July 29, 2020

Ανθ’ ημών Γουλιμής...

Το Τέταρτο Κουδούνι / Τέτοιες Μέρες, Τέτοια Λόγια... 21

Μέλι, πια, έχει αυτός ο Ούγκο ντε Άνα; Το πρόγραμμα του πρώτου τριμήνου της επόμενης σεζόν 2020/2021 ανάγγειλε η Εθνική Λυρική Σκηνή, μια χαρά είναι, ιδιαίτερα ενδιαφέρον

-και για τη Σκηνή «Σταύρος Νιάρχος» και για την «Εναλλακτική»-, αλλά.... Τσουπ κι επανάληψη -η τρίτη, μαζί με την πρεμιέρα, σ’ οχτώ χρόνια, απ’ το 2012 και το Ηρώδειο- της «Μαντάμα Μπατερφλάι» του αργεντινού σκηνοθέτη. Ενώ προγραμματισμένος για την -καινούργια- σκηνοθεσία της όπερας του Τζάκομο Πουτσίνι ήταν ο Ολιβιέ Πι. Έχω δει, στο Ηρώδειο πάντα, το 2012, απ’ την Λυρική, την «Τόσκα» του Ούγκο ντε Άνα, ξανάχω δει το

2015 την «Τόσκα» του Ούγκο ντε Άνα, έχω δει, ανάμεσα, το 2013, και την «Μπατερφλάι» του Ούγκο ντε Άνα, ξανάδαμε -όχι εγώ, από άποψη δεν την ξανάδα...- το 2017, την «Μπατερφλάι» του Ούγκο ντε Άνα κι έχω σχηματίσει γνώμη για τις δυνατότητες του σκηνοθέτη -που θέλει να υπογράφει και σκηνικά και κοστούμια.

Η παραγωγή της όπερας του Τζάκομο Πουτσίνι με τον Ολιβιέ Πι κρίθηκε ότι, με τις συνθήκες που επικρατούν, σε σχέση με την πανδημία, πρέπει να αναβληθεί και να μεταφερθεί τη σεζόν 2022/2023. Προς το παρόν, λοιπόν, ας αρκεστούμε σε Ούγκο ντε Άνα, γι άλλη μια φορά. Ανθ’ ημών Γουλιμής... Ας ελπίσουμε, πάντως, μια και πρόκειται για «αναβίωση» και «καινούργια εκδοχή», ότι ο φλύαρος, συμβατικός κι επιφανειακός σκηνοθέτης θα βγάλει, τουλάχιστον, απ’ την παράσταση τους Νίντζα -διότι έως και Νίντζα είχε! (Βλέπε totetartokoudouni.blogspot.com, 8 Αυγούστου 2013).

Κι ας ζήσουμε με την ισχυρότερη ελπίδα ότι στις 12 Σεπτεμβρίου του 2021 θ’ ακούσουμε πάλι, όπως ανακοινώθηκε, μετά το 2008, το 2011 και το 2014 και τις τρεις εμφανίσεις του στο Μέγαρο Μουσικής -αλλά κι αυτή τη φορά σε ρεσιτάλ- τον

Γιόνας Κάουφμαν -Ο Τενόρος!- στο Ηρώδειο -συναυλία που ’ταν προγραμματισμένη απ’ την Λυρική για τον ερχόμενο Σεπτέμβριο αλλά, επίσης, αναβάλλεται, για τους ίδιους λόγους.

July 24, 2020

Ο Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου γιορτάζει τα 50 χρόνια του με «Θάνατο του εμποράκου». Σκηνοθετεί ο Νεοκλής Νεοκλέους, Γουίλι ο Γιώργος Μουαΐμης, Λίντα η Λέα Μαλένη.


Το Τέταρτο Κουδούνι / Είδηση

Με τον «Θάνατο του εμποράκου» θα γιορτάσει το 2021 τα 50 του ευδόκιμα χρόνια ο Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου (ΘΟΚ). Το δράμα του Άρθουρ Μίλερ ανεβαίνει τον προσεχή Ιανουάριο, στην Κεντρική Σκηνή, σε σκηνοθεσία Νεοκλή Νεοκλέους, με τον Γιώργο

Μουαΐμη στο ρόλο του Γουίλι Λόμαν και Λίντα Λόμαν την Λέα Μαλένη.

