July 29, 2018

Όταν η γρίπη δε σκοτώνει τη μαμά, ποιος θα τη σκοτώσει; Ή «Κλασική» μουσική: ο «Μεγάλος Ασθενής» του Φεστιβάλ


Το Τέταρτο Κουδούνι / 29 Ιουλίου 2018 


Το έργο των Καταλανών Τζόρντι Σάντσεθ και Πεπ Άντον Γκόμεθ «Μισά-μισά», «μια δηλητηριώδης κωμωδία», όπως χαρακτηρίζεται, πρόκειται ν’ ανεβεί στο θέατρο 
«Γκλόρια/Μικρό», στα μέσα Ιανουαρίου, σε σκηνοθεσία Γιάννου Περλέγκα, με τον Θανάση Δήμου και τον Θάνο Τοκάκη (φωτογραφία: Ανδρέας Χριστοφιλόπουλος / FOSPHOTOS) στους δυο πρωταγωνιστικούς -και μόνους στο έργο- ρόλους του Χουάν και του Κάρλος, αντίστοιχα. Η μετάφραση είναι της Μαρίας Χατζηεμμανουήλ και
τα σκηνικά και τα κοστούμια θα υπογράψει η Λουκία Χουλιάρα.
Στο έργο, που γράφτηκε το 2002 αλλά πρωτοανέβηκε στην Ισπανία το 2012, έκτοτε, όμως, έχει παιχτεί σ’ όλο τον κόσμο, δυο αδέλφια, ο Χουάν γύρω στα 50, με μια γυναίκα κτητική, μια επιχείρηση που βουλιάζει και μια σύνταξη που όλο και ξεμακραίνει, κι ο Κάρλος, στα 42 -γιοι μιας μητέρας πολλών, πάρα πολλών ετών πια, με εμβολή, με γρίπη αλλά μ’ ελάχιστη διάθεση να πεθάνει, που την προσέχει ο Κάρλος, την κάνει μπάνιο, τη χτενίζει…-, στα δύσκολα και οι δυο, με πολλά βιβλιάρια αλλά λίγες καταθέσεις κι ένα σπίτι που πρέπει να πουληθεί το γρηγορότερο, μια μακρά νύχτα γεμάτη ανομολόγητα μυστικά που βγαίνουν στο φως, καθώς διαπιστώνουν ότι η μητέρα τους -παρούσα στο έργο μόνο μέσα απ’ το κουδούνι που κάθε τόσο επιτακτικά χτυπάει απ’ το πλαϊνό δωμάτιο- μπορεί και πάλι να τη γλυτώσει, αρχίζουν να σκέφτονται ιδέες για να τη «βοηθήσουν». Δηλαδή να τη σκοτώσουν. Αλλά δεν είναι τόσο εύκολο να σκοτώσεις… Το φως της μέρας αρχίζει να προβάλει, ο χρόνος τελειώνει, κανείς απ’ τους δυο τους δεν παίρνει την απόφαση να το κάνει αλλά μια μεγάλη έκπληξη τους περιμένει στο τέλος.
Ο Πεπ Άντον Γκόμεθ, με σπουδές υποκριτικής, καθηγητής και διευθυντής, ανάμεσα σ’ άλλα, του Θεατρικού Τμήματος του Πανεπιστημίου «Pompeu Fabra» της Βαρκελώνης, έχει δουλέψει πολλές φορές σε συνεργασία με τον Τζόρντι Σάντσεθ, ως σεναριογράφος στον ισπανικό κινηματογράφο και την τηλεόραση. Τα τελευταία χρόνια γνωρίζει μεγάλη επιτυχία ως συγγραφέας και σκηνοθέτης και στο θέατρο, τις περισσότερες φορές σε συνεργασία με τον Τζόρντι Σάντσεθ, ηθοποιό, σεναριογράφο και θεατρικό συγγραφέα.
Η σεζόν στο «Γκλόρια/Μικρό» θ’ ανοίξει στις 21 Σεπτεμβρίου με την επανάληψη -για δεύτερη σεζόν στο συγκεκριμένο θέατρο, για τρίτη στη σκηνή μια και την πρώτη χρονιά παίχτηκε στο «Ιλίσια/Βολανάκης» -του έργου του τόσο πρόωρα
χαμένου τον περασμένο Φεβρουάριο Βαγγέλη Ρωμνιού «Χαρτοπόλεμος», σε σκηνοθεσία Γιώργου Παλούμπη και δραματουργία και επεξεργασία κειμένου Γιωργή Τσουρή ο οποίος έχει αναλάβει και τη μουσική καθώς και την 
βιντεοεγκατάσταση αλλά και παίζει μαζί με τους Βάλια 
Παπακωνσταντίνου, Θάνο Αλεξίου (ο οποίος θ’ αντικαταστήσει τον Βαγγέλη Ρωμνιό που επίσης έπαιζε), Παύλο Πιέρρο, Φοίβο Ριμένα (Φωτογραφία: Γεωργία Παναγοπούλου-Ανδρέας Παπακωνσταντίνου) -ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον έργο και μια εξαιρετική παράσταση.



Με μεγάλα καλάθια πήγαινα στην Επίδαυρο για τον «Αγαμέμνονα» του Τσέζαρις Γκραουζίνις. Οι δυο πρώτες απόπειρές του στην αρχαία ελληνική τραγωδία, ο «Οιδίπους τύραννος» που ’χε κάνει για τον Αιμίλιο Χειλάκη κι οι «Επτά επί Θήβας» που ’χε ανεβάσει για το ΚΘΒΕ -και οι δυο στην Επίδαυρο-, μου ’χαν φανεί εξαιρετικές -ειδικά τον «Οιδίποδα» τον θεωρώ σταθμό.
Απογοητεύτηκα. Σα να σκόνταψε τώρα. Δεν μπορώ να πω πως είναι κακό το παραστασιακό αποτέλεσμα αλλά η λιτότητα, η -σε μετωπική σύγκρουση με τα αισχυλικά μεγέθη- καθημερινότητα που επιδίωξε ο σκηνοθέτης αντί ν αναδείξουν το κείμενο -ουσιαστική η μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα-, καταλήγουν σε μια αδιάφορη, επίπεδη, ανούσια, λειψή παράσταση: μετωπικά στησίματα, Χορός πολύ καλά δουλεμένος αλλά και πολύ ανομοιογενής σε διαρκή συνεκφώνηση των μακρότατων αισχυλικών στασίμων με ιδιαίτερα βαρετά αποτελέσματα, κοστούμια του Κένι ΜακΛέλαν πολύ άνισα -εξαιρετικό του Αγαμέμνονα αλλά της Κλυταιμνήστρας ολίγον από αδελφές Μπροντέ…- και ηθοποιοί αφημένοι στην τύχη τους. Με καλύτερο, 

