October 31, 2017

Tip: «Ριγολέττος»


Δημήτρης Πλατανιάς: Ανυπέρβλητος 

Είναι ο κορυφαίος βαρύτονος που διαθέτει το ελληνικό λυρικό θέατρο. Και ένας από τους κορυφαίους διεθνώς: ο Δημήτρης Πλατανιάς. Φωνή με μαλακό μέταλλο, μεγάλο εύρος -ανοίγει, απλώνεται και σε αγκαλιάζει-, δυνατή ανάσα, άριστο φραζάρισμα, μουσικότητα -ένα υπέροχο, καντάμπιλε τραγούδι-, τεχνική υψηλή, ερμηνείες δυνατές, κυριαρχική παρουσία στη σκηνή -κι ας την εμβολίζουν τα πολλά κιλά του. Και, ταυτόχρονα, απούσα η σκηνική έπαρση -εκπέμπει τη σεμνότητά του και από τη σκηνή. Ο

Ριγκολέτο του στον «Ριγολέττο» (όπως έχει εξελληνίσει τον τίτλο η Εθνική Λυρική Σκηνή που τον παρουσιάζει στο νέο κτίριό της στο ΚΠΙΣΝ) του Τζουζέπε Βέρντι, ένας ρόλος που του ταιριάζει κουτί, φέρει όλα αυτά τα προτερήματα. Συν την ωριμότητα η οποία, κάθε φορά που τον ακούω, μοιάζει να μεγαλώνει. Ο Πλατανιάς μπορεί να προσφέρει γνήσια συγκίνηση μέσα από ένα είδος θεατρικά παλιό πια, μελοδραματικό, εύκολο -το «Cortigiani, vil razza dannata…» («Αυλικοί, καταραμένη ράτσα…») του στη δεύτερη πράξη και το φινάλε της τρίτης αγγίζουν κατευθείαν την καρδιά. Γι αυτό και ο Δημήτρης Πλατανιάς είναι ο βασικός λόγος για να δείτε την παράσταση.  Φυσικά υπάρχει το έργο: ένα αριστούργημα
-απλώς φθαρμένο από την πολυχρησία. Πάνω στο λιμπρέτο -με κάποιες απιθανότητες αλλά όχι από τα χειρότερα που έχει χρησιμοποιήσει ο συνθέτης- του Φραντσέσκο Μαρία Πιάβε, βασισμένο στο θεατρικό «Ο βασιλιάς διασκεδάζει» του Βικτόρ Ουγκό -η αγνή Τζίλντα, κόρη του δύσμορφου Ριγκολέτο, γελωτοποιού στην Αυλή του έκλυτου Δούκα της Μάντοβα -16ος αιώνας-, που κάνει πλάτες στο αφεντικό του για τις βρομοδουλειές του, ερωτεύεται τον Δούκα ο οποίος της παρουσιάζεται ως φτωχός φοιτητής, εκείνος την αποπλανεί, ο Ριγκολέτο, για να εκδικηθεί τη χαμένη τιμή της κόρης του, παραγγέλλει στον επαγγελματία πληρωμένο δολοφόνο Σπαραφουτσίλε το φόνο του, η Τζίλντα 
ανακαλύπτει τα σχέδια του πατέρα της και για να σώσει τον αγαπημένο της θυσιάζεται παίρνοντας τη θέση του, για να συντρίψει με το θάνατό της τον Ριγκολέτο- ο Βέρντι έχει αφήσει να ξεχυθούν, από το αρτεσιανό φρέαρ της έμπνευσής του, μουσικές που δοξάζουν τη φωνή, μελωδίες επεξεργασμένες με ιλιγγιώδη δεξιοτεχνία από τον μείζονα ενστικτώδη συνθέτη όπερας για να γίνουν άριες, ντουέτα, τερτσέτα, κουαρτέτα…, χορωδιακά, τούτι -μουσικές ικανές, χωρίς παραχωρήσεις, να τις καλοδεχτούν λαϊκά αυτιά, κομμάτια εξαιρετικά, το ένα καλύτερο από το άλλο, που ο Βέρντι τα δένει επιδέξια με κρίκους, τα αφήνει να κυλήσουν το ένα μέσα στο άλλο σε ένα αποτέλεσμα ανυπέρβλητο. Βέβαια η 

σκηνοθεσία (2008, αναβίωση Ίων Κεσούλης) του Νίκου Πετρόπουλου είναι εντελώς συμβατική, απλώς με μία επικάλυψη μοντερνισμού: ο σκηνοθέτης έχει τοποθετήσει το έργο στη μουσολινική, φασιστική Ιταλία του 1938, σε στιλ ασπρόμαυρης ταινίας, αλλά χωρίς να κάνει τίποτα περισσότερο. Τα μνημειακά σκηνικά του, τα κοστούμια και οι φωτισμοί που υπογράφει ο ίδιος, πάντως, είναι, ομολογουμένως, ιδιαίτερα καλαίσθητα και υπηρετούν την αρχική ιδέα του. Όσο για την ορχήστρα, σε ρουτινιάρικη φάση, με τον Ηλία Βουδούρη στο πόντιουμ, 
αγωνιζόταν, ματαίως, στο πρώτο ιδίως μέρος, να συντονιστεί με τους επί σκηνής. Η Χριστίνα Πουλίτση, σοπράνο κολορατούρα με εξαιρετικής ποιότητας φωνή, είναι, όμως, υποκριτικά μία «λίγη» και χωρίς εσωτερικότητα Τζίλντα -ίσως άπειρη ακόμη. Σε πολύ καλή φωνητική στιγμή ο τενόρος Γιάννης Χριστόπουλος, έστω και αν το φιζίκ του δεν είναι ιδανικό για το ρόλο του Δούκα. Ο διεθνής μας μπάσος Δημήτρης Καβράκος, ακμαιότατος, με φωνή μεστή, δίνει έναν Σπαραφουτσίλε αξιομνημόνευτο. Με ιδανική σκηνική φιγούρα, με καλές χαμηλές νότες για τον κοντράλτο ρόλο της Μανταλένα αλλά με κάπως εξασθενημένη φωνή η Ειρήνη Καράγιαννη. Ικανοποιητικός φωνητικά αλλά δύσκαμπτος ο Μοντερόνε του μπάσου Δημήτρη Κασιούμη. Καλή φωνή αλλά, πάντα, φωνακλάς και υπερβολικός υποκριτικά ο βαρύτονος Άκης Λαλούσης (Μαρούλο). Από τους υπόλοιπους θέλω να σταθώ στην 

μέτζο Ελένη Δάβου: με καλή φωνή αλλά, κυρίως, με τις λεπτές υποκριτικές πινελιές με τις οποίες τον πλουτίζει στην ολιγόλεπτη παρουσία της, αναδεικνύει, δίνει οντότητα στον σχεδόν ασήμαντο 

ρόλο της Τζοβάνα. Επαναλαμβάνω, πάντως: μία παράσταση που αξίζει να δείτε βασικά για τον Ριγκολέτο του Δημήτρη Πλατανιά (Φωτογραφίες από πάνω. 1, 3, 4, 7: Stefanos. 2, 5, 6, 8: Δημήτρης Σακαλάκης).