Στο έργο, το καλύτερο, ίσως και, σίγουρα, το πιο γνωστό του συγγραφέα του κι απ’ τα κορυφαία του αμερικάνικου θεάτρου, που ’κανε την πρεμιέρα του το 1949 στην Νέα Ιόρκη -στο Μπρόντγουέι-, σε σκηνοθεσία Ηλία Καζάν, με Γουίλι τον Λι Τζ. Κομπ και Λίντα την Μίλντρεντ Ντάνοκ, είχε εξαιρετική επιτυχία, τιμήθηκε, ως το καλύτερο θεατρικό έργο της χρονιάς, με το Βραβείο «Πούλιτζερ» για Θεατρικό Έργο, το Βραβείο «Τόνι» και το

Βραβείο του Κύκλου Κριτικών Θεάτρου της Νέας Ιόρκης και παίζεται, έκτοτε, αδιαλείπτως σ’ ολόκληρο τον κόσμο αποδεικνύοντας την αντοχή του, ο Άρθουρ Μίλερ αποδομεί το Αμερικάνικο Όνειρο.

Σε μια εποχή όπου οι συνέπειες του κραχ του 1929 είναι ακόμα αισθητές, ο αντιηρωικός ήρωάς του, ο Γουίλι Λόμαν, ο «εμποράκος» του τίτλου, ένας μεσόκοπος, περιοδεύων στις αμερικάνικες Πολιτείες πλασιέ, με την απόδοσή του σε κάμψη, απολύεται απ’ τη δουλειά του και συνειδητοποιεί τι σημαίνει αμείλικτος καπιταλισμός καθώς βλέπει ότι ούτε οι δυο νεαροί γιοι του, ο Μπιφ κι ο Χάπι, πρόκειται να πραγματοποιήσουν τις φιλοδοξίες του/τους, οδηγούμενοι κι αυτοί στην αποτυχία. Η λύση που θα δώσει, απογοητευμένος και απελπισμένος, παρά τη συμπαράσταση της Λίντα, της στοργικής γυναίκας του, θα ναι οριστική...

Είναι η τρίτη φορά που το έργο του Μίλερ ανεβαίνει στην Κύπρο. Πρωτοπαρουσιάστηκε τη σεζόν 1970/1971 στο Θέατρο του ΡΙΚ (Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου), Θέατρο ιστορικής σημασίας για το κυπριακό θέατρο, προκάτοχο του ΘΟΚ, σε  σκηνοθεσία Νίκου Χαραλάμπους, με Γουίλι τον Βλαδίμηρο Καυκαρίδη και Λίντα την Δέσποινα Μπεμπεδέλη -αξιοσημείωτο, ότι τα σκηνικά υπέγραφε ο ζωγράφος και γραφίστας Άντης Ιωαννίδης, πατέρας του Αλκίνοου- ενώ το 1990/1991 ανέβηκε απ’ τον Χρήστο Ζάννο, στο «Σατιρικό Θέατρο» της Λευκωσίας, με πρωταγωνιστές τον Στέλιο Καυκαρίδη και την Πόπη Αβραάμ.

Το πιο πρόσφατο ελληνικό ανέβασμα του «Θάνατου του εμποράκου» στον ελλαδικό χώρο -όπου το έργο πρωτοπαρουσίασε, φυσικά, ο Κάρολος Κουν στο «Υπόγειο» του «Θεάτρου Τέχνης» το 1962/1963, με τον Γιώργο Λαζάνη και την Πόπη Δανιήλ- ήταν μόλις την περασμένη σεζόν 2019/2020, στην Αθήνα, στο «Εμπορικόν», απ’ τον Γιώργο Σκεύα, για τα «Αθηναϊκά Θέατρα», με τον

Δημήτρη Καταλειφό και την Μαρία Καλλιμάνη στους δυο βασικούς ρόλους, παράσταση που διακόπηκε όταν τα θέατρα έκλεισαν λόγω της πανδημίας.

Τον Νεοκλή Νεοκλέους, ως ηθοποιό και σκηνοθέτη, τον έχουμε γνωρίσει στην Ελλάδα

μέσα από διάφορες παραστάσεις. Η πιο πρόσφατη, ο εκτεταμένος ποιητικός μονόλογος «Αποχαιρετισμός» του Γιάννη Ρίτσου, εμπνευσμένος απ’ το θάνατο του Γρηγόρη Αυξεντίου που αντιστάθηκε ηρωικά στην αγγλική κατοχή της Κύπρου και που οι Άγγλοι τον σκότωσαν, μονόλογος τον οποίο έφερε στην Αθήνα κι ερμήνευσε, σε σκηνοθεσία του -έξοχη παράσταση κι ερμηνεία-, στο Ίδρυμα «Μιχάλης Κακογιάννης», στο τέλος της σεζόν 2017/2018. Στον «Θάνατο του εμποράκου», που θ’ ανεβεί στην παλιά μετάφραση που υπογράφουν ο Νίκος Οικονομόπουλος κι ο Μίμης Μπεράχας, ο Νεοκλής Νεοκλέους θα κρατήσει και το ρόλο του Μπεν Λόμαν -του αδερφού του Γουίλι- ενώ τη μουσική έχει αναλάβει ο Γιώργος Καλογήρου.