κατά τη γνώμη μου, τον Αργύρη Πανταζάρα-Κήρυκα. Ικανοποιητικός ο Αγαμέμνων του Γιάννη Στάνκογλου αλλά απογοητευτική σχεδόν ανύπαρκτη -οδυνηρή έκπληξη!- η Κλυταιμνήστρα της Μαρίας Πρωτόπαπα που τη θεωρώ απ’ τις καλύτερες ηθοποιούς του ελληνικού θεάτρου.
Περιμένω, πάντως, το επόμενο βήμα του Γκραουζίνις στην τραγωδία (Φωτογραφίες: Πάτροκλος Σκαφίδας).




Το ίδιο διήμερο είδα -στην Μικρή Επίδαυρο- και το δεύτερο της τριλογίας του Αισχύλου -της «Ορέστειας-, τις «Χοηφόρους»: «Vasistas», σκηνοθεσία Αργυρώ Χιώτη. Παρόμοιες με του «Αγαμέμνονα» εντυπώσεις αποκόμισα: σοβαρή αντιμετώπιση αλλά και λιτότητα που δε βοηθούσε, πάντως, ν’ αναδυθεί η ουσία, μετωπικό στήσιμο συν ένα αέναο, βαρετό πηγαινέλα συν μοίρασμα ρόλων-μουντζούρα σε περισσότερους ηθοποιούς χωρίς κανείς τους να διακρίνεται, συν έμφαση στο ρυθμό η οποία, όμως, δεν προωθούσε το αποτέλεσμα που βάλτωνε. Μια παράσταση κοντά στο διαβαστό θέατρο -«αναλόγιο« όπως το λέμε πια (Φωτογραφία: Εύη Φυλακτού).


Να το ξαναψάξουνε. Στο Φεστιβάλ Αθηνών. Το θέμα της «κλασικής» μουσικής. Ο «Μεγάλος Ασθενής» του Φεστιβάλ. 

Δεν είναι δυνατόν να ’χεις στο πρόγραμμα τον Τζόζεφ Καλέγια (φωτογραφία: Έλλη Πουλουλίδου), απ’ τις ΜΕΓΑΛΕΣ φωνές, απ’ τους ΜΕΓΑΛΟΥΣ τενόρους της εποχής μας -έστω κι αν εδώ ατυχήσαμε, καθώς κάποιο πρόβλημα, ίσως, κρυολογήματος είχε δυσάρεστα αποτελέσματα στην απόδοσή του-, μ’ ένα απίστευτα 
δημοφιλές πρόγραμμα και να ’χεις το Ηρώδειο μισοάδειο. Δεν είναι δυνατόν να ’χεις στο πρόγραμμα την Φιλαρμόνια του Λονδίνου μ’ έναν Έσα-Πέκα Σαλόνεν (φωτογραφία: Nicolas Brodard στο πόντιουμ -μια εξαιρετική συναυλία- και να ’χεις το Ηρώδειο μισοάδειο. Δεν είναι δυνατόν να ’χεις στο πρόγραμμα τους «Il Pomo D’ Oro» (φωτογραφία: Θωμάς Δασκαλάκης) -άλλη μια εξαιρετική συναυλία- και να ’χεις το Ηρώδειο σχεδόν άδειο… 
Επισημαίνω. Πρώτον: Το Ηρώδειο, όσο κι αν γοητεύει τους καλλιτέχνες η γειτνίαση με την Ακρόπολη και θέλουν να παίξουν εκεί, δεν είναι κατάλληλο για την «κλασική» μουσική. Ούτε ως ακουστική ούτε ως χώρος, με τα τζιτζίκια, τα σκυλιά που γαβγίζουν από δίπλα, τα αεροπλάνα που υπερίπτανται, τους πλανόδιους μουσικούς στον πεζόδρομο της Διονυσίου Αρεοπαγίτου ή την υγρασία που διαβρώνει τα όργανα. Ειδικά -ως προς τους «Il Pomo d’ Oro»- είναι εντελώς ακατάλληλο για μουσική μπαρόκ και μικρά σύνολα που μόνο στην Αίθουσα «Δημήτρης Μητρόπουλος» του Μεγάρου θα μπορούσαν και ν’ αναδειχτούν και να τη γεμίσουν. 
Δεύτερον: Αφού οι εκδηλώσεις αυτές δεν τραβάνε, χρειάζεται έξυπνη προώθηση. Οι μέθοδοι «promotion» -που λέμε- δεκαετίας του ’70 και του ’80 έχουν προ πολλού ξεπεραστεί. Το Ηρώδειο ανθούσε στις συναυλίες «κλασικής» μουσικής μέχρι το 1991 που λειτούργησε το Μέγαρο. Το Φεστιβάλ Αθηνών ήταν η μόνη διέξοδος για τους φίλους της μουσικής αυτής -που δεν είναι τόσο πολλοί αλλά ούτε και τόσο λίγοι, όσοι εμφανίζονται πια στο Ωδείο-, που το ξεχείλιζαν έστω και με τις κακές ακουστικές συνθήκες (τότε ήταν ακόμα χειρότερες, ο… ούριος άνεμος έφερνε μέχρις εκεί ακόμα και τις στεντόρειες μουσικές απ’ τις ταβέρνες της Πλάκας). Το Φεστιβάλ, δηλαδή, είχε το μονοπώλιο. Απ’ το ’91 και μετά, όταν το Μέγαρο άρχισε να φέρνει, κάθε χειμώνα, σε ιδανικές συνθήκες ακουστικής, ένα πλήθος από κορυφαίες ξένες ορχήστρες, μαέστρους, σολίστες…, το Ηρώδειο ξέπεσε. Οι μουσικόφιλοι ξεχαρμάνιαζαν το χειμώνα και περίμεναν την επόμενη σεζόν του Μεγάρου. Τώρα, δεδομένης της παρακμής του Μεγάρου και της αδυναμίας του να φέρει σημαντικά συμφωνικά σύνολα ή κορυφαίους καλλιτέχνες, το Φεστιβάλ -το οποίο έχει, επιπλέον, το πλεονέκτημα να διαθέτει, πια, ως σύμβουλο μουσικής τον Κώστα Πηλαβάκη που ΞΕΡΕΙ- θα πρέπει να το εκμεταλλευτεί αυτό και να πάρει το αίμα του πίσω. Αλλά γι αυτό χρειάζεται σωστή πολιτική προσέγγισης του κοινού και πολλή δουλειά. Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…