October 30, 2017

Tip: «Ηλέκτρα» του Ρίχαρντ Στράους


Πέρα από τα όρια ή Η υστερία που σκοτώνει 
 


Ένα, από τη φύση του, δύσκολο και υψηλών απαιτήσεων έργο, την «Ηλέκτρα» (1909) του Ρίχαρντ Στράους, του κορυφαίου, ίσως, γερμανού συνθέτη στο γύρισμα από τον 19ο στον 20ο αιώνα, που δεν την είχε ποτέ παρουσιάσει, επέλεξε η Εθνική Λυρική Σκηνή για να εγκαινιάσει επίσημα τη μετεγκατάστασή της στο «Κέντρο Πολιτισμού / Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος»  και  τη  νέα  της  περίοδο 
κατά την οποία ελπίζω και εύχομαι να εδραιώσει την ανανέωσή της. Γραμμένη (1909) στο απόγειο της καριέρας του Στράους, η «Ηλέκτρα» ακουμπάει πλήρως στο ομώνυμο έργο (1903) του αυστριακού ποιητή Χούγκο φον Χόφμανσταλ, ελεύθερη μεταγραφή της «Ηλέκτρας» του Σοφοκλή, και έχει χαρακτηριστεί από το συνθέτη της, που προσεκτικά απέφυγε το χαρακτηρισμό «όπερα», «μονόπρακτη τραγωδία»: ο Στράους μελοποιεί το έργο, με κάποιες τροποποιήσεις στο κείμενο, χωρίς να χρειαστεί 
«λιμπρέτο». Βέβαια το έργο του Χόφμανσταλ -και κατ’ επέκταση του Στράους- πόρρω απέχει από το πνεύμα και το ύφος της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας: επικεντρώνεται στην εμμονική αφοσίωση της Ηλέκτρας -ουσιαστικά, μία εξαγριωμένη, ζωντανή νεκρή- στη μνήμη του -δολοφονημένου από τη μητέρα της Κλυταιμνήστρα και τον εραστή της, εξάδελφό του, Αίγισθο- πατέρα της Αγαμέμνονα και το πέραν των ορίων, μέχρι την υστερία, πάθος της για εκδίκηση που πρέπει να υλοποιήσει ο απών αδελφός της Ορέστης. Ο οποίος επιστρέφει στον οίκο των Ατρειδών, στο Άργος, από την Φωκίδα, όπου τον είχαν απομακρύνει από μικρό, και, για να θολώσει τα νερά και να κινηθεί άνετα, φέρνει, καθώς δεν τον αναγνωρίζουν, το δήθεν μαντάτο ότι ο Ορέστης σκοτώθηκε. Τότε η Ηλέκτρα, αφού προσπαθεί να πείσει την αδελφή της Χρυσοθέμιδα να εκδικηθούν αλλά εκείνη αρνείται γιατί θέλει να ζήσει μία ήσυχη ζωή, παίρνει την απόφαση να σηκώσει στους ώμους της την εκδίκηση. Μέχρι 
που ο Ορέστης της αποκαλύπτεται και, τελικά, παίρνει την εκδίκηση για την οποία η αδελφή του διψάει: σκοτώνει τη μητέρα του και τον Αίγισθο. Ο μόνος λόγος για τον οποίο η Ηλέκτρα ζούσε έχει εκλείψει. Γι αυτό, μετά από έναν μαιναδικό χορό θριάμβου, όπου σαν να ξεσπάει η υστερία της, να ξεχύνεται και να την πνίγει, πέφτει νεκρή. Αυτή είναι η Κάθαρσις στο σκοτεινό, εξπρεσιονιστικό δράμα του Χόφμανσταλ, που απηχεί τις ψυχαναλυτικές θεωρίες της εποχής του. Και το οποίο έχει μετατραπεί από τον Στράους σε ένα εξαιρετικά σφιχτό, τραχύ, πρωτόγονων, βαρβαρικών ήχων, εκρηκτικό μουσικοθεατρικό έργο, με τεράστιους συμφωνικούς όγκους, που φτάνει στα όρια της τονικότητας για να την ξεπεράσει κάποιες στιγμές και που συνεχίζει επάξια στον 20ο αιώνα τους δρόμους του Βάγκνερ για το μουσικό δράμα, ωθώντας τις φωνές στο μη περαιτέρω -ένα έργο συντριπτικό. Ο Γιάννης Κόκκος που ανέλαβε τη σκηνοθεσία, με καλλιτεχνική συνεργάτρια και δραματουργό την Αν Μπλανκάρ, συνειδητοποίησε αυτό το «πέρα από τα όρια» κειμένου και μουσικής και το υπηρέτησε, σε μία παράσταση πολύ καλά κινημένη, βρίσκοντας τα αρχαία νήματα ανάμεσα στον Σοφοκλή και στους Στράους/Χόφμανσταλ, μέσα από τα, ιδανικά φωτισμένα από τον Βινίτσιο Κέλι, επιβλητικά σκηνικά του: ζοφερά σκότη, μία πνιγηρή ατμόσφαιρα ανάμεσα και κάτω από μνημειακά μεγέθη, 
υπολείμματα μιας παλαιάς δόξας -της δόξας των Χρυσών Μυκηνών- βουτηγμένα στο αίμα -ένας μύθος που έχει καταντήσει κόλαση-, ένα χρυσό «κλουβί», ένα άγαλμα του ένδοξου βασιλέα Αγαμέμνονα που, ανάποδα κρεμασμένο, έχει καταντήσει σφάγιο, όπως και συνέβη… Ας μην ξεχνούμε ότι ο Γιάννης Κόκκος, πρώτα και πάνω από όλα, είναι ένας σπουδαίος σκηνογράφος. Τα φαιά κοστούμια της Λιλής Κεντάκα, πέραν τόπου και χρόνου, υπέροχα τα περισσότερα -δεν μου άρεσαν των Ακολούθων της Κλυταιμνήστρας-, δεμένα με τους χαρακτήρες που τα φορούν, συντελούν στη ζοφερή ατμόσφαιρα. Γεγονός της παράστασης, το μουσικό μέρος της. Ο Βασίλης Χριστόπουλος επιστρέφει στην Ελλάδα για να οδηγήσει -σταθμός στην καριέρα του- την ενισχυμένη Ορχήστρα της ΕΛΣ πέρα, επίσης, από τα όριά της: ένα επίτευγμα! Στο οποίο -άψογη και η, υπό τη διεύθυνση του Αγαθάγγελου Γεωργακάτου, Χορωδία της ΕΛΣ- τα μάλα έχει συμβάλει η επιτυχημένη διανομή. Η μέτζο Αγνή Μπάλτσα, με πολύ καλά διατηρημένη την εξαιρετική φωνή της και απόλυτα κυρίαρχη των άριστων υποκριτικών της μέσων, ως Κλυταιμνήστρα, η υψηλού φωνητικού επιπέδου -αλλά κάπως άχρωμη υποκριτικά- γερμανίδα σοπράνο Γκουν-Μπριτ Μπάρκμιν ως Χρυσόθεμις, ο βαρύτονος Δημήτρης Τηλιακός-Ορέστης, ο ολανδός τενόρος Φρανκ φαν Άκεν-Αίγισθος -αν και χωρίς μεγάλο φωνητικό εύρος-
αλλά και οι υπόλοιποι έλληνες καλλιτέχνες στους μικρότερους ρόλους έχουν αρθεί στο ύψος της περίστασης. Ξεχωρίζω τη γερμανίδα σοπράνο Ζαμπίνε Χογκρέφε: άψογη φωνητικά -αν και, σε κάποιες στιγμές, την υπερκάλυψε η ορχήστρα- δίνει μία συναρπαστική ερμηνεία: είναι η ταπεινωμένη, 
μαραζωμένη Ηλέκτρα που η υστερία για εκδίκηση τη βγάζει από το πετσί της και βγάζει επί σκηνής τα σπλάχνα της. Μία παράσταση που αξίζει να δείτε -αύριο (Τρίτη 31 Οκτωβρίου) παίζεται για τελευταία φορά (Φωτογραφίες από πάνω. 1, 2, 4, 5, 7: Ανδρέας Σιμόπουλος. 3, 6: Χάρης Ακριβιάδης).

