«Γενούφα» του Λεός Γιανάτσεκ, λιμπρέτο (Γκαμπριέλα Πρεΐσοβα) Λεός Γιανάτσεκ / Μουσική διεύθυνση: Λουκάς Καρυτινός. Σκηνοθεσία: Νίκολα Ράαμπ.
19ος αιώνας και σ’ ένα χωριό της Μοραβίας -που σήμερα ανήκει στην Τσεχία- οι δυο γιοι της Γιαγιάς Μπουρίγιοβκα, της μυλωνούς -η οποία είναι ακόμα εν ζωή-, καθώς κι οι τρεις απ’ τις γυναίκες τους -γιατί ο καθένας τους είχε παντρευτεί από δυο φορές- έχουν
πεθάνει πριν αρχίσει η όπερα. Ζει μόνον η Νεωκόρισσα Μπουρίγιοβκα, δεύτερη γυναίκα, χήρα του νεότερου γιου και μητριά της Γενούφα, κόρης του απ’ τον πρώτο γάμο. Ο Στέβα, πρωτότοκος γιος του μεγαλύτερου γιου απ’ την πρώτη του γυναίκα
και μελλοντικός νόμιμος κληρονόμος του μύλου, γυναικάς και μεθύστακας, έχει ερωτική σχέση με τη ξαδέλφη του την Γενούφα που την έχει, μάλιστα, αφήσει έγκυο. Ο ετεροθαλής αδελφός του, απ’ τον δεύτερο γάμο του πατέρα τους, ο Λάτσα, ερωτευμένος με την Γενούφα που, ερωτευμένη με τον Στέβα, τον αποκρούει, τυφλωμένος απ’ τη ζήλια, την εκδικείται χαράζοντας το πρόσωπό της με το μαχαίρι του και σημαδεύοντάς
την. Το μωρό θα γεννηθεί το χειμώνα κι η Νεωκόρισσα, στυλοβάτης της οικογένειας και προπύργιό της έναντι της σκληρής κοινωνίας του τόπου και της εποχής, θα κάνει κάθε προσπάθεια ν’ αποκαταστήσει την Γενούφα. Καλεί τον Στέβα να πάρει τις ευθύνες του, εκείνος δέχεται να δίνει χρήματα για το παιδί, αρκεί κανένας να μη μάθει ότι είναι δικό του αλλά αρνείται να παντρευτεί τη σημαδεμένη,
καθώς, άλλωστε, έχει λογοδοθεί με την Κάρολκα, την όμορφη
κόρη του Δήμαρχου. Η δεύτερη απόπειρα της Νεωκόρισσας για αποκατάσταση της Γενούφα γίνεται προς τη μεριά του Λάτσα: ζητάει από ’κείνον να την παντρευτεί αλλά, όταν ο Λάτσα μαθαίνει τίνος είναι το παιδί, αρνείται. Τότε η Νεωκόρισσα βιαστικά του λέει ότι το
παιδί πέθανε. Κι αποφασίζει να κάνει το ψέμα της πραγματικότητα: το σκοτώνει και λέει στην Γενούφα ότι πέθανε ενώ εκείνη
κοιμόταν. Ο Λάτσα, που παραστέκεται στην κοπέλα τρυφερά, της προτείνει να παντρευτούν. Η Νεωκόρισσα θέλει να πιστεύει ότι σωστά έπραξε. Την άνοιξη, όμως, τη μέρα του γάμου των δυο νέων, που δεν προλαβαίνει να γίνει, ο πάγος λιώνει στο ρέμα του μύλου κι ανακαλύπτουν το πτώμα του παιδιού. Το χωριό ξεσηκώνεται να τιμωρήσει άμεσα την Γενούφα που τη θεωρεί τη φόνισσα του μωρού. Αλλά η Νεωκόρισσα αποκαλύπτει, τότε, την
αλήθεια. Η Γενούφα τη συγχωρεί, καθώς αντιλαμβάνεται τα κίνητρα της γυναίκας την οποία οι χωρικοί οδηγούν στη φυλακή. Στο τέλος, δίνει στον Λάτσα την ελευθερία του -πιστεύει ότι είναι αδύνατον πια να την παντρευτεί. Εκείνος, όμως, που συνεχίζει να την αγαπάει, της λέει πως δε θα την εγκαταλείψει ποτέ κι ότι επιθυμεί να περάσουν μαζί την υπόλοιπη ζωή τους. Ο Τσέχος - γεννημένος στην Μοραβία επί Αυστριακής Αυτοκρατορίας- Λεός Γιανάτσεκ στην «Γενούφα» του (1904)
