October 31, 2018

Στο Φτερό / Μουσική Υπογείου ή Αγάπη στα κάγκελα (2)


«Η επανένωση της Βόρειας με τη Νότια Κορέα» (ΙΙΙ) του Ζοέλ Πομρά / Σκηνοθεσία: Νίκος Μαστοράκης 



Είδα την παράσταση πέρσι, στη δεύτερη εκδοχή της, κι έγραψα εδώ, στις 15 Δεκεμβρίου 2017. Την είδα και φέτος στην τρίτη εκδοχή της. Μεταφέρω, μ’ ελάχιστες αλλαγές, το περσινό κείμενο -και μάλιστα με τον ίδιο τίτλο-, καθώς η γνώμη μου για το έργο και την παράσταση δεν άλλαξε και συμπληρώνω για την ανανεωμένη διανομή. 





Ο Ζοέλ Πομρά συγκαταλέγεται, όπως, αποδείχτηκε, ιδιαίτερα πέρσι, μετά το «Όλα θα πάνε καλά (1). Το τέλος του Λουδοβίκου» που είδαμε στην «Στέγη», στους κορυφαίους του γαλικού και, 
γενικότερα, του παγκόσμιου θεάτρου. Ο τρόπος του να εκφράζει με τον πιο λιτό τρόπο τα ουσιώδη είναι, κατά τη γνώμη μου, μοναδικός. Στην «Επανένωση της Βόρειας με τη Νότια Κορέα» (2013), που παίζεται για τρίτη σεζόν, σε μια τρίτη εκδοχή -εξ ου και το (IIΙ) του τίτλου-, μ’ ευρύτατα ανανεωμένη τη διανομή, άξονάς του -αν και, βασικά, 
συγγραφέας με πολιτική θέση-, εδώ, ειν’ η αγάπη. Πάσης φύσεως. Αλλά η αγάπη ως παρερμηνεία, η αγάπη ως αδιέξοδο -ανέφικτη όσο κι η επανένωση, σήμερα, των δυο Κορεών. Με είκοσι σκετς/σκηνές, απ’ τα οποία η ελληνική παράσταση έχει κρατήσει τα έντεκα -μια γυναίκα που ζητάει διαζύγιο μετά από 30 χρόνια γάμου γιατί στο γάμο της «δεν 
υπάρχει αγάπη» (η πρώτη, καθηλωτική, σκηνή που δίνει το έναυσμα αλλά και το στίγμα του σπονδυλωτού αυτού έργου), δυο λεσβίες που χωρίζουν/δε χωρίζουν, μια πόρνη που ’χει ερωτευτεί τον τακτικό πελάτη της τον οποίο, εμβρόντητη, ακούει να της αναγγέλλει ότι παντρεύεται και θα σταματήσει να την επισκέπτεται, ο γαμπρός που, λίγο πριν αρχίσει ο γάμος, αποκαλύπτεται ότι έχει «παίξει» και με τις τέσσερις αδελφές της μέλλουσας γυναίκας του, μια έγκυος τρόφιμος ψυχιατρικής μονάδας που ο γιατρός της προσπαθεί να την πείσει 
να κάνει έκτρωση, ένας δάσκαλος που οι γονείς ενός μαθητή του τον κατηγορούν για ασέλγεια πάνω στο αγόρι τους το οποίο εκείνος απλώς περιέθαλψε, ένας σύζυγος ο οποίος επισκέπτεται στο άσυλο τη γυναίκα του που την έχει πλήξει το Αλτσχάιμερ κι εκείνη δεν τον αναγνωρίζει πια, μια υστερική που την πέφτει, ως φαντασίωση, στο γιατρό του πατέρα της ο οποίος μόλις έχει πεθάνει ενώ ταυτόχρονα του αναγγέλλει και
τον  προσεχή γάμο της, μια γυναίκα που αποκοιμήθηκε στο γραφείο συναδέλφου της στον οποίο προσάπτει, ενώ εκείνος το αρνείται κατηγορηματικά, ότι την παρενόχλησε σεξουαλικά στον ύπνο της αλλά ότι το… ευχαριστήθηκε, μια πόρνη του δρόμου που τη μαχαιρώνει ένας πελάτης της…-, σκηνές σύντομες, κατά βάση, σαν ψηφίδες, που, συνήθως, κόβονται απότομα, χωρίς η ιστορία να εξελιχθεί, ο Πομρά συνθέτει ένα ψηφιδωτό πικρό αλλά και με χιούμορ
-ειρωνικό χιούμορ που, κάποτε, αγγίζει, το παράλογο. Οι «φέτες» αυτές, καθώς συναρμολογούνται, αποκαλύπτουν ένα υπόβαθρο των σημερινών ηθών γύρω απ’ τα θέματα αγάπη, έρωτας, σεξ… κι ενσωματώνονται σε μια τοιχογραφία. Μια τοιχογραφία επιφανειακά επιπόλαιη αλλά ουσιαστικά βαθιά και, εν συμπεράσματι, πολιτική και πάλι -εύκολος ο συνειρμός με το, επίσης σπονδυλωτό, «Γαϊτανάκι» του Άρτουρ Σνίτσλερ, που καταγράφει τα ερωτικά ήθη της βιενέζικης κοινωνίας της εποχής του (1897). Ο Πομρά υποδόρια, στην «Επανένωση», κάνει μουσική. Μουσική δωματίου -ντουέτα, τρίο, κουαρτέτα, κουιντέτα… Αυτό το συνέλαβε αμέσως ο σκηνοθέτης της παράστασης Νίκος Μαστοράκης -κατεξοχήν γνώστης της μουσικής σ’ ευρύτατη γκάμα. Δεν είναι μόνον οι υπέροχες μουσικές που διάλεξε για να δέσει, μεταξύ τους, τους σπονδύλους του πομρανικού κειμένου ή για να το υπογραμμίσει -διακριτικά- κάποιες στιγμές. Είναι, κυρίως, η μουσική που ανέσυρε απ’ το ίδιο το κείμενο -μέσα απ’ την άριστη μετάφραση 

