May 30, 2013

Κολασμένα πάθη



Το Τέταρτο Κουδούνι / 23 Μαΐου 2013

Κρατικά Θέατρα:
το δεκαήμερο προσφορών 16 – 25 Μαΐου παρετάθη.




Τι πάθος σφοδρό, τι πάθος φλογερό, τι πάθος κολασμένο κι αυτό. Αυτό που ενέπνευσε στους ηθοποιούς _ σε ηθοποιούς, τέλος πάντων _, του ΚουΘουΒουΕ ο Σωτήρης ο Χατζάκης ως καλλιτεχνικός του διευθυντής… Και μέσα στον ανεμοστρόβιλο του πάθους αυτού, μόλις έμαθαν πως τον χάνουν, πλάνταξαν που δε θα παίξουν στο «Κοροϊδάκι της πριγκιπέσσας» και νάτο πάλι το πανό το κρεμασμένο στην πρόσοψη της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών: «Σωτήρη Χατζάκη ευχαριστούμε για όσα έκανες Ηθοποιοί ΚΘΒΕ» _ πάλι καλά να λέμε που δεν ανέγραψαν και «Σωτήρη μας au revoir».
Διότι οι ηθοποιοί του ΚουΘουΒουΕ _ κάποιοι ηθοποιοί, τέλος πάντων _ είναι πολύ εξωστρεφείς. Τους αρέσει να το εξωτερικεύουν το συναίσθημα _ να το κάνουν πανό. Και να το κρεμούν στη μούρη των Θεσσαλονικέων. Χωρίς καθόλου να φοβούνται το γελοίον του πράγματος _ εντελώς αδιαφορώντας, όπως στα μεγάλα πάθη: «Τρικούκη φύγε-τώρα (σ.σ. ναι, με παύλα). Ηθοποιοί ΚΘΒΕ» _ με μαύρα γράμματα _, πρώτα, «Σωτήρη Χατζάκη ευχαριστούμε για όσα έκανες Ηθοποιοί ΚΘΒΕ» _ με γράμματα κόκκινα, του πάθους του ακόρεστου, του φλογερού _ κατόπιν, δεν ξέρω αύριο αν θα απλώσουν σαν την μπουγάδα κανένα καινούργιο _ με πράσινα γράμματα _ «Γιάννη πρόσεξε-καλά» (σ.σ. με παύλα) για τον άρτι χρισθέντα καινούργιο καλλιτεχνικό τους διευθυντή Γιάννη Βούρο (ωχ, τι τον περιμένει, ούτε ψύλλος στον κόρφο του…). Διότι σου λένε οι ηθοποιοί του ΚουΘουΒουΕ _ ή κάποιοι ηθοποιοί, τέλος πάντων _, «αυτού του είδους η αλληλογραφία πολύ με αρέσει».
Βέβαια με δελτίο Τύπου η Αντιπροσωπευτική Επιτροπή Ηθοποιών ΚΘΒΕ τους ψιλοάδειασε, ότι αυτοί του _ τελευταίου _ πανό δεν την αντιπροσωπεύουν _ προφανώς το προτελευταίο πανό, περί Τρικούκη, τους αντιπροσώπευε. Ύστερα, μάλιστα, από λίγο, η ίδια (;) Αντιπροσωπευτική έστειλε άλλο δελτίο του ιδίου πνεύματος, πιο hardcore όμως.
OMG! Που σημαίνει, Ω, Θεέ μου! Ποιος κυβερνά αυτό το ΚουΘουΒουΕ; Η Βουλή των Αντιπροσώπων; Σαν πολλά να είπα, όμως, και μη δω κρεμασμένο και κανένα πανό «Σαρηγιάννη βγάλε-τώρα (σ.σ. με παύλα) τον σκασμό».


Πάντως πάθη εξίσου σφοδρά ενέπνευσε κι ο Γιάννης ο Χουβαρδάς στο Εθνικό, ως απεδείχθη. Στο προς τιμήν του πάρτι που οργανώθηκε στην αυλή του Κτιρίου κι όπου εκλήθησαν όλοι όσοι συνεργάστηκαν με το Εθνικό στην _ ομολογουμένως λαμπρή _ εξαετία Χουβαρδά _ ε, εντάξει παρέστησαν και κάποιοι από σπόντα, που πέρναγαν, είδαν φως και μπήκαν… _ δεν ήταν μόνον οι κονκάρδες με τα αρχικά του που μοιράζονταν, είχαμε _ είχανε, δηλαδή _, από δυο τουλάχιστον ηθοποιούς, και extreme εμφανίσεις _ αλλά με χιούμορ επισημαίνει παρούσα φίλη μου: ο Μηνάς Χατζησάββας εμφανίστηκε με μαύρη σημαία ανά χείρας κι ο Κώστας Φαλελάκης με μαύρο περιβραχιόνιο.
Ελλάς, η χώρα των Ονείρων. Αλλά και των Υπερβολών.




Ο Σωτήρης Χατζάκης, πάντως, που ανέλαβε νέος καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού έκανε μια πρώτη κίνηση πολύ σωστή και έξυπνη. Ζήτησε απ’ τον Γιάννη Χουβαρδά και τον Νίκο Καραθάνο, τους σκηνοθέτες των δυο σούπερ φετινών παραστάσεων του Εθνικού «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα» και «Γκόλφω», που έσκισαν καλλιτεχνικά και ταμειακά, την άδεια να τις επαναλάβει. Μια κίνηση που όλοι πιστεύαμε πως θα ’πρεπε να την κάνει _ οι δυο παραστάσεις σαφώς και δεν έχουν εξαντληθεί. Μπράβο του! Τα κρατικά Θέατρα δεν είναι τιμάρια κανενός, μια συνέχεια αποτελούν και πρέπει να αποτελούν. Μήπως ο κ. Χατζάκης έμαθε κάποια πράγματα απ’ την πορεία του στο ΚΘΒΕ; Μακάρι. Θα δείξει. Εδώ είμαστε.



Όσο για το νέο Διοικητικό Συμβούλιο του Εθνικού… Καθώς έλειπαν, τελικά, τα ονόματα που είχαν «διαρρεύσει» πριν απ’ την ανακοίνωση και που είχαν προκαλέσει σφοδρότατες αντιδράσεις, μας φάνηκε αξιοπρεπές. Αν και ας μην υπερβάλλουμε, πολύ περιορισμένη είναι εκ του νόμου η ισχύς του. Θέμα κύρους των ονομάτων του μόνον είναι. Τώρα, αν ο πρόεδρός του Σταύρος Ξαρχάκος βαρεθεί _ που εύκολα βαριέται… _, και μην τον είδατε τον Παναή, ε, εδώ _ και πάλι _ είμαστε.
Α, και μια απορία: πώς και δεν έβαλαν στο Δ.Σ. κι έναν εκπρόσωπο των θεατρικών επιχειρηματιών; Οι οποίοι έχουν αρχίζει επ’ εσχάτοις να παίζουν και στο τερέν των κρατικών Θεάτρων…


 