October 25, 2017

Tip: «887»


Speak White! ή Μία Μεγάλη Θεατρική Στιγμή 




Πρωτόμαθα τι σημαίνει Ρομπέρ Λεπάζ το 2007, στην Θεσσαλονίκη, στις εκδηλώσεις για το Βραβείο Θεάτρου «Ευρώπη» που είχε, τότε, αναλάβει το ΚΘΒΕ, όταν ο Καναδός -γαλόφωνος, Κεμπεκουά- σκηνοθέτης τιμήθηκε με το Βραβείο «Νέες Θεατρικές Πραγματικότητες». Και, εκτός από μία επί σκηνής συνέντευξη που του πήραν, έδειξε, εκτάκτως, και ένα κολάζ από σκηνές 
παραστάσεών του. Ανάμεσά τους, το «The Far Side of the Moon» (2000), που το 2011,  παρουσίασε στην πλήρη μορφή του στην «Στέγη» του Ιδρύματος Ωνάση -«με -μας-καθήλωσε» είχα γράψει, τότε, στα «Νέα», στη στήλη «Το Τέταρτο Κουδούνι», στις 20 Οκτωβρίου 2011. Τον περσινό Δεκέμβριο μεταδόθηκε, στο Μέγαρο Μουσικής, από την «Μετροπόλιταν Όπερα» της Νέας Ιόρκης, στη σειρά ζωντανών μεταδόσεων «The Metropolitan Opera HD Live» -είχε μεσολαβήσει στην ίδια σειρά, το 2012, σε σκηνοθεσία του, η μετάδοση, της όπερας 
του Βάγκνερ «Το λυκόφως των θεών» (2012), που δυστυχώς δεν είχα μπορέσει να τη δω -η σύγχρονη όπερα της Κάγια Σάαριάχο «Η αγάπη από μακριά» επίσης σε ανέβασμα (2016) του Ρομπέρ Λεπάζ, μία συγκλονιστική παράσταση -«αξέχαστη, καθηλωτική εμπειρία» έγραφα παρουσιάζοντας την εδώ στις 12 Δεκεμβρίου 2016. Χτες το βράδυ είχα την ευτυχία να δω, στην «Στέγη» και πάλι, τον απολύτως αυτοβιογραφικό, γραμμένο από τον ίδιο, μονόλογό του «887» (2015), παραγωγή του σχήματός του «Ex Machina». Που -θα επαναληφθώ- και πάλι με καθήλωσε.
Ο Λεπάζ μιλάει για το παρελθόν που τον καθόρισε: για το στενόχωρο διαμέρισμα, στη μικρή πολυκατοικία, στον αριθμό 887 της λεωφόρου Μάρεϊ, στο Μονκάλμ του Κεμπέκ, όπου μεγάλωσε με τους γονείς, τα τρία αδέλφια και τη γιαγιά του η οποία έπασχε από Αλτσχάιμερ, για τους γείτονές τους στην πολυκατοικία, για τον
πατέρα του -πολύ στοργικά- που διετέλεσε ναυαγοσώστης, έγινε στρατιωτικός, για να καταλήξει, όταν αποστρατεύτηκε, ταξιτζής ώστε να ζήσει την οικογένεια, για τα οικονομικά τους προβλήματα, για την άρνηση να τον δεχτούν σε ιδιωτικό σχολείο Ιησουιτών επειδή οι Ιησουίτες δεν είχαν τα εχέγγυα ότι ο πατέρας του θα μπορεί να πληρώνει τα δίδακτρα, για το σπίτι των θείων του που τον φιλοξενούσαν, για «μικρές» στιγμές της ζωής του, για όνειρα που έκανε τότε, για τις φοβίες του, για τις τύψεις του, δείχνει παλιές φωτογραφίες… Θέμα του, η μνήμη και οι δαίδαλοί της. Με άξονα την αδυναμία του να απομνημονεύσει το ποίημα «Speak White» της συμπατριώτισσάς του Μισέλ Λαλόντ, που, όταν εκείνη το απάγγειλε, στην ιστορική
«Νύχτα της Ποίησης» η οποία οργανώθηκε το 1970, στο Μονρεάλ, ξεσήκωσε τα πλήθη, και το οποίο είχε κληθεί να απαγγείλει ο ίδιος πια, το 2010, συμμετέχοντας, με άλλες προσωπικότητες, στην 40η επέτειο της «Νύχτας» εκείνης, και τη βοήθεια που ζήτησε από φίλο του εκφωνητή για την εκμάθησή του, ο Λεπάζ -ο ίδιος επί σκηνής- αφήνεται να περιδινηθεί στα χρόνια εκείνα, όταν το γαλόφωνο Κεμπέκ, πυροδοτημένο από τον πρόεδρο της Γαλίας στρατηγό Ντε Γκολ που σε επίσκεψή του στο Καναδά, το 1967,  εκστόμισε το περίφημο «Ζήτω το ελεύθερο Κεμπέκ!», ζητούσε την ανεξαρτητοποίησή του από τον Καναδά και η κεντρική ομοσπονδιακή κυβέρνηση κήρυξε τον στρατιωτικό νόμο.

Απλά, καθημερινά πράγματα, απλός, καθημερινός ο σκηνικός τρόπος του ερμηνευτή Λεπάζ -σαν να μην καταβάλλει καμία προσπάθεια, σαν να τα λέμε μεταξύ μας, γαλικά που σε κάποιες στιγμές χρωματίζονται έντονα με την καναδέζικη προφορά, χιούμορ λεπτό, αυτοσαρκασμός… Αλλά, σιγά-σιγά, αντιλαμβάνεσαι πόσο πολύπλοκα έχει συντεθεί η παράσταση αυτή. Δεν είναι, απλώς, το περίπλοκο σκηνικό -αυτή η πολυκατοικία-κουκλόσπιτο τεράστιο, οι συναρπαστικές μινιατούρες, οι φιγούρες-κούκλες, το ταξί-παιχνίδι τηλεκινούμενο, οι ταυτόχρονες βιντεοσκοπήσεις…- που «γλιστράει» στη σκηνή, φωτισμένο συγκλονιστικά από τον Ρολάν Ρουτιέ και, γενικά, το τεχνικό μέρος της παράστασης. Είναι ο μοναδικός τρόπος που ο
Ρομπέρ Λεπάζ, πέρα από τις μαγικές εικόνες του που σε συναρπάζουν, συναρμολογεί τα στοιχεία του και οργανώνει την παράστασή του γύρω από τον σκελετό «μνήμη», ο τρόπος που την κλιμακώνει και που την κορυφώνει, η απίστευτη ακρίβειά του, οι τέλειοι ρυθμοί του… Είναι η συγκίνηση που εκλύεται χωρίς -ούτε κατά διάνοια- να την εκμαιεύει. Τα τελευταία είκοσι λεπτά, από τη σκηνή που η ιστορική μετάδοση, από τις τηλεοράσεις, την οποία εκβίασε το αυτονομιστικό Απελευθερωτικό Μέτωπο του Κεμπέκ για να μην εκτελέσει τον άγγλο δημοσιογράφο που είχε απαγάγει, του διαγγέλματός του ισορροπείται θαυμαστά με το τηλεφώνημα από τον οίκο ευγηρίας, όπου την είχαν, τελικά, βάλει, ότι η γιαγιά του Λεπάζ πέθανε -η εξισορρόπηση της Ιστορίας με την ιστορία- μέχρι τη σκηνή της ταύτισης με το πατέρα του στο παρκαρισμένο ταξί 