-αρχικός τίτλος «Όχι η δική της κόρη» (ή «Η ψυχοκόρη της»)-, χρησιμοποιώντας το ομότιτλο, ως προς τον αρχικό τίτλο της όπερας, πολύ τολμηρό για την εποχή του θεατρικό έργο (1890), απ’ τα προδρομικά του νατουραλισμού, της Γκαμπριέλα Πρεΐσοβα, αντίστοιχης του Χάουπτμαν στην Γερμανία και του Ίψεν στην Νορβιγία, έχει συνθέσει, πάνω σε δικό
του, ανθεκτικό ακόμα, λιμπρέτο, που ακολουθεί, σχεδόν πιστά, την πρόζα του θεατρικού, μια καλοζυγισμένη, εκρηκτική, αριστουργηματική τρίπρακτη όπερα η οποία, ποτέ μέχρι τώρα, δεν
είχε ανεβεί στην Ελλάδα -και χρωστάμε χάρη στην Λυρική που την πρωτοπαρουσιάζει εδώ. Ο Γιανάτσεκ, ακολουθώντας τα σύγχρονα μουσικά ρεύματα της εποχής του, χωρίς να ενταχθεί κάπου,
αντλώντας απ’ την εθνική του μουσική παράδοση με την οποία ασχολήθηκε συστηματικά, χωρίς να τη μιμηθεί, εισάγει μια
καινούργια γλώσσα στη μουσική, ανοίγει δρόμους με την ιδιότυπη ενορχήστρωσή του και απηχεί το γύρισμα του αιώνα δίνοντας ένα προδρομικό έργο αμιγούς μουσικού θεάτρου που, προσωπικά, με παρέπεμψε στην «Λέδη Μακμπέθ του Μτσενσκ» του Ντμίτρι
Σοστακόβιτς. Η Γερμανίδα Νίκολα Ράαμπ με τη σκηνοθεσία της, που φλερτάρει με τον εξπρεσιονισμό, ανέδειξε το έργο με τον καλύτερο τρόπο. Κι αν εισέπραξα την πρώτη πράξη ως συμβατικό ανέβασμα, με μετωπικά στησίματα, η δεύτερη εκτινάσσεται με συγκλονιστικό τρόπο. Η σκηνή με την Νεωκόρισσα, όταν αποφασίζει να σκοτώσει το μωρό, ν’ ανοίγει, ένα-ένα, τα εσωτερικά παντζούρια στα μεγάλα παράθυρα του σπιτιού και, μέσα απ’ τα τζάμια τους, ν’ αρχίζουν να αχνοφαίνονται
τα πρόσωπα των μαυροφορεμένων γυναικών του χωριού, ως βουβός Χορός, ως κοινωνικό σχόλιο, ως Ερινύες..., αξέχαστη. Ενώ η τρίτη πράξη, με τους ήρωες να σπρώχνουν τους τοίχους και το σπίτι ν’ ανοίγει σ’ ένα άγνωστο επέκεινα, φτάνει την παράσταση -μια παράσταση που σέρνεται ύπουλα με μια τεράστια εσωτερική ένταση- σε μια συναρπαστική κορύφωση. Αποφασιστικής σημασίας για το αποτέλεσμα, η σκηνογραφική/ενδυματολογική δουλειά του Γιώργου Σουγλίδη. Αυτές οι αυστηρές, λιτές, ευθείες γραμμές των γκρίζων τοίχων του χωριάτικου σπιτιού που μετατρέπεται σε κόλαση, αυτά τα δέντρα που, προοδευτικά, μεταφέρουν μια μεταφυσική αίσθηση -σκηνικά έξοχα φωτισμένα, μ’ επιβλητικές, ανησυχητικές σκιές, απ’ τον Γάλο Νταβίντ Ντεμπρινέ-, μια εικόνα προφανώς εμπνευσμένη από δική μας Μάνη κι από