Θέατρο «Στοά»: 42 χρόνια. Η φετινή του παράσταση, «Με όλο μου το είναι…» _ πρόγραμμα τριών μονολόγων σε σκηνοθεσία Θανάση Παπαγεωργίου. Την είδα λίγο πριν κατεβεί. Η συγκλονιστική Λήδα Πρωτοψάλτη _ αχ, ο τρόπος, πάλι, και μόνο που έπαιζε με τα χέρια της την αμηχανία της μιζεριασμένης αυτής γυναίκας που ενσάρκωνε… _ κι ο λεπτά ειρωνικός Θανάσης Παπαγεωργίου θυμήθηκαν και μας θύμισαν δυο ανθεκτικά κομμάτια για μια φωνή που είχαν ξαναερμηνεύσει: «Μια μητέρα…» (απ’ το σπονδυλωτό «Φυτά εσωτερικού χώρου» των Θάλειας Ασλανίδου και Μαρίας Κονδύλη) κι ο απολαυστικός «Επικήδειος» του Ιάκωβου Καμπανέλλη, αντίστοιχα.
Η έκπληξη ήταν όμως η Εύα Καμινάρη. Μια εξαιρετική ηθοποιός, σύντροφος στη ζωή του Θανάση Παπαγεωργίου, που, απ’ το 1999 στην «Στοά», προσφέρει διακριτικά τις υπηρεσίες της με τον καλύτερο τρόπο, επωμιζόμενη ρόλους μεγάλους και μικρούς που τους κάνει σημαντικούς _όπως τη Νοσοκόμα πλάι στην έξοχη Λήδα Πρωτοψάλτη - Σωτηρία Μπέλλου στο «Σωτηρία με λένε» της Σοφίας Αδαμίδου.
Όμως, εδώ, στο μονόλογο «Η Αντριάνα», που ’γραψε ο ίδιος ο Θανάσης Παπαγεωργίου, ήταν που ’δειξε όλες τις δυνατότητές της και που εκτοξεύτηκε. Σ’ ένα πάρα πολύ καλά γραμμένο, με περισσή θεατρικότητα, έξοχο κείμενο _ σειρά τηλεφωνημάτων μιας ταλαιπωρημένης νέας γυναίκας της διπλανής πόρτας με άξονα την ερωτική ζωή της αδελφής της _ η Εύα Καμινάρη ψιλοκέντησε. Συντριμμένη απ’ τη ζωή, σιδερώνοντας σ’ όλη τη διάρκειά του μονόλογου πετσέτες _ δυνατό εύρημα _, με το τηλέφωνο κολλημένο στο αυτί, δεν έδωσε μόνο απίστευτες αποχρώσεις, δεν επέδειξε μόνο μια τεχνική εκπληκτική, με την Αντριάνα της δεν έπεισε μόνο αλλά κατάφερε να μας κάνει ν’ ακούμε και τις φωνές που ήταν στην άλλη άκρη του τηλεφωνικής γραμμής, με τις οποίες μιλούσε και που δεν ακούγονταν. Ένα μάθημα! Αυτός ο μονόλογος πρέπει να ξαναπαιχτεί και να τον δουν πολλοί.
Και μια παρατήρηση. Διάβασα στο πρόγραμμα το σημείωμα του Θανάση Παπαγεωργίου. Έχει, βασικά, δίκιο σ’ όσα γράφει για τον τρόπο που αντιμετωπίζεται το θέατρο ουσίας στην Ελλάδα του σήμερα. Από κρατούντες και Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Αλλά ας θυμηθεί και τις εξαιρέσεις. Όσους _ και δεν ήταν λίγοι… _ τον στήριξαν για πάαααρα πολλά χρόνια. Με πολλούς τρόπους. Έστω κι αν είχαν το θάρρος να μην καταντήσουν θλιβερά επαναλαμβανόμενα θυμιατήρια αλλά να εκφράζουν, αν και όποτε είχαν, και την αρνητική τους γνώμη. Την ίδια γραμμή διαπίστωσα και στο βιβλίο του «Γ΄ στάση Ζωγράφου – 40 χρόνια Θέατρο Στοά», όταν το διάβασα. Τόσο παράπονο, τόση ειρωνεία και τόση χολή χωρίς ούτε ένα δράμι αυτοκριτικής, ε, καταντάει μιζέρια.




Με την ευκαιρία. Μετά το μάθημα αυτό υποκριτικής πάνω στη βιωματική εκφορά του σύγχρονου ελληνικού λόγου _ ή, εν πάση περιπτώσει, του λόγου της γενιάς αυτής των ελλήνων συγγραφέων του ’70 και του ’80 _ που μόνον η «Στοά» καταφέρνει να δίνει κι αφού παρακολούθησα και τους «Θεατές» του Μάριου Ποντίκα στην Νέα Σκηνή του Εθνικού σε σκηνοθεσία της Κατερίνας Ευαγγελάτου, λιγάκι μελαγχόλησα. Είδα _ κι άκουσα _ εκεί τέσσερις καλούς έως εξαιρετικούς _ όπως η Στεφανία Γουλιώτη _ νέους ηθοποιούς μας να παίζουν, να μιμούνται, να καμώνονται τη γλώσσα αυτή _ αλλά να μην τη «μιλούν», να μην την έχουν κατακτήσει. Και για μια ακόμα φορά συνειδητοποίησα πως οι νεότερες γενιές των ηθοποιών μας το λόγο αυτό δεν μπορούν να τον βιώσουν σκηνικά.
Δεν ξέρω τι φταίει. Είναι που η γενιά του Παπαγεωργίου και της Πρωτοψάλτη βρισκόταν πιο κοντά στο λόγο αυτό _ τον άκουγαν γύρω τους; Είναι που πρόκειται για λόγο που οι ίδιοι μιλούσαν άρα τον κατείχαν; Είναι που τον καλλιέργησαν; Είναι που οι νεότερες γενιές δε διδάσκονται το λόγο αυτό στις δραματικές σχολές; Κρίμα, πάντως…

May 26, 2013

Ο Ποιητής που παράχωσαν στο φαράγγι




Τη διάβασα με επτά χρόνια καθυστέρηση απ’ την ελληνική της έκδοση. Τη βιογραφία του δεύτερου μετά τον Τσέχοφ πιο αγαπημένου μου του θεάτρου, του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα «Λόρκα. Η μπαλάντα μιας ζωής» («Lorca: A Dream of Life», 1999) της Αμερικανίδας Λέσλι Στέιντον. Ήξερα την παλαιότερη της Μαρσέλ Οκλέρ, του «Κέδρου», είχα διαβάσει την εξαιρετική, πιο πρόσφατη, του Ίαν Γκίμπσον, απ’ την «Μικρή Άρκτο», αλλά μόλις τώρα κατάφερα να πιάσω στα χέρια μου τον ογκώδη τόμο που είχα στη βιβλιοθήκη.

Η συγγραφέας ιχνηλατεί τη _ σύντομη _ πορεία του Λόρκα στη ζωή (1898 – 1936) και το έργο του γραμμικά ως προς το χρόνο, μέσα από έναν πρόλογο, είκοσι επτά κεφάλαια και έναν επίλογο εξαντλητικά τεκμηριωμένα _ αρχεία, εκ των οποίων πολλά αδημοσιεύτα, αλληλογραφίες, συνεντεύξεις, βιβλιογραφία… Και χαράζει, έχοντας πίσω της μια τρομερή δουλειά, ένα καθαρό πορτρέτο που αποφεύγει την αγιογραφία _ σε κάποιες σελίδες είχα αρχίσει να σκέφτομαι πως η Στέιντον αντιπάθησε τη ματαιοδοξία, την εγωπάθεια και την επιδειξιομανία του Λόρκα… _ αλλά σιγά, σιγά κατασταλάζει στην ουσία: ένας σπουδαίος ποιητής και ποιητής του θεάτρου, ένας άνθρωπος που πάλεψε να βρει την ταυτότητά του κι ένα χέρι που να πιάνει το δικό του, ένας γενναιόδωρος καλλιτέχνης που αγάπησε το λαό του, ένας ταμένος στην ποίηση και το θέατρο που διαπότιζαν την ύπαρξή του. 