-να ανάβει τσιγάρο στα σκοτεινά ακούγοντας το «Bang Βang» με την Νάνσι Σινάτρα- ήταν για μένα συγκλονιστικά -πηγή δακρύων. Και το φινάλε, με τον Λεπάζ -που είναι και σπουδαίος ηθοποιός- να απαγγέλει, τελικά, το «Speak White» -εμπνευσμένο από τη διαταγή 
που έδιναν, στις ΗΠΑ της δουλείας, οι αφέντες στους σκλάβους να
μιλούν μόνον αγγλικά, διαταγή που είχε μεταφερθεί στον Καναδά, να τη δίνουν οι αγγλόφωνοι στους γαλόφωνους-, μία απαγγελία ύψους και πάθους Μαγιακόφσκι, που εκτοξεύει την παράσταση, με σημάδεψε ανεξίτηλα. Μία Εμπειρία Θεάτρου. Αριστουργηματική. Θα είναι κρίμα να τη χάσετε.

October 22, 2017

Σήμερα: έξι χρόνια totetartokoudouni.blogspot.com


Eξι χρόνια. Eξι χρόνια συμπληρώνονται σήμερα απ’ τη μέρα που εγκαινιάστηκε το ιστολόγιο -το blog- αυτό. Με την προτροπή δυο φίλων μου και με την ενεργό τεχνική υποστήριξη του ενός, του LjA, που συνεχίζω να του εκπέμπω SOS για να σπεύσει όταν βρεθώ τα -τεχνικά- δύσκολα και που πολλά του χρωστάω -για το σχεδιασμό του blog, τα πάντα.
Του έδωσα τ’ όνoμα totetartokoudouni.blogspot.com απ’ το όνομα της στήλης «Το Τέταρτο Κουδούνι» που διατηρούσα στα «Νέα» κάθε Πέμπτη, ήδη απ’ το 1999, και που επιζεί εδώ σε ηλεκτρονική μορφή. Μέχρι την ώρα που γράφω αυτές τις λέξεις έχει δεχτεί 2.074.884 επισκέψεις -μου φαίνεται απίστευτη η απήχηση αυτή.


Όλους εσάς που με στηρίζετε μ’ οποιοδήποτε τρόπο, σας ευχαριστώ ΘΕΡΜΑ. Στους «υπόλοιπους» στέλνω αγωνιστικούς χαιρετισμούς… Συνεχίζω με το ίδιο κέφι, με το ίδιο πείσμα, με την ίδια αγάπη για το θέατρο και τα πολιτιστικά γενικότερα. Και προσπαθώ να γράφω την αλήθεια -τη δική μου αλήθεια (Φωτογραφίες: LjA).

Tip: «Ακυβέρνητες πολιτείες / Η λέσχη»


Πολυφωνικό εγχείρημα δωματίου για δέκα ηθοποιούς και ένα τελάρο

Είναι, ίσως, από τα σημαντικότερα που έχουν συμβεί στο ελληνικό θέατρο και που πιστεύω ότι δεν του αποδόθηκε η σημασία που έχει -ανεξαρτήτως αποτελέσματος: η συνεργασία, και μόνο, δύο ιστορικών θεατρικών οργανισμών μας, του Εθνικού Θεάτρου και του «Θεάτρου Τέχνης», με το σκοπό να πραγματώσουν σκηνικά, ως συμπαραγωγοί, τις «Ακυβέρνητες πολιτείες», την τριλογία του 


Στρατή Τσίρκα, μία από τις κορυφές της ελληνικής πεζογραφίας, σε τρεις αλλεπάλληλες παραστάσεις, μία για καθένα από τα τρία μέρη της, με διαφορετικό σκηνοθέτη. Το πρώτο από τα μυθιστορήματα, «Η λέσχη» (1961), παρουσιάστηκε, με μορφή θεατρική, πέρσι και επαναλαμβάνεται φέτος στο Υπόγειο του «Θεάτρου Τέχνης». Η 
Έφη Θεοδώρου που ανέλαβε τη σκηνοθεσία έχει επωμιστεί και τη δραματουργία, με συνεργάτη δραματουργό την Παναγιώτα Κωνσταντινάκου: έργο τιτάνιο να κλείσεις στις θεατρικές συμβάσεις ένα τόσο πολύπλοκο και πολυπρόσωπο μυθιστόρημα. Μέσα από την «εγκλωβισμένη» σε μία πανσιόν της Ιερουσαλήμ πανσπερμία -το καλοκαίρι του 1942 και ενώ ο κόσμος, τρομοκρατημένος, βλέπει τους Γερμανούς του Ρόμελ να προελαύνουν ακάθεκτοι και στην Βόρεια Αφρική-, μέσα από αυτό τον μικρόκοσμο προσφύγων, πρακτόρων, κατασκόπων, μαυραγοριτών, αντιστασιακών, κομματικών «κομμένων κεφαλών» που ευνουχίζουν τις 
διαφορετικές φωνές της ελληνικής Αντίστασης, ένα μικρόκοσμο που τον παρασύρουν οι άνεμοι του πολέμου και που, προσώρας, έχει καταφύγει, σαν σε κιβωτό, στην αγγλοκρατούμενη Παλεστίνη, ο αλεξανδρινός Τσίρκας, με άξονα τον Μάνο Σιμωνίδη -το alter ego του-, νεαρό διανοούμενο κομμουνιστή που, από αξιωματικός στο αλβανικό μέτωπο, βρέθηκε στην Μέση Ανατολή παράνομα, για να πολεμήσει ενάντια στο φασισμό αλλά τον σφίγγουν οι κομματικές και οι ερωτικές τανάλιες, απλώνει μία νωπογραφία που δεν είναι παρά ο διάλογός του με την ιστορία: μία μαρτυρία για την Αντίσταση στα χρόνια της ναζιστικής -αλλά και 
της κομματικής- χολέρας. Το μυθιστόρημα -ένα πεζογράφημα ισχυρών εσωτερικών συγκρούσεων- μεταφέρεται στη σκηνή από την Έφη Θεοδώρου ως μία πολυφωνική θεατρική/αφηγηματική σύνθεση που, στην αρχή κάπως σκοτεινή για το θεατή, προοδευτικά φωτίζεται με «μουσικά μέσα». Η Έφη Θεοδώρου ανέσυρε τη μουσική του κειμένου και, χωρίς «θεατροποιήσεις» και «δραματοποιήσεις», το ακολουθεί με σόλα, διφωνίες, τριφωνίες, τετραφωνίες, χορωδιακά… αναδίνοντας, κατά τη γνώμη μου, την ψυχή του. Και ενορχηστρώνοντας τους δέκα, σε γενικές γραμμές, 
καλούς έως εξαιρετικούς ηθοποιούς της -Θανάσης Βλαβιανός (ενδιαφέρουσα φιγούρα), Παντελής Δεντάκης, Γιώργος Κριθάρας (αξιοπρόσεκτος, με μέγεθος), Κατερίνα Λυπηρίδου, Γιώτα Μηλίτση, Ηλέκτρα Νικολούζου (εκθαμβωτική), Δημήτρης Πασσάς (εκτελεί έναν άθλο), Ερατώ Πίσση, Μάνος Στεφανάκης-, παρά επί μέρους αδυναμίες, ως όργανα ορχήστρας δωματίου. Τα σκηνικά της Άσης Δημητρολοπούλου -οι σημειολογικά φορτωμένες βιβλιοθήκες-, έξοχα φωτισμένα από τον Σάκη Μπιρμπίλη, και τα κοστούμια της, η κίνηση του Ερμή Μαλκότση και, κυρίως, οι μουσικές του Νίκου Πλάτανου, ζωντανά παιγμένες από τους ηθοποιούς, συν-καθορίζουν το επιτυχημένο αποτέλεσμα. Και το εύρημα με τον 
ηθοποιό αλλά και ταλαντούχο εικαστικό Θανάση Δήμου που, πέρα από την αξιομνημόνευτη συμμετοχή του στην παράσταση με ρόλο, κατά τη διάρκειά της σχεδιάζει σε τελάρο μία μικρογραφία της Ιερουσαλήμ, την οποία ολοκληρώνει με το τέλος της, πολυσήμαντο, ανεπανάληπτο σχόλιο -τα λέει όλα. Προσωπικά, η παράσταση με καθήλωσε. Προλαβαίνετε να τη δείτε. Ώστε να μπορέσετε να έχετε μία ομαλή ροή βλέποντας και τις άλλες δύο που θα ακολουθήσουν (Φωτογραφίες: Μυρτώ Αποστολίδου).