Το θέατρο-ντοκιμαντέρ (ή θέατρο-ντοκουμέντο) εδώ μας το γνώρισαν οι εισαγόμενοι «Ρίμινι Πρoτοκόλ». Και το εφάρμοσαν, πάνω σ ελληνικά θέματα, πρώτοι, ο Ανέστης Αζάς με τον Πρόδρομο Τσινικόρη -συνεργάτες, άλλωστε, των «Ρίμινι». Με μερικά εξαιρετικά αποτελέσματα -«Πολεοδομία 5: Ταξίδι με τρένο», «Καθαρή πόλη»…
Απ’ τις σχετικές εμπειρίες μου ως θεατής, μέχρι τώρα, κατέληξα στο συμπέρασμα πως το είδος είναι αποτελεσματικό με «κοινούς θνητούς» επί σκηνής, καθοδηγημένους απ’ το σκηνοθέτη. Όχι με ηθοποιούς που «μιμούνται» τους ανθρώπους απ’ τους οποίους πήραν συνεντεύξεις για να μαζέψουν το υλικό της παράστασης.

Το «Αμάρυνθος» (φωτογραφία: Εύη Φυλακτού) που είδα στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, σε σκηνοθεσία Μάρθας Μπουζιούρη, ακολούθησε τον δεύτερο αυτό δρόμο για να φέρει στο προσκήνιο την υπόθεση της ερωτικής συνεύρεσης, πριν από μερικά χρόνια, μιας ανήλικης αλλοδαπής μαθήτριας με συμμαθητές της τους οποίους το κορίτσι, κατόπιν, κατηγόρησε για βιασμό αλλά, τελικά, το δικαστήριο τους αθώωσε. Η δίκη, όμως, άφησε πίσω της αμφιβολίες. Ποια είναι η αλήθεια; Συγκλονιστικό το θέμα. Και, βέβαια, πως θα ταν δυνατό να βρεθούν στη σκηνή οι πρωταγωνιστές της υπόθεσης… Όμως, η υπόδυσή τους από ηθοποιούς δε με έπεισε.

Αντίθετα στο «Ελλάς Μονάχου» (φωτογραφία: Judith Buss)-επίσης στο Φεστιβάλ Αθηνών- ο Ανέστης Αζάς κι ο Πρόδρομος Τσινικόρης που υπέγραφαν τη σκηνοθεσία ακολούθησαν τον πρώτο δρόμο -το δικό τους. Με τρεις επί σκηνής έλληνες μετανάστες στο Μόναχο -αυτό ήταν το θέμα τους, η παράσταση κάτι σαν το φλιπσάιντ της «Καθαρής πόλης» όπου είχαμε μετανάστριες/ξένες στην Αθήνα- συν τον ίδιο τον Πρόδρομο Τσινικόρη, δεύτερης γενιάς μετανάστη εκεί, και με κάποιες ηχογραφημένες συνεντεύξεις. Το αποτέλεσμα -συνδυασμένο με χιούμορ και λαϊκά τραγούδια- ήταν πολύ πιο αυθεντικό, έστω κι αν η έρευνα μου φάνηκε κάπως βιαστική και τα πρόσωπα λίγα. Με ξένισαν, επίσης, τα γερμανικά της παράστασης μ’ ελληνικούς υπέρτιτλους ενώ όλοι στη σκηνή ήταν Έλληνες -κατανοώ ότι η παράσταση ετοιμάστηκε αρχικά για την «Κάμερσπίλε» του Μονάχου αλλά θα μπορούσε, για το Φεστιβάλ, να δημιουργηθεί μια ελληνική εκδοχή.



Για τρεις, μόνο, βραδιές προγραμματισμένη η «Υπόθεση Μακρόπουλου» του Λεός Γιανάτσεκ, σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά, που παρουσίασε η Λυρική Σκηνή. Για δυο μόνον οι 

«Βάκχαι» του Γιάννη Ξενάκη, σε σκηνοθεσία Γιάννου Περλέγκα, στην «Εναλλακτική Σκηνή» της. Και οι δυο παραστάσεις δεν μπαίνουν στο ρεπερτόριο -τουλάχιστον στο πρόγραμμα της επόμενης χρονιάς, που ανακοινώθηκε, δεν υπάρχουν. Δεν το κατάλαβα αυτό (Φωτογραφίες: Δημήτρης Σακαλάκης).