Η Στέιντον μοιράζει το κείμενό της με εξαιρετική ισορροπία ανάμεσα στην καθημερινή, οικογενειακή και ερωτική ζωή του Λόρκα _ τα λόγια για την ομοφυλοφιλία και τις ομοερωτικές σχέσεις του, περιστασιακές και σταθερές, έρωτες και σεξουαλικές συνευρέσεις, δεν είναι μασημένα χωρίς ποτέ, πάντως, να γλιστρούν στο κουτσομπολιό_, την ανάλυση των έργων του _ ολοκληρωμένη αλλά ποτέ αναλυτικά δοκιμιακή ώστε να κουράζει τον μη ειδικό αναγνώστη _ και την εξέλιξη της ιστορίας της Ισπανίας στις μέρες του Λόρκα, η οποία ξεκινάει από την επονείδιστη ήττα της χώρας στον Ισπανο - Αμερικανικό Πόλεμο του 1898 και την απώλεια της Κούβας, του Πουέρτο Ρίκο και των Φιλιππινών για να φτάσει στην έκπτωση του βασιλιά Αλφόνσου ΙΓ΄ και των Βουρβόνων, την ανακήρυξη της Β΄ Ισπανικής Δημοκρατίας και στον Εμφύλιο που ανάμεσα στα πρώτα θύματά του ήταν ο Λόρκα.

Τα πρόσωπα της ισπανικής πολιτιστικής αναγέννησης του Μεσοπολέμου από τον Σαλβαδόρ Νταλί, τον Λουίς Μπουνιουέλ και τον Μανουέλ ντε Φάγια μέχρι τον Ραφαέλ Αλμπέρτι, την Μαργαρίτα Σίργου και τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας, η Ρεσιντένσια _ η Φοιτητική Εστία που ήταν ένα κέντρο πνευματικών και καλλιτεχνικών ζυμώσεων _ και η περιοδεύουσα φοιτητική «Μπαράκα» είναι γλαφυρά παρόντα. Και μολονότι το συγκλονιστικό φινάλε είναι εκ των προτέρων γνωστό _ μια εκτέλεση πέντε η ώρα που ξημέρωνε κι ένας λάκκος σ’ ένα φαράγγι όπου τον παράχωσαν χωρίς ποτέ να μάθουμε μέχρι τώρα πού βρίσκονται τα απομεινάρια του Μεγάλου Ποιητή του 20ου αιώνα _, η Στέιντον, «ψυχρά» _ και γι αυτό πιο αποτελεσματικά _ διεμβολίζει τα δύσκολα χρόνια του, τις ανέμελες στιγμές και τους κατοπινούς θριάμβους του Λόρκα με τα ιστορικά «ιντερμέδια» που όσο το βιβλίο προχωρεί προς το προδιαγεγραμμένο τέλος του και η Δημοκρατία αρχίζει να χάνει τον έλεγχο και ο φασισμός να αποθρασύνεται _ τρόμαξα με τις αναλογίες  που βρήκα με το ελληνικό σήμερα … _ πυκνώνουν απειλητικά, σε πνίγουν, ασφυκτιάς, το βιβλίο αποκτά… σασπένς και θέλεις να φωνάξεις: «Φύγε! Όσο είναι καιρός». Δεν έφυγε. Έμεινε στην Γρανάδα του. Kαι η μοίρα που τόσο την πίστευε, ο θάνατος, που η ιδέα του τον διακατείχε εμμονικά και στοίχειωσε το έργο του, ήρθαν και τον βρήκαν.

Ένα βιβλίο που, παρά κάποιες στραβοτιμονιές στη θεατρική ορολογία _ εκείνο το επαναλαμβανόμενο «σενάριο»… και στην απόδοση στα ελληνικά των ονομάτων _ μέσα σε μια, πάντως, ομολογουμένως πολύ καλή μετάφραση και παρά κάποιες αβλεψίες στη διόρθωση, παρά τον όγκο του και τον εξαντλητικό όγκο των παραπομπών, με συνεπήρε. Χωρίς λύτρωση. Ο επίλογος είναι τόσο λακωνικά πικρός…


Λέσλι Στέιντον. Λόρκα. Η μπαλάντα μιας ζωής. Μετάφραση: Γιάννης Καστανάρας, Πάνος Τομαράς. Αθήνα, Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2006. 664 σελίδες.

May 23, 2013

«...του ολίγου και του ακριβούς…»


Το Τέταρτο Κουδούνι / 23 Μαΐου 2013



Habemus Χατζάκην. «Πρέπει να είμαστε του ολίγου και του ακριβούς» που λέει τσιτάροντας _ πάλι …_ Ελύτη κι ο καλλιεργημένος πρωθυπουργός μας. Του πολύ ολίγου, θα συμπλήρωνα…
Παρα-άργησε, βέβαια, να βγει ο λευκός καπνός απ’ την καπνοδόχο του ΑΥΠΑΙΘΠΑ. Ο οποίος και ανέλαβε την πλήρη _ λέει… _ ευθύνη για την τοποθέτηση της… βόμβας. Και όχι _ λέει… _ το τρικομματικό κονγκλάβιο. Παρά τα χαριτωμένα έως γραφικά, άνευ λόγου και αποτελέσματος, βέτο με τα οποία υποτίθεται διάνθισε τη διαδικασία, κατά τη συνήθη πρακτική της, η ΔΗΜΑΡ.
«Το Εθνικό Θέατρο δεν υπόκειται στη διαδοχή των θεσμικών του εκπροσώπων αλλά στον ιστορικό συμβολισμό του και στη διαχρονική του σημασία. Είναι πολιτισμικό και πολιτιστικό όχημα που συμβάλλει αποφασιστικά στην ανάπτυξη της χώρας» λέει στην πρώτη _ κάπως κατσαρή _ δήλωσή του ο νέος καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού κ. Σωτήρης Χατζάκης _ ο οποίος τρέχοντας εγκατέλειψε το ΚουΘουΒουΕ που «ήταν και θα είναι βαθιά μεσ’ στην ψυχή του, ένας σημαντικός τόπος της ζωής του», αφού εξασφάλισε εις εαυτόν για τρίτη συνεχή χρονιά σκηνοθεσία στην Επίδαυρο, με Αριστοφάνη και πάλι. Με το ΚουΘουΒουΕ, βέβαια. Για να δούμε τι ακριβώς εννοεί (Πάντως και με την ιδέα πως μπορεί να δω και στο Εθνικό «Θεατρικό Παντοπωλείο», «Φιλανθρωπικό Οπωροπωλείο», «Κοινωνικό Θεατροπωλείο» _ πώς το λέει αυτό που ’χει κάνει στο ΚουΘουΒουΕ; _ βγάζω φλύκταινες…).





