July 27, 2013

Την καλιαρντοσύνη μην την κλαις, νάτη πετιέται από ξαρχής…



Το έργο. Δέκατο έτος του _ ουσιαστικά εμφύλιου _ πολέμου Αθήνας - Σπάρτης και των συμμάχων τους, που ονομάστηκε εκ των υστέρων Πελοποννησιακός, ενός πολέμου καταστρεπτικού, και οι Αθηναίοι έχουν κουραστεί. Ο Τρυγαίος, πολίτης αθηναίος, αποφασίζει να κινηθεί μόνος και να προσπαθήσει να δώσει τέλος στον πόλεμο. Τρέφει ένα σκαθάρι που γίνεται ολόκληρο θηρίο, το καβαλάει και ανεβαίνει στον ουρανό να κουβεντιάσει το θέμα με τον Δία. Οι Θεοί, όμως, απογοητευμένοι από τους ανθρώπους και την πολεμική μανία τους, έχουν εγκαταλείψει τα ενδιαιτήματα τους _ όπως τον πληροφορεί ο Ερμής, ο μόνος που βρίσκει γιατί τον άφησαν να φυλάει την περιουσία τους _ και έχουν πάρει των ομματιών τους επιτρέποντας στον Πόλεμο να αλωνίζει: έχει ρίξει την Ειρήνη σε μπουντρούμι και κοπανίζει τις πόλεις στο γουδί του.
Καλεί τότε ο Τρυγαίος τους αγρότες αλλά και τους τεχνίτες και τους εμπόρους, που όλους τους ταλαιπωρεί η σύρραξη, μαζί να ελευθερώσουν την Ειρήνη από τη φυλακή της _ παρά τις ρητές περί του αντιθέτου εντολές του Δία. Ανταποκρίνονται και το καταφέρνουν. Η όμορφη Ειρήνη παρουσιάζεται σιωπηλή και, μαζί της, άλλες δύο όμορφες, η Οπώρα και η Θεωρία. Αρχίζουν τα πανηγύρια. Διάφορους θιγόμενους, λόγω συμφερόντων, από τη λήξη του πολέμου, οι οποίοι εμφανίζονται διαμαρτυρόμενοι, ο Τρυγαίος τους περιπαίζει και τους ξαποστέλνει. Και, τελικά, αφού παραδίδει την Θεωρία στην Βουλή, παντρεύεται την Οπώρα. Το έργο κλείνει με το γαμήλιο γλέντι τους.
Ο Αριστοφάνης στην «Ειρήνη» του (421 π.Χ.) υμνεί τα αγαθά της ειρήνης με μία πηγαία κωμικότητα αλλά και με ένα λυρισμό συγκινητικό: ένα φιλειρηνιστικό έργο που δεν το φορτώνει με πολλά ευρήματα, ένα έργο με το οποίο εκφράζει τη λαχτάρα των συμπολιτών του για τερματισμό του πολέμου και που γίνεται προάγγελος της Νικίειου Ειρήνης (η οποία επρόκειτο να συναφθεί αμέσως κατόπιν και άντεξε επτά χρόνια), ένα έργο, όπως έχουν έρθει τα πράγματα, εξαιρετικά επίκαιρο στο διηνεκές. Δεν μπορώ, βέβαια, να κρύψω πως, από την Παράβασή του στην οποία  ο Αριστοφάνης υπερασπίζεται το έργο του και μιλάει για τον εαυτό του και εναντίον των ομοτέχνων του με όχι τόσο ισχυρά επιχειρήματα, προσωπικά πιστεύω πως αναδύεται ένα υπερεξογκωμένο Εγώ και μία πολύ αντιπαθητική ματαιοδοξία...
Η σκηνοθεσία. Ο σκηνοθέτης Σωτήρης Χατζάκης ένα βασικό μέλημα προφανώς είχε: να κάνει το κοινό του να χαχανίσει. Δεν είναι δύσκολο, αν έχεις Αριστοφάνη στα χέρια σου. Αρκεί να το θέλεις. Βασικός μοχλός του, η παρουσίαση του Ερμή, χωρίς να υπάρχει κανένα πάτημα στο κείμενο, ως «αδερφής». «Κραγμένης αδερφής». Πολύ «κραγμένης αδερφής». Τραβεστί. Με κόκκινες, ντυμένες με μαύρο δαντελένιο πλέγμα μπότες με τακούνια και φιούμπες, με κορσάζ και με σούπερ μίνι κόκκινο φουστάκι. Ενός Ερμή που να σειέται και να λυγιέται. Που να αυτοθαυμάζει τον «θεϊκό» του κώλο. Που να του φωνάζουν «είσαι θεά». Ενός Ερμή δίκην «κραγμένης» της _ πολύ _ φτηνής επιθεώρησης. Ο οποίος συνεννοείται με τον Τρυγαίο στα καλιαρντά. Διότι, ναι, ο Ερμής στην παράστση ομιλεί την καλιαρντήν _ «η κατέ», «τζους» κλπ.  Ή χρησιμοποιεί εκφράσεις του τύπου «ως που να πεις χλωροπουτανόλη…». Και δεν νομίζω πως αυτή ήταν η επιλογή του μεταφραστή Κ. Χ. Μύρη. Ο οποίος μπορεί, αν και μεταφράζει υπέροχα τα λυρικά μέρη της κωμωδίας, να  αφήνεται σε χοντροκοπιές αποδίδοντας τις αριστοφανικές βωμολοχίες αλλά δεν πιστεύω, αν και δεν έχω το κείμενό του στα χέρια μου, να μεταφράζει στα καλιαρντά…
Μία παρένθεση εδώ. Επιμένω ότι οι αριστοφανικές βωμολοχίες σε μία κοινωνία όπως η αθηναϊκή του 5ου  αιώνα π.Χ., είκοσι πέντε αιώνες πριν, θα πρέπει να ηχούσαν εντελώς διαφορετικά απ’ ό,τι η ακριβής μετάφρασή τους σήμερα. Δηλαδή να παρήγαγαν γέλιο αλλά να μην ακούγονταν χυδαίες όπως ακούγονται οι σε ακριβή μετάφραση λέξεις σήμερα, σε μία κοινωνία στην οποία έχουν επικαθήσει είκοσι αιώνες χριστιανικής «ηθικής». Άρα ο μεταφραστής, αφού, όπως ισχυρίζεται σε σημείωμά του στο πρόγραμμα της παράστασης, πιστεύει πως πρέπει ο Αριστοφάνης σήμερα να αναλογίζεται και αφού στην Παράβαση βγάζει το άχτι του για τις σύγχρονες αναγνώσεις του αρχαίου δράματος αναλογίζοντας, θα έπρεπε να αναλογίζει στη μετάφρασή του και τις βωμολοχίες.
Γύρω από το εύρημα αυτό του Ερμή - «κραγμένης» ο Σωτήρης Χατζάκης πλέκει μία παράσταση σωστών ρυθμών και χωρίς ευτυχώς τις λαϊκίστικες φτήνιες στις οποίες είχε πνίξει το 2010 τους «Αχαρνής», τον προηγούμενο Αριστοφάνη του _ με το ΚΘΒΕ επίσης. Αλλά και μία παράσταση κοινότοπη μέχρι αηδίας. Όπου τα πάντα τα έχεις ξαναδεί ή ακούσει _ σε παραστάσεις του Κουν, του Σολομού, του Μπάκα, του Ευαγγελάτου, του Τσιάνου… Με τις κόρες του Τρυγαίου που πολλαπλασιάζονται σε έξι να τις παίζουν άντρες ηθοποιοί. Με εκατοντάδες εκτός κειμένου προσθήκες για την  τρόικα, και το ΔουΝουΤου, και τον Τσοχατζόπουλο και, και… Με θεόσαχλα, σιτεμένα αστεία ή ανέκδοτα του στιλ «χιλιάδες λιλιπούτειοι καρναβαλιστές έχουν κατακλύσει το λιμάνι της Πάτρας», που να αναρωτιέσαι: «Μα είναι δυνατόν;». Και όμως είναι.
Τη χαριστική βολή _ ένα δοξαστικό στο κιτς _ δίνει η Έρση Δρίνη με το παιδαριωδώς παρατακτικό, δήθεν ναΐφ σκηνικό της, αδιάφορα φωτισμένο από τον Αντώνη Παναγιωτόπουλο, και με τα κάθε καρυδιάς καρύδι κοστούμια της με αποκορύφωμα αυτό του Ερμή. Νισάφι! Ο Μίνως Μάτσας, που υπογράφει τη μουσική, σαν να έχει αρμέξει από διάφορες πηγές _ από «Ντιρλαντά» και άλλα παραδοσιακά και καντάδες και «Μινόρε της αυγής» σε εκδοχή τάνγκο μέχρι Κραουνάκη και Θεοδωράκη _ δημιουργώντας ένα χωρίς ενιαίο ύφος μουσικό παστίς αλληλοσυγκρουόμενων κομματιών με καλές και αδιάφορες στιγμές, που με δυσκολία μπορείς να το χαρακτηρίσεις πρωτότυπη μουσική. Πολύ καλή, πάντως, η μουσική διδασκαλία του Νίκου Βουδούρη με εξαιρετική, όπως πάντα, τη φωνή της Κατερίνας Γιαμαλή. Τις χορογραφίες της Κικής Μπάκα τις βρήκα χωρίς ιδιαίτερη έμπνευση, ενταγμένες σε μία ανάλογη παράσταση.