Πόση εμπάθεια! Μα πόση εμπάθεια! Αναβλύζει, ξεχύνεται από παντού και παντού -εμετός. Και χυδαιότητα. Μα πόση χυδαιότητα! Έχουν πλημμυρίσει το διαδίκτυο. Σα να ’σκασε βόθρος. Νοιώθω να με πνίγουν. Ανθρωποφαγία. Homo homini lupus. Κι όλοι με απόψεις σταθερές, ακλόνητες, μονολιθικές. Σίγουροι! Μα ΠΟΣΟ σίγουροι!
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…

July 25, 2018

Η Κάθριν Χάντερ για πρώτη φορά σε ελληνική παράσταση: Προμηθέας σε σκηνοθεσία Σταύρου Τσακίρη με το ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας


Το Τέταρτο Κουδούνι / Είδηση 

Η είδηση είναι εξαιρετική: η ελληνίδα κορυφαία ηθοποιός του βρετανικού θεάτρου Κάθριν Χάντερ (φωτογραφία: © RSC) θα παίξει για πρώτη φορά στα ελληνικά πραγματοποιώντας την πρώτη της συνεργασία με ελληνικό καλλιτεχνικό οργανισμό, το επόμενο καλοκαίρι. Θα ερμηνεύσει τον επώνυμο ρόλο στον «Προμηθέα δεσμώτη», καλεσμένη -μεγάλη επιτυχία να
καταφέρει τη συνεργασία τους- απ’ τον Σταύρο Τσακίρη που θ’ ανεβάσει την τραγωδία του Αισχύλου με το Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο Πάτρας του οποίου έχει την καλλιτεχνική διεύθυνση, με στόχο, φυσικά, την Επίδαυρο.
Η Κάθριν Χάντερ, γεννημένη Αικατερίνη Χατζηπατέρα, στην Νέα Ιόρκη, από έλληνες γονείς, γόνος της χιώτικης εφοπλιστικής οικογένειας Χατζηπατέρα κι αδελφή του επίσης διεθνούς εικαστικού Μαρκ Χατζηπατέρα, σπουδαία ηθοποιός, ξεκίνησε την καριέρα της στην Αγγλία στην αρχή της δεκαετίας του ’80. Η συνάντησή της το 1987 με την ομάδα «Théâtre de Complicité», που έγραψε ιστορία στο βρετανικό θέατρο, ήταν καθοριστική και σύντομα την εκτίναξε στην πρώτη γραμμή με την ερμηνεία της ως 

Κλερ Τσαχανασιάν στην «Επίσκεψη» («Η επίσκεψη της γηραιάς κυρίας») του Ντίρενματ, που ανέβασε ο θίασος, ερμηνεία η οποία τιμήθηκε το 1990 με το Βραβείο «Ολίβιε» Καλύτερης Ηθοποιού. Τιμημένη και με άλλα βραβεία, με ρόλους σπουδαίους στο βιογραφικό της, απ’ την Σελεστίνα μέχρι την Μάνα Κουράγιο, απ’ την Κατερίνα στο «Ημέρωμα της στρίγγλας» μέχρι την Σεραφίνα στο «Τριαντάφυλλο στο στήθος», από Ηλέκτρα του Σοφοκλή και Κασσάνδρα στις «Τρωάδες» μέχρι Λαίδη Μακμπέθ, πλάι σε πολλούς σημαντικούς σκηνοθέτες με κορυφαίο τον Πίτερ Μπρουκ, σκηνοθέτρια κι η ίδια εδώ και αρκετά χρόνια, έχει κάνει, επίσης, κινηματογράφο -«Όλα ή τίποτα» του Μάικ Λι, «Ο Χάρι Πότερ και το Τάγμα του Φοίνικα» (πέμπτη ταινία της σειράς)…-, έχει κάνει τηλεόραση, ενώ από νωρίς «ειδικεύτηκε» σε ρόλους ανδρικούς: άρχισε με Μαμίλιο και Βοσκό στο «Χειμωνιάτικο παραμύθι» του Σέξπιρ που ανέβασαν στο «Complicité» και συνέχισε, μεταξύ 

άλλων, με τους επίσης σεξπιρικούς Βασιλιά Λιρ (φωτογραφία: Tristam Kenton) και Ριχάρδο Γ΄ και τον Σιρανό ντε Μπερζεράκ του Ροστάν. Τον Δεκέμβριο θα ερμηνεύσει και πάλι, πριν απ’ τον Προμηθέα, άλλον έναν ανδρικό ρόλο -τον επώνυμο στο σεξπιρικό δράμα «Τίμων ο Αθηναίος», με τον «Βασιλικό Σεξπιρικό Θίασο» του οποίου είναι Καλλιτεχνική Εταίρος απ’ το 2008, σε σκηνοθεσία Σάιμον Γκόντγουιν.
Παράλληλα, η Κάθριν Χάντερ ετοιμάζεται για την αμερικάνικη πρεμιέρα, τον Σεπτέμβριο, στο νεοϊορκέζικο «Theatre For a New Audiance», της παράστασης (2016) «Ο αυτοκράτορας» -προσαρμογή απ’ τον Κόλιν Τίβαν του βιβλίου του πολονού δημοσιογράφου Ρίσαρντ Καπουστσίνσκι «Ο αυτοκράτορας: Πτώση ενός μονάρχη»-, συμπαραγωγής του λονδρέζικου «Young Vic», του Εθνικού Θεάτρου της Βρετανίας και του παριζιάνικου Θεάτρου «Bouffes du Nord» του Πίτερ Μπρουκ, σε σκηνοθεσία Βάλτερ 
Μάιεργιόχαν, στην οποία η Κάθριν Χάντερ ερμηνεύει έντεκα (!) απ’ τους πιστούς υπηρέτες του αυτοκράτορα Χάιλε Σιλάσε της Εθιοπίας, του οποίου τη μακρά περίοδο της βασιλείας και την πτώση παρακολουθούμε μέσα απ’ τα μάτια τους, ενώ τον Ιούνιο θα παίξει στο «Bouffes du Nord», στο Παρίσι, στο «Why?» (ανανεωμένη η παράσταση του 2010 «Warum Warum») -κείμενο (αντλημένο από Αρτό, Έντουαρντ Γκόρντον Κρεγκ, Σαρλ Ντιλέν, Μέγιερχολντ, Ζεάμι και Σέξπιρ) και σκηνοθεσία του Πίτερ Μπρουκ και της Μαρί-Ελέν Εστιέν.
Στην Αθήνα την Κάθριν Χάντερ έχουμε δει επί σκηνής δυο μόνο φορές: τον Μάιο του 2009, στο θέατρο «Δημήτρης Χορν», στο πλαίσιο του Φεστιβάλ «Θέατρο Πέρα από τα Όρια» που οργάνωνε η «Αττική Πολιτιστική Εταιρεία», στο μονόλογο «Ο 
πίθηκος του Κάφκα», διασκευή του Κόλιν Τίβαν απ’ το πεζό του Κάφκα «Αναφορά στην Ακαδημία», παραγωγή του «Young Vic», σε σκηνοθεσία Βάλτερ Μάιεργιόχαν -μια ερμηνεία συγκλονιστική- και τον Δεκέμβριο του 2014, στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά, στην παράσταση των Πίτερ Μπρουκ και Μαρί-Ελέν Εστιέν «Η κοιλάδα των εκπλήξεων», σε κείμενό τους -μια επίσης συγκλονιστική παρουσία.