Τώρα αρχίζει η διαδοχολογία για το, εντός ολίγων ημερών που λήγει κι η θητεία του Δ.Σ., εντελώς ακέφαλο, το κακότυχο το ΚουΘουΒουΕ. Για να δούμε τι φρούτο θα προκύψει απ’ την τρικομματική διασταύρωση. Αχ, βαριέεεεεμαι…




Το Φεστιβάλ Επιδαύρου και η κατάρτιση του προγράμματός του ήταν ανέκαθεν η αχίλλειος πτέρνα του Γιώργου Λούκου. Απ’ την αρχή που ανέλαβε την προεδρία του Ελληνικού Φεστιβάλ. Ήθελε να σπάσει τη ρουτίνα του _ να μην μπαίνουν κάθε καλοκαίρι στο θέατρο του Πολυκλείτου οι ίδιοι και οι ίδιοι θίασοι, οι οποίοι, μάλιστα, θεωρούσαν ότι υπάγονται πια σε καθεστώς χρησικτησίας. Ήθελε να απομακρύνει τους θεατρικούς παραγωγούς _ όπως και τους ατζέντηδες _ που είχαν αφεθεί ανεξέλεγκτοι να ρυθμίζουν το πρόγραμμα του Φεστιβάλ με βάση τα συμφέροντά τους και με γνώμονα τις ανάγκες της περιοδείας τους με την παράσταση η οποία θα παιζόταν στην Επίδαυρο. Ήθελε ν’ ανοίξει το Φεστιβάλ σε ξένους θιάσους. Ήθελε να εντάξει στο πρόγραμμά του παραστάσεις εκτός αρχαίου δράματος και μη θεατρικές εκδηλώσεις. Ήθελε να ανανεωθεί το Φεστιβάλ με καινούργιες προτάσεις, πιο τολμηρές, πιο νεανικές, πιο μοντέρνες, πιο προχωρημένες και να πάψουμε να βλέπουμε τα ίδια και τα ίδια αγκυλωμένα. Ήθελε να σφίξει το ξεχειλωμένο πρόγραμμα που ’χε φτάσει ν’ απλώνεται και σε δώδεκα διήμερα… Έτσι δήλωνε τουλάχιστον.
Κατάφερε κάποιους απ’ τους στόχους αυτούς ο Γιώργος Λούκος. Όχι μεθοδικά όμως, περισσότερο τυχαία. Μέσα σε αντιδράσεις από τους «θιγόμενους» που θεωρούσαν εαυτούς αναντικατάστατους _ στα εκ των ουκ άνευ του Φεστιβάλ _ κι απ’ τους ντόπιους που, εκτός ελαχιστοτάτων εξαιρέσεων, μετέφραζαν ένα καλλιτεχνικό φεστιβάλ σε κεφάλια και _ άνευ αποδείξεων και τιμολογίων… _ λογαριασμούς στις ταβέρνες και στα ξενοδοχεία τους και τις συναφείς με τον τουρισμό μικροεπιχειρήσεις τους _ έτσι είχαν μάθει, έτσι, μάλλον, τους είχαν μάθει.
Σύντομα όμως η όποια γραμμή Λούκου στην Επίδαυρο αποδείχτηκε καθόλου ανθεκτική. Κι έσπασε. Ο Γιώργος Λούκος άρχισε να αναδιπλώνεται. Πιέσεις, οι οικονομικές δυσκολίες, η ανάγκη… Η κρίση έδωσε τη χαριστική βολή. Το φεστιβάλ δεν μπορεί πια να χρηματοδοτήσει δικές του παραγωγές στην Επίδαυρο. Οι παραγωγοί επανέκαμψαν ορμητικά _ ακόμα και με «βιτρίνες» για προκάλυμμα. Επέβαλαν τους όρους τους _ ακόμα και στις ημερομηνίες. Και φέτος το Φεστιβάλ έφτασε, χωρίς λόγο, να ξεχειλώσει και πάλι στα εννιά διήμερα.

Αν δεν ήταν η παράσταση του Σίμου Κακάλα κι η «Γκόλφω» - πανηγύρι του Νίκου Καραθάνου θ’ αναρωτιόμουνα, χωρίς να μπορώ να κρύψω την απογοήτευσή μου: σε τι διαφέρει το φετινό Φεστιβάλ Επιδαύρου από ένα Φεστιβάλ της δεκαετίας του ’80 ή της δεκαετίας του ’90; Περιμέναμε και τότε εννιά _ όπως φέτος _, δέκα, έντεκα, δώδεκα… παραστάσεις από ξεπερασμένους απ’ την εποχή τους καλλιτέχνες _ που πάντα υπήρχαν _ ή από κάποιους αξιόλογους, γενικά, ανθρώπους του θεάτρου μας _ που ποτέ δεν έλειψαν _ και είχαμε αποτελέσματα κακά, μέτρια ή _ σπανιότατα _ εξαιρετικά και καμιά, σπάνια, φορά κάποια έκπληξη ανάμεσα. Το ίδιο δεν περιμένουμε και τώρα;



«Blasted /Και εσαρώθησαν»: ο τίτλος του έργου της Σάρα Κέιν που ανέβηκε στο ΚΘΒΕ, όπως αποδίδεται στο ανέβασμα της Ρούλας Πατεράκη _ η μετάφραση του Αντώνη Γαλέου. Σε δυο, λέει, «σκηνοθετικές προσεγγίσεις» με δυο διαφορετικές διανομές: «Joy Σάρα» και «Sad Σάρα». (Βέβαια η «Joy Σάρα» έγινε ωσαύτως sad γιατί ο πρωταγωνιστής της Ανδρέας Αντωνιάδης δυστυχώς έσπασε τη λεκάνη του την ώρα της παράστασης και δε θα παίζεται). Δε ρωτάω λεπτομέρειες, δε ζητάω εξηγήσεις για τα «εσαρώθησαν» και τα «joy» και τα «sad». Αρκούμαι: Ρούλα Πατεράκη, η αδιαμφισβήτητη Βασίλισσα του Εκκεντρικού στο ελληνικό θέατρο. Κανείς, μα κανείς δεν μπορεί να της πάρει το σκήπτρο απ’ τα χέρια. Ούτε ο Μιχαήλ Μαρμαρινός.
Είπα Μαρμαρινός όμως και να μην το ξεχάσω: πολύ τον χάρηκα το σκηνοθέτη στη συνέντευξη Τύπου του Ελληνικού Φεστιβάλ και του Γιώργου Λούκου για το φετινό πρόγραμμα που ευθαρσώς την έπεσε _ και μάλιστα δημόσια, όπως κι ο Γιώργος Βέλτσος _ στον ΑΥΠΑΙΘΠΑ κ. Τζαβάρα. Ε, μα, του χρειαζότανε.




Δεν καταφέρνω να παρακολουθώ τακτικά τις συναυλίες της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών _ την οποία βρήκα αγνώριστη όταν, μετά από καιρό, την άκουσα το περασμένο καλοκαίρι στο Ηρώδειο, στο Φεστιβάλ Αθηνών. Αλλά διαβάζω τα δελτία για τις συναυλίες της κι ευχαριστιέμαι, απολαμβάνω τα ευφάνταστα προγράμματά της _ κύκλοι, θεματικές συναυλίες, ενδιαφέρουσες επιλογές έργων και προσώπων, φρέσκιες ιδέες… Πάει καλά, προοδεύει η ΚΟΑ με τον Βασίλη Χριστόπουλο καλλιτεχνικό διευθυντή _ νέος αλλά και με νεανικά μυαλά.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…



Ο λόγος για τον Λευτέρη Βογιατζή και πάλι _ και θα γίνεται πολύ συχνά λόγος γι Αυτόν στο μέλλον. Ένας έπαινος στην ΕΤ1. Για τη «θεματική βραδιά» που του αφιέρωσε με δυο επαναλήψεις: τη συνέντευξή του στην Εύη Κυριακοπούλου της εκπομπής «Η ζωή είναι αλλού» και την _ πολύ καλή _ μαγνητοσκόπηση απ’ τον Στέλιο Ράλλη του μολιερικού «Μισανθρώπου» του _ 1997. Πρόλαβα να δω ένα μεγάλο μέρος και καθηλώθηκα. Και σκέφτηκα γι’ άλλη μια φορά ΤΙ χάσαμε αλλά και ΠΟΣΟ τυχεροί είμαστε εμείς που ζήσαμε στα χρόνια του Λευτέρη Βογιατζή.
Α, και μια επισήμανση. Απ’ το 90% των βιογραφικών του Λευτέρη Βογιατζή που δημοσιεύτηκαν τις μέρες αυτές, ακόμα και σ’ αφιερώματα εκτεταμένα, λείπει η σκηνοθεσία του στον «Πρίγκιπα του Χόμπουργκ» του Κλάιστ που ’κανε στο «Κοτοπούλη» για το Εθνικό τη σεζόν 2007 – 2008, παράσταση που περιέργως λείπει κι από το _ τόσο ενημερωμένο _ ηλεκτρονικό αρχείο του Εθνικού αλλά κι απ’ το βιογραφικό του στην ηλεκτρονική σελίδα της «νέας Σκηνής» του.