Να σημειωθεί ότι ο Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου ιδρύθηκε το 1971, πάνω σε οργανωτική μελέτη του ελλαδίτη σκηνοθέτη Τάκη Μουζενίδη που χε κληθεί στην Κύπρο, κι έδωσε την πρεμιέρα της ιδρυτικής παράστασής του στις 18 Νοεμβρίου της ίδιας χρονιάς, στο Δημοτικό Θέατρο Λευκωσίας (απ το 2012 στεγάζεται σε σύγχρονο, καλά οργανωμένο θέατρο), με τον «Αγαμέμνονα» του Αισχύλου, σε σκηνοθεσία του επίσης Ελλαδίτη Νίκου Χατζίσκου ο οποίος ήταν κι ο πρώτος διευθυντής του Θεάτρου. 

Στο μεταξύ, η θητεία του καλλιτεχνικού διευθυντή του ΘΟΚ  Σάββα Κυριακίδη έχει λήξει. Η θέση έχει προκηρυχθεί κι η επιλογή αναμένεται τον Οκτώβριο.

July 22, 2020

Όταν η Επίδαυρος μ’ άρπαξε και δε μ’ άφησε

Το Τέταρτο Κουδούνι / Τέτοιες Μέρες, Τέτοια Λόγια... 20

Η Επίδαυρος άργησε να μπει στη ζωή μου. Δεν ήμουν και πολύ των μετακινήσεων, αυτοκίνητο δεν είχα, φίλους πολλούς δεν είχα... Το Εθνικό, άλλωστε -που, απ’ το 1955, εναρκτήρια χρονιά των επίσημων Επιδαυρίων, έως την Μεταπολίτευση, επί 20 ολόκληρα χρόνια δηλαδή, είχε την αποκλειστικότητα του

Φεστιβάλ Επιδαύρου-, έφερνε τις επιδαύριες παραστάσεις του το επόμενο του πρώτου ανεβάσματος καλοκαίρι στο Ηρώδειο. Βέβαια δεν είναι το ίδιο μια παράσταση σμιλεμένη για την άπλα του θεάτρου του Πολυκλείτου να τη βλέπεις πελεκημένη, καλαφατισμένη ώστε να προσαρμοστεί στο ρομαϊκό ωδείο αλλά αυτά τα ανακάλυψα αργότερα -όταν πήγα στην Επίδαυρο.

Έφτασε το καλοκαίρι του 1978, όμως, για να πάω. Συμπληρώνονταν 40 χρόνια

-11 Σεπτεμβρίου 1938- απ’ την ιστορική -Κατίνα Παξινού, Ελένη Παπαδάκη, Θάνος Κωτσόπουλος, Βάσω Μανωλίδου, Νίκος Ροζάν, Γιώργος Γληνός, Αθανασία Μουστάκα έως κι ο Μάνος Κατράκης βουβός Πυλάδης...- σοφόκλεια «Ηλέκτρα», τη, στη συνέχεια, κοσμογυρισμένη και διεθνώς παινεμένη, με την οποία το Εθνικό άνοιξε επίσημα στη σύγχρονη εποχή το αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου. Ο

Αλέξης Μινωτής, γενικός διευθυντής, τότε, του Εθνικού Θεάτρου, είχε καλέσει, παρά τις διαφορές που τους χώριζαν, τον παραμερισμένο -είχε να σκηνοθετήσει απ’ το 1967 (στο δικό του «Πειραϊκό Θέατρο» που ήταν ανενεργό απ’ το 1968), στο Εθνικό απ’ το 1959 (!)- τον 79χρονο σκηνοθέτη της παράστασης και Δάσκαλο Δημήτρη Ροντήρη

-παράστασή του δεν είχα δει ποτέ-, με το ένδοξο παρελθόν, ν’ αναβιώσει την παράστασή του εκείνη. Με τους ίδιους συντελεστές -η παράσταση του ’38 συνοδευόταν, βέβαια, από ζωντανή ορχήστρα που εδώ δε θα υπήρχε- αλλά με καινούργια, βέβαια, διανομή, που ο Ροντήρης θ’ αντλούσε απ’ το τότε τρέχον δυναμικό του Εθνικού καθώς, μετά από 40 χρόνια, οι πρώτοι διδάξαντες είτε δεν ήταν

στη ζωή πια είτε είχαν παροπλιστεί είτε είχαν γεράσει πολύ. Θα ’ταν η εναρκτήρια παράσταση του Φεστιβάλ Επιδαύρου 1978.