Ισπανία του Λόρκα, τα λιτά, επίσης αυστηρά, μαύρα ή σε σκούρες μονοχρωμίες, κοστούμια των βασικών ηρώων και της Χορωδίας -αυτός ο γάμος-κηδεία...-, με μόνη διαφωνία μου στα κάποια εθνικά κοστούμια που προσδίνουν μια γεύση φολκλόρ, η κινησιολογία του Φώτη Νικολάου -τα γκρουπαρίσματα της
Χορωδίας στην τρίτη πράξη- δένονται αρμονικά κι εξυπηρετούν τη βασική γραμμή της παράστασης. Ο Λουκάς Καρυτινός στο πόντιουμ, με την Ορχήστρα της Λυρικής και την Χορωδία της, σε διεύθυνση Αγαθάγγελου Γεωργακάτου, μας γνώρισαν, ζωντανά, το έργο του Γιανάτσεκ αφήνοντας πολύ θετικές εντυπώσεις. Θετικότατες οι εντυπώσεις κι από τη διανομή. Ο Λουκάς
Καρυτινός κι η Νίκολα Ράαμπ την οδήγησαν σ’ εξαιρετικό φωνητικό και σκηνικό αποτέλεσμα. Κι αν η νοτιοαφρικανή σοπράνο Σάρα-Τζέιν Μπράντον, εξαίρετη φωνητικά, σκηνικά μου φάνηκε κάπως ουδέτερη, άχρωμη Γενούφα, ο θαυμάσιος ολανδός τενόρος Φρανκ φαν Άκεν (Λάτσα) ισορρόπησε άψογα φωνητικό και υποκριτικό σκέλος στη ερμηνεία του. Αποδοτικότατος φωνητικά κι ο δικός μας τενόρος Δημήτρης
Πακσόγλου (Στέβα) αλλά πάντα ολίγον χύμα στη σκηνή. Καλή η σκηνική άνεση αλλά γιατί δε βάζει σε μια πιο πειθαρχημένη φόρμα την υπόκρισή του; Η μέτζο Ινές Ζήκου, ο πάρα πολύ καλός μπασοβαρύτονος Γιάννης Γιαννίσης, ο μπάσος Δημήτρης Κασιούμης, η μέτζο Μαργαρίτα Συγγενιώτου -ξέρει να πατάει γερά το σανίδι-, η έξοχη μέτζο -την ξεχώρισα ως Κάρολκα- Άρτεμις Μπόγρη,
η γερμανίδα μέτζο Μπαρούνκα Πράιζινγκερ, η σοπράνο Βαρβάρα Μπιζά, η μέτζο Μιράντα Μακρυνιώτη κι η μέτζο Αναστασία Κότσαλη συμπληρώνουν μ’ επάρκεια τη διανομή. Αλλά η παράσταση ανήκει στην Ζαμπίνε Χογκρέφε. Η γερμανίδα δραματική σοπράνο, μετά την έξοχη περσινή Ηλέκτρα της στην ομότιτλη όπερα του Ρίχαρντ Στράους, στην Λυρική, επανέρχεται και με τη μητριαρχική αλλά σπλαχνική Νεωκόρισσά της δίνει, σ’ έναν αβανταδόρικο, εξίσου, όμως,
δύσκολο με την Ηλέκτρα ρόλο, μια συγκλονιστική, συντριπτική, σημαδιακή ερμηνεία. Με τρομερή δύναμη. με βάθος, με συγκίνηση καθόλου εύκολη, εκφραστικότατη και μ’ ένα σκοτεινό, απεγνωσμένο βλέμμα που την κάνουν αξέχαστη. Η Ζαμπίνε Χογκρέφε είμαι πεπεισμένος πως θα μπορούσε να κάνει το ίδιο έξοχα το ρόλο έστω κι αν ήταν πρόζα και δε χρειαζόταν να χρησιμοποιήσει το σπάνιο φωνητικό της μέγεθος -είναι σπουδαία ηθοποιός. Ελπίζω να την ξαναδούμε. Μια παράσταση εξαιρετική, άλλη μια επιτυχία της Λυρικής, που πρέπει να ενταχθεί στο ρεπερτόριό της. Προλαβαίνετε να τη δείτε με τη δεύτερη διανομή (Φωτογραφίες -όσες δεν υπογράφονται απ’ τον Χάρη Ακριβιάδη: Δημήτρης Σακαλάκης).