της Μαριάννας Κάλμπαρη: η παράστασή του μουσικήν ποιεί εκεί στο «Υπόγειο» -για την ακρίβεια, μουσική δωματίου. Ο λαβύρινθος με τα κάγκελα δικαστηρίου όπου έκλεισε τους ήρωες του έργου -ο εγκλωβισμός των συναισθημάτων με κάγκελα που 
θέτει η κοινωνία, η υποχρέωση σε κάτι σαν απολογία τους από εδωλίου για τα συναισθήματά τους (η επιμέλεια του, έξοχα φωτισμένου απ' την Στέλλα Κάλτσου, σκηνικού είναι του Αλέξανδρου Λαγόπουλου), το ψυχρό, αποστασιοποιητικό στήσιμο όλων των ηθοποιών, καθισμένων, στο βάθος της σκηνής και όταν 
δεν παίζουν, η μηχανική, με «γωνίες», αυστηρή κίνηση που επιμελήθηκε η Βάλια Παπαχρήστου και που σα να μετατρέπει τους ανθρώπους του έργου σε ρομπότ, σε μαριονέτες, σε ανθρωπάκια α λα Γαΐτης, το όλο στιλιζάρισμα, τα ουδέτερα, κομψά βραδινά ενδύματα της Κλαιρ Μπρέισγουελ -όλα- συντελούν στο συνεπές αποτέλεσμα: μια ψυχρή ματιά σαν από μικροσκόπιο, σα σε εργαστήριο, σα σε γυάλα, όπου, όμως, μέσα της, τα αισθήματα, όσο κρατάει η κάθε σκηνή, θερμαίνονται, σχεδόν πυρακτώνονται.
Ο Νίκος Μαστοράκης, πέρσι, είχε βρει θερμούς υποστηρικτές της γραμμής που επέλεξε τους εξαίρετους ηθοποιούς του. Φέτος δε θα ’λεγα το ίδιο. Απ’ τους τρεις της περσινής διανομής μόνο την εξαίρετη Κωνσταντίνα Τάκαλου βρήκα εφάμιλλη με πέρσι -έχει μεγάλη εσωτερική δύναμη και ικανότητα να μεταμορφώνεται η ηθοποιός αυτή. Οι επίσης καλοί ηθοποιοί Γεράσιμος Γεννατάς και Ιωάννα Μαυρέα μου φάνηκαν κάπως υπερβολικός ο πρώτος, κάπως κουρασμένη η δεύτερη. Οι συγκρίσεις είναι άκομψες αλλά, δυστυχώς, δεν μπορώ να τις αποφύγω. Οι ηθοποιοί που κλήθηκαν φέτος να κάνουν αντικαταστάσεις, εκτός απ’ την Βίκυ Βολιώτη -αλλά μόνο στην έγκυο ψυχασθενή-, μου φάνηκαν ισχνότεροι των περσινών επιλογών: Νίκος Αλεξίου, Ρουμπίνη Βασιλακοπούλου, Νικόλας Χανακούλας, Φαίη Μινωπέτρου-Κασιμάτη. Η παράσταση επαναμβάνεται λόγω αιφνίδιου κενού που δημιουργήθηκε στο ρεπερτόριο του «Θεάτρου Τέχνης», χωρίς να ναι προγραμματισμένη, κι έχω την υποψία ότι και οι αντικαταστάτες επελέγησαν ως αναγκαία 
λύση αλλά και ότι δεν μπόρεσαν να δουλέψουν αρκετά με το σκηνοθέτη. Πέραν αυτού, όμως, αν δεν είχατε δει την παράσταση και δεν έχετε μέτρο σύγκρισης, θ’ άξιζε να τη δείτε (Φωτογραφίες: Σταύρος Χαμπάκης).

«Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν» / «Υπόγειο», 28 Οκτωβρίου 2018.

October 30, 2018

Στο Φτερό / Καληνύχτα, ντε!...


«Καληνύχτα Μαργαρίτα» του Γεράσιμου Σταύρου (Δημήτρης Χατζής) / Σκηνοθεσία: Φώτης Μακρής 



Ο Οίκος των Περδικάρηδων. Αρχοντική (;) οικογένεια στη μικρή τους πόλη. Αστοί, ξεπεσμένοι, που μένουν στο ίδιο διώροφο σπίτι, ζουν δύσκολα πια αλλά συνεχίζουν να κοιτάζουν αφ’ υψηλού την «πλέμπα». Θα μπορούσε να ’ναι κάτι σαν Μαντάμ Σουσού. Αλλά δεν πρόκειται για κωμωδία. Πρόκειται για δράμα. Ίσως και για 
τραγωδία. Τέσσερα αδέρφια και μια αδερφή -μεσήλικες πια-, οι Περδικάρηδες: ο... ιατροφιλόσοφος Περικλής, αρχηγός της οικογένειας, μόνιμα ανακατεμένος, παρά τω μητροπολίτη, στα φιλανθρωπικά καταστήματα της πόλης, που βγάζει έναν καλό μισθό απ’ την ενασχόλησή του αυτή..., ο Στέφανος, με το παράλυτο χέρι, ο μικροκλεφτάκος του σπιτιού, συφιλιδικός, χήρος, με μια κόρη, την Φωτεινούλα, διαταραγμένη και περπατημένη, ο Βασίλης, παραιτημένος, μεθύστακας, τυμβωρύχος, η Κατερίνα, χήρα, με άντρα υπόπτου 
παρελθόντος, που τον απάτησε κάποτε και που τους κατηγορεί ότι έγιναν υπαίτιοι για το θάνατό του κι ότι έκλεψαν τις λίρες της, κι ο Γρηγόριος, φαρμακοποιός με ζοφερό παρελθόν, που έχει αυτοκτονήσει. Η χήρα του, η Αντιγόνη, ανάλογο κουμάσι, ζει μαζί με τ απομεινάρια των Περδικάρηδων. Μισιούνται, αλληλοκατηγορούνται, βρίζονται, φτύνονται, αλληλοκαταριώνται, ψεύδονται... -κάτι, τηρουμένων των αναλογιών, από Ατρείδες. Αλλά προς τα έξω δεν πρέπει να βγει τίποτα: υπόδειγμα, προπύργιο της Τάξης και της Ηθικής, η 
οικογένεια. Και, μαζί τους, η Μαργαρίτα, η κόρη του φαρμακοποιού και της Αντιγόνης. Είναι η μόνη τους ελπίδα, των Περδικάρηδων, για το μέλλον. Και την έχουν στείλει -ένα κοριτσάκι μικροκαμωμένο, καχεκτικό, μαραμένο, ένα «μυξιάρικο», κλεισμένο στον εαυτό του, μοναχικό- στην Αθήνα, στο Αρσάκειο, για να σπουδάσει δασκάλα. Είναι Κατοχή. Όταν η Μαργαρίτα
γυρίσει στη μικρή τους πόλη και διοριστεί σε σχολείο, θα την προσέχουν σαν τα μάτια τους, θα προσπαθούν να της κρύψουν τις μπομπές τους, θα της βουτάνε το μισθό της και θα την καληνυχτίζουν κάθε βράδυ, ένας-ένας, ώσπου, στο τέλος, αγανακτισμένη, όταν μένει μόνη, θα ψιθυρίζει ένα «καληνύχτα, ντε!» -το πικρό της αστείο. Στο μεταξύ θα ’χει συνειδητοποιήσει 
τη διαπλοκή, τη διαφθορά, τη σήψη όχι μόνο στο σπίτι της, το σπίτι των Περδικάρηδων, αλλά και σ’ όλη την άρχουσα τάξη της πόλης -μια κοινωνία σε αποσύνθεση. Θα πληγωθεί βαθιά και θ’ αντιδράσει. Η γειτόνισσα και φίλη της παιδική, η Αγγελικούλα -από οικογένεια «παρακατιανή», με την οποία οι Περδικάρηδες δε θέλουν πάρε-δώσε και προσπαθούν ν αποκλείσουν την Μαργαρίτα από επαφές μαζί της-, μ’ αδελφό κομμουνιστή, στην εξορία πριν απ τον Πόλεμο, που φεύγει, κατόπιν, στο βουνό, θα τη μυήσει: η Μαργαρίτα των Περδικάρηδων -ο κόκκος της άμμου- θα πιστέψει
στον  κομμουνισμό, θα τον ασπαστεί και θα μπει στην Αντίσταση. Μ’ έναν πολύγραφο που της δίνουν και που τον κρύβει στο κατώι του σπιτιού θ’ αρχίσει να τυπώνει προκηρύξεις που σκορπίζονται στους δρόμους ενώ θα τη φέρουν σ’ επαφή με τον Ορέστη -ψευδώνυμο, βέβαια- που γίνεται ο καθοδηγητής της ενώ, μεταξύ τους, παίζει και μια αύρα ερωτική. Η θεία Κατερίνα, η οποία ψάχνει όλες τις γωνιές του σπιτιού για να βρει τις λίρες που τις έκλεψαν, θ’ ανακαλύψει τον πολύγραφο που δεν ξέρει τι είναι, ο θείος Περικλής θα της εξηγήσει περί τίνος πρόκειται και θα σπεύσει στον μητροπολίτη να του το εξομολογηθεί για να βρουν λύση -πώς να πείσουν την Μαργαρίτα να ομολογήσει τα ονόματα των συνεργατών της που την «έμπλεξαν». Ο μητροπολίτης θα ειδοποιήσει το διευθυντή της αστυνομίας, θα τη συλλάβουν αλλά η Μαργαρίτα -προς έκπληξή τους- δε θα μαρτυρήσει τίποτα και κανέναν. Ούτε στην Γκεστάπο όπου την παραδίδουν -παρά τα 