Ερμηνείες. Οι ηθοποιοί ό,τι μπορούνε κάνουν. Ο καλός Φάνης Μουρατίδης όμως το παρακάνει: η τραβεστί Ερμής του  παρά είναι για κράξιμο. Και με πολύ φτηνά μέσα φτιαγμένη. Ο Γιώργος Κωνσταντίνου, του οποίου την παρουσία εκμεταλλεύεται η σκηνοθεσία, αειθαλής, έχει, όπως πάντα, σκηνικό κύρος στο έστω και μικρό κομμάτι της Παράβασης που του έχει ανατεθεί.
Από τους υπόλοιπους, ξεχώρισα τον Βασίλη Σεϊμένη, ηθοποιό με μέγεθος, στον Πόλεμο _ όχι όμως και ως Κορυφαίο της Παράβασης όπου είναι εντελώς χύμα _ και τον Ευάγγελο Χαλκιαδάκη, καραγκιοζίστικο Τάραχο. Βρήκα πολύ σφιγμένο τον καλό Βαγγέλη Χατζηνικολάου στο Α΄ Παιδί.
Ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος, ένας εξαίρετος, μετρημένος κωμικός που μπορεί να παίζει με αποχρώσεις. είναι αποδοτικός Τρυγαίος. Αλλά δεν έχω πειστεί πως έχει το κατάλληλο για ανοιχτούς χώρους μέγεθος. Ίσως περιμένει τον κατάλληλο σκηνοθέτη να το αναδείξει.
Το συμπέρασμα. Ερμής τραβέλι, άντρες να υποδύονται τις Κόρες, όταν βγήκαν και τα επίσης σεινάμενα και κουνάμενα Παπαδάκια να συνοδεύουν τον Ιεροκλή, ε, άρχισα να έχω παραισθήσεις: ό,τι δεν είχα πάει στην Επίδαυρο να δω Αριστοφάνη αλλά στις «Κούκλες» για drag show… Αν αυτός είναι ο Αριστοφάνης που σας ευθυμεί, μπορεί και να διασκεδάσετε. Εγώ πάντως σας προειδοποίησα.

Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, Φεστιβάλ Επιδαύρου, 26 Ιουλίου 2013.

July 26, 2013

Ο Αλέκος μπήκε στον παράδεισο!




Το έργο. Αλέκος Σακελλάριος: δημοσιογράφος, χρονογράφος, ευθυμογράφος, συγγραφέας θεατρικός _ κωμωδιών (στις πιο επιτυχημένες με συν-συγγραφέα τον Χρήστο Γιαννακόπουλο) που έγραψαν και παίζονται ακόμα και επιθεωρήσεων _, στιχουργός, σεναριογράφος, σκηνοθέτης στον κινηματογράφο και στο θέατρο… Έγραψε ιστορία. Έξοχος, αξιοζήλευτος, απολαυστικός δάσκαλος του χρονογραφήματος, συγγραφέας με χιούμορ, με αίσθηση της ατάκας, με αίσθηση της οικονομίας, με έξυπνα θέματα πριν εξαντληθεί και «ευκολύνει», προς το τέλος, τις επιλογές του.

Συμπληρώνονται φέτος εκατό χρόνια από τη γέννησή του. Και ο Δημήτρης Μαλισσόβας ετοίμασε με τον ευφυή τίτλο «Ο Αλέκος βγήκε απ’ τον παράδεισο» ένα μουσικοθεατρικό θέαμα _ που παίχτηκε το χειμώνα και επαναλαμβάνεται τώρα _ αφιερωμένο στον Αλέκο Σακελλάριο. Έδεσε, με σύμβουλο την Τίνα Σακελλάριου, μία επιλογή χαρακτηριστικών χρονογραφημάτων του συγγραφέα που συνδέονται με στιγμές της ζωής του και αποσπάσματα από την αυτοβιογραφία (ή από συνεντεύξεις του;) με μία ευρύτατη γκάμα τραγουδιών σε στίχους του και με κείμενα δικά του _ εικάζω, γιατί στο μονόφυλλο που μοιράζεται στο θέατρο μόνον ως σκηνοθέτης αναφέρεται.