October 21, 2017

Μένης Κουμανταρέας και πάλι στη σκηνή: η Έφη Θεοδώρου ανεβάζει την «Κυρία Κούλα» στο «Faust»



Το Τέταρτο Κουδούνι / Είδηση 


Η Έφη Θεοδώρου ανεβάζει στη σκηνή του «Faust», στις 24 Νοεμβρίου, τη λεπταίσθητη νουβέλα του Μένη Κουμανταρέα «Η κυρία Κούλα», σε δική της σκηνική προσαρμογή, με την εξαίρετη ηθοποιό Μαρία Ζορμπά στον επώνυμο ρόλο και τον Κωνσταντίνο Πλεμμένο.
Στη νουβέλα του Μένη Κουμανταρέα, που δολοφονήθηκε άγρια το 2014, ανάμεσα σε μια ώριμη, συντηρητική γυναίκα, παντρεμένη και μητέρα δυο παιδιών, την κυρία Κούλα, και σ’ έναν ανέμελο νέο, φοιτητή, τον Μίμη, που συναντιούνται καθημερινά σ’ ένα βαγόνι του Ηλεκτρικού, στη διαδρομή απ’ το Θησείο έως την Κηφισιά και μ ενδιάμεσους σταθμούς το Μοναστηράκι, όπου ανεβαίνει εκείνη, και τον Άγιο Νικόλαο, όπου διατηρεί γκαρσονιέρα εκείνος, πλέκεται μια ερωτική ιστορία. Γύρω τους, η χαοτική Αθήνα κι η ανελέητη καθημερινότητά της. Πρόκειται για μια ιστορία απλή, με ήρωες συνηθισμένους που τολμούν να κάνουν, για λίγο, το όνειρο, πραγματικότητα.
Ο Μένης Κουμανταρέας έγραψε την «Κυρία Κούλα στα τέλη της δεκαετίας του ’70 ( εκδόθηκε το 1978 και κυκλοφορεί απ’ τον «Κέδρο»). Το -πιο σύντομο- βιβλίο του αγαπήθηκε πολύ απ’ το κοινό κι είχε μεγάλη απήχηση .Ο συγγραφέας επεξεργάζεται τα δικά του προσωπικά συναισθήματα στις συχνές, εκείνη την περίοδο, διαδρομές του με τον Ηλεκτρικό κι η νουβέλα αυτή κρύβει μέσα της πολλά προσωπικά του βιώματα. « Η κυρία Κούλα είμαι εγώ», είχε πει, στον απόηχο του Φλομπέρ και του Τσίρκα, σε μια συνέντευξή του. 

«Ο συγγραφέας», σημειώνεται, «καταγράφει με μοναδικό τρόπο την περιπέτεια του έρωτα ανάμεσα σε δυο πρόσωπα κοινωνικά και ηλικιακά αταίριαστα που όμως τολμούν να σπάσουν τα κοινωνικά πρότυπα και να διεκδικήσουν ένα χώρο για το όνειρο, μέσα στους ρυθμούς της επανάληψης που έχει η καθημερινότητα: διαδρομές, στάσεις, αναχωρήσεις, ο δημόσιος κι ο αυστηρά ιδιωτικός χώρος, συγκρούσεις και συμφιλιώσεις είναι το σκηνικό μέσα στο οποίο ο Κουμανταρέας ‘σκηνοθετεί’ με λεπτότητα κι ευαισθησία αυτή την αναπάντεχη συνάντηση της 


Κούλας και του Μίμη, ήρωες του καιρού τους, αναμφίβολα, αλλά και παντός καιρού. Είναι εκεί το μυστήριο του έρωτα, ο φόβος του γήρατος και του θανάτου, η απόπειρα να μην ‘είναι η μοναξιά η μόνη φυσική κατάσταση του ανθρώπου’, όπως θα υποστηρίξει αργότερα ο συγγραφέας, μέσα σε μια ατμόσφαιρα ρεαλισμού και μελαγχολίας».
«Η κυρία Κούλα» πρωτοανέβηκε στη σκηνή, σε μεταγραφή για το θέατρο Άκη Δήμου και σε σκηνοθεσία Νίκου Μαστοράκη, στο «Θέατρο Τέχνης Κάρολος Κουν» της οδού Φρυνίχου, τη σεζόν 2010/2011, με την Λυδία Κονιόρδου στον επώνυμο ρόλο, τον Γιώργο Φριντζήλα και την Ειρήνη Ιγγλέση.
Ήδη, όμως, είχε γίνει, απ’ το 1983, τηλεταινία για την ΕΡΤ, σε σκηνοθεσία Διαγόρα Χρονόπουλου, με την Βέρα Ζαβιτσιάνου και τον Φίλιππο Σοφιανό.
Την περασμένη θεατρική περίοδο 2016/2017 είχε ανεβεί στη σκηνή και το μυθιστόρημα του Μένη Κουμανταρέα «Βιοτεχνία υαλικών»: στο θέατρο της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών, σε διασκευή Γιάννη Μπουραζάνα και σκηνοθεσία Άγγελου Χατζά.
Τα σκηνικά και τα κοστούμια για την «Κυρία Κούλα» της Έφης Θεοδώρου θα ’ναι της Ασης Δημητρολοπούλου, οι φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη και σε ζωντανή κάμερα ο Μικές Γλύκας.
Ας σημειωθεί ότι αυτόν τον καιρό επαναλαμβάνεται στο Υπόγειο του «Θεάτρου Τέχνης Κάρολος Κουν» η πιο πρόσφατη -σεζόν 2016/2017- παράσταση -εξαίρετη παράσταση- που ’χει σκηνοθετήσει η Έφη Θεοδώρου, σε δική της δραματουργία: «Η λέσχη», πρώτο μέρος της τριλογίας «Ακυβέρνητες πολιτείες» του Στρατή Τσίρκα, συμπαραγωγή του Εθνικού Θεάτρου και του «Θεάτρου Τέχνης».