Πώρωση έχω πάθει: «Σε μία ερμηνεία – σταθμός», «Κάνουν στο Παρίσι έναν περίπατο – απολογισμός», «Σε έναν ανασφαλή μονάρχη – παλιάτσος», «Του αστυνομικού – τιμωρός», «Δεν είναι εύκολο να καταθέσει κάποιος μια παράσταση – σταθμός και ύμνος».
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…


May 19, 2013

Φανερώθηκε!

Ένας μονόλογος υψηλής ποιητικής πνοής: «Η Φανερωμένη» της Ρούλας Γεωργακοπούλου, ένα κείμενο ελυτικού κλίματος, με εικόνες δυνατές, ζοφερές _ Αποκάλυψης _ αλλά και με ένα οξύ χιούμορ, ένα κείμενο που φλερτάρει με τον σουρεαλισμό. Ένας σύντομος, σχετικά, μονόλογος ο οποίος ανεπαίσθητα με παρέπεμψε _ και είναι έπαινος αυτό _ στο «Άξιον εστί» του Ελύτη και στον Χάουαρντ Μπάρκερ του «Ύστατου σήμερα». Το κορίτσι αυτό που ανακαλύπτει τα πρώτα σημάδια της γυναικείας του υπόστασης μέσα στην καρδιά της χούντας, όπως περιγράφεται σε τρίτο πρόσωπο ως μια «προβληματική» αδελφή, έχει σάρκα και οστά.
Η Κατερίνα Ευαγγελάκου, η οποία σκηνοθέτησε το μονόλογο ως «αναλόγιο σε περιβάλλον» στο πλαίσιο των «Αναγνώσεων 2013», τον πολύ χρήσιμο και αποτελεσματικό θεσμό που διευθύνει με επιτυχία και με συχνά καρποφόρες εκπλήξεις η Σίσσυ Παπαθανασίου και που είχε υιοθετήσει το Εθνικό Θέατρο του Γιάννη Χουβαρδά, σεβάστηκε και ανέδειξε την ουσία του κειμένου. Η «ομιλούσα κεφαλή» _ το εξαιρετικά επιτυχημένο βίντεο _ που ενέταξε ως δεύτερο πρόσωπο επί σκηνής _ το alter ego της ηρωίδας _ δεν παρέμεινε εύρημα για το εύρημα αλλά αντλήθηκε από το ίδιο το κείμενο. Στο εξαιρετικά επιτυχές αποτέλεσμα συνέβαλαν το σκηνικό περιβάλλον με τα παπούτσια που άπλωσε σαν βήματα που χάνονται στο μέλλον η Ιουλία Βεντίκου, οι φωτισμοί του Γιώργου Αργυροηλιόπουλου και οι μουσικές του Σταύρου Γασπαράτου.
Σε βασικό, όμως, μοχλό του εγχειρήματος αναδείχτηκε η Μαρία Ζορμπά. Εξαίρετη ηθοποιός _ που δεν έχει πάρει ακόμα τους ρόλους που της αξίζουν _ υπερασπίστηκε το δίσημο του προσώπου με εσωτερικότητα, δύναμη και με μια ανεπαίσθητη νοσταλγία για καιρούς χαμένους.

Εθνικό Θέατρο/ Αίθουσα Εκδηλώσεων Κτιρίου Τσίλερ, 18 Μαΐου 2013.


May 17, 2013

Στην Κίνα βρίσκεται…



Η ΔΗΜΑΡ έβαλε βέτο, μού σφύριξαν, για το θέμα του νέου καλλιτεχνικού διευθυντή και του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού, που όλα έδειχναν, παρά τις διαψεύσεις του ΑΥΠΑΙΘΠΑ κ Τζαβάρα, πως έχουν αποφασιστεί. Και τώρα αναμένεται η επιστροφή του πρωθυπουργού κ. Αντώνη Σαμαρά απ’ την Κίνα για να καταλήξουν _ τι αηδιαστικό «πολιτικό πόκερ», όπως το χαρακτηρίζει η Ιλειάνα Δημάδη, στο «Αθηνόραμα», με τον πολιτισμό στο πράσινο τραπέζι... Άρα, πολύ σωστά η ευφυής φίλη μου το είπε και το συμπληρώνω: Από χτες ο φερόμενος ως βασικός υποψήφιος κ. Σωτήρης Χατζάκης δεν τραγουδάει πια Ξαρχάκο _ ο φερόμενος ως πρόεδρος του Δ.Σ. _, Μικρούτσικο τραγουδάει. Θάνο Μικρούτσικο. Σε στίχους Ναζίμ Χικμέτ, μεταφρασμένους απ’ τον Γιάννη Ρίτσο: «Αν η μισή μου καρδιά βρίσκεται, γιατρέ, εδώ πέρα, η άλλη μισή στην Κίνα βρίσκεται...». 

May 16, 2013

Το «Κοροϊδάκι της πριγκιπέσσας» πάει Εθνικό;



Το Τέταρτο Κουδούνι / 16 Μαΐου 2013

Εεεεε, μα τώρα, λοιπόν, το κατάλαβα! Τώρα! Τώρα, επιτέλους, λύθηκε το μυστήριο! Γιατί «Το κοροϊδάκι της πριγκιπέσσας» του Γιάννη Δαλιανίδη σε σκηνοθεσία Φώτη Μεταξόπουλου που ’χε περιλάβει στο φετινό ρεπερτόριο του ΚουΘουΒουΕ και ανακοινώσει με καμάρι ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Σωτήρης Χατζάκης δεν είδε τα φώτα της σκηνής του πολύπαθου Κρατικού της Θεσσαλονίκης. Ο κ. Χατζάκης, ο οποίος μεταπηδά σύμφωνα μ’ όλες τις ενδείξεις _ ή τις δοκιμαστικές, εν είδει test drive, διαρροές που επιτρέπει ο ΑΥΠΑΙΘΠΑ κ. Τζαβάρας; _ στην καλλιτεχνική διεύθυνση του Εθνικού Θεάτρου, το κρατάει για το Κτίριο Τσίλερ. Προφανώς ως πανηγυρικό εναρκτήριο της νέας θητείας του.
Θριαμβευτικά ανοδική, να επισημάνω, η πορεία του Σωτήρη Χατζάκη στα καλλιτεχνικά μας πράγματα… Απ’ τη δεκαετία του ’70 και το άκρως αριστερό «Θέατρο Καισαριανής» έως το πρώτο-τραπέζι-πίστα και τα φιλιά στην προεκλογική συγκέντρωση καλλιτεχνών του άκρως δεξιού κ. Σαμαρά _ ο οποίος, λέει, την έχει πάρει πάνω του, προσωπικά τη διευθυντοποίηση του κ. Χατζάκη στο Εθνικό _ μ’ ενδιάμεσες στάσεις σ’ εφοπλιστικά σαλόνια. Απ’ τ’ αλώνια στα σαλόνια…
Πάντως, βρήκα σπαρταριστά εύστοχο το παρά της καλής συναδέλφου Ματούλας Κουστένη γραφέν και αναφερόμενο στην συγκίνηση του απερχόμενου καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Γιάννη Χουβαρδά στην προχτεσινή συνέντευξη Τύπου που έδωσε: «Αν ήξερε από χθες ο Γιάννης Χουβαρδάς τη διάδοχη κατάσταση δεν θα δάκρυζε απλώς. Θα έκλαιγε με λυγμούς». Αν και θα μπορούσε να υπάρχει κι η εκδοχή «θα σπαρταρούσε απ’ τα γέλια»…