Εύκολη δουλειά θα μου πείτε _ ο Σακελλάριος άφησε ένα μεταλλείο κειμένων και στίχων να διαλέξεις. Πολύ δύσκολη, θα σας απαντούσα διαφωνώντας. Εφόσον θέλεις να κάνεις δουλειά σοβαρή και όχι στο πόδι, όπως συνήθως συμβαίνει στις περιπτώσεις αυτές του «ελαφρού» θεάτρου και της «ελαφράς» μουσικής, όπου ετοιμάζονται βιβλία, βιογραφίες, αυτοβιογραφίες, παραστάσεις, θεάματα… στο άρπα - κόλλα. Ο Δημήτρης Μαλισσόβας, αντίθετα, επέλεξε _ και η επιλογή θα πρέπει να ήταν ακόμα πιο δύσκολη στη δεδομένη περίπτωση λόγω ακριβώς του πακτωλού τού υλικού _ κείμενα και τραγούδια που δένονται μεταξύ τους εξαιρετικά. (Κι ας αποσιωπάται βέβαια η συνεργασία του Σακελλάριου με τον χουντικό «Ελεύθερο Κόσμο»…). Η σύνθεσή του για δύο πρόσωπα _ ο Σακελλάριος και μία γυναίκα που υποδύεται γυναίκες της ζωής του, από τη μητέρα του μέχρι συζύγους του _, με εντυπωσιακή επιδεξιότητα περνάει από το τρίτο πρόσωπο και την αφήγηση στο πρώτο πρόσωπο θεμελιώνοντας θεατρικότητα απρόσμενη.

Η παράσταση. Ο ίδιος ο Δημήτρης Μαλισσόβας υπογράφει και τη σκηνοθεσία. Και τη σύνθεσή του αυτή την παρουσιάζει ανάλαφρα, όπως ταιριάζει στο θέμα του, με εξαίρετους ρυθμούς, καλόγουστα και με πολύ χιούμορ απόλυτα συμβατό με το χιούμορ του Σακελλάριου της εποχής της ακμής του.

Καθοριστική η συνεργασία στο μουσικό μέρος της παράστασης του έμπειρου Νίκου Λαβράνου που υπογράφει τις ενορχηστρώσεις και ακαταπόνητος διευθύνει ορμητικά την καλή ζωντανή ορχήστρα ενώ τα κοστούμια του Miltos που αλλάζει η Χριστίνα Αλεξανιάν ανεβάζουν την αισθητική της παράστασης.

Οι ηθοποιοί. Η Χριστίνα Αλεξανιάν έχει μέτρο, γούστο, ελαφράδα και αυτό που ονομάζουμε τάλαντο. Χωρίς να έχει ρόλο να υποστηρίξει, με χιούμορ και με μέτρο, δίνει το μέγιστο δυνατόν. Η φωνή της, πολύ καλή στην αρχή, δείχνει στη συνέχεια να κάμπτεται και να χάνει τους σωστούς τόνους. Αυτό είναι και το μόνο πρόβλημα της παράστασης, που εξαιτίας του το δεύτερο μέρος πέφτει κάπως _ τη βραδιά που το είδα εγώ, τουλάχιστον. Αλλά, επειδή πρόκειται για ηθοποιό και όχι τραγουδίστρια, κολάζεται.

Εκείνος που για μένα ήταν η έκπληξη είναι ο Αλέξανδρος Μπουρδούμης. Έχω διαπιστώσει πως έχει ικανότητες και φωνάρα και τον βλέπω πάντα να προσπαθεί το καλύτερο ανεξαρτήτως αποτελέσματος. Αλλά ποτέ δεν τον έχω δει τόσο καίριο, τόσο άμεσο, με τόσο χιούμορ, σε τόση _ διαρκή! _ επαφή με το κοινό, σε τόση ετοιμότητα ενώ ούτε σε ρόλο πατάει ούτε τα κείμενα που έχει να υπερασπιστεί είναι θεατρικά _ χρονογραφήματα είναι. Ίσως στο είδος αυτό έχει το χάρισμα που πρέπει να το εκμεταλλευτεί. Προσέχοντας μόνο το σώμα του που το έχει αφήσει να βαρύνει με αποτέλεσμα να βαραίνει την κίνησή του.

Το συμπέρασμα. Μία υποδειγματικής δροσιάς  μουσικοθεατρική παράσταση που ανατρέπει την εικόνα πως ελαφρό θέαμα = φτηνό θέαμα. Θα το απολαύσετε, ειδικά αν είστε και… κάποιας ηλικίας.



Θέατρο «Badminton» / Μουσικό Προαύλιο, 16 Ιουλίου 2013

July 25, 2013

Το θαύμα του χορτασμού των πεντακισχιλίων από τον Κύριο Ημών υπουργό Πολιτισμού…


Το Τέταρτο Κουδούνι / 25 Ιουλίου 2013

Δε θα θιγεί το Φεστιβάλ Αθηνών απ’ τη μεταφορά του υπουργείου Πολιτισμού στα κτίρια του εργοστασίου Τσαούσογλου _ «Πειραιώς 260» το ξέρουμε εμείς… _ δήλωσε ο ΥΠΠΟΑ Πάνος Παναγιωτόπουλος. Δηλαδή, για να καταλάβω, οι δεκαεφτά, όπως διάβασα, Υπηρεσίες του ΥΠΠΟΑ θα χωρέσουν στην «Πειραιώς 260» ΜΑΖΙ με το Φεστιβάλ; Δεν έχω πλήρη χωροταξική εικόνα του συγκροτήματος αλλά, εμένα, ολίγον στο θαύμα του χορτασμού των πεντακισχιλίων απ’ τον Κύριο Ημών Ιησού Χριστό μού κάνει αυτό. Έχει αρχίσει δε να μου δημιουργείται η εντύπωση πως αυτός ο υπουργός είναι οπαδός της παροιμίας «και την πίτα ολόκληρη, και το σκύλο χορτάτο»… Εκτός κι αν εννοεί πως θα βάλουν το Φεστιβάλ σε τίποτα αποθηκούλες που θα τους ξεμείνουν. Όσο για την ατάκα «προχωράει με ταχύτητα το θέμα της μεταφοράς», ε, ναι, ήταν μια πηγή ευθυμίας και γέλιου ασυγκράτητου στις ζοφερές μέρες που ζούμε. Εδώ είμαι κι εδώ είστε και θα τα ξαναπούμε…


