January 31, 2019

Στο Φτερό / Πώς ν’ αγαπήσετε τους «νέγρους»


«Το πράσινο βιβλίο» / Σκηνοθεσία: Πίτερ Φάρελι. 


Μαύρος, πιανίστας, ομοφυλόφιλος, να περιοδεύει με το τζαζ τρίο του -οι άλλοι δυο μουσικοί, λευκοί-, εν έτει 1962, στις Μεσοδυτικές Πολιτείες και στον Βαθύ Νότο των ΗΠΑ, όπου ο ρατσισμός ακόμα βράζει κι όπου, σε πολλούς δημόσιους χώρους, ακόμα ισχύει ο φυλετικός διαχωρισμός -από ’δω οι λευκοί, από ’κει οι μαύροι-, ηχεί ως παράδοξο. Και ήταν. Έως και προκλητικό. Κι 

όμως, είναι -ήταν- αληθινό. Ο Tζον Φ. Κένεντι είναι ήδη πρόεδρος, ο αναβρασμός για ίσα δικαιώματα στις τάξεις των επί αιώνες καταπιεσμένων, βασανισμένων Αφροαμερικανών ταρακουνάει τη χώρα, ο Νόμος περί Πολιτικών Δικαιωμάτων προετοιμάζεται, απ’ τον Κένεντι και τον αδελφό του Ρόμπερτ, υπουργό του επί της

Δικαιοσύνης, αλλά ακόμα αργεί -θα μεσολαβήσει η δολοφονία του Τζον Φ. Κένεντι, το ’63, στο Τέξας, ήτοι ακριβώς στον Βαθύ Νότο…- και θα χρειαστεί να φτάσει το ’64 για να ψηφιστεί. Ο μαύρος πιανίστας Ντον Σέρλι -Ντόκτορ Σέρλι ήταν τ’ όνομα με το οποίο περιόδευε- παίρνει την απόφαση αυτή, με την υποστήριξη της δισκογραφικής εταιρίας του, για μια περιοδεία οκτώ εβδομάδων όχι μόνο για λόγους καλλιτεχνικούς και προώθησης 
των δίσκων του αλλά και με τη σκέψη ότι με την παρουσία του και με την τέχνη του θα βοηθήσει ν’ αλλάξουν μυαλά κάποιοι, έστω, απ’ τους ρατσιστές που βασιλεύουν εκεί. Εξαίρετος πιανίστας που ξεκίνησε ως παιδί θαύμα, με κλασική παιδεία, με σπουδές έως και στο Ωδείο του -τότε- Λενινγκράντ, με καριέρα κλασικού πιανίστα σχεδόν είκοσι χρόνων στο ενεργητικό του, που ’χει 
στραφεί στην τζαζ -μια τζαζ με κλασικές επιδράσεις-, καλλιεργημένος, φινετσάτος, εξαιρετικά εκλεπτυσμένος, μ’ άψογους τρόπους, υπέρκομψος, στα 35 του, ο Ντόκτορ Σέρλι, πριν ξεκινήσει, ψάχνει για οδηγό -γιατί η περιοδεία θα γίνει με δυο πανομοιότυπα πολυτελή αυτοκίνητα που διαθέτει η εταιρεία του, ένα για τον ίδιο, ένα για τους άλλους δυο μουσικούς του- που θα εκτελεί, όμως, και χρέη σωματοφύλακα -δεν ειν’ εύκολο το εγχείρημα της περιοδείας 