Όσο για τη σύνθεση του νέου Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού, που κυκλοφορεί στο Διαδίκτυο, με Σταύρο Ξαρχάκο, λέει, πρόεδρο και Τάκη Βουγιουκλάκη, Άννα Παναγιωταρέα και Γιώργο Κατσαρό μεταξύ των μελών, θέλω να πιστεύω ότι είναι προϊόν νοσηρής _ αλλά με χιούμορ… _ φαντασίας. Se non è vero è ben trovato… Αν, όμως, είναι vero, ε, τότε, μου λείπει ο Ρόμπερτ Ουίλιαμς απ’ τη σύνθεση. Εκτός κι αν τον προορίζουν για το Δ.Σ. του ΚουΘουΒουΕ… Διότι, εκεί, ποιον θα στείλουν τώρα; Τους Άγαμοι Θύται; Να γελάσει λιγάκι και τ’ αχείλι των εντοπίων εν εξεγέρσει ηθοποιών οι οποίοι ματαιώνουν (!) συνεδριάσεις του Δ.Σ. που δε γουστάρουν και με καμάρι αναρτούν βίντεο δια του λόγου το αληθές…
Εφόσον, πάντως, ισχύσουν τα ανωτέρω, ε, Η χαρά της επιθεώρησης! (Πού είναι όμως κι αυτή;).




Α, και το ανέκδοτο της ημέρας: ο ΑΥΠΑΙΘΠΑ κ. Τζαβάρας στη χτεσινή συνέντευξη Τύπου του Ελληνικού Φεστιβάλ ερωτηθείς γιατί καθυστερεί ν’ ανακοινώσει τα’ όνομα του νέου διευθυντή του Εθνικού ΤΙ, λέτε, πως απάντησε; «Σεβόμενος τον θεσμό του καλλιτεχνικού διευθυντή θεώρησα πως δεν θα ήταν σωστό εκ μέρους μου να ανακοινώσω νέο όνομα τη στιγμή που μόλις χθες ο Γιάννης Χουβαρδάς κατέθετε τον απολογισμό του». Χαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχα… Καλόοοοοοοο!



Επί προσωπικού. Αγαπητέ κ. ΑΥΠΑΙΘΠΑ, συμπαθέστατε μου κ. Τζαβάρα. Σας ευχαριστώ θερμά για όλο αυτό το υλικό που προσφέρετε αφειδώς στη στήλη. Χωρίς ποτέ, μα ποτέ να σας το ζητήσω σα ρουσφέτι. Σας είμαι υπόχρεος).




Αποστομωτική. Η συνέντευξη – απολογισμός της εξαετούς θητείας του στο Εθνικό του Γιάννη Χουβαρδά. Με τρόπο εξαντλητικό, με τη μεθοδικότητα και την ευφυΐα που τον διακρίνει ο Γιάννης Χουβαρδάς έδωσε κάθε λεπτομέρεια, κάθε στατιστικό στοιχείο για την καλλιτεχνική, διοικητική και οικονομική διαχείριση του Θεάτρου το οποίο έλαμψε και παρήγαγε ουσιαστικό καλλιτεχνικό έργο αυτή την εξαετία με κορωνίδα τη φετινή σεζόν.
Όσο για το βασικό εναντίον του επιχείρημα, το οικοδόμημα «κατασπατάληση δημοσίου χρήματος σ’ εποχή κρίσης και Μνημονίων για να μετακληθεί ο Μπομπ Γουίλσον και να σκηνοθετήσει την ‘Οδύσσεια’ με αμφίβολα καλλιτεχνικά αποτελέσματα», κατέρρευσε. Σούμπιτο. Ερείπια. Ελαφρά το ’σπρωξε ο Χουβαρδάς μ’ ένα μικρό, μικρό χαρτί που το ’τριψε στη μούρη των επιπόλαια εκτεθέντων και… συντρίμμια. Το χαρτί έγραφε: κέρδος (απ’ την παράσταση) για το Εθνικό 121.332 ευρώ. Όσο για το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα ο καθένας, βέβαια, είναι ελεύθερος να το κρίνει.
Και βέβαια στη διάρκεια της θητείας αυτής έγιναν και λάθη και παραλείψεις και αδικίες _ κι ο ίδιος το παραδέχτηκε _ που όσοι δεν επιθυμούσαμε το ρόλο των εξαπτέρυγων επισημάναμε με τον κίνδυνο να γίνουμε αντιπαθείς _ όλοι, μα όλοι μόνο τα καλά λόγια θέλουν.... Αλλά η γενική αίσθηση απ’ τη συγκεκριμένη εξαετία είναι αυτή που, όταν ο Γιάννης Χουβαρδάς ανέλαβε, στοιχημάτιζα ότι θα ’χουμε στο τέλος της θητείας του: πως ήταν μια απ’ τις πιο ευτυχείς για το Εθνικό Θέατρο περιόδους. Καλή συνέχεια! Κι ας χύνουν το δηλητήριό τους διάφοροι αδικημένοι ή «αδικημένοι».




Είχε, προφανώς, επιτυχία το «La Nonna» του Αργεντίνου Ρομπέρτο Κόσα που ανέβασε ο Δημήτρης Πιατάς στον «Ακάδημο», κρατώντας τον ιδιαίτερο ρόλο της αδηφάγου Γιαγιάς, τη χειμωνιάτικη σεζόν που έληξε. Εξ ου κι η επανάληψη η οποία σχεδιάζεται _ άντε, να το δω κι εγώ που δεν πρόλαβα _ για τον επόμενο χειμώνα. Με δυο αλλαγές, μαθαίνω, στη διανομή: ο Νίκος Ορφανός θα παίξει το ρόλο του Τσίτσο που ’χε ο Κλέων Γρηγοριάδης κι ο Θόδωρος Κατσαφάδος το ρόλο του Καρμέλο που ’παιζε ο Πάνος Σκουρολιάκος.



Δεν είναι μόνο καλύτερο απ’ όσο περίμενα _ απ’ όσο φοβόμουνα, θα ’ταν το σωστότερο…. _ το βιαστικά σκαρωμένο, λόγω των κυβερνητικών κωλυσιεργιών, της χρονοτριβής και των παρελκύσεων στην ανανέωση της θητείας του Γιώργου Λούκου ως προέδρου του Ελληνικού Φεστιβάλ, πρόγραμμα των φετινών Φεστιβάλ Επιδαύρου και Αθηνών, που μόλις ανακοινώθηκε. Είναι καλό. Απ’ όλα έχει και πάλι.
Και στέκομαι μόνο σε δυο σημεία: Στο ότι είναι _ ενεργά _ αφιερωμένο στη μνήμη του Λευτέρη Βογιατζή. Και στο ότι το Ελληνικό Φεστιβάλ ενέταξε _ αυτό κι αν ήταν έκπληξη! _ στο πρόγραμμα της Επιδαύρου για τις 17 Αυγούστου, στο τριήμερο του Δεκαπενταύγουστου δηλαδή, σαν παράσταση γιορτινή, την «Γκόλφω» του Περεσιάδη, την υπέροχη παράσταση του Νίκου Καραθάνου και του Εθνικού, που θριάμβευσε κι όλοι παραπονιόμασταν γιατί δε συνεχίστηκε και μετά το Πάσχα. Δεν περιμένω απλώς πώς και πώς _ ήδη με συγκίνηση… _ τη βραδιά αυτή για να ξαναδώ την παράσταση. Περιμένω κάτι περισσότερο: ένα λαϊκό πανηγύρι _ το λαϊκό πανηγύρι που της αξίζει. Το οποίο να ξεκινάει απ’ το πάρκινγκ και να φτάνει μέχρι την είσοδο του θεάτρου. Η φτώχια θέλει καλοπέραση! (Για κοίτα τι τύχη που ’χε αυτό το φτωχούλι το έργο των μπουλουκιών! Να φτάσει μέχρι την Επίδαυρο!). 