«Ένας εχθρός του λαού» ανάρπαστος! Φαίνεται πως το έργο του Ίψεν έχει ξαφνικά αποκτήσει επικαιρότητα τρομερή. Το χειμώνα είδαμε το έργο στην Αθήνα σε σκηνοθεσία Στέφανου Ληναίου, με τον ίδιο και την Έλλη Φωτίου, στο «Άλφα» αλλά και στις «Μορφές Έκφρασης» με σκηνοθέτη τον Νίκο Περέλη απ’ τον Θωμά Κινδύνη που τώρα κάνει καλοκαιρινή περιοδεία με το έργο _ σε σκηνοθεσία που υπογράφει ο ίδιος πλέον, δηλαδή είναι άλλη παράσταση; «Εχθρό του λαού» είδανε και στην Θεσσαλονίκη σε διασκευή – σκηνοθεσία Μαρίας Μπαλτατζή στην αίθουσα «Πολιτεία Θεάτρου». Ο Τόμας Όστερμάγιερ έφερε προ ολίγων ημερών με την «Σάουμπίνε» του τη δική του, πολύ ενδιαφέρουσα εκδοχή του «Εχθρού» στο Φεστιβάλ Αθηνών (όπου ο κ. Ληναίος δεν παρέλειψε να παραστεί και να εκφράσει μεγαλοφώνως, στα πρόθυρα του εγκεφαλικού σχεδόν, τις απόψεις του κατά της γερμανικής παράστασης απαιτώντας _ εντελώς άσχετο… _ τις πολεμικές αποζημιώσεις που μας χρωστάει η Γερμανία, όχι ο Όστερμάγιερ κι η «Σάουμπίνε»). 
Τώρα διαβάζω στο δελτίο Τύπου που μου στείλανε, «Εχθρό του λαού» θα παρουσιάσει κι ο Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου τον επόμενο χειμώνα. Σκηνοθέτης, ο παλιός μας καλός γνώριμος, ο Σέρβος Νικίτα Μιλιβόγιεβιτς. Ο οποίος, μάλιστα, μαθαίνω πως αυτόν τον καιρό παρουσίασε το Πρώτο Μέρος του «Ερρίκου Δ΄» του Σαίξπηρ στην Μπίτολα (Μοναστήρι) της γειτονικής χώρας, της υφ’ ημών επονομαζομένης πουΓουΔουΜου. Όπου, παρακαλώ, οργανώνεται _ σήμερα λήγει _ Διεθνές Φεστιβάλ Σαίξπηρ μ’ εφτά θιάσους _ μέχρι κι από Κίνα. Κι όπου ο «Ερρίκος Δ΄» _ κάτι σαν άξονας του Φεστιβάλ _ παρουσιάστηκε πλήρης _ και τα τρία ανεξάρτητα Μέρη του, όπως ακριβώς παίχτηκαν πέρσι στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Σέξπιρ που οργανώθηκε στο Λονδίνο, στο πλαίσιο της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας η οποία συνόδευε τους εκεί Ολυμπιακούς Αγώνες: το καθένα από διαφορετικό θίασο και σκηνοθέτη.  
Το πρώτο, του Μιλιβόγιεβιτς, από σέρβικο _ το Εθνικό Θέατρο της Σερβίας, απ’ το Βελιγράδι _, το Δεύτερο από θίασο αλβανικό _ το Εθνικό Θέατρο της Αλβανίας, από Τίρανα _ και το Τρίτο απ’ το ντόπιο Εθνικό Θέατρο της Μπίτολα.


Είναι η χειρότερη, ίσως, θεατρική είδηση της χρονιάς -εμένα με πόνεσε: η «Μικρή Πόρτα» της Ξένιας Καλογεροπούλου αναστέλλει τη λειτουργία της. Χωρίς να ’χει δώσει κανένα σημάδι γήρατος και παρακμής. Μετά από σαράντα ένα χρόνια συνεχούς παρουσίας ο θίασος, ο ταμένος στην ψυχαγωγία του Παιδιού, που ξεκίνησε ως Παιδική Σκηνή του θιάσου Γιάννη Φέρτη – Ξένιας Καλογεροπούλου για να μετεξελιχθεί σε «Μικρή Πόρτα», δε θα λειτουργήσει «τουλάχιστον την επόμενη σεζόν». Ούτε το θέατρο «Πόρτα». «‘Θα το κλείσουμε για ένα χρόνο για να πάρουμε κουράγιο’, αναφέρει σε δηλώσεις της η Ξένια Καλογεροπούλου και υποστηρίζει πως ‘επειδή πια το θέατρο για παιδιά έχει γίνει κάπως περίεργο, με όλα αυτά τα θεάματα, θέλουμε να το ψάξουμε πριν ξαναξεκινήσουμε» διαβάζω στα «Νέα».
Όσα χρωστάμε εμείς και τα παιδιά μας και τα παιδιά πια των παιδιών μας στην Ξένια Καλογεροπούλου που ίδρυσε την «Μικρή Πόρτα» και την κράτησε μαζί με τους πιστούς ανθρώπους της και την εμψύχωσε ολ’ αυτά τα χρόνια είναι εν πολλοίς γνωστά. Η ιστορία του θεάτρου μας θα τα γράψει. Θεωρώ εαυτόν ευτυχή που απ’ το ’72 και τον «Πινόκιο» κάθε χρόνο πέρναγα από ’κει, απ’ το «Αθηνά» πρώτα, απ’ την «Πόρτα» κατόπιν _ μόνο τον πρώτο «Μορμόλη» δεν είδα γιατί ήμουνα φαντάρος _, και ξεπλενόμουνα. Και είμαι διπλά ευτυχής που πέρσι πρόλαβα να πάω για πρώτη φορά εκεί, την Ζωίτσα μου, την τετράχρονη, και την Σοφούλα μου, την τρίχρονη, με τη μαμά τους και να δούμε την «Μικρή γοργόνα», ένα μικρό διαμάντι σε σκηνοθεσία του Θωμά Μοσχόπουλου. Μπορεί κάποτε να το θυμούνται.
Κρατάω μνήμες αξέχαστες θεάτρου που σπαρταρούσε απ’ τα χρόνια αυτά, κρατάω σα φυλαχτό αυτή την τελευταία (;) παράσταση και θέλω να ελπίζω πως η «Μικρή Πόρτα» μπορεί να αναγεννηθεί απ’ τις στάχτες της. Εκεί θα ’μαι. Κυρία Ξένια Καλογεροπούλου, Σας ευχαριστούμε.







Nα λοιπόν που βρέθηκε στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης να περισσεύει μια αποθήκη για ν' αποκτήσει άλλη μια αίθουσα (άλλη μια;;;;!!!) το ΚουΘουΒουΕ το χειμώνα. Για την άστεγη πλέον Πειραματική Σκηνή της «Τέχνης» που ΤΟΣΑ πρόσφερε επί ΤΟΣΑ χρόνια στη θεατρική ζωή της πόλης δε βρίσκεται; Χρόνια τώρα είναι που ετέθη το θέμα κι άκουγα να προσκρούει σε κάτι δικαιολογίες του τύπου «υπάρχουν δυσκολίες με τον ΟΛΘ (σ.σ. Οργανισμός Λιμένος Θεσσαλονίκης)». Για το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου βρέθηκαν χώροι στο λιμάνι, χώρος για το Μουσείο Φωτογραφίας βρέθηκε, για το Μουσείο Κινηματογράφου βρέθηκε, για το Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης βρέθηκε, βρέθηκε τώρα και για το ΚΘΒΕ… Για την Πειραματική τόσο δύσκολο είναι; Τι ντροπή για τον ΟΛΘ! Τι ντροπή για την Θεσσαλονίκη… 


 




Σας έγραφα στο «Τέταρτο Κουδούνι» στις 27 Ιουνίου πως το θέατρο «Άλμα» περνάει ως θεατρική επιχείρηση, τον επόμενο χειμώνα, στα χέρια του Φάνη Κιρκινέζου του «Ακροπόλ», ο οποίος θα στεγάσει θίασο υπό τον Στέλιο Μάινα με τον Κώστα Φιλίππογλου σκηνοθέτη. Στο «Βήμα», μάλιστα, η Μυρτώ Λοβέρδου, λίγες μέρες μετά, έγραψε λεπτομέρειες για το ολανδικό έργο που επρόκειτο ν’ ανεβάσουν.