αυτής... Έτσι καταλήγει στον Τόνι «Λιπ» Βαλελόνγκα, «πόρτα» και μετρ ντ’ οτέλ -μπράβος στην ουσία- μέχρι τότε στο νάιτ κλαμπ «Κοπακαμπάνα», άεργο για το διάστημα που θα τον χρειαζόταν, καθώς το κλαμπ έχει κλείσει γι «ανακαίνιση» -δηλαδή το ’χαν κλείσει, για κάποιο διάστημα, λόγω ενός επεισοδίου που έγιν’ εκεί. Μετανάστης δεύτερης γενιάς, με ιταλούς γονείς, παντρεμένος, με 
δυο παιδιά και με δεμένη, α λα ιταλιάνα, οικογένεια, κάτοικος Μπρονξ, μ’ άκρες στην Μάφια στην οποία, πάντως, έχει αποφύγει να ενταχθεί, χωρίς τρόπους, άξεστος, ρατσιστής που σιχαίνεται τους «Νέγρους», ο Τόνι βρίσκεται στο ίδιο αυτοκίνητο, υποκρινόμενος ότι κανένα πρόβλημα δεν έχει, μ’ έναν «Νέγρο» που πρέπει και να τον προστατεύει. Για δυο, σχεδόν, μήνες. Ξεκινούν απ’ την Νέα Ιόρκη -για τις Μεσοδυτικές Πολιτείες πρώτα, για τον Βαθύ Νότο στη συνέχεια-, φθινόπωρο, με την προοπτική να βρίσκονται πίσω την Παραμονή των Χριστουγέννων. Ο Ντον στο 

πίσω κάθισμα της Κάντιλακ Σεντάν ΝτεΒίλ, ο Τόνι στο τιμόνι, με, ανά χείρας, το «Πράσινο Βιβλίο» με το οποίο τον έχει εφοδιάσει η δισκογραφική: οδηγό για τους «Νέγρους» που ταξιδεύουν στις περιοχές αυτές για το πού -ξενοδοχεία, εστιατόρια, καφέ, μπαρ, κλαμπ, βενζινάδικα...- είναι δεκτοί... Ένα χάος τους χωρίζει -ο 
Ντον, λιγόλογος, απόμακρος, κλειστός, αυστηρός, προσεκτικός, σχολαστικός, ο Τόνι -ενοχλητικά για τον Ντον- φλύαρος, απρόσεκτος, χύμα. Στην αρχή συγκρούονται. Αλλά όσο οι μέρες περνούν κάποιες γέφυρες στήνονται. Από μόνες τους. Ο Τόνι αρχίζει να θαυμάζει τον Ντον για τον τρόπο που παίζει πιάνο αλλά, 
κυρίως, για την ηγεμονική υποδοχή που του κάνουν όπου πάνε. Στην αρχή τα πράγματα είναι σχετικά εύκολα. Στον Νότο σκληραίνουν. Ο καλλιτέχνης Ντόκτορ Σέρλι γίνεται θερμά δεκτός όταν είναι στη σκηνή. Στην καθημερινότητα είναι, απλώς, ένας «Νέγρος» και πρέπει να τηρεί τους κανόνες του φυλετικού 
διαχωρισμού -έως και σε ξέχωρη τουαλέτα να πηγαίνει. Ένα βράδυ που βγαίνει μόνος σ’ ένα μπαρ του ρίχνονται και τον χτυπούν. Ο Τόνι τον σώζει απ’ τα χέρια των ρατσιστών, με την απειλή πιστολιού. Γι αντίδωρο, ο Ντον αρχίζει να του υπαγορεύει ποιητικά γράμματα στη γυναίκα του, την Ντολόρες που, μέχρι, τότε τις έστελνε κακογραμμένες κοινοτοπίες, γράμματα που πολύ τη συγκινούν. Αλλά υπάρχουν κι άλλα δύσκολα: αστυνομικοί πιάνουν 