Η Κάθριν Χάντερ πήγε ήδη στην Πάτρα την περασμένη εβδομάδα, και παρακολούθησε, μαζί με το σύντροφό της στη ζωή και στο θέατρο, εδώ και 30 σχεδόν χρόνια, Μαρτσέλο Μάνι, συνιδρυτή του «Complicité», τη γενική δοκιμή της παράστασης «Οιδίπους. Ο μύθος της ιστορίας του κόσμου όπως τον είπαν οι Έλληνες» που ανέβασε με το ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας ο Σταύρος Τσακίρης (φωτογραφία: Νίκος Παπαγιαννόπουλος) -18η φορά που ασχολείται σκηνοθετικά με το αρχαίο δράμα μέσα από τραγωδίες ή σκηνικές συνθέσεις, ο «Προμηθέας δεσμώτης» θα ναι η 19η.

July 19, 2018

Όπου και να ταξιδέψω, ο «πολυχώρος» με πληγώνει…


Το Τέταρτο Κουδούνι / 19 Ιουλίου 2018 



Δύσκολα πέρασα. Δύσκολα… Να πέφτουν απειλητικά -Frau Blücher…-, κατά ριπάς, τα δελτία Τύπου απ’ το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, για τις «Ευμενίδες» του Αισχύλου που παρουσίασε ως μονόλογο η Στεφανία Γουλιώτη στις 6 τα ξημερώματα, στο αρχαίο στάδιο της Επιδαύρου. Κρρρρρ: «Η παράσταση θα ξεκινήσει αυστηρά στις 06:00 το πρωί». Κρρρρρ: «Το δημοσιογραφικό πούλμαν θα αναχωρήσει την Κυριακή στις 03:00 τα ξημερώματα (ή αν προτιμάτε βράδυ Σαββάτου) από την οδό Φιλελλήνων και Ξενοφώντος». Κρρρρρ: «Δεν θα κάνει στάση στην Ομόνοια. Η στάση αυτή καταργείται για τα επόμενα δρομολόγια». Κρρρρρ: «Παρακαλούμε να δηλώσετε/επιβεβαιώσετε με απάντηση στο παρόν email μέχρι αύριο το απόγευμα 12/7». Κρρρρρ: «1) αν θα καλύψετε δημοσιογραφικά την παράσταση, ώστε να φροντίσουμε για την πρόσκλησή σας». Κρρρρρ: «2) αν θα χρειαστείτε μεταφορά με το δημοσιογραφικό πούλμαν, ώστε να γίνει καταμέτρηση των θέσεων».
«Καταμέτρηση»; Εκεί σκιάχτηκα. Αυτό το «καταμέτρηση» ήταν το καθοριστικό. Να ’ναι 11 Ιουλίου, να ’ρχονται τα δελτία και να ’ναι επέτειος (76 χρόνια, 11 Ιουλίου 1942) της συγκέντρωσης στην εκεί πλατεία Ελευθερίας και καταμέτρησης των Εβρέων της Θεσσαλονίκης -το πρώτο στάδιο της εξόντωσής τους. Ε, πώς το μυαλό μου, το ιδιόμορφο, να μην κάνει τον ασεβή συνειρμό; (Δεν 

μπόρεσα, τελικά, να πάω. Πάντως, τ’ ομολογώ, θα ’θελα να ’μαι κι εγώ εκεί).


Όλο και πιο σκληρά γίνονται, πάντως, τα πράγματα για τους πολιτιστικούς -και δη περί το θέατρο- συντάκτες, Καψόνια! «Τελετουργικό κάλεσμα στον ήλιο», 6 τα ξημερώματα, στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου είχαμε, ήδη απ’ τον ιαπωνικό θίασο «Νο» το 2015, πέρσι το Φεστιβάλ Αθηνών είχε κάτι σαν «Ξημέρωμα στον Λυκαβηττό», φέτος δυο αλλεπάλληλα χτυπήματα: 6 το πρωί αναχώρηση του πούλμαν για Δελφούς, για το αφιέρωμα απ’ το Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών στον Θεόδωρο


Τερζόπουλο, ολημερίς-ολονυχτίς -κορωνίδα οι «Τρωάδες» του με την Δέσποινα Μπεμπεδέλη (κι εκεί θα θελα να μαι αλλά...)-, μ’ επιστροφή περί τα μεσάνυχτα, κατόπιν οι «Ευμενίδες»… Αφήστε κάτι τρίωρες, τετράωρες, πεντάωρες, δεκάωρες, δωδεκάωρες έως και εικοσιτετράωρες έως και πολυήμερες παραστάσεις, αφήστε κάτι ολονυχτίες της Αποστολίας Παπαδαμάκη που όλο και πυκνώνουν… Υγεία κι αντοχή να ’χουμε. Κι από ποιον να ζητήσεις επίδομα ανθυγιεινής πλέον… «Τι να κάνουμε όμως, πρέπει να ζήσουμε! Θείε Βάνια, θα ζήσουμε»... (Συν)αδέλφια, ψηλά το κεφάλι!  


Με την ευκαιρία. Διάβασα για το αρχαίο θέατρο των Δελφών, όπου παίχτηκαν οι «Τρωάδες» του Θεόδωρου Τερζόπουλου, ότι «η πρώτη και τελευταία φορά που λειτούργησε ήταν το 1927 και το 1930 (από την Εύα Σικελιανού-Πάλμερ) ύστερα από 2.000 χρόνια. Μετά σιωπή». Κι όμως! Εγώ είδα εκεί, με τα μάτια μου, το 1977, την «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή, απ’ τους «Δεσμούς» της Ασπασίας Παπαθανασίου, σε σκηνοθεσία της και με την ίδια -που ζει και βασιλεύει και τον Νοέμβριο κλείνει τα 100 χρόνια της κι ελπίζω κάποιος να σκεφτεί να τα/την τιμήσει…- στον επώνυμο
ρόλο κι ακόμα ακούω τις Φαιδριάδες ν’ αντιλαλούν στο «χτύπα αν μπορείς διπλά!» της Ηλέκτρας της κι ανατριχιάζω. Αλλά νομίζω πως, προηγουμένως, κι ο Ιορδάνης Μαρίνος έπαιξε εκεί πολλές φορές τραγωδία -ίσως κι άλλοι. 