October 18, 2017

(Αυστριακή) «Πλατεία Ηρώων»: επειγόντως ανάκληση…


Το Τέταρτο Κουδούνι / 18 Οκτω(μ)βρίου 2017 


Αποτελέσματα προεδρικών εκλογών, αποτελέσματα βουλευτικών… Με τίποτα δεν κρατιούνται οι Αυστριακοί -θελ’ η πουτάνα να κρυφτεί κι η χαρά δεν την αφήνει. Εκδηλώθηκαν κι οι γείτονες, οι Γερμανοί… Μωρέ, μήπως το Άνσλους Νο 2 έχει μπει στην κατσαρόλα και σιγοψήνεται; Μωρέ, μήπως στις 15 του ερχόμενου Μαρτίου -του 2018-, που ’ναι κι η στρογγυλή η επέτειος των 80 χρόνων του πρώτου, είναι μια ευκαιρία να κάνει «πρεμιέρα» το sequel; Ή έστω ένα rebout; Μωρέ, μήπως κάτι περισσότερο ήξερε ο Τόμας Μπέρνχαρντ κι άδικα χολερικό τον ανεβάζω, χολερικό τον κατεβάζω; Μωρέ, μήπως η διά 



θαυματουργών χειρών Δημήτρη Καραντζά «Πλατεία Ηρώων» του πρέπει να ανακληθεί στη σκηνή του «Οδού Κυκλάδων/Λευτέρης Βογιατζής»; Κοχλάζει το θέμα... (Φωτογραφία 2: Γκέλυ Καλαμπάκα). 



Τους «Ελεύθερους πολιορκημένους» του Διονυσίου Σολωμού θα παρουσιάσει από 16 Νοεμβρίου στο «Main» -την Κεντρική Σκηνή- του «Bios», με τη μορφή μονολόγου, η θεατρική ομάδα «Ασίπκα», σε δραματουργική επεξεργασία της Ειρήνης Δράκου που θα τον ερμηνεύσει και του Δημήτρη Μπίτου

που υπογράφει τη σκηνοθεσία -οι δυο τους έχουν ιδρύσει την «Ασίπκα» το 2007 και στα δέκα αυτά χρόνια έχουν στο ενεργητικό τους πάνω από 13 παραστάσεις και περφόρμανς τις οποίες έχουν παρουσιάσει σε χώρους τόσο θεατρικούς όσο και μη συμβατικούς (εγκαταλειμμένα κτίρια, δημόσιους χώρους, μνημεία…) καθώς και τέσσερις κινηματογραφικές παραγωγές (τρεις ταινίες μικρού μήκους και μια μεγάλου, που συμμετείχε, μάλιστα, πρόσφατα, σε διεθνή φεστιβάλ). 
Στην παράσταση, που φιλοδοξεί «να μας ταξιδέψει στον επίκαιρο όσο ποτέ λόγο του εθνικού μας ποιητή και στο άχρονο και σπαραχτικό βάθος της ποίησης του», τα σκηνικά και τα κοστούμια θα ’ναι της Νόρας Δεληδήμου, η διαγραφική ηχητική εγκατάσταση του Λάμπρου Κουκούλη κι οι φωτισμοί του Νύσσου Βασιλόπουλου. 
Ο ηρωικός αγώνας των Μεσολογγιτών κατά τη δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου (1825-1826) ήταν που ενέπνευσε τον Διονύσιο Σολωμό να γράψει ένα απ’ τα κορυφαία ποιήματα στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας: έναν ύμνο στην ανθρώπινη ελευθερία, σε μια σειρά από συγκλονιστικές εικόνες, εντός και εκτός των τειχών του Μεσολογγίου, που εξιστορούν τον άνισο αγώνα του ανθρώπου ο οποίος δεν μπορεί να πάψει να διεκδικεί και να ονειρεύεται.
Απ’ τα σημαντικότερα ποιητικά έργα του Σολωμού, οι «Ελεύθεροι πολιορκημένοι» ήταν ένα έργο ζωής, που το δούλευε πάνω από είκοσι χρόνια, χωρίς ποτέ να το ολοκληρώσει. Σώζονται τρία διαφορετικά σχεδιάσματά του ενώ το ποίημα εμφανίζεται με τέσσερις διαφορετικούς τίτλους -«Το Μεσολόγγι», «Οι αδερφοποιτοί», «Το χρέος» και «Ελεύθεροι πολιορκημένοι» με τον οποίο και καθιερώθηκε, Στα τρία απ’ τα σχεδιάσματα προτάχθηκαν οι «Στοχασμοί» του ποιητή, γραμμένοι στα ιταλικά.




«Η πληρότητα είναι ο σημαντικότερος δείκτης, καθώς είναι το ποσοστό θέσεων που καλύφθηκαν από τις διαθέσιμες προς πώληση»: όντως το ’πε, στην περσινή απολογιστική συνέντευξή του για τα Φεστιβάλ Αθηνών κι Επιδαύρου, ο καλλιτεχνικός διευθυντής τους Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος. Και δημοσιοποίησε το ποσοστό πληρότητας. Στην απορία μου, που εξέφρασα στο προηγούμενο «Τέταρτο Κουδούνι», στις 10 Οκτωβρίου, γιατί, τότε, δεν το δημοσιοποίησε και φέτος το ποσοστό πληρότητας, με πληροφορεί ότι μελέτησε το θέμα κι είδε πως με τη μέση πληρότητα, όπου συμψηφίζονται τα εισιτήρια της Επιδαύρου των 10.000 θέσεων με τα εισιτήρια αιθουσών χωρητικότητας 50 θέσεων, δίνεται τελικά λανθασμένη εικόνα. Η οποία, αν πρόσθετε τους, πιθανόν, χιλιάδες, που είδαν τις 32 δωρεάν αποκεντρωμένες εκδηλώσεις του Φεστιβάλ ή την υπαίθρια έκθεση του Γουίλιαμ Κέντριτζ, θα ’ταν εντελώς πλασματική. Δίκιο, προφανώς, έχει.
Στην ερώτησή μου γιατί δε δημοσιοποιούνται τα εισιτήρια κι οι πληρότητες ανά εκδήλωση, όπως γινόταν στο παλιό Φεστιβάλ, μου ’πε πως θα ’ταν εντελώς άδικο να συγκρίνονται παραστάσεις ή συναυλίες μεγάλης απήχησης με τη δουλειά πειραματικών σχημάτων μέσα απ’ τα οποία ακριβώς προσπαθεί να ενισχύσει το σύγχρονο προφίλ των δυο Φεστιβάλ. Και πάλι δε θα μπορούσα να διαφωνήσω -θυμάμαι πως παρόμοιο ήταν το επιχείρημα και του προκατόχου του, του Γιώργου Λούκου, ο οποίος, επίσης, δεν έδινε τα εισιτήρια της κάθε εκδήλωσης χωριστά (Φωτογραφία: Εύη Φυλακτού). 