βασανιστήρια στα οποία την υποβάλλουν εκεί. Κι ένα ξημέρωμα η Μαργαρίτα -δεν έχει κλείσει ούτε τα είκοσι- θα τουφεκιστεί -οι Περδικάρηδες, η οικογένειά της, είναι που την έχουν προδώσει. Πριν, όμως, εκτελεστεί θα την ακούσουν να φωνάζει ένα, ακατανόητο για τους παρόντες, «καληνύχτα, ντε!». Ο Γεράσιμος Σταύρου, βασισμένος στο διήγημα- ένα απ’ τα διαμαντάκια του- του Δημήτρη Χατζή «Μαργαρίτα Περδικάρη» της συλλογής του «Το τέλος της μικρής μας πόλης» (Βουκουρέστι, 1953, συμπληρωμένη έκδοση Αθήνα,

1963), με ηρωίδα εμπνευσμένη από ένα υπαρκτό πρόσωπο, τη δασκάλα Μαργαρίτα Μολυβάδα που εκτελέστηκε απ’ τους Γερμανούς, άντλησε απ’ αυτό τα πρόσωπα, την πλοκή, τις καταστάσεις για να δημιουργήσει το έργο του «Καληνύχτα Μαργαρίτα» (1967), καταφέρνοντας, με μεγάλη επιτυχία, να μεταγγίσει το πνεύμα του διηγήματος του Χατζή, το οποίο, άλλωστε, ελάχιστους διαλόγους διαθέτει, σ’ ένα ανεξάρτητο, ολοκληρωμένο ρεαλιστικό θεατρικό έργο -το σημαντικότερό του: χαρακτήρες καλά χαραγμένοι, δραματική οικονομία, κορυφώσεις, συγκίνηση... Αδιάφορο αν σήμερα ηχεί κάπως ξεπερασμένο. Ο Φώτης Μακρής, που ανέλαβε τη σκηνοθεσία, φοβάμαι πως στάθηκε αμήχανος κι ανήμπορος μπροστά το έργο και κατέφυγε, 
μετά από μια δυνατή έναρξη -όλα τα πρόσωπα, μετωπικά, σ’ επί τόπου βήμα, μια αίσθηση στρατοκρατίας...-, σ’ εξωτερικά, ευτελή τερτίπια -προβολείς που καταυγάζουν το κοινό, κραυγές, τρεξίματα, κυνηγητά από γερμανούς στρατιώτες...- που στον αλήστου μνήμης «Άγνωστο πόλεμο» παραπέμπουν παρά σε μια ουσιαστική, θαρραλέα αντιμετώπιση της Κατοχής και της Αντίστασης. Ενώ η όλη παράσταση την εντύπωση της ευκολίας και της προχειρότητας εκπέμπει. Κι, όμως, ο σκηνοθέτης είχε ως υποστηρίγματα γερά τόσο τα προσεκτικά σχεδιασμένα απ’ τον Αντώνη Δαγκλίδη σκηνικά που -αντίστιξη- ζεστά μεταφέρουν την παγωμένη αίσθηση της κατοχικής περιόδου και του «αξιοπρεπούς» αλλά απάνθρωπου σπιτιού των Περδικάρηδων, φωτισμένα απ’ τον Νίκο Βλασόπουλο, όσο και τη μουσική του Σταμάτη Κραουνάκη, που, μέσα απ’ το ακορντεόν -απόλυτα σωστή ιδέα η χρήση του- που παίζει ζωντανά επί σκηνής ο Περικλής Σιούντας, δημιουργεί πολύ ταιριαστό ηχητικό περιβάλλον συν το ωραίο τραγούδι του φινάλε με στίχους του συνθέτη (αλλά κι ένα δάνειο απ’ τον Τ. Σ. Έλιοτ), καλά διδαγμένο απ’ τον Νίκο Βουδούρη. Όχι, όμως, και τα σωστά αλλά «κυριακάτικα» κοστούμια του Χρήστου Μπρούφα. Η παράσταση πάσχει κι ως προς τη διανομή -δεν νομίζω πως ο σκηνοθέτης βοήθησε τους ηθοποιούς. Ο Γιώργος Νινιός (Περικλής), σ’ ένα ρόλο που καθόλου δεν του ταιριάζει, απλώς τον διεκπεραιώνει. Η Κατερίνα Παπαδάκη, πειστική ως φιγούρα αλλά άπειρη και χωρίς τσαγανό Μαργαρίτα, προσπαθεί, κατά το δυνατόν. Σόνια Καλαϊτζίδου, Γιάννης Καραμφίλης, Λευτέρης Λιθαρής, Ευτυχία Σπυριδάκη, Αθηνά Συκιώτη δεν διαπίστωσα κάτι θετικό να προσθέτουν. Ο Γιώργος Σφυρίδης (Βασίλης) κι ο Γιάννης Τσάτσαρης (Σταθμάρχης) προσθέτουν μάλλον κάτι αρνητικό. Η Νεφέλη Ανθοπούλου (Κατερίνα), ανεξέλεγκτη, καλπάζει στην κυριολεξία επί σκηνής, με ποδοβολητά, αλλά καλπάζει και υποκριτικά, έχοντας απωλέσει κάθε μέτρο. Ξεχώρισα θετικά στοιχεία στον μετρημένο Θοδωρή Σκούρτα (Στέφανος) και στον Αριστοτέλη Ζαχαράκη (Ορέστης). Αλλά μια ηθοποιός με 


δυνατότητες πάνω απ’ τον μέσο όρο του δυναμικού του ΚΘΒΕ πιστεύω ότι υπάρχει επί σκηνής: η Ιωάννα Παγιατάκη που από υπέροχη, λεπτεπίλεπτη ενζενί Έντβιγκ στην ιψενική «Αγριόπαπια» του Τάσου Μπαντή και των «Μορφών», στα είκοσι τόσα χρόνια που ’χουν μεσολαβήσει, έχει εξελιχθεί σε μια εξαιρετική ρολίστα. Η Αντιγόνη της φέρει όλη την κατάρα της δύστηνης, κακορίζικης, σάπιας γενιάς των Περδικάρηδων. Μια παραγωγή άρτια για μια παράσταση διεκπεραιωτική και, λόγω διάρκειας αλλά και λόγω έλλειψης δυναμικής, κατά τη γνώμη μου, κουραστική (Φωτογραφίες: Τάσος Θώμογλου). 
(Το πρόγραμμα της παράστασης -επιμέλεια έκδοσης: Γραφείο Εκδόσεων του ΚΘΒΕ- θα μπορούσε να ναι πιο ψαγμένο και πιο εμπεριστατωμένο).

Θεσσαλονίκη, Μονή Λαζαριστών /Σκηνή «Σωκράτης Καραντινός», Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, 14 Οκτωβρίου 2018.