Διαβάζω στην ιστοσελίδα του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου, στο «κεφάλαιο» Ιστορία:
«[…] Ο καλλιτεχνικός πληθωρισμός της δεκαετίας του 1990 ενέτεινε το από χρόνια διαφαινόμενο αδιέξοδο. Αυτή την πραγματικότητα επιδίωξε να ανατρέψει η διεύθυνση του Γιώργου Λούκου, που η θητεία του ξεκίνησε το 2006. Το πρόγραμμα στην Επίδαυρο διευρύνθηκε, με τη μετάκληση διάσημων καλλιτεχνών που παρουσίασαν στην αρχαία σκηνή και νεότερα έργα κλασικών δημιουργών, από Σαίξπηρ έως και Μπέκετ. Ταυτόχρονα, στοίχημα της επιτυχημένης αυτής διεύθυνσης, που προίκισε το Φεστιβάλ Αθηνών με τους πολύτιμους χώρους της Πειραιώς 260, υπήρξε η εκ νέου διεκδίκηση του μοντερνισμού, το συστηματικό άνοιγμα στο καινούργιο που παράγεται παγκοσμίως, η ανάδειξη των νέων εγχώριων δυνάμεων που μπορούν να μιλήσουν στο σύγχρονο κοινό.
Από τον Απρίλιο του 2016 η νέα διεύθυνση, του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου, προσθέτει στα παραπάνω τις συμπαραγωγές με διεθνή καλλιτεχνικά σχήματα θεάτρου και χορού […]».
Κάτι ανάλογο διάβασα και στο σημείωμα του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου στο πρόγραμμα του «Αγαμέμνονα» των «Επιδαυρίων».
Α, εδώ θα διαφωνήσω. Και νομίζω πως θα ’πρεπε να γίνει μια διόρθωση. Και οι «συμπαραγωγές με διεθνή καλλιτεχνικά σχήματα θεάτρου και χορού» επί Γιώργου Λούκου είχαν αρχίσει -απλώς τώρα, καλώς, λίαν καλώς, συνεχίζονται. Τι να πρωτοθυμηθώ; Τον «Άμλετ» του Τόμας Όστερμάγιερ και της «Σάουμπίνε», το σεξπιρικό «Χειμωνιάτικο παραμύθι» του Σαμ Μέντες στην Επίδαυρο, το 

«Radio Muezzin» ή τον «Προμηθέα στην Αθήνα» των «Rimini Protocoll», το «Sutra» της Σιλβί Γκιλέμ, συμπαραγωγή με το «Sadler’s Wells» και το Φεστιβάλ της Αβινιόν, το «Democracy in America» του Ρομέο Καστελούτσι, το «East Shadow» του Γίρζι Κύλιαν και… και…;


Προκηρύχτηκαν και φέτος απ’ το υπουργείο Πολιτισμού οι επιχορηγήσεις θεάτρου -για την περίοδο 2018/2019. Και πάλι, όμως, το θέατρο για παιδιά απουσιάζει -δεν περιλαμβάνεται. Τίθεται μάλιστα ρητά αυστηρός όρος: «Αποκλείονται […] παραγωγές παιδικού ή εφηβικού θεάτρου»! Αποκλείονται;!! Και 
βέβαια καταλαβαίνω κάποιες παραμέτρους -εκμετάλλευση από επιτήδειους κλπ- αλλά πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι; Μου είπαν πως το κονδύλι για τις επιχορηγήσεις είναι μικρό, δίνονται από πέρσι πολύ λίγα στον κάθε θίασο κι αν προστεθούν κι οι θίασοι για παιδιά θα γίνουν ακόμα λιγότερα. Κι ότι οι θίασοι αυτοί «τα βγάζουν τα έξοδά τους έτσι κι αλλιώς». Ίσως έτσι να ’ναι αλλά ΠΩΣ τα βγάζουν; Μήπως με εκπτώσεις; Με ΜΕΓΑΛΕΣ, πάσης «φύσεως», εκπτώσεις; Δεν είναι ντροπή το θέατρο για παιδιά να ωθείται πίσω στη δεκαετία του ’60; Με υπουργό, μάλιστα, ηθοποιό/σκηνοθέτρια που ’χει γνώση τι σημαίνει θέατρο για παιδιά;


Δεν ανήκει στους σκηνοθέτες που μ’ έχουν γοητεύσει ο Πολονός Κσίστοφ Βαρλικόφσκι -ο μεταμοντερνισμός του δεν είναι και τόσο του γούστου μου. Έτσι και με το «We Are Leaving» (2018),

διασκευή του έργου (1983) του Ισραϊλινού Χανόχ Λεβίν «Αυτοί που ετοιμάζουν βαλίτσες», μια πολυπρόσωπη κυνική κωμωδία με… οκτώ κηδείες. Όλοι οι φίλοι μου ενθουσιάστηκαν, εγώ, περίπου, αμέτοχος έμεινα. Βρήκα ενδιαφέροντα στοιχεία αλλά…