«Να πάμε! Πρέπει, έστω και μια φορά, να δεις τι σημαίνει σκηνοθεσία Ροντήρη» μου ’πε ο φίλος μου ο Γιάννης. Και πήγαμε. Με πούλμαν -κάποιο γραφείο είχε δρομολογημένα ειδικά για την παράσταση, πήγαμε κι αμέσως μετά γυρίσαμε.

Ο χώρος, τα ερείπια του Ασκληπιείου, το μικρό μουσείο αλλά, πάνω απ’ όλα, αυτό καθαυτό το θέατρο με συνεπήραν. Αυτή την πρώτη αίσθηση μπορεί να μην την ξανάχα ποτέ αλλά, κάθε φορά, μα κάθε φορά που πηγαίνω εκεί, συνειδητοποιώ ότι την ομορφιά του χώρου αυτού, τον τρόπο

που σου επιβάλλεται δεν τα ’χω ξεπεράσει ποτέ. Ό,τι και να δω, όσο μέτρια ή κακή και να ’ναι η παράσταση, ακόμα κι αν εκνευριστώ ή θυμώσω απ’ αυτό που είδα, τις εντυπώσεις μου επικαλύπτει η μαγεία του χώρου. Ειδικά η στιγμή εκείνη που η παράσταση πάει ν αρχίσει κι ο ορίζοντας βάφεται με τα χρώματα του δειλινού.

Επί του προκειμένου. Ο Ροντήρης είχε γεράσει πια ήταν στα 79-, η σκηνοθεσία του, ο τρόπος του είχαν γεράσει πια. Έφυγα με μια αίσθηση πληρότητας στο άκουσμα του λόγου, μιας πεντακάθαρης, άψογης εκφοράς του -ομαδικής απ’ τον Χορό-, ενός εκπληκτικού ρυθμού, μιας πλήρους μουσικότητας αλλά τίποτα δε με ζέστανε. Όλα έμοιαζαν ψυχρά και, ενίοτε, ακούγονταν στομφώδη. Η Ελένη Χατζηαργύρη ήταν η Ηλέκτρα, η Αλέκα Κατσέλη η Κλυταιμνήστρα, η Έλλη Βοζικιάδου η Χρυσόθεμις, Ορέστης ο Χρήστος Πάρλας, Παιδαγωγός ο Γκίκας Μπινιάρης, Αίγισθος ο Νίκος Τζόγιας -κανείς τους δε ζει πια. Όλοι, υποταγμένοι τυφλά στη διδασκαλία -όργανα ορχήστρας.

Η μετάφραση ήταν η κλασική του Ιωάννου Γρυπάρη, τα σκηνικά-γεωμετρία του Κλεόβουλου Κλώνη, τα απολύτως λιτά κοστούμια του σπουδαίου Αντώνη Φωκά, η μουσική του Δημήτρη Μητρόπουλου, χορογράφος η Λουκία -όλοι οι συνεργάτες της παράστασης του ’38 (που χε ανεβεί για πρώτη φορά στο Ηρώδειο το 1936)- κι η μουσική διδασκαλία της Έλλης Νικολαΐδου.

Φύγαμε με μια αίσθηση απογοήτευσης. Αλλά και με μια αίσθηση ότι καταλάβαμε, έστω και καθυστερημένα, τι σήμαινε Ροντήρης στην εποχή του -γιατί σήμαινε πολλά. Επέπρωτο να ’ναι η τελευταία του παράσταση -πέθανε το 1981.

Προσωπικά έφυγα με την αίσθηση, προπαντός, ενός χώρου που με συνάρπασε. Έκτοτε πήγα πολλές, πάρα πολλές, μα πάρα πολλές φορές στην Επίδαυρο. Κοιμήθηκα στο «Ξενία», έφαγα πρωινό εκεί, είδα νύχτα, άδειο, το θέατρο, είδα εκεί παραστάσεις που μ’ απογοήτευσαν -πολλές...-, κρατώ σα φυλαχτό αυτές -τις λίγες- που με συνεπήραν -με πρώτες την «Αντιγόνη» του Λευτέρη Βογιατζή και το «Ορφέας και Ευρυδίκη» της Πίνα Μπάους

αλλά εκείνη την αίσθηση της πρώτη φορά Επιδαύρου δε θα την ξεχάσω. Ποτέ. Ήταν 1 ή 2 Ιουλίου 1978. Ήμουν στα 28 (Το σκίτσο από την παράσταση, της Έλλης Σολομωνίδη-Μπαλάνου για την «Καθημερινή»).