Σας έγραφα στο «Τέταρτο Κουδούνι» στις 28 Απριλίου για το «Κουαρτέτο» του Ρόλαντ Χάργουντ, που η μεταφορά του στον κινηματογράφο προβάλλεται εδώ τις μέρες αυτές. Πως έχει παρουσιαστεί στην ελληνική σκηνή σε σκηνοθεσία Γιώργου Γραμματικού με τον τίτλο «Κουαρτέτο Ριγκολέτο» τη σεζόν 2010 / 2011 _ στο «Θέατρο της Ημέρας». Και ξέχασα_ ενώ το είχα ο ίδιος γράψει, όταν είχα την είδηση της προηγούμενης παράστασης… _ πως το 2004 / 2005 ανέβηκε στο θέατρο «Πρόβα» σε σκηνοθεσία Σωτήρη Τσόγκα με Τέλη Ζώτο/Σωτήρη Τσόγκα, Μαίρη Ραζή, Μπεάτα Ασημακοπούλου και Πάνο Νικολαΐδη, με τον τίτλο, εκείνη την πρώτη φορά, «Κουαρτέτο πίσω από την αυλαία», η μετάφραση μάλιστα της Μαρλένας Γεωργιάδου εκδόθηκε απ’ το Θέατρο.





Στην Νίκη Τριανταφυλλίδη, που φώτισε, ως από σκηνής φυσικό φαινόμενο, τα νεανικά μου χρόνια. Ακούω ακόμα την παλλόμενη φωνή της _ να μας μεταφράζει, μεσούσης της χούντας, τους μεσότιτλους στο «Θωρηκτό Πατιόμκιν» του Αϊζενστάιν στην Ταινιοθήκη της οδού Κανάρη. Δεν την ξεχνώ σ’ ένα πολιτικό χιλιανό έργο _ «Η Χιλή θα νικήσει» _, που δεν έχει μείνει σαν επιτυχία, να σπάζει την ιταλική σκηνή με την ακτινοβολία και το πάθος της. Τη θυμάμαι να δονείται σε πολλούς ρόλους. Την _ προσωπική _ συνέχεια θέλω να την ξεχάσω. Ας είναι αναπαυμένη.

May 9, 2013

Η είδηση που διαψεύστηκε…



Το Τέταρτο Κουδούνι / 9 Μαΐου 2013



Στις 4 Απριλίου «Το Τέταρτο Κουδούνι» είχε μια διπλή είδηση. Που, δυστυχώς _ πολύ δυστυχώς… _ αποδείχτηκε ανακριβής και στα δυο σκέλη της. Και διαψεύστηκε με τρόπο τραγικό. Ο Λευτέρης Βογιατζής (οι φωτογραφίες του εξαίρετου Σπύρου Στάβερη) δε θ’ ανεβάσει τελικά τον «Οιδίποδα τύραννο» στο Φεστιβάλ Αθηνών. Και, τελικά, δεν επανέλαβε με ανανεωμένη διανομή το «Θερμοκήπιο» του Πίντερ στο θέατρο «Οδού Κυκλάδων». Ποτέ δεν έχω λυπηθεί τόσο για τη διάψευση μιας είδησης που έγραψα… Αλλά πιο πολύ με πονάει που δε θα ξαναδώ το «Θερμοκήπιο» και δε θα δω τον «Οιδίποδά» του.
Για τον οποίο είχε σκεφτεί _ όπως πάντα το δυσκολότερο να πραγματοποιηθεί… _ να τον κάνει στο παλιό μουσείο της Ακρόπολης, πάνω στο Βράχο. Πώς θα έπειθε το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο, πώς θα σκαρφάλωνε ο κόσμος εκεί πάνω μέσα στη νύχτα, πόσοι φύλακες θα χρειάζονταν ήταν γι’ Αυτόν ψιλά γράμματα. Το ’θελε και δε σκεφτόταν τίποτα άλλο. Και να δείτε που θα το κατάφερνε. Και πιστεύω πως θα μας μάγευε και πάλι.
Ήθελε, επίσης, να κάνει την τραγωδία του Σοφοκλή με νέους ανθρώπους _ περίπου όπως την πρώτη του «Αντιγόνη». Για Οιδίποδα, μάλιστα, προσανατολιζόταν προς τον νεαρό Αργύρη Πανταζάρα, δεν το ’χα γράψει όμως γιατί δεν ήταν οριστικά κατασταλαγμένος. Και σε νέους ανθρώπους έκανε ακροάσεις.
Η επανάληψη του «Θερμοκήπιου» έμεινε ένα σκηνικό στην οδό Κυκλάδων, που πάνω του ακούμπησε το φέρετρο με το σώμα του. Ο «Οιδίπους», ένα δεμένο με σπιράλ φωτοαντίγραφο της μετάφρασης του Νίκου Παναγιωτόπουλου, ακουμπισμένο πάνω στην κενή πολυθρόνα της πλατείας. Όσο περνούσε η ώρα χτες και πλησίαζε τέσσερις που θα τον έπαιρναν απ’ το θέατρο τόσο απελπιζόμουνα: «Ποτέ πια δε θα ξαναδώ εδώ παράσταση του Βογιατζή». Και μετά τον ενταφιασμό στο Πρώτο, πλάι στον τάφο του φίλου του, του Κυριάκου Κρόκου, του αρχιτέκτονα που ’χε δημιουργήσει το θέατρο στην Κυκλάδων, στον καφέ, όταν κυκλοφορούσαν πια οι αναμνήσεις και τα ανέκδοτα κι η Αμαλία Μουτούση, η αγαπημένη του, διηγούνταν πως όταν έπαιζαν το ανεπανάληπτο «Με δύναμη από την Κηφισιά» των Κεχαΐδη – Χαβιαρά κι έκανε την Φωτεινή, το ρόλο _ ή, έστω, έναν απ’ τους ρόλους _ της ζωής της, ο αιωνίως ανικανοποίητος της έλεγε «όταν τελειώσουν οι παραστάσεις θα σου δείξω το βίντεο να δεις τα έκτροπα που διαπράττεις», δεν ήθελα να φύγω με τίποτα. Ένοιωθα πως αν φύγω, πάει, τελείωσε… Οριστικά.
Δεν το ’χω χωνέψει ακόμα. Τουλάχιστον ελπίζω πως με το ιστορικό πια αυτό θέατρο της Κυκλάδων κάτι θα γίνει. Το αρχείο που υπάρχει είναι τεράστιο, θέλω να πιστεύω πως η Ειρήνη Λεβίδη κι οι στενοί φίλοι του Λευτέρη θα βρουν μια λύση που να μην παραπέμπει όμως σε μουσείο και τη συμπαράσταση που τους πρέπει. Και περιμένω πώς και πώς το βιβλίο που ετοιμάζει για τη δουλειά του Λευτέρη Βογιατζή η εκλεκτή θεατρολόγος Δηώ Καγγελάρη, άνθρωπος πολύ κοντινός του, ήδη δοκιμασμένη με την έξοχη έκδοση «Κάρολος Κουν» του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, και που θα βασίζεται τόσο σε συνεντεύξεις της με τον ίδιο, έστω κι αν δεν πρόλαβαν να ολοκληρωθούν, όσο και με συνεργάτες του. Είναι το μόνο που με παρηγορεί.