(Η παράσταση συνοδεύεται από ένα εξαιρετικό, όπως πάντα, διπλό, δίγλωσσο (ελληνικά και αγγλικά) πρόγραμμα με υπεύθυνο τον Νίκο Α. Δοντά).
πεθάνει πριν αρχίσει η όπερα. Ζει μόνον η Νεωκόρισσα Μπουρίγιοβκα, δεύτερη γυναίκα, χήρα του νεότερου γιου και μητριά της Γενούφα, κόρης του απ’ τον πρώτο γάμο. Ο Στέβα, πρωτότοκος γιος του μεγαλύτερου γιου απ’ την πρώτη του γυναίκα
και μελλοντικός νόμιμος κληρονόμος του μύλου, γυναικάς και μεθύστακας, έχει ερωτική σχέση με τη ξαδέλφη του την Γενούφα που την έχει, μάλιστα, αφήσει έγκυο. Ο ετεροθαλής αδελφός του, απ’ τον δεύτερο γάμο του πατέρα τους, ο Λάτσα, ερωτευμένος με την Γενούφα που, ερωτευμένη με τον Στέβα, τον αποκρούει, τυφλωμένος απ’ τη ζήλια, την εκδικείται χαράζοντας το πρόσωπό της με το μαχαίρι του και σημαδεύοντάς
την. Το μωρό θα γεννηθεί το χειμώνα κι η Νεωκόρισσα, στυλοβάτης της οικογένειας και προπύργιό της έναντι της σκληρής κοινωνίας του τόπου και της εποχής, θα κάνει κάθε προσπάθεια ν’ αποκαταστήσει την Γενούφα. Καλεί τον Στέβα να πάρει τις ευθύνες του, εκείνος δέχεται να δίνει χρήματα για το παιδί, αρκεί κανένας να μη μάθει ότι είναι δικό του αλλά αρνείται να παντρευτεί τη σημαδεμένη,
καθώς, άλλωστε, έχει λογοδοθεί με την Κάρολκα, την όμορφη
κόρη του Δήμαρχου. Η δεύτερη απόπειρα της Νεωκόρισσας για αποκατάσταση της Γενούφα γίνεται προς τη μεριά του Λάτσα: ζητάει από ’κείνον να την παντρευτεί αλλά, όταν ο Λάτσα μαθαίνει τίνος είναι το παιδί, αρνείται. Τότε η Νεωκόρισσα βιαστικά του λέει ότι το
παιδί πέθανε. Κι αποφασίζει να κάνει το ψέμα της πραγματικότητα: το σκοτώνει και λέει στην Γενούφα ότι πέθανε ενώ εκείνη
κοιμόταν. Ο Λάτσα, που παραστέκεται στην κοπέλα τρυφερά, της προτείνει να παντρευτούν. Η Νεωκόρισσα θέλει να πιστεύει ότι σωστά έπραξε. Την άνοιξη, όμως, τη μέρα του γάμου των δυο νέων, που δεν προλαβαίνει να γίνει, ο πάγος λιώνει στο ρέμα του μύλου κι ανακαλύπτουν το πτώμα του παιδιού. Το χωριό ξεσηκώνεται να τιμωρήσει άμεσα την Γενούφα που τη θεωρεί τη φόνισσα του μωρού. Αλλά η Νεωκόρισσα αποκαλύπτει, τότε, την
αλήθεια. Η Γενούφα τη συγχωρεί, καθώς αντιλαμβάνεται τα κίνητρα της γυναίκας την οποία οι χωρικοί οδηγούν στη φυλακή. Στο τέλος, δίνει στον Λάτσα την ελευθερία του -πιστεύει ότι είναι αδύνατον πια να την παντρευτεί. Εκείνος, όμως, που συνεχίζει να την αγαπάει, της λέει πως δε θα την εγκαταλείψει ποτέ κι ότι επιθυμεί να περάσουν μαζί την υπόλοιπη ζωή τους. Ο Τσέχος - γεννημένος στην Μοραβία επί Αυστριακής Αυτοκρατορίας- Λεός Γιανάτσεκ στην «Γενούφα» του (1904)