τον Ντον, σε μια δημόσια πισίνα, γι «ανάρμοστες πράξεις» και, μάλιστα, μ’ έναν λευκό. Ο Τόνι τους δωροδοκεί, παρά τις αντιρρήσεις του Ντον, για ν’ αποφευχθεί το σκάνδαλο και για να μη τον συλλάβουν. Αργότερα, όμως, όταν τους σταματάει, μέσα 
στη νύχτα και στη βροχή, ένα περιπολικό, ο αψίκορος Τόνι χάνει την ψυχραιμία του και ρίχνει μια γροθιά στον έναν απ’ τους δυο αστυνομικούς, τον πιο αγενή, που τον προσβάλλει. Θα βρεθούν στο κρατητήριο ενός αστυνομικού τμήματος. Τότε ο Ντον θα κάνει ένα τηλεφώνημα «στο δικηγόρο του». Ο «δικηγόρος» ειν’ ο υπουργός Δικαιοσύνης Ρόμπερτ Κένεντι με τον 
οποίο γνωρίζονται. Κι ο οποίος θα δώσει διαταγή να τους αφήσουν ελεύθερους -ο Τόνι εντυπωσιασμένος, ο Ντον θυμωμένος που αναγκάστηκε να ζητήσει τη μεσολάβηση του Κένεντι και, μάλιστα, για κάτι που δεν είχε την ευθύνη. Πάντως, προλαβαίνει, υπάρχει χρόνος να κάνει την προγραμματισμένη εμφάνισή του -η τελευταία τις περιοδείας- στο Μπέρμιγχαμ της Αλαμπάμα -το προπύργιο του 
φυλετικού διαχωρισμού. Αλλά, τελικά, δε θα την κάνει. Στο ξενοδοχείο όπου θα παίξει το Τρίο του Ντόκτορ Σέρλι θερμή ειν’ η υποδοχή απ’ τον μετρ ντ’ οτέλ. Μόνο που ο Ντον, στον οποίο, άλλωστε, δίνουν μια στενή αποθήκη για καμαρίνι, δεν επιτρέπεται να φάει, πριν απ’ τη συναυλία, στο εστιατόριο του ξενοδοχείου μαζί μ’ αυτούς που σε λίγο θα ’ναι το ενθουσιώδες ακροατήριό του. Έτσι αποφασίζει να μην εμφανιστεί και να φύγει αφήνοντας στα κρύα του λουτρού τους οργανωτές. Με τον Τόνι θα πάνε σ’
ένα μπαρ. Με Μαύρους. Και θα παίξει εκεί, με τους μουσικούς του μπαρ. Το ταξίδι της επιστροφής είναι εξοντωτικό. Κι επικίνδυνο. Χιονοθύελλα, το χιόνι έχει καλύψει τους δρόμους... Αλλά ο Τόνι, Παραμονή Χριστουγέννων, θέλει να ’ναι οπωσδήπτε στο σπίτι του, με την οικογένειά του. Στο τέλος βρίσκεται ο Ντον στο τιμόνι, για 
να κοιμηθεί, λίγο, στο πίσω κάθισμα, ο εξουθενωμένος Τόνι. Φτάνουν, όμως, έγκαιρα. Ο Τόνι που σιχαινόταν τους Νέγρους, ο ρατσιστής, έχει πάρει ένα μεγάλο μάθημα. Άλλος άνθρωπος πια, καλεί τον Ντον -έχουν γίνει πλέον φίλοι- στο σπίτι του για να συνεορτάσουν. Αλλά εκείνος αρνείται. Πηγαίνει στο δικό του σπίτι να γιορτάσει. Ολομόναχος. Η βραδιά, όμως, δε θα τελειώσει έτσι. Η ταινία μας επιφυλάσσει ένα φινάλε αντάξιο της «Χριστουγεννιάτικης ιστορίας» του Ντίκενς: συγκινητικό. Ο σκηνοθέτης Πίτερ Φάρελι για «Το πράσινο βιβλίο» του («Green Book», 2018), βασισμένο σε δυο υπαρκτά πρόσωπα, τον Σέρλι και 