Και μια που ’γραψα παραπάνω για ανακριβείς ειδήσεις. Ο κάθε δημοσιογράφος μπορεί κι έχει το δικαίωμα να κάνει λάθη και να δημοσιεύσει μια ανακριβή είδηση, ακόμα κι αν παίρνει διαστάσεις τραγικές όπως για ένα θάνατο που επίκειται αλλά δε συνέβη, είτε γιατί έπεσε θύμα κακής πληροφόρησης ή φάρσας είτε γιατί δεν τη διασταύρωσε. Κι έχει συμβεί αρκετές φορές _ πρόχειρα θυμάμαι τις «ειδήσεις» για τους… πρόωρους θανάτους της Έλλης Λαμπέτη, της Ζωζώς Νταλμάς, του Ιάκωβου Καμπανέλλη έως και την «Liberation» να δημοσιεύει ολοσέλιδη νεκρολογία για την υγιέστατη Μόνικα Βίτι… Μ’ όλη την καλή θέληση που διαθέτω το δέχομαι.
Εκείνο που δε δέχομαι με τίποτα είναι η απουσία στη συνέχεια, μετά την γκάφα της δημοσίευσης μιας τέτοιας είδησης _ και μάλιστα στην ηλεκτρονική έκδοση μιας εφημερίδας η οποία θέλει να θεωρείται σοβαρή _, μιας στοιχειώδους αίτησης συγγνώμης απ’ το θύμα της παραπληροφόρησης, απ’ τους οικείους του κι απ’ τους αναγνώστες της. Κι η αποσιώπηση. Αυτό το «αποσύρουμε την ανά
ρτηση κι ούτε γάτα ούτε ζημιά» το σιχαίνομαι.
Βεβαίως, όταν άρχιζα τη δημοσιογραφία,
μου 'χαν επισημάνει μια στοιχειώδη δημοσιογραφική «αρχή»: «Αν κάνεις γκάφα, μην τη διορθώσεις γιατί θα την πάρουν είδηση κι όσοι δεν την είχαν αντιληφθεί». Δεν την τήρησα ποτέ. Απαξίωσα να την τηρήσω.





Για τους Θεσσαλονικείς φίλους: Το «Mistero Buffo» του Ντάριο Φο, του Θωμά Μοσχόπουλου και των Άννας Καλαϊτζίδου, Άννας Μάσχα, Κώστα Μπερικόπουλου, Αργύρη Ξάφη, Θάνου Τοκάκη και Γιώργου Χρυσοστόμου _ aka των «Επτάρχεια» _ έχει έρθει κοντά σας _ στο «Αυλαία» _ και θα παραμείνει για λίγες μέρες. Τη θεωρώ _ κι όχι μόνον εγώ _ μια απ’ τις τέσσερις, πέντε καλύτερες παραστάσεις της φετινής σεζόν. Και σίγουρα την πιο ιλαρή _ απολαυστική είναι! Μην αφήσετε την ευκαιρία να χαθεί. Θα σπαρταρίσετε απ’ τα γέλια ακούγοντας κείμενα τα οποία καθόλου για γέλια δεν είναι από έξι ηθοποιούς «ολόγυμνους», που δεν έχουν τίποτα να κρυφτούν πίσω του εκτός απ’ το κείμενο. Και που είναι κι οι έξι υπέροχοι. Γρήγορα στο «Αυλαία»!






Είπα κι εγώ _ για να μη λένε πως τους μισώ και τους κάνω πόλεμο… _ «να, επιτέλους, μια επιλογή στο ρεπερτόριο του ΚΘΒΕ, που ’χει σχέση με τη γύρω μας πραγματικότητα με την οποία θα πρέπει να ’ναι συνδεδεμένο ένα κρατικό Θέατρο: ‘Το κύμα’ του Ρον Τζόουνς, ένα έργο πάνω στους κινδύνους αναβίωσης του νατσιστικού φαινομένου, θέμα καυτό με τις γύρω μας ‘Χρυσές Αυγές’ ν’ ανθίζουν. Ανεβαίνω στην Θεσσαλονίκη, πάω να δω την παράσταση, τι ασήμαντο, παιδαριώδες κείμενο, τι ένα τίποτα… Απογοήτευση. Δεν έχω δει τη γερμανική ταινία που βασίζεται στο ίδιο βιβλίο αλλά αυτό που είδα μου φάνηκε μια επιδερμική, ανούσια αμερικανιά.
Να πας ν’ αγιάσεις και να μη σ’ αφήνουνε… (Αλήθεια, εκείνο «Το κοροϊδάκι της πριγκιπέσας», εκείνη η ιστορική φετινή δραματολογική επιλογή, τι απέγινε τελικά;).





Θράσος, όμως! Να μην έχεις κάνει, ουσιαστικά, τίποτα, στο θέατρο, ό,τι έχεις κάνει να ’ναι από μέτρια έως κάκιστα καμωμένο, να πουλάς μούρη με ξένες πλάτες, να ’χεις γίνει παράγοντας με ξένες πλάτες, όλοι να ξέρουμε τα πώς και τα γιατί, και να βγαίνεις και να δίνεις _ να σου δίνουν βήμα δηλαδή… _ συνεντεύξεις μ’ ένα, μα μ’ ένα τουπέ, βρίζοντας. Αλλά βρίζοντας όπου σε παίρνει. Και να πουλάς εκτός από μούρη και Ήθος, λέει. Τσίπα μηδέν.




Αλλά μήπως τι νομίζετε πως συμβαίνει γύρω μας, γενικώς, στο ελληνικό θέατρο; Απ’ το υπουργείο Πολιτισμού και τους διαγκωνισμούς και τα (τρι)κομματικά μοιράσματα για τα πόστα των κρατικών Θεάτρων μέχρι τους «καλλιτέχνες» - σταθερούς τροφοδότες κίτρινων «πολιτιστικών» στηλών εφημερίδων και κίτρινων πολιτιστικών ιστοτόπων _ οι οποίοι όλο και πληθαίνουν… _, απ’ τους κριτικούς σε διατεταγμένη υπηρεσία μέχρι τους σχολάρχες δραματικών σχολών και τα τσουτσέκια τους που όλο κι ανακαλύπτουν τρύπες για ξεζούμισμα και απ’ τους θεατρικούς επιχειρηματίες – νεολαμόγια κι απ’ τις καλλιτεχνικές αλλαξοκωλιές μέχρι την ανεξέλεγκτη εκμετάλλευση των ηθοποιών, μέχρι τους εφορμήσαντες στο ΕΣΠΑ _ κοινοτικά χρήματα, δηλαδή.
Ακούω και αηδιάζω. Μέσα σε περίοδο υποτίθεται διαφάνειας και κάθαρσης το τι γίνεται πίσω απ’ τις πλάτες σας (μας) στο θέατρο δεν το φαντάζεστε. Όχι πως ανέκαθεν δε συνέβαινε. Αλλά τώρα που σφίξανε τα πράγματα όλα έχουν αρχίσει να γίνονται απροκάλυπτα _ όποιος αρπάξει, άρπαξε. Όποιος _ ταλαντούχος, ατάλαντος, σημαντικός, ασήμαντος…, δεν έχει σημασία _ πρόλαβε, το ΕΣΠΑ είδε. ΕΣΠΑ, πόσα εγκλήματα διαπράττονται εν ονόματί σου... Το σκατό πάει να μας πνίξει.