-αρχικός τίτλος «Όχι η δική της κόρη» (ή «Η ψυχοκόρη της»)-, χρησιμοποιώντας το ομότιτλο, ως προς τον αρχικό τίτλο της όπερας, πολύ τολμηρό για την εποχή του θεατρικό έργο (1890), απ’ τα προδρομικά του νατουραλισμού, της Γκαμπριέλα Πρεΐσοβα, αντίστοιχης του Χάουπτμαν στην Γερμανία και του Ίψεν στην Νορβιγία, έχει συνθέσει, πάνω σε δικό
του, ανθεκτικό ακόμα, λιμπρέτο, που ακολουθεί, σχεδόν πιστά, την πρόζα του θεατρικού, μια καλοζυγισμένη, εκρηκτική, αριστουργηματική τρίπρακτη όπερα η οποία, ποτέ μέχρι τώρα, δεν
είχε ανεβεί στην Ελλάδα -και χρωστάμε χάρη στην Λυρική που την πρωτοπαρουσιάζει εδώ. Ο Γιανάτσεκ, ακολουθώντας τα σύγχρονα μουσικά ρεύματα της εποχής του, χωρίς να ενταχθεί κάπου,
αντλώντας απ’ την εθνική του μουσική παράδοση με την οποία ασχολήθηκε συστηματικά, χωρίς να τη μιμηθεί, εισάγει μια
καινούργια γλώσσα στη μουσική, ανοίγει δρόμους με την ιδιότυπη ενορχήστρωσή του και απηχεί το γύρισμα του αιώνα δίνοντας ένα προδρομικό έργο αμιγούς μουσικού θεάτρου που, προσωπικά, με παρέπεμψε στην «Λέδη Μακμπέθ του Μτσενσκ» του Ντμίτρι
Σοστακόβιτς. Η Γερμανίδα Νίκολα Ράαμπ με τη σκηνοθεσία της, που φλερτάρει με τον εξπρεσιονισμό, ανέδειξε το έργο με τον καλύτερο τρόπο. Κι αν εισέπραξα την πρώτη πράξη ως συμβατικό ανέβασμα, με μετωπικά στησίματα, η δεύτερη εκτινάσσεται με συγκλονιστικό τρόπο. Η σκηνή με την Νεωκόρισσα, όταν αποφασίζει να σκοτώσει το μωρό, ν’ ανοίγει, ένα-ένα, τα εσωτερικά παντζούρια στα μεγάλα παράθυρα του σπιτιού και, μέσα απ’ τα τζάμια τους, ν’ αρχίζουν να αχνοφαίνονται
τα πρόσωπα των μαυροφορεμένων γυναικών του χωριού, ως βουβός Χορός, ως κοινωνικό σχόλιο, ως Ερινύες..., αξέχαστη. Ενώ η τρίτη πράξη, με τους ήρωες να σπρώχνουν τους τοίχους και το σπίτι ν’ ανοίγει σ’ ένα άγνωστο επέκεινα, φτάνει την παράσταση -μια παράσταση που σέρνεται ύπουλα με μια τεράστια εσωτερική ένταση- σε μια συναρπαστική κορύφωση. Αποφασιστικής σημασίας για το αποτέλεσμα, η σκηνογραφική/ενδυματολογική δουλειά του Γιώργου Σουγλίδη. Αυτές οι αυστηρές, λιτές, ευθείες γραμμές των γκρίζων τοίχων του χωριάτικου σπιτιού που μετατρέπεται σε κόλαση, αυτά τα δέντρα που, προοδευτικά, μεταφέρουν μια μεταφυσική αίσθηση -σκηνικά έξοχα φωτισμένα, μ’ επιβλητικές, ανησυχητικές σκιές, απ’ τον Γάλο Νταβίντ Ντεμπρινέ-, μια εικόνα προφανώς εμπνευσμένη από δική μας Μάνη κι από
Ισπανία του Λόρκα, τα λιτά, επίσης αυστηρά, μαύρα ή σε σκούρες μονοχρωμίες, κοστούμια των βασικών ηρώων και της Χορωδίας -αυτός ο γάμος-κηδεία...-, με μόνη διαφωνία μου στα κάποια εθνικά κοστούμια που προσδίνουν μια γεύση φολκλόρ, η κινησιολογία του Φώτη Νικολάου -τα γκρουπαρίσματα της