τον Βαλελόνγκα -που δε ζουν πια- και σε πραγματικά γεγονότα, ετοίμασε, μαζί με τον Νικ Βαλελόνγκα -γιο του Τόνι «Λιπ»- και τον Μπράιαν Κούρι, ένα σενάριο που, ίσως, εξωραΐζει πρόσωπα και καταστάσεις αλλά, καθώς δεν πρόκειται για ντοκιμαντέρ παρά για μυθοπλασία, εξυπηρετεί απόλυτα τους σκοπούς του για μια δραματική κομεντί -ταινία δρόμου με πρωταγωνιστές ένα αταίριαστο ζευγάρι. Και πέτυχε να το γυρίσει μ’ αξιοπρόσεκτη ισορροπία ανάμεσα στο χιούμορ και την καταγγελία της μισαλλοδοξίας και των φυλετικών διακρίσεων, μ’ αποτέλεσμα μια τρυφερή, χαριτωμένη, συγκινητική, τελικά, ταινία, μ’ ένα ελαφρό άρωμα Σκορσέσι. O Βίγκο Μόρτενσεν, μεταμορφωμένος, έχει σχεδιάσει, με μεγάλη προσοχή, τον Τόνι «Λιπ» και τον ενσαρκώνει βιωματικά -μια ερμηνεία αξιοθαύμαστη. Ο Μαχέρσαλα Άλι, επίσης 
μελετημένα ποζάτος Ντόκτορ Σέρλι που σιγά-σιγά γίνεται πιο ανθρώπινος αλλά διέκρινα τις ραφές της κατασκευής του ρόλου. Δεμένοι, πάντως, εξαιρετικά οι δυο τους. Η Λίντα Καρντελίνι, γλυκύτατη Ντολόρες και, γύρω τους, αυθεντικές φάτσες -μεταξύ τους, πολλοί συγγενείς, στην πραγματικότητα, του Τόνι. Μια ταινία καλοφτιαγμένη.

Κινηματογράφος «Odeon Starcity» / Αίθουσα 9, 27 Ιανουαρίου 2019.

January 30, 2019

Στο Φτερό / Στο φλεγόμενο μυαλό ενός εκκολαπτόμενου συγγραφέα


«Το παιχνίδι με τη φωτιά» / Σκηνοθεσία: Λι Τσανγκ-ντόνγκ 


Νεαρούλης ο Τζονγκ-σού. Έχει σπουδάσει δημιουργική γραφή, έχει πάει στρατό και θέλει να γράψει ένα μυθιστόρημα -το πρώτο του. Αγαπημένος του, ο Φόκνερ αλλά δεν ξέρει πώς κι από πού ν’ αρχίσει. Προς το παρόν, στην Σεούλ -Νότια Κορέα-, ασχολείται με 
δουλειές του ποδαριού -για το χαρτζιλίκι. Θα πέσει πάνω στην Χαε-μί -όμορφο κορίτσι, απελευθερωμένο. Ήταν γειτόνισσά του και συμμαθήτριά του αλλά δεν τη θυμάται. Θα τον θυμηθεί εκείνη. Θα βγούνε, θα κάνουν σεξ στο διαμερισματάκι της, θα του δώσει το κλειδί και θα του ζητήσει, όσο θα λείπει -φεύγει για ένα ταξίδι στην Αφρική-, να βάζει τροφή και νερό στη γάτα της που κρύβεται, λέει, απ’ τους ξένους. Θα το κάνει -χωρίς ποτέ να δει τη γάτα. Νοιώθει κάτι περισσότερο από έλξη για το κορίτσι. Αλλά στο αεροδρόμιο που πάει να την υποδεχτεί, η Χαε-μί επιστρέφει μαζί με τον Μπεν που γνώρισε στο ταξίδι -ειν’ η καινούργια της κατάκτηση κι άνετα, σα να μην έχει συμβεί τίποτα μεταξύ τους, τον συστήνει στον 
Τζονγκ-σού: ειν’ όμορφος, κομψός, πλούσιος, με Πόρσε, αγνώστου επαγγέλματος, μ’ ενδιαφέροντα, καλλιεργημένος, χαλαρός... Δε μοιάζει ερωτευμένος με την Χαε-μί αλλά έχει κάνει σχέση μαζί της. Ένα «άτυπο» τρίο δημιουργείται. Το ζευγάρι πηγαίνει να δει τον Τζονγκ-σού στην Πατζού, τη γενέτειρά του, μια πόλη κοντά στη νοτιοκορεάτικη πρωτεύουσα και, σχεδόν, πάνω στον 38ο παράλληλο -τα σύνορα με την Βόρεια Κορέα-, όπου έχει εγκατασταθεί στο πατρικό του, για να φροντίζει το αγρόκτημά τους, επειδή ο πατέρας του έμπλεξε σ’ έναν καυγά κι είναι στη φυλακή -η μάνα του τους έχει εγκαταλείψει από χρόνια, 