Μέρες Λούλας Αναγνωστάκη έζησα τον Ιούνιο: Αφιέρωμα Λούλα Αναγνωστάκη στο Φεστιβάλ Αθηνών -σας έγραφα στο προηγούμενο «Τέταρτο Κουδούνι», στις 29 Ιουνίου- αλλά, ιδού, καπάκι, και το «Εντευκτήριο», το εκλεκτό περιοδικό που, με πίκρες και με βάσανα αλλά και με χαρές κι επιτυχίες μεγάλες μάς το ’χει φοδραρισμένο και το εκδίδει εδώ και τριάντα χρόνια -διανύει το τριακοστό πρώτο, χαλκέντερο!-, στην Θεσσαλονίκη, ο Γιώργος Κορδομενίδης, παράλληλα μ’ άλλες εκδόσεις και μ’ εκδηλώσεις,  με επίσης αφιέρωμα στην Λούλα Αναγνωστάκη: τεύχος 114, στην κυκλοφορία ήδη απ’ τον Μάρτιο. Με οργάνωση απ’ τον Μάνο Καρατζογιάννη, ειδικότατο πια επί του θέματος, και τον ίδιο τον Γιώργο Κορδομενίδη.
Καθυστερημένα το άνοιξα με την πρόθεση να πάρω μια ιδέα. Κόλλησα. Ξενύχτησα και το ξεκοκάλισα. Τι υπέροχα κείμενα! Το ένα καλύτερο απ’ το άλλο. Με πρώτο την υπέροχη συνέντευξη της Λούλας Αναγνωστάκη, που ακούγεται και ως πρόλογος στην έκθεση του Φεστιβάλ «Δωμάτια μνήμης» -μην τη χάσετε αυτή την έκθεση! Μέχρι και αύριο, μην τη χάσετε!-, απομαγνητοφωνημένη, με εισαγωγή -επιμέλεια Γιώργου Ζεβελάκη. Και, κατόπιν, μια «Εισαγωγή στη δραματουργία της Λούλας Αναγνωστάκη» απ’ τον Μάνο Καρατζογιάννη, «Τρεις φορές Παρέλαση» του Νικηφόρου Παπανδρέου, «Ο άγγελος της Ιστορίας πάνω από την Πόλη» της Δηώς Καγγελάρη, «Τα μαύρα γυαλιά της Λούλας» του Βίκτωρα Αρδίττη αλλά και κείμενα του Γιώργου Αρμένη, του Σπύρου Βραχωρίτη, του Βασίλη Κατσικονούρη, του Άκη Δήμου, του Λάκη Δολγερά, κι άλλο του Μάνου Καρατζογιάννη, του Δημήτρη Καταλειφού, της Λυδίας Κονιόρδου, του Σταμάτη Κραουνάκη, της Όλιας Λαζαρίδου, ένα παλαιότερο του Παύλου Μάτεσι -θυμάμαι το ευφυές που ’ λεγε, είχε πολύ χιούμορ ο Μάτεσις: «Όταν με ρωτήσουν ποιους θεωρώ τους καλύτερους σύγχρονους έλληνες θεατρικούς συγγραφείς αναφέρω πάντα πρώτη την Λούλα Αναγνωστάκη, μετά τον εαυτό μου και τον τρίτο αναλόγως με ποιον μιλώ»-, του Θανάση Νιάρχου, του Λεωνίδα Προυσαλίδη, της Σύλβιας Σολακίδη, του Τάκη Σπετσιώτη, του Αλέξη Σταμάτη, της Μαρίας Στασινοπούλου, του Κωνσταντίνου Χατζή, μια «Παραστασιογραφία Λούλας Αναγνωστάκη» και πάλι απ’ τον Μάνο Καρατζογιάννη.
Και, πάνω απ’ όλα, τρία κείμενα που κρατώ ως κόρην οφθαλμού: «Από εικόνα σε εικόνα τα χρόνια» της Μάρως Δούκα, «Το γελεκάκι που φορείς…» της Ζυράννας Ζατέλη και «Η Λούλα της καρδιάς μας» της Βίκυς Μαντέλη, από το οποίο παίρνω το θάρρος να αποσπάσω την τελευταία παράγραφο: «Κάθε φορά που ο κόσμος θα γίνεται άγριος, θα αναζητώ με τη σκέψη μου την απάντησή της. Τα απογεύματα που ο ήλιος θα εξαφανίζεται πέρα στην Ελευσίνα και ο ουρανός θα βάφεται κατακόκκινος θα τη θυμάμαι. Από τα νησιά της άγονης γραμμής θα τηλεφωνώ να της πω πόσο όμορφα είναι. Όταν θα κατηφορίζω την Ιπποκράτους, θα ψάχνω να βρω τα μαγαζιά με τα αμπαζούρ που της άρεσαν. Θα κάνω άσκοπες βόλτες πριν της χτυπήσω το κουδούνι. Στις συναναστροφές των φίλων που στάθηκαν αφορμή για να γνωριστούμε και να πλουτίσουμε τις ζωές μας θα χαμογελώ. Και θα είμαι έτοιμη να απαντήσω στις αγαπημένες ερωτήσεις της: ‘Λέγε, τι γίνεται τώρα;’, ‘Τι είναι; Τι βλέπεις;’».
Με συγκίνησε βαθιά αυτή η παράγραφος. Ίσως γιατί μου θύμισε εκείνα τα τηλεφωνήματα και την αχνή φωνή που άκουγα, όταν σήκωνα το ακουστικό: «Γιώργο, η Λούλα είμαι, η Λούλα Αναγνωστάκη»…
Αυτό το «Εντευκτήριο» θα πρέπει να το αναζητήσετε και να το φυλάξετε. Σύντομα θα γίνει συλλεκτικό. Και θα παραμείνει σημείο αναφοράς: το πιο ολοκληρωμένο πορτρέτο της Λούλας Αναγνωστάκη. Που δε θα τη ξεχάσουμε ΠΟΤΕ. 



Κάθε τόσο περνώ, εδώ, στη γειτονιά μου, κοντά στον Άγιο Σώστη, μπροστά απ’ αυτό το δημοτικό θεατράκι της Τιμοκρέοντος, που φυτοζωεί, και μελαγχολώ. Κι από πάνω, φαρδιά-πλατιά, «Πολυχώρος Άννα και Μαρία Καλουτά» -όνομα που του δόθηκε επί δημαρχίας Νικήτα Κακλαμάνη.
Αχ, αυτοί οι «πολυχώροι»… Όπου και να ταξιδέψω, ο «πολυχώρος» με πληγώνει.