Χορωδίας στην τρίτη πράξη- δένονται αρμονικά κι εξυπηρετούν τη βασική γραμμή της παράστασης. Ο Λουκάς Καρυτινός στο πόντιουμ, με την Ορχήστρα της Λυρικής και την Χορωδία της, σε διεύθυνση Αγαθάγγελου Γεωργακάτου, μας γνώρισαν, ζωντανά, το έργο του Γιανάτσεκ αφήνοντας πολύ θετικές εντυπώσεις. Θετικότατες οι εντυπώσεις κι από τη διανομή. Ο Λουκάς
Καρυτινός κι η Νίκολα Ράαμπ την οδήγησαν σ’ εξαιρετικό φωνητικό και σκηνικό αποτέλεσμα. Κι αν η νοτιοαφρικανή σοπράνο Σάρα-Τζέιν Μπράντον, εξαίρετη φωνητικά, σκηνικά μου φάνηκε κάπως ουδέτερη, άχρωμη Γενούφα, ο θαυμάσιος ολανδός τενόρος Φρανκ φαν Άκεν (Λάτσα) ισορρόπησε άψογα φωνητικό και υποκριτικό σκέλος στη ερμηνεία του. Αποδοτικότατος φωνητικά κι ο δικός μας τενόρος Δημήτρης
Πακσόγλου (Στέβα) αλλά πάντα ολίγον χύμα στη σκηνή. Καλή η σκηνική άνεση αλλά γιατί δε βάζει σε μια πιο πειθαρχημένη φόρμα την υπόκρισή του; Η μέτζο Ινές Ζήκου, ο πάρα πολύ καλός μπασοβαρύτονος Γιάννης Γιαννίσης, ο μπάσος Δημήτρης Κασιούμης, η μέτζο Μαργαρίτα Συγγενιώτου -ξέρει να πατάει γερά το σανίδι-, η έξοχη μέτζο -την ξεχώρισα ως Κάρολκα- Άρτεμις Μπόγρη,
η γερμανίδα μέτζο Μπαρούνκα Πράιζινγκερ, η σοπράνο Βαρβάρα Μπιζά, η μέτζο Μιράντα Μακρυνιώτη κι η μέτζο Αναστασία Κότσαλη συμπληρώνουν μ’ επάρκεια τη διανομή. Αλλά η παράσταση ανήκει στην Ζαμπίνε Χογκρέφε. Η γερμανίδα δραματική σοπράνο, μετά την έξοχη περσινή Ηλέκτρα της στην ομότιτλη όπερα του Ρίχαρντ Στράους, στην Λυρική, επανέρχεται και με τη μητριαρχική αλλά σπλαχνική Νεωκόρισσά της δίνει, σ’ έναν αβανταδόρικο, εξίσου, όμως,
δύσκολο με την Ηλέκτρα ρόλο, μια συγκλονιστική, συντριπτική, σημαδιακή ερμηνεία. Με τρομερή δύναμη. με βάθος, με συγκίνηση καθόλου εύκολη, εκφραστικότατη και μ’ ένα σκοτεινό, απεγνωσμένο βλέμμα που την κάνουν αξέχαστη. Η Ζαμπίνε Χογκρέφε είμαι πεπεισμένος πως θα μπορούσε να κάνει το ίδιο έξοχα το ρόλο έστω κι αν ήταν πρόζα και δε χρειαζόταν να χρησιμοποιήσει το σπάνιο φωνητικό της μέγεθος -είναι σπουδαία ηθοποιός. Ελπίζω να την ξαναδούμε. Μια παράσταση εξαιρετική, άλλη μια επιτυχία της Λυρικής, που πρέπει να ενταχθεί στο ρεπερτόριό της. Προλαβαίνετε να τη δείτε με τη δεύτερη διανομή (Φωτογραφίες -όσες δεν υπογράφονται απ’ τον Χάρη Ακριβιάδη: Δημήτρης Σακαλάκης).
(Η παράσταση συνοδεύεται από ένα εξαιρετικό, όπως πάντα, διπλό, δίγλωσσο (ελληνικά και αγγλικά) πρόγραμμα με υπεύθυνο τον Νίκο Α. Δοντά).
Εθνική Λυρική Σκηνή / Αίθουσα «Σταύρος Νιάρχος», Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα «Σταύρος Νιάρχος», Κύκλος «20ου Αιώνα» / Κύκλος «Γιανάτσεκ», 24 Οκτωβρίου 2018.
No comments:
Post a Comment