Καλά, εξαρχής τ’ ονόμασαν ΚΠΙΣΝ. Ήτοι Κέντρο Πολιτισμού / Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος. Σωστά, αφού το Ίδρυμα «Σταύρος Νιάρχος» είναι που μας το πλήρωσε, μας το ’χτισε και μας το χάρισε. Άντε, «Σταύρος Νιάρχος» να ονομάσουν -όπως κι έπραξαν- και το πέριξ -υπέροχο ομολογώ- πάρκο. Αλλά και την Κεντρική Σκηνή της Λυρικής, στην οποία πρόσφεραν το κτίσμα, Αίθουσα «Σταύρος Νιάρχος» να τη βαφτίσουν; Πάλι; Καλά, ντε, το εμπεδώσαμε. Χάθηκε να της δώσουν ένα όνομα που να σχετίζεται με την ελληνική λυρική 

τέχνη; Τι πιο κορυφαίο απτ’ όνομα «Μαρία Κάλλας», ας πούμε; «Σταύρος Νιάρχος»;...
Εντάξει έδωσαν, μετά θάνατον, τ’ όνομα του Χρήστου Λαμπράκη στην, έως τότε, Αίθουσα «Φίλων της Μουσικής» του Μεγάρου Μουσικής. Αλλά δικαίως. Γιατί ήταν εκ των εμπνευστών του, γιατί, επί χρόνια, εκείνος το κίνησε. Αλλά ούτε στο συνολικό Μέγαρο το δωσαν ενώ στις άλλες αίθουσές του τα ονόματα της Αλεξάνδρας Τριάντη, του Δημήτρη Μητρόπουλου, του Νίκου Σκαλκώτα έχουν δώσει. Ονόματα που σχετίζονται με τη μουσική.




O «Τζον Γκάμπριελ Μπόρκμαν», έργο ωριμότητας (1896) -το προτελευταίο του- του Χένρικ Ίψεν επανέρχεται στην ελληνική σκηνή: το ανεβάζει ο Κωστής Καπελώνης για το θίασο «Συν-Θήκη», τέλος Ιανουαρίου, στο θέατρο «Studio Μαυρομιχάλη» όπου θα παίζεται τα Δευτερότριτα. 
Ο «Μπόρκμαν» -το ένατο έργο το οποίο θα παρουσιάσει η «Συν-Θήκη» απ’ το 2005 που ιδρύθηκε- ανεβαίνει σε μετάφραση απ’ τα 
νορβηγικά Ερατώς Τριανταφυλλίδη, με σκηνικά και κοστούμια Ανδρέα Σαραντόπουλου και βοηθό σκηνοθέτη την Κλεοπάτρα Ροντήρη. Τον επώνυμο ρόλο έχει επωμιστεί ο Γιώργος Κροντήρης και τους υπόλοιπους οι Δέσποινα Πόγκα (Ελα Ρέντχαϊμ), Μαρία Μακρή (Γκούνχιλντ Μπόρκμαν), Χρήστος Συριώτης (Βίλχελμ Φόλνταλ), Πέτρος Πέτρου (Έρχαρτ Μπόρκμαν), Φίλια Δενδρινού (Φάνι Βίλτον), Βέρα 
Χατζηϊακώβου (Μαλένα), Αγγελική Δέλλα (Φρίντα Φόλνταλ) -η οποία, επαγγελματίας μουσικός άλλωστε, επιμελείται και τη μουσική της παράστασης.  
Στο έργο, ο τραπεζίτης Μπόρκμαν, ένας τύπος υπεράνθρωπου, που συνέλαβε στα νιάτα του τη μεγαλόπνοη ιδέα να υποτάξει στην εξουσία του τις κρυμμένες δυνάμεις της γης -μεταλλεία, νερά, θάλασσες…- για να εξασφαλίσει την ευημερία στους συνανθρώπους του, ήρωας τραγικός, προμηθεϊκός καθώς μάχεται με δυνάμεις ανώτερές του, προσπαθώντας να πραγματώσει το όραμά του ξεπερνάει το μέτρο και φτάνει στην Ύβρι για να συντριβεί, τελικά. Αφού φυλακίστηκε 
για κατάχρηση, που σκοπός της ήταν να εξασφαλίσει τα οικονομικά μέσα για να πραγματοποιήσει τα μεγαλεπήβολα σχέδιά του, αποφυλακίζεται κι επιστρέφει στο σπίτι του αποφασισμένος να μείνει κλεισμένος εκεί μέχρι το θάνατό του. Η γυναίκα του, η Γκούνχιλντ, η δίδυμη αδελφή της, η Ελα, παλιός του έρωτας, ο γιος του, ο Ερχαρτ ζωντανεύουν όλο το παρελθόν και μέσα σε μια νύχτα λύνεται ο γόρδιος δεσμός μιας ολόκληρης ζωής.
Ας σημειωθεί πώς είναι το τρίτο έργο του Ίψεν, μετά «To σπίτι της κούκλας» και το «Ρόσμερσχολμ», που παρουσιάζει ο θίασος, όλα σε σκηνοθεσία Κωστή Καπελώνη, βασικού σκηνοθέτη της ομάδας.
Τον «Μπόρκμαν» ανέβασε για πρώτη φορά στην Ελλάδα, τη σεζόν 1927/1928, ο Φώτος Πολίτης, με τους μαθητές της Επαγγελματικής Σχολής Θεάτρου στην οποία δίδασκε. Μπόρκμαν ήταν ο Πάρις Χατζηπέτρος, Έλα η Κατίνα Γρατιάνου -ψευδώνυμο, τότε ακόμη, της Κατερίνας (Ανδρεάδη), όπως πληροφορούμαι απ τη μνημειώδη μελέτη «Ο Ίψεν στην ελληνική Σκηνή» του Γιάννη Μόσχου- και Γκούνχιλντ η Νίνα Κωνσταντίνου. Η τελευταία φορά που το έργο του κορυφαίου νορβηγού συγγραφέα παρουσιάστηκε εν Ελλάδι ήταν τη σεζόν 2013/2014, όταν το ανέβασε, στο θέατρο «Χορν», ο Σταμάτης Φασουλής, με τον Γιώργο Κιμούλη στον πρωταγωνιστικό ρόλο, την Πέμη Ζούνη ως Ελα και την Σμαράγδα Σμυρναίου ως Γκούνχιλντ (Φωτογραφία: Στέφανος Καστρινάκης).



Ήταν μια δίκαιη κίνηση. Ήταν μια κίνηση επιβεβλημένη. Να δοθεί στην Κεντρική Σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά τ όνομα του Δημήτρη Ροντήρη. Του σπουδαίου σκηνοθέτη και Δάσκαλου που με το «Πειραϊκό Θέατρό» του -Πειραιώτης ήταν, εξάλλου- μετέφερε και διέδωσε, μέσα απ’ τ όνομα του Πειραιά -το Δημοτικό Θέατρο του οποίου ήταν όχι για πολύ, δεν τον άφησαν για μεγάλο διάστημα…, η έδρα του-, τα νάματα της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Μπράβο σ’ αυτόν που το σκέφτηκε! 
Χρόνια περίμενα αυτή την κίνηση να την κάνει το Εθνικό Θέατρο που με την παρουσία του σ’ αυτό, ως καλλιτεχνικός διευθυντής και σκηνοθέτης, ο Δημήτρης Ροντήρης το σημάδεψε σημαδεύοντας και τη θεατρική μας ιστορία. Αλλά εις μάτην. Κι εκφράζω, γενικότερα, γι άλλη μια φορά, την απορία: μόνο του Νίκου Κούρκουλου τ’ όνομα θεωρήθηκε κατάλληλο να δοθεί σ’ αίθουσα του Εθνικού -την Νέα Σκηνή του- μετά τις προϋπάρχουσες «Μαρίκα Κοτοπούλη» και «Κατίνα Παξινού» στο «Rex»; Φώτος Πολίτης, Δημήτρης Ροντήρης, Αλέξης Μινωτής, Αιμίλιος Βεάκης, Ελένη Παπαδάκη, Αιμίλιος Χουρμούζιος… -πρόχειρα σταχυολογώ- δεν άξιζαν ανάλογη τιμή; Να μην είχε πολλές αίθουσες και φουαγιέ το Εθνικό να πω…