Μάρτα Αρχερίτς (Άργκεριχ): μία σπουδαία, γενναιόδωρη πιανίστα



Πέρσι μας την έσκασε. Για λόγους υγείας -ίσως πρόφαση, ίσως να ίσχυαν- δεν συνεργάστηκε με το Φεστιβάλ Αθηνών, όπως ήταν προγραμματισμένο. Φέτος, όμως, η Μάρτα Αρχερίτς (όπως προφέρεται στην πατρίδα της, την Αργεντινή, καθιερωμένη πια διεθνώς ως Άργκεριχ) μας ήρθε. Μετακλημένη, για να συμπράξει, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ, ως σολίστ, με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών υπό τον καλλιτεχνικό διευθυντή της Στέφανο Τσιαλή. Σε 
μία συναυλία με πολύ ενδιαφέρον πρόγραμμα: γαλόφωνοι συνθέτες του δεύτερου μισού του 19ου και του πρώτου μισού του 20ου αιώνα με «σφήνα» Μάνο Χατζιδάκι.
Είναι σπουδαία πιανίστα -ένας μύθος του πιάνου- η 77χρονη σήμερα Αργεντινή -με ρίζες να φτάνουν, από τον πατέρα της, στην Καταλονία, από την εβραϊκής καταγωγής μητέρα της στην Ροσία: ιλιγγιώδης δεξιοτεχνία και συναισθηματικός πλούτος που ξεχύνεται στο κλαβιέ -μία θύελλα. Και είναι γενναιόδωρη. Πάντα στηρίζει, προβάλλει, προωθεί, συνεργάζεται με ανθρώπους νέους, ανθρώπους που εκτιμά, φίλους της…
Το δεύτερο μέρος της συναυλίας δικό της ήταν αλλά, με τη χαλαρότητα του φτασμένου που τίποτα δεν έχει πια να αποδείξει, το μοιράστηκε απλόχερα. Πρώτο έργο, το Κοντσέρτο για δύο πιάνα και ορχήστρα (1932) του Φρανσίς Πουλένκ -στο δεύτερο 
πιάνο, η νεαρή Ελληνίδα Θεοδοσία Ντόκου της οποίας η Μάρτα Αρχερίτς είναι η μέντορας. Ένα λεπταίσθητο, αισιόδοξο, χαρούμενο, με τσαγανό αλλά και άκρως δεξιοτεχνικό έργο που οι δύο πιανίστες, σε άψογη συνεργασία μεταξύ τους και με την ορχήστρα, το ανέδειξαν.
Η συνέχεια έφερε στη σκηνή και πάλι την Αρχερίτς, με την Ντόρα Μπακοπούλου, πια, στο δεύτερο πιάνο: «Καταραμένο φίδι», το
ανάλαφρο, χαριτωμένο, ευφυές χορόδραμα (1951) του Μάνου Χατζιδάκι για την Ραλλού Μάνου και το «Ελληνικό Χορόδραμά της» -αποσπάσματά του. Δυναμική, θυελλώδης η Μάρτα Αρχερίτς -τιμή μας να διαλέξει ένα ελληνικό έργο και μία ελληνίδα ομότεχνή της να συνεργαστούν-, πιο λυρική η Ντόρα Μπακοπούλου, βαθιά
γνώστρια του έργου του Χατζιδάκι, συνέπλευσαν αρμονικά και μου έφεραν στη μνήμη όμορφες εικόνες από τη χορογραφία που η Ραλλού Μάνου κράτησε για χρόνια πολλά στο ρεπερτόριό της και έχω ευτυχήσει να τη δω.
Το δεύτερο μέρος έκλεισε επίσης χαρμόσυνα: με Καμίγ(ι) Σεν-Σανς και το υπέροχο -για δύο πιάνα και ορχήστρα- «Καρναβάλι των 

ζώων»(1886). Η Αρχερίτς και η Θεοδοσία Ντόκου και πάλι στο δεύτερο πιάνο, συνεπικουρούμενες από την ορχήστρα -έξοχο το τσέλο στο μέρος του «Κύκνου»-, έπαιξαν (στην κυριολεξία) με χάρη, και διαύγεια αυτά τα δεκατέσσερα μουσικά παιχνίδια που έχει σκαρώσει ο γάλος συνθέτης και που το συναποτελούν. Συν ένα ατού: παρούσα στη σκηνή η ηθοποιός-περφόρμερ Ανί Ντιτουά (κόρη της Αρχερίτς από τον μαέστρο Σαρλ Ντιτουά), πανύψηλη, λεπτή σαν μίσχος, κομψή σε μία ωραία, μακριά τουαλέτα, που ερμήνευσε με πολύ χιούμορ -στα γαλικά αλλά με ελληνικούς υπέρτιτλους- τα πανέξυπνα συνδετικά κείμενα σε ομοιοκατάληκτο στίχο τα οποία έχει γράψει ο Φρανσίς Μπλανς -θα έπρεπε να αναφέρεται στο πρόγραμμα το όνομά του γιατί έχουν γραφτεί διάφορες εκδοχές και από άλλους-, ενώ συμμετείχε, με περισσή θεατρικότητα, στην εξέλιξη της εκτέλεσης -κοιτάζοντας στα πέριξ με κιάλια, κάνοντας σαπουνόφουσκες από ένα φιαλίδιο-παιχνίδι, σχολιάζοντας εκφραστικά αυτά που ακούγαμε, προτρέποντάς μας να συμμετέχουμε είτε συναρθρώνοντας ομαδικά τις λέξεις με καταλήξεις εις… -au/aux και -eau/eaux του κειμένου της, είτε, στο φινάλε, με ρυθμικό χειροκρότημα…
Η βραδιά έκλεισε κεφάτα με τις δύο πιανίστες και την ορχήστρα να μπιζάρουν το φινάλε του έργου.


Η έναρξη της συναυλίας έγινε με την Συμφωνία σε ρε ελάσσονα (1889) του Σεζάρ Φρανκ, ένα μεγαλόπρεπο μεταρομαντικό συμφωνικό κομμάτι, σε μία, δυστυχώς, άχρωμη, άοσμη, άνευρη εκτέλεση, με την ορχήστρα να αδυνατεί να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων και με θαμπά τα πνευστά.
Η παρουσία, όμως, μιας πάντα συναρπαστικής πιανίστας, τελικά, μας αποζημίωσε.

Ωδείο Ηρώδη του Αττικού, 13 Ιουλίου 2018.