Συντακτών»: η εφημερίδα που γκρέμισε τον Λουκισμό… (Ανακοινωθέν εκ του Μεγάλου Βασιλικού Αυλαρχείου του Ελληνικού Φεστιβάλ).
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…