October 26, 2018

Στο Φτερό / Μετα-«Σώσε» ή Ο σώζων εαυτόν…


«Το σώσε» του Μάικλ Φρέιν / Σκηνοθεσία: Έκτορας Λυγίζος 


Ένας θίασος της συμφοράς. Μ’ επικεφαλής -η οποία, ειν’ αυτή, κυρίως, που βάζει και το χρήμα για την παραγωγή- μια μεσήλικη τηλεοπτική σταρ. Συμβαίνουν και στο Ηνωμένο Βασίλειο αυτά... Θίασος προς περιοδεία. Δέκα εβδομάδων. Ανά την αγγλική επαρχία. Με μια «πικάντικη» φάρσα -«Όπως τους γέννησε η μάνα τους», ο τίτλος της. Τίποτα, όμως, δε θα πάει καλά στην περιοδεία αυτή. Απ’ την αρχή -πριν ακόμα ξεκινήσουν. Κι η καλή μέρα απ’ το πρωί φαίνεται. Η αυθεντική φάρσα του Βρετανού Μάικλ Φρέιν 
«Το σώσε» (1982) -για την οποία ο συγγραφέας χρησιμοποίησε, ως βάση, το προγενέστερο μονόπρακτό του «Έξοδοι» (1977) που το αναμόρφωσε και το επέκτεινε-, διαιρεμένη σε τρεις συμμετρικές πράξεις, είναι ένα μοναδικής δεξιοτεχνίας έργο θεάτρου εν θεάτρω. Η κάθε πράξη διαδραματίζεται σε διαφορετική πιάτσα της περιοδείας και σε κάθε πράξη παίζεται -ή γίνεται προσπάθεια να παιχτεί...- η πρώτη πράξη του έργου που παρουσιάζει ο θίασος. Στην πρώτη, παραμονή πρεμιέρας, επειδή τίποτα δεν είναι έτοιμο, αντί γενικής γίνεται 
-όσο οι συνθήκες το επιτρέπουν να γίνει...- τεχνική δοκιμή την οποία βλέπουμε απευθείας επί σκηνής. Στη δεύτερη, ένα μήνα μετά, απογευματινή Τετάρτης, βλέπουμε τα παρασκήνια ενώ ακούμε την πρώτη πράξη να παίζεται από πίσω, στη σκηνή. Στην τρίτη βλέπουμε, και πάλι επί σκηνής, την ίδια πρώτη πράξη -όταν η περιοδεία έχει φτάσει σχεδόν στο τέλος της-, διαλυμένη στα εξ ων συνετέθη. Η ζωή των θεατρίνων και το 
θέατρο που μπερδεύονται και γίνονται ένα, γκομενικά του σκηνοθέτη και των ηθοποιών, εραστές κι ερωμένες, μοιχείες κι ερωτικές απογοητεύσεις, αντιζηλίες, έριδες που φτάνουν σ’ επικίνδυνο σημείο -απειλής με τσεκούρι...-, κακοτεχνίες αλλά και κακοτυχίες, έλλειψη προετοιμασίας, προχειρότητες, λάθη -ένα περιφερόμενο και, 
συνήθως, αγνοούμενο πιάτο με σαρδέλες, μπουκέτα που πάνε σε χέρια διαφορετικά απ’ αυτά για τα οποία προορίζονταν-, πόρτες 
που ανοίγουν -ενώ, κάποιες φορές δεν πρέπει ν’ ανοίξουν...- και κλείνουν, φακοί επαφής που πέφτουν απ’ το μάτι κι αναζητούνται επί σκηνής εγωισμοί, ναρκισσισμοί, αλκοολισμοί, βαρήκοοι, χαζές στάρλετ, αποκάλυψη ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης... -το καθένα κι όλα μαζί συντείνουν στην προοδευτική αποσύνθεση της 
παράστασης, αποσύνθεση η οποία στην τρίτη πράξη ολοκληρώνεται και... ο σώζων εαυτόν σωθήτω. Μια φάρσα ευφάνταστη, υψίστης ακρίβειας -μετρημένη με το υποδεκάμετρο-, εύφορη, απολαυστική, ξεκαρδιστική, σπαρταριστή, στην καλύτερη παράδοση των κλασικών της κωμωδίας παρεξηγήσεων -ο Φεντό θα τη ζήλευε. Ο Φρέιν αδίστακτα, ακομπλεξάριστα έχει χρησιμοποιήσει όλα τα ευρήματα και τα τρικ της κλασικής φάρσας 
αλλά καλοζυγιασμένα, δένοντάς τα με τον καλύτερο τρόπο. Ο σκηνοθέτης Έκτορας Λυγίζος αντιμετώπισε τη φάρσα του Φρέιν ως «μετα-φάρσα». Δεν ξέρω τι ακριβώς εννοεί, δεν ξέρω τι ακριβώς σημαίνουν αυτά τα «μετα-...» που τόσο συνηθίζονται τελευταία. Το στιλιζάρισμα που επέλεξε όχι απλώς αντίκειται, τελείως, στην άποψή μου για το πώς πρέπει ν’ ανεβαίνει η φάρσα αλλά πιστεύω πως είναι λάθος. Εγώ πιστεύω πως η κωμωδία -και 
ειδικά η φάρσα- αποδίδει το ζητούμενο εφόσον τηρηθούν οι οικείες θερμοκρασίες της. Εφόσον, δηλαδή, οι καταστάσεις της αντιμετωπιστούν ως απολύτως φυσιολογικές, οπότε το παράλογο ξεπηδάει αβίαστα και κινητοποιεί, ωθεί το γέλιο -αυτό δεν είναι το ζητούμενο; Επιπλέον ο σκηνοθέτης δε διαχωρίζει σαφώς τις τρεις 
πράξεις οι οποίες, καθώς παίζονται, απλώς, ως σκηνές, μετατρέπονται σε τρεις βαρετές παραλλαγές στο ίδιο θέμα, με πιο βαρετή τη δεύτερη καθώς έχει αφήσει τους διαλόγους του παιζόμενου -στη σκηνή που δεν είναι, πια, ορατή στο κοινό- έργου της περιοδείας έκθετους, να μην ακούγονται στην πλατεία. Ενώ έχει «μεταφράσει» τους γρήγορους ρυθμούς σε άρρυθμα φρενιτιώδη τρεχαλητά και ποδοβολητά κι ανεβοκατεβάσματα στις σκάλες. Παράλληλα, όπως ήταν φυσικό, οδήγησε και τους συνεργάτες του στη γραμμή αυτή: το, δίκην εκκλησιαστικού οργάνου, όχι απολύτως λειτουργικό σκηνικό που υπογράφει η Κλειώ Μπομπότη, ενδιαφέρον εικαστικά καθώς κλείνει το μάτι σε πρωτοπορίες του Μεσοπολέμου, και που εμένα στα γρανάζια του σκηνικού των «Μοντέρνων καιρών» του Τσάπλιν με παρέπεμψε, φωτισμένο απ’ τον Δημήτρη Κασιμάτη, τα φλούο κοστούμια της Άλκηστης Μάμαλη