Συνεχίζω να σας θυμίζω και να σας προτρέπω να δείτε παραστάσεις που φέτος επαναλαμβάνονται και που πιστεύω πως αξίζει να τις δείτε:
«Σουήνυ Τοντ, ο δαιμόνιος κουρέας της οδού Φλητ» (όπως δίνει τον τίτλο το Μέγαρο) ή «Σουίνι Τοντ, ο δαιμόνιος κουρέας της οδού Φλιτ» (όπως θα τον έδινα εγώ). Το είδατε στο Ηρώδειο; Όχι; Να το δείτε στο Μέγαρο Μουσικής -τρεις παραστάσεις, 27, 29 Οκτωβρίου και 2 Νοεμβρίου)-, όπου το μιούζικαλ (μιούζικαλ απλώς;…) του Στίβεν Σόντχάιμ επαναλαμβάνουν «Οι Μουσικοί της Καμεράτας» -ή όπως, τέλος πάντων, αλλιώς λέγεται αυτό το ταλαιπωρημένο, εκκρεμές εξαίρετο μουσικό σύνολο. Ορχήστρα, μουσική διεύθυνση του Γιώργου Πέτρου -στο Μέγαρο θα διευθύνει ο Στάθης Σούλης-, σκηνοθεσία του Γιώργου Πέτρου, επίσης, σκηνικά του Πάρι Μέξη, η δουλειά των λοιπών συντελεστών κι η εξαίρετη διανομή δένουν -σας τα ’γραφα στο totetartokoudouni.blogspot.com στις 11 Σεπτεμβρίου- σ’ ένα αποτέλεσμα που πιστεύω πως δεν πρέπει να το χάσετε.


Στο «Τέταρτο Κουδούνι», στις 28 Ιανουαρίου 2016, είχα γράψει για την παράσταση αυτή: «Είμαι σίγουρος ότι θα επανέρχεται και θα επανέρχεται για πολλά χρόνια στη σκηνή. Ειν η μοίρα της». Επιβεβαιώνομαι. Η «Κατερίνα», αυτή η ευτυχής συγκυρία κειμένου -το συγκλονιστικό πεζό του Αύγουστου Κορτώ-, διασκευής για τη σκηνή σε μονόλογο και σκηνοθεσίας -του Γιώργου Νανούρη-, ζωντανής μουσικής -του Λόλεκ- και, πάνω απ όλα, ερμηνείας -η συγκλονιστική της Λένας Παπαληγούρα- έχει ήδη εισέλθει στην τέταρτη χρονιά παρουσίασής της. Στο «Νέο Θέατρο Κατερίνα Βασιλάκου», και πάλι φέτος. Δε χρειάζεται να προσθέσω τίποτα. Ο απόηχος σας έχει σίγουρα φτάσει (Φωτογραφία: Ιωάννα Χατζηανδρέου).



«Το ψέμα» του Φλοριάν Ζελέρ, που παίζεται στο «Μικρό Παλλάς», είναι το flipside -που λέγαμε, κάποτε, για το τραγούδι της δεύτερης πλευράς στα 45άρια βινίλια- του «Μου λες αλήθεια;» του ίδιου γάλου συγγραφέα, που πήγε τρεις χειμώνες στο «Κάππα» απ τον Σπύρο Παπαδόπουλο, σε σκηνοθεσία του -εξαίρετη παράσταση. Το ίδιο θέμα -η συζυγική απιστία- σε παραλλαγή: το ίδιο «γαλική» -με την…καλή έννοια-, το ίδιο έξυπνη, μ ανάλογο -πολύ καλού επιπέδου- χιούμορ και με μια ανεπαίσθητη πίκρα να υποβόσκει. Μια γραφή νεο-μπουλβάρ θεατρικότατη, ανάλαφρη, πανέξυπνη, καθόλου εύκολη και φτηνή -ένα θέατρο λαϊκό αλλά με κάτι περισσότερο. Θέατρο καλό.
Η παράσταση του Θοδωρή Αθερίδη τη σέβεται αυτή τη γραμμή και τα δυο ζευγάρια του έργου βρίσκουν καλούς ενσαρκωτές στον ίδιο, την Σμαράγδα Καρύδη, την Μυρτώ Αλικάκη και τον Κωνσταντίνο Κάππα. Μια βραδιά για την οποία, μετά, δε θα ντρέπεστε.



Με χαρά διαπιστώνω πως ταξιτζήδες κι Εκκλησία συνεχίζουν ν’ αποτελούν, διαχρονικά, τα δυο βασικά, ριζιμιά target groups στα οποία ακουμπούν οι ελληνικές κυβερνήσεις όλης της γκάμας. Είναι κάποιες αξίες που παραμένουν αναλλοίωτες στο χρόνο. Εικόνα σου είμαι, κοινωνία, και σου μοιάζω…
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή… 



Υπέροχο! Σαγηνευτικό! Το φετινό βιβλίο της «Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών» του Ιδρύματος Ωνάση με το πρόγραμμα της σεζόν 2017/2018. Βουτηγμένο στα χαρούμενα χρώματα, με τολμηρά παιχνίδια στην επιλογή των στοιχείων και στους συνδυασμούς τους, ζωντανό, τραγανό, σπαρταριστό, καλοσχεδιασμένο, ελκυστικό, με αυτοκόλλητους «οδηγούς»… -σου ανοίγει την καρδιά, σου φτιάχνει το κέφι, να μην το χορταίνεις, συλλεκτικό! Το καλύτερο ever, που λέμε πια, στην οκτάχρονη λειτουργία της Στέγης, Κι, επιπλέον, μοιράζεται δωρεάν. Δεν είναι μόνο τι καλό θα βρείτε μέσα να διαλέξετε απ’ τα -πάρα πολλά- καλά που μας ετοιμάζει η «Στέγη». Είναι και το «περιτύλιγμα» που σε προδιαθέτει θετικά. Το ξεφυλλίζεις και θες να πας σ όλα.
Στους beetroot.gr, οι οφειλόμενοι έπαινοι για το σχεδιασμό, στην Χριστίνα Κοσμόγλου για την επιμέλεια της έκδοσης, στην Αντιγόνη Νικολαΐδη για το συντονισμό της έκδοσης, στον Βασίλη Δουβίτσα για την επιμέλεια των κειμένων.




Τι περιμένω; Ε, έχω κι εγώ τις εμμονές μου. Από τρεις ηθοποιούς μας -για τους άντρες μιλάω, αυτούς που βρίσκονται στην ακμή και στην ωριμότητά τους- είναι που περιμένω, μετά κι απ’ το καλοκαίρι που πέρασε και τους ρόλους που ’παιξαν,  να 
κάνουν τους Μεγάλους Ρόλους στην αρχαία τραγωδία -ήδη έχουν κάνει κάποιους: απ’ τον Δημήτρη Λιγνάδη, απ’ τον Αιμίλιο Χειλάκη, απ’ τον Χρήστο Λούλη. Αλλά με Σκηνοθέτες. Και να 
πάψουμε να μισμιρίζουμε: «Πού ’ναι ο Μινωτής και πού ’ναι ο Κατράκης;». Εδώ είναι. Απλώς ειν’ «αλλιώς». Γιατί κι οι καιροί είναι «αλλιώς» -διαφορετικοί (Φωτογραφίες: 1.Πάτροκλος Σκαφίδας, 2.Νικόλας Κομίνης, 3.Βάσια Αναγνωστοπούλου).