Αλλά ο Φάνης Κιρκινέζος έκανε την τελευταία στιγμή πίσω και τόσο το «Άλμα» _ όπου η Κατερίνα Μαραγκού κι ο Βίλης Ανδρέου, οι ιδιοκτήτες του, δεν πρόκειται ν’ ανεβάσουν δική τους παραγωγή _ όσο κι ο θίασος και το έργο έμειναν ορφανά. Συμβαίνουν κι αυτά…



«Μ’ ενδιαφέρουν οι θεσμοί αλλά όχι οι θέσεις» δήλωσε σε συνέντευξη του ο Γιώργος Κιμούλης. Μα, αν δεν απατώμαι, δεν είχε προ ετών αναλάβει την καλλιτεχνική διεύθυνση του ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας;

July 23, 2013

Απογοήτευση δια χειρός Αβδελιώδη


Το έργο. Ο Δον Περλιμπλίν, εργένης συνεσταλμένος, έχει πενηνταρίσει. Και πρέπει να νοικοκυρευτεί. Η υπηρέτρια του, η Μαρκόλφα, τον πιέζει να κάνει γυναίκα του τη νεαρή _ όμορφη αλλά πολύ νεότερη από τον Περλιμπλίν και εντελώς ακατάλληλη… _ γειτονοπούλα του, την Μπελίσα. Η οποία πείθεται από τη μάνα της να δεχτεί, μια και ο γέρος τον φυσάει τον παρά. Ο Περλιμπλίν, παρά τους δισταγμούς του, θα προχωρήσει στο γάμο. Αλλά η πρώτη νύχτα ναυαγεί: αντί να  ανταποκριθεί στα συζυγικά του καθήκοντα, ο Περλιμπλίν κοιμάται ενώ η αδίστακτη Μπελίσα τον απατά μπάζοντας στο δωμάτιο πέντε (!) εραστές. Το παράδοξο είναι πως ο κερατάς πλέον Περλιμπλίν, ενώ αντιλαμβάνεται τι παίζει και αποδέχεται την κατάσταση, νοιώθει να φουντώνει η αγάπη που ως τότε δεν ένοιωθε για τη γυναίκα του _ αγάπη άδολη. Η Μπελίσα, όμως, θα ερωτευτεί: έναν νεαρό άντρα που τριγυρίζει το σπίτι σκεπασμένος με μία κόκκινη κάπα και με κρυμμένο πρόσωπο. Ο Περλιμπλίν, όταν βεβαιώνεται για το πάθος της, φεύγει λέγοντάς της πως θα τον σκοτώσει. Γυρίζει στη σκηνή με κρυμμένο πρόσωπο, τυλιγμένος με την κόκκινη κάπα του εραστή και μαχαιρωμένος στην καρδιά. Ο νέος δεν ήταν παρά ο ίδιος, μεταμφιεσμένος. Και ο ίδιος ήταν που κάρφωσε το μαχαίρι στην καρδιά του. Η υπέρτατη θυσία! Ο Περλιμπλίν ξεψυχάει αλλά έτσι η Μπελίσα θα καταλάβει ποια είναι η αληθινή αγάπη και θα αποκτήσει ψυχή.
Στο μεγάλο μονόπρακτό του «Περλιμπλίν και Μπελίσα» (πρώτη παράσταση 1933) _ «ερωτικό αλληλούια με ένα πρόλογο και τρεις σκηνές» το χαρακτηρίζει _ ο Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα ξεκινάει από το μοτίβο μιας γκροτέσκας λαϊκής φάρσας _ ο γέρος και η νεαρή, άπιστη σύζυγος  _ αλλά το αναπτύσσει με εξαιρετική συμπύκνωση σε ένα απέραντα τρυφερό, συγκινητικό ποιητικό δράμα απεγνωσμένης αγάπης, ίσως με στοιχεία αυτοβιογραφικά. Ο έρωτας και ο θάνατος ήταν, εξάλλου, οι εμμονές του.
Η παράσταση. Δεν ήταν δύσκολο για τον εκλεκτό σκηνοθέτη Δήμο Αβδελιώδη να εντοπίσει τις εκλεκτικές συγγένειες του έργου με το κουκλοθέατρο _ ο Λόρκα, άλλωστε, πάντα ενδιαφερόταν για το είδος και είχε μάλιστα γράψει έργα προορισμένα γι αυτό. Και επέλεξε να το ανεβάσει σαν κουκλοθέατρο αλλά με ηθοποιούς που φορούν μάσκες. Το δύσκολο ήταν η υλοποίηση του εγχειρήματος. Και θέλω από τη αρχή να πως πως, κατά τη γνώμη μου, αποτυγχάνει παταγωδώς. Ίσως γιατί η παράσταση, που ήθελε τους διπλούς χρόνους για προετοιμασία από ένα κανονικό ανέβασμα, δεν δουλεύτηκε αρκετά. Ίσως γιατί οι ηθοποιοί του δεν πείστηκαν.
Ατελέστατη κίνηση, μία _ ασταθής _ εκφορά του λόγου με τις λέξεις να εκτοξεύονται καμπανιστά _ ο τρόπος αυτός εκφοράς, που ο σκηνοθέτης έχει επινοήσει και εφαρμόσει με επιτυχία σε παραστάσεις όπως το «Μαράν αθά», «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον» και, πρόσφατα, «Η γυναίκα της Ζάκυθος», αφενός κινδυνεύει να γίνει μανιέρα, αφετέρου ίσως αποδίδει σε κείμενα μη θεατρικά _, φωνές ακατάλληλες, «φτιαγμένες» _ που ο στεντόρειος ήχος των κακορυθμισμένων μικροφώνων τις αλλοίωνε εντελώς _, σκηνική αμηχανία έως ακαταστασία… είναι ό,τι μου έμεινε από την  παράσταση. Η τρυφερότητα, η λεπτή, βαθιά συγκίνηση που αναδίνει το έργο, ο ερωτισμός του, το χιούμορ του μοιάζουν να έχουν εξαφανιστεί. Έως και η θαυμάσια μετάφραση του Νίκου Γκάτσου χάνεται.
Ο κουκλιστικος σκηνικός χώρος που υπογράφει ο σκηνοθέτης, λειτουργικός και καλά φωτισμένος αλλά εντελώς άκομψα και χωρίς ύφος τα κοστούμια του Αριστείδη Πατσόγλου με αποκορύφωμα το αποκρουστικό πράσινο που φόρεσε στην Μαρκόλφα. Ούτε η ζωντανή μουσική του Βαγγέλη Γιαννάκη βοηθάει ιδιαίτερα, ανομοιογενή τη βρήκα. Όσο για τα τραγούδια, αν η Δημήτρα Ματσούκα απλώς δεν έχει ικανοποιητική φωνή, στον Στέλιο Μάινα θα πρέπει δια νόμου να απαγορευτεί το τραγούδι…
Οι ερμηνείες. Ο Στέλιος Μάινας και η Ελένη Καστάνη μοιάζουν να παραπαίουν, άλλοτε εφαρμόζοντας και άλλοτε ξεχνώντας τις σκηνοθετικές οδηγίες. Πιο άνετη αλλά και πιο άσχετη η Δήμητρα Ματσούκα παράγει αποτελέσματα που κάποιες στιγμές θα μπορούσα να τα χαρακτηρίσω και φαιδρά. Διεκπεραιωτικοί, η Βιργινία Ταμπαροπούλου και ο Πατρίκιος Κωστής.
Το συμπέρασμα. Μία απογοήτευση. Από τον Δήμο Αβδελιώδη περίμενα κάτι σίγουρα καλύτερο.