καθώς κι ο σχεδιασμός του μακιγιάζ και των χτενισμάτων απ’ την Ιωάννα Λυγίζου, συντείνουν στο παραξένισμα, ένα παραξένισμα καταστροφικό, κατά τη γνώμη μου, για τη φάρσα. Το αποτέλεσμα, μια εξεζητημένη, εγκεφαλική, παγωμένη, μηχανική παράσταση-μουντζούρα, χωρίς χυμούς, αφυδατωμένη, που, προσωπικά, άγχος μου προκάλεσε με την επί σκηνής φρενίτιδα παρά γέλιο. Πόσο λάθος, να επιδεικνύεις τα γρανάζια του φαρσικού μηχανισμού, όταν αυτά θα πρεπε να κινούνται 

χωρίς να φαίνονται... Ο Έκτορας Λυγίζος ανέλαβε, εκτός της σκηνοθεσίας, πολλά καθήκοντα. Μετάφρασε το έργο -άκουσα κάποια φάλτσα τύπου «στις μία» και «οι πόρτες ξεχαρβάλωσαν»- και το διασκεύασε. Δεν ξέρω πόσο προχώρησε τη διασκευή του αλλά το φινάλε μου φάνηκε κολοβό. Επιπλέον παίζει τον Λόιντ, το σκηνοθέτη του «Όπως τους γέννησε η μάνα τους» -και είναι ο πιο αδύναμος της διανομής. Η οποία διαθέτει ηθοποιούς, κατά το πλείστον, εξαιρετικούς: Άννα Μάσχα, Έμιλυ Κολιανδρή, Σοφία Κόκκαλη, Άρης Μπαλλής, Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, Γιάννης Κλίνης, Μιχάλης Κίμωνας, Αρετή Σεϊνταρίδου. Κανέναν τους, όμως, δεν κατάφερα να ξεχωρίσω. Περισσότερο οίκτο και συμπόνια ένοιωσα να τους βλέπω, σα ρομποτάκια, να τρεχοκοπούν εις μάτην. Βεβαίως, όλα όσα γράφω μπορούν να ανατραπούν άρδην -το παραδέχομαι. Το βασικό επιχείρημα, όπως μου το εξέθεσε φίλος, είναι: «Μα στην Γερμανία έτσι πια ανεβάζουν όλες τις φάρσες» (Φωτογραφίες: Ανδρέας Σιμόπουλος).
(Το -δωρεάν- πρόγραμμα της παράστασης λιτό, με τα απολύτως απαραίτητα).

«Στέγη» του Ιδρύματος Ωνάση / Κεντρική Σκηνή, 19 Οκτωβρίου 2018.

No comments:

Post a Comment