όταν ήταν μικρός. Απ’ το σπίτι βλέπουν τα σύνορα. Η Χαε-μί θυμίζει στον Τζονγκ-σού μια παιδική της ανάμνηση: εκείνη να ’χει πέσει σ’ ένα ξεραμένο πηγάδι κι ο Τζονγκ-σού να τη γλυτώνει. Εκείνος δεν το θυμάται -δεν πιστεύει καν ότι αυτό έχει συμβεί.
Αργότερα εκμυστηρεύεται στον Μπεν ότι ειν’ ερωτευμένος με το κορίτσι. Ο Μπεν, με τη σειρά του, του εκμυστηρεύεται το... χόμπι του: να καίει, κάθε τόσο, εγκαταλειμμένα θερμοκήπια. Η περιοχή του Τζονγκ-σού έχει πολλά, εκεί σκέφτεται να χτυπήσει σύντομα. Μόνο που, στο μεταξύ, η Χαε-μί εξαφανίζεται: το κινητό κλειστό, άδειο το σπίτι της, μια γειτόνισσά της του λέει, όταν πάει 
εκεί και γίνεται κουβέντα, πως αδύνατον να ’χε γάτα γιατί τα ζώα απαγορεύονται στην πολυκατοικία... Κι ο Μπεν, ατάραχος -σε λίγο έχει καινούργια κοπέλα. Δηλώνει ότι αγνοεί τι απέγινε η Χαε-μί. Το θέμα γίνεται εμμονή για τον Τζονγκ-σού. Υποψιάζεται τον Μπεν αλλά κι αρχίζει να ταυτίζεται μαζί του, κυκλοφορεί στα γύρω
θερμοκήπια, φτάνει στο σημείο να ετοιμαστεί να κάψει ένα με τον αναπτήρα του αλλά, την τελευταία στιγμή, δεν το κάνει, τον παρακολουθεί, τον συναντάει, τον βρίσκει να διαβάζει Φόκνερ, πάει στο σπίτι του όπου ο Μπεν τον καλεί, ψάχνει σ’ ένα συρτάρι 
του κι, ανάμεσα σε διάφορα γυναικεία κοσμήματα, βρίσκει το ρολόι που ’χε χαρίσει ο ίδιος στην Χαε-μί, στο σπίτι κυκλοφορεί μια γάτα που όταν τη φωνάζει με τ’ όνομα της γάτας της Χαε-μί τον πλησιάζει, έρχεται σ’ επαφή με την οικογένειά της κοπέλας που δεν έχει επικοινωνήσει μαζί τους κι όπου του λένε πως η ιστορία με το πηγάδι δεν έχει συμβεί ποτέ γιατί θα το ξέρανε, ενώ, αντίθετα, η μητέρα του, που ’χει να τη δει αφότου τους εγκατέλειψε και που εμφανίζεται απ’ το πουθενά, στη συνάντησή τους, επιβεβαιώνει την ιστορία... Το μυστήριο δε θα λυθεί ποτέ. Η Χαε-μί δε θα
βρεθεί  ποτέ. Στο φινάλε της ταινίας, ο Τζονγκ-σού, στους αγρούς, θα σκοτώσει με μαχαίρι τον Μπεν, θα παραδώσει στις φλόγες το σώμα του και το αυτοκίνητό του, θα πετάξει στη φωτιά και τα ματωμένα ρούχα του και θα τρέχει γυμνός στους αγρούς... Ολ’ αυτά συμβαίνουν; Μια μυστηριώδης αίσθηση διατρέχει την ταινία του Νοτιοκορεάτη Λι Τσανγκ-ντόνγκ «Το παιχνίδι με τη φωτιά» («버닝» («Beoning»)/«Burning», 2018). Στοιχεία της που μοιάζουν περιττά δένονται μεταξύ τους με περίεργα νήματα, ανατρέπονται, συσχετίζονται, αντιφάσκουν, μένουν αιωρούμενα, ποτέ δεν ξεκαθαρίζονται... Ακριβώς όπως συμβαίνει στη λογοτεχνία του 
Ιάπωνα Χάρουκι Μουράκαμι. Στο διήγημα του Μουράκαμι, άλλωστε, «Φλεγόμενος αχυρώνας» (1983) -ομότιτλο με διήγημα (1939) του Γουίλιαμ Φόκνερ, απ’ το οποίο κι αντλεί- που ’χει περιληφθεί στη συλλογή διηγημάτων του «Ο ελέφαντας εξαφανίζεται» (πρώτη έκδοση στα αγγλικά 1993, στα ιαπωνικά, όπως κι είχαν πρωτοδημοσιευτεί όλα, 2005) η οποία κυκλοφορεί μεταφρασμένη και στα ελληνικά απ’ τις Εκδόσεις «Κοάν», βασίζεται η ταινία αλλά δεν της λείπουν 
και τα δάνεια απευθείας απ’ το διήγημα του Φόκνερ -δεν είναι τυχαίες οι αναφορές στον αμερικανό νομπελίστα. Πρόκειται, τελικά, για θρίλερ; Κατά κάποιο τρόπο, ναι. Αλλά η προσωπική μου ερμηνεία είναι πως όλα συμβαίνουν στη φαντασία του Τζονγκ-Σού και δεν είναι παρά το μυθιστόρημα που ακατάστατα ακόμα, σπασμωδικά ακόμα, σχηματίζεται, σιγά-σιγά, στο μυαλό του. Δεν πιστεύω ότι αυτή η αναφορά, απ’ την αρχή της ταινίας, στο μυθιστόρημα που θέλει να γράψει είναι απλώς ένα συμπληρωματικό στοιχείο στο σενάριο ούτε οι πυκνές 