Θέατρο «Βεάκειο», 22 Ιουλίου 2013.  

Τιτανικός…




Το έργο. Από τη μία η εργατική τάξη _ για να μην πω το λούμπεν προλεταριάτο: η οικογένεια Σπράιτλι. Η βωμολόχα Γιαγιά, ιστορικό μέλος του εργατικού κινήματος, κινητήρια δύναμη στις κομπίνες και στις μπαγαποντιές _ έως και κοκορομαχίες! _ από τις οποίες ζει η οικογένεια, και τα δύο εγγόνια της, ο Μπιλ, τέως φέρελπις πυγμάχος, διαταραγμένος από τα χτυπήματα που έχει φάει στο κεφάλι, ο οποίος έχει εγκαταλείψει το ρινγκ για να «στήνει» αγώνες και η Τζέσικα, μόνιμα υπό την επήρεια ηρεμιστικών, καθότι σε ατυχή γάμο με τον Πιτ που και δεν την ικανοποιεί σεξουαλικά και την κακομεταχειρίζεται.
Από την άλλη η μεγαλοαστική, η άρχουσα τάξη: η οικογένεια Κλότον. Ο Οράτιος, ματσωμένος, στέλεχος βασικό ασφαλιστικής εταιρείας, με φιλοδοξίες που στοχεύουν ψηλά _ μέχρι σε ανάληψη υπουργείου _, σεξομανής λόγω σατυρίασης, με προτίμηση στα ανήλικα δεκαεξάχρονα, που η γυναίκα του τον έχει εγκαταλείψει για να ζήσει με τη λεσβία κομμώτριά της, και η κόρη του, η Τζάνετ, παρθένα, αφιερωμένη στις αγαθοεργίες.
Υπάρχει όμως και ο Σπράιτλι υιός _ που ποτέ δεν θα τον δούμε _, γιος της Γιαγιάς και πατέρας του Μπιλ και της Τζέσικα. Ο οποίος στήνει ένα εργατικό ατύχημα εις βάρος του για να εισπράξει την ασφάλεια. Το ατύχημα δεν πάει… καλά και ο Σπράιτλι υιός μένει στον τόπο. Αλλά ήταν τόσο βλαξ ο μακαρίτης που ακόμα και το ατύχημα τόσο ηλίθια το οργάνωσε ώστε από την ασφάλεια _ η οποία είχε γίνει στην εταιρεία του Κλότον _ η οικογένεια του δεν πρόκειται να πάρει ούτε πένα.
Οι Σπράιτλι αποφασίζουν να πάρουν εκδίκηση από τον Κλότον, θεωρώντας τον υπεύθυνο, συνασπιζόμενοι με έναν κατακίτρινο «δημοσιογράφο» της κατακίτρινης φυλλάδας «Χωρίς Σάλιο», ο οποίος έχει κατά πόδας τον Κλότον μπας και τον πιάσει στα πράσα σε κάποιο σκάνδαλο, σεξουαλικό κατά προτίμηση, για να τον εκβιάσει κατόπιν _ να το κουκουλώσει και να τα κονομήσει.
Στην υπόθεση εμπλέκονται ένας ξεπεσμένος, αλκοολικός ιρλανδός γιατρός, φίλος των Κλότον, που βγάζει τα προς το ζην χορηγώντας ψεύτικες βεβαιώσεις και ο οποίος, για να μη βρεθεί εκτεθειμένος, αγωνίζεται να πάρει πίσω αυτή που έδωσε στον Σπράιτλι υιό που σκοτώθηκε, ένα πρεζάκι, μουσικός του Μπόι Τζορτζ, που η Τζάνετ τον έχει θέσει υπό την προστασία της, ο δίδυμος _ και πανομοιότυπος _ αδελφός του, αρχισυνδικαλισταράς διεφθαρμένος μέχρι το κόκκαλο, και ένας αστυνομικός εντεταλμένος για την ασφάλεια του Κλότον, που με τόση θέρμη και αφοσίωση έχει αναλάβει το θέμα, καθότι ένα και μόνο στόχο έχει, το αφεντικό του να τον βοηθήσει να πάρει δάνειο για να αγοράσει σπίτι, ώστε μέχρι και σε γυνάικα μεταμφιέζεται!
Και ενώ η φάρσα μπλέκεται, όταν ο Μπιλ των Σπράιτλι και η Τζάνετ των Κλότον ερωτεύονται _ «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» στους βόθρους… _, οι Σπράιτλι σε συνεργασία με το «δημοσιογράφο» στήνουν παγίδες με δόλωμα την Τζέσικα που είναι, λέει, φτυστή μία διάσημη τηλεπαρουσιάστρια την οποία ο Κλότον ορέγεται αλλά φτυστή και η γυναίκα του πρωθυπουργού. Στην τελευταία παγίδα, τελικά, ο Κλότον θα πιαστεί. Το ποιόν του αποκαλύπτεται και δεν προλαβαίνει να χαρεί το αξίωμα του υπουργού… Παιδείας που του ανατίθεται. 
Ο Βρετανός Μπάρι Κιφ διασκευάζει (1977, δεύτερη εκδοχή 1984) την ιακωβιανή κωμωδία του Τόμας Μίντλετον «Ένας τρελός κόσμος, αφέντες μου» (περί το 1605). Το έργο του _ ελληνικός τίτλος «Ωχ! Τι κόσμος γιαγιά!» _ θέλει να είναι μία τρελή κωμωδία καταστάσεων. Μόνο που οι καταστάσεις περιγράφονται, δεν συμβαίνουν, με το συγγραφέα να ρίχνει αποκλειστικά το βάρος στη βωμολοχία. Οπότε για ποια κωμωδία καταστάσεων να μιλήσουμε; Η αίσθησή μου είναι πως ο Κιφ προσπάθησε να γίνει Τζο Όρτον αλλά πέρασε και δεν ακούμπησε. Το κείμενο που άκουσα μου φάνηκε ανύπαρκτο. Άχρωμο και ανούσιο.
Η παράσταση. Δεν ξέρω, βέβαια, πόση ευθύνη έχει η σκηνοθεσία… Η Θάλεια Ματίκα, που είχε τη φιλοδοξία να την αναλάβει _ ακουμπώντας σε μία έξυπνη μετάφραση του Ερρίκου Μπελιέ _, μοιάζει να σηκώνει τα χέρια ψηλά. Και να μην έχει ιδέα επί του πρακτέου. Ούτε ως προς τα στοιχειώδη _ πώς θα στήσει στη σκηνή τους ηθοποιούς. Δεν ξέρει πώς να αρχίσει την παράσταση, δεν ξέρει πώς να την κλείσει και στο ενδιάμεσο βγάζει τους ηθοποιούς στη σκηνή, τους παρατάσσει μετωπικά, τα λένε όπως – όπως και… αυτό ήταν. Δεν το πίστευα στα μάτια μου αυτό που έβλεπα. Και δεν το έχω δει πολλές φορές στη ζωή μου. Το μόνο με το οποίο θα μπορούσα να το συγκρίνω είναι κάποιες σχολικές παραστάσεις _ του Δημοτικού… Αφήστε τον αστάθμητο ήχο λόγω του οποίου χάνεις κείμενο, ειδικά από την Άννα Παναγιωτοπούλου.
Βρήκα αφελείς και κοινότοπες τις μουσικές επιλογές του Παναγιώτη Τσεβά και διεκπεραιωτικά τα κοστούμια της Μάρλι Αλειφέρη. Σώζονται μόνο τα ευκίνητα, λειτουργικά και καλόγουστα σκηνικά του Γκάυ Στεφάνου που, φωτισμένα από τον Μπάμπη Αρώνη, παραμένουν αναξιοποίητα σε μία παράσταση που δεν ξέρει πού πατάει και πού πηγαίνει.


Οι ηθοποιοί. Μέσα στη γαλέρα αυτή, αβοήθητοι, οι ηθοποιοί _ οι περισσότεροι ταλαντούχοι _ κάνουν ό,τι ξέρει, ό,τι μπορεί και ό,τι νομίζει ο καθένας. Η Άννα Παναγιωτοπούλου, που προφανώς έχει συνείδηση του τι συμβαίνει, πλήττει αφόρητα. Ο Βλαδίμηρος Κυριακίδης κάνει κωμωδία σαν να ντουμπλάρει κινούμενα σκίτσα. Ο Γιάννης Σαρακατσάνης κάνει κωμωδία σαν να παίζει σε κινούμενα σκίτσα. Ο σφιγμένος, σαν έτοιμος να σκάσει, Ορέστης Τζιόβας και ο σπασμωδικός Μιχάλης Τιτόπουλος φορτσάρουν μέχρις εξαντλήσεως. Η Τερέζα Γριμάνη και, κυρίως, η Σοφία Φαραζή δεν ξέρουν εντελώς τι κάνουν _ σου πριονίζουν τα νεύρα. Κάτι προσπαθούν ο Σταύρος Σβήγκος και, περισσότερο, ο Τάσος Ιορδανίδης αλλά ούτε αυτοί διασώζονται.
Το συμπέρασμα. Ένα ναυάγιο. Αύτανδρο. Κρίμα.

Θέατρο «Λαμπέτη», 19 Ιουλίου 2013.