λογοτεχνικές αναφορές. Σενάριο το οποίο, εξαιρετικά προσεκτικά γραμμένο -το συνυπογράφουν η Ο Τζανγκ-μί κι ο δυτικότροπος σκηνοθέτης-, χωρίς να λείπουν οι πολιτικές νύξεις, κρατάει τις λεπτές ισορροπίες πάνω στις οποίες μ’ άνεση κεντάει ο σκηνοθέτης, προκαλώντας συνειρμούς με το «Ζιλ και Τζιμ», τον «Ταλαντούχο κύριο Ρίπλεϊ» ή τον «Μεγάλο Γκάτσμπι» αλλά σε εντελώς προσωπικό ύφος. Η ταινία ευτυχεί και στη διανομή, ειδικά στο πρωταγωνιστικό τρίο: ιδεώδης, χαμένος στον κόσμο του, Τζονγκ-σού ο Γιου Α-ιν, 

αυθεντική Χαε-μί η πανέμορφη Γιουν Γιονγκ-σεό, στην πρώτη της εμφάνιση στον κινηματογράφο, με καλύτερο απ’ τους τρεις, κατά 


τη γνώμη μου, τον Στίβεν Γιαν -ηθοποιός που λάμπει-, αινιγματικό γοητευτικό κοσμοπολίτη Μπεν. Μια πολύ ενδιαφέρουσα, μια εξαιρετική ταινία.

Κινηματογράφος «Ιντεάλ», 17 Ιανουαρίου 2019.