July 21, 2013

Τίνος είναι το παιδίον, ας ερωτηθεί το αιδοίον…




Το έργο. Ο Δημέας, μεσήλικας αθηναίος πολίτης του τέλους του 4ου π.Χ. αιώνα _ σε μία Αθήνα πολύ πια διαφορετική από την κλασική… _, χήρος προφανώς αλλά ερωτικά ενεργός ακόμη, σπιτώνει μία εταίρα με το όνομα Χρησίς η οποία, αν και σε θέση παλλακίδας, συμπαθής ούσα, κερδίζει όλους και γίνεται ουσιαστικά η νοικοκυρά του σπιτιού του. Αλλά μένει έγκυος _ από τον Δημέα. Ο οποίος δεν το ξέρει γιατί λείπει σε μακρινό ταξίδι στον Εύξεινο Πόντο με το γείτονά του, τον Νικήρατο.
Και άλλα, όμως, θα συμβούν κατά τη μακριάς διάρκειας απουσία τους. Ο νεαρός Μοσχίων, ψυχογιός του Νικήρατου, ένα βράδυ κεφιού σμίγει με τη νεαρή Πλαγγόνα, κόρη του Νικήρατου, η οποία επίσης μένει έγκυος. Η Χρυσίς γεννάει αλλά το μωρό της πεθαίνει. Οπότε, ιδού η ευκαιρία! Για να καλυφθεί το σκάνδαλο, της δίνουν το παιδί που γεννάει τις ίδιες μέρες η Πλαγγόνα, ώστε να το παρουσιάσει ως το δικό της μέχρι τα πράγματα να ξεκαθαρίσουν.
Τα πράγματα, όμως, αντί να ξεκαθαρίσουν, μπλέκονται περισσότερο. Όταν οι δύο πατεράδες γυρίσουν, αν και τα έχουν στο μεταξύ συμφωνημένα να παντρέψουν τα παιδιά τους οπότε όλα μέλι – γάλα, ο Δημέας, που τα παίρνει στο κρανίο με το μωρό που το θεωρεί νόθο και θέλει να διώξει την Χρυσίδα αλλά ο Μοσχίων τον συγκρατεί, κρυφακούει μία δούλα και επιπλέον μαθαίνει πως το παιδί που μεγαλώνει η Σαμία Χρυσίς είναι παιδί του Μοσχίωνα _ χωρίς να μάθει πια είναι η μάνα. Και ενώ οι προετοιμασίες του γάμου είναι στο φουλ, γίνεται Τούρκος και όντως τη διώχνει από το σπίτι του. Ο Νικήρατος της δίνει άσυλο στο δικό του. Αλλά όταν μαθαίνει, υποτίθεται, τι έχει συμβεί σπάει το γάμο και τσακώνεται χοντρά με το φίλο του τον Δημέα γιατί του έκρυψε την «αλήθεια». Η πραγματική αλήθεια, βέβαια, κάποια στιγμή θα αποκαλυφθεί. Ο Νικίας την αποδέχεται. Και παρά ένα κόλπο που τους στήνει ο Μοσχίων για να εκδικηθεί τους δύο πατεράδες για τα προβλήματα που δημιούργησαν, τελικά το χάπι εντ φτάνει ακάθεκτο: ο γάμος πραγματοποιείται.
Η «Σαμία» (χρονολογείται, χωρίς ασφάλεια, μεταξύ 315 και 309 π.Χ.) είναι από τα ελάχιστα σωζόμενα έργα του Μένανδρου και της Νέας Αττικής Κωμωδίας της οποίας ήταν ο κύριος εκπρόσωπος. Και δίνει, παρά τους αρκετούς στίχους της που δεν έχουν διασωθεί, μία καλή εικόνα των ηθών της εποχής της. Αποτελώντας δείγμα αντιπροσωπευτικό των έργων που πέρασαν στο νεότερο ευρωπαϊκό θέατρο μέσω των Λατίνων Πλαύτου και Τερέντιου για να οδηγήσουν στις κωμωδίες ηθών του Μολιέρου και του Γκολντόνι _ βασικός κρίκος ο Μένανδρος. Δεν διαθέτει το λυρισμό ούτε την εκρηκτική δύναμη των κωμωδιών ενός ποιητή όπως ο Αριστοφάνης, η πέμπτη πράξη κάπως πλατειάζει αλλά το έργο είναι ανάλαφρο και διαθέτει αυτό που σήμερα ονομάζουμε χιούμορ.
Η παράσταση. Βέβαια το έργο δεν θα έλεγε πολλά πράγματα σήμερα αν δεν υπήρχε η μετάφραση του ποιητή Γιάννη Βαρβέρη. Ο Γιάννης Βαρβέρης αναλόγισε τη γλώσσα του Μένανδρου με την απλή καθαρεύουσα συμπληρώνοντας τα κενά του έργου και γουστόζικα στολίζοντάς το με εμβόλιμα στάσιμα ενός Χορού του οποίου στερείται και με τραγούδια. Μία απλή καθαρεύουσα που αυτομάτως ανέδειξε το χιούμορ του κειμένου πέρα από το καθαυτό χιούμορ του μεταφραστή, λεπτό και αβρό _ «Τίνος είναι το παιδίον / ας ερωτηθεί το αιδοίον»…. Ο σκηνοθέτης Εύης Γαβριηλίδης έπλευσε πάνω σ’ αυτή την εύφορη πλατφόρμα και την εκμεταλλεύτηκε δεόντως τοποθετώντας το έργο στις αρχές του 20ου αιώνα, χρόνια της Μπελ Επόκ. Η παράστασή του ήταν δροσερή, ανάλαφρη και χαριτωμένη αγγίζοντας την οπερέτα και τη μουσική κωμωδία. Παρά τις κάποιες κοιλιές από άποψη ρυθμού και παρά το εύρημα του ο Μάγειρος να εμφανιστεί σαν κραγμένη της επιθεώρησης, που το βρήκα ένα φάλτσο στην όλη λεπτή σκηνοθετική γραμμή. Η πάροδος με τον Χορό πάνω στα ποδήλατα, συναρπαστική.
Σε εξαίρετη στιγμή του ο Γιώργος Ζιάκας υπέγραψε ένα καλόγουστο ασπρόμαυρο σκηνικό, φωτισμένο σωστά από τον Γιώργο Κουκουμά, και ένα υπέροχο σύνολο κοστουμιών όπου οι πινελιές των χρωμάτων συνδυάζονται με τρόπο τουλάχιστον γοητευτικό. Ο Μιχάλης Χριστοδουλίδης, επίσης, συντονίστηκε στο όλο πνεύμα της παράστασης. Οι μουσικές του δένονταν γερά με το σύνολο. Ένστασή μου, το φινάλε: βρήκα τη μουσική του πολλή αργή, χωρίς ενέργεια, πλαδαρή, εντελώς ακατάλληλη για φινάλε. Αποφασιστικός παράγοντας στην επιτυχία της παράστασης, η χορογραφία του Ισίδωρου Σιδέρη: ευφάνταστη, καλόγουστη, με μία ευγένεια σχεδιασμένη αλλά και με ενέργεια που κάλυπτε τα όποια κενά ρυθμών της παράστασης.
Οι ερμηνείες. Ικανοποιητικότατες παρουσίες ο Προκόπης Αγαθοκλέους, η Θέα Χριστοδουλίδου και η Άννα Γιαγκιώζη. Βρήκα κάπως αδύναμο τον Δημήτρη Αντωνίου. Η Νιόβη Χαραλάμπους, παρά το μικρό της ρόλο, έδειξε πως όντως διαθέτει το τάλαντο που είχα διαπιστώσει παλαιότερα. Ο Σταύρος Σταυρινίδης, ηθοποιός ικανός, εδώ έμοιαζε χωρίς ενέργεια ενώ η φωνή του και οι ανάσες του καθόλου δεν τον βοηθούσαν στον ανοιχτό χώρο. Έριχνε τη δυναμική της παράστασης στις σκηνές του. Ο Σταύρος Λούρας έχει χιούμορ αλλά σε ένα ρόλο που ήδη διδάχτηκε κραυγαλέα υπερέβαλλε χωρίς μέτρο, χωρίς έλεγχο, χωρίς γούστο. Η Στέλα Φυρογένη είναι μία ηθοποιός με διαπιστωμένο τάλαντο, γνώμη την οποία επιβεβαίωσα βλέποντάς την στον _ περιοριοσμένο αν και επώνυμο _ ρόλο της Χρυσίδος / Σαμίας.
Ο Αλκίνοος Ιωαννίδης, αν και χωρίς πείρα στο θεάτρο, καθώς το άφησε για τη μουσική μόλις το ξεκίνησε με ακριβώς το ρόλο αυτό, είκοσι χρόνια πριν, έδωσε απολαυστικά, με αποχρώσεις, με καλή κίνηση και με χιούμορ, τον μαζεμένο, λίγο… χλεχλέ Μοσχίωνα. Ο Κώστας Δημητρίου ήταν, όμως, εκείνος που κυριάρχησε. Ηθοποιός με μέγεθος, με όγκο, με σκηνικό κύρος _ κυρίαρχος στο σανίδι _, με χιούμορ, αμεσότητα και με πείρα μεγάλη, ακμαιότατος, έδωσε τον Δημέα απολαυστικά, με αυτοέλεγχο, κλείνοντας το μάτι στο κοινό αλλά ποτέ με φτηνά μέσα. Και έκλεψε την παράσταση.
Το συμπέρασμα. Επρόκειτο για αναβίωση, με κάποιες αλλαγές στη διανομή, της προ εικοσαετίας επιτυχημένης παράστασης του Εύη Γαβριηλίδη, την οποία είχα δει κρατώντας ζωηρές αναμνήσεις _ επικίνδυνο για τη σύγκριση. Ομολογώ πως, παρά κάποιες αντιρρήσεις μου, δεν με απογοήτευσε. Το αντίθετο: την απόλαυσα. Θα σας τη συνιστούσα, αν δεν είχε ολοκληρώσει τον κύκλο της. Κρίμα.

Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου, Φεστιβάλ Επιδαύρου, 20 Ιουλίου 2013.

July 20, 2013

Φουτουριστικό μπαλέτο με Μπαρίσνικοφ - Νταφόου




Το έργο. Ο συγγραφέας ρωτάει μία γριά που συναντάει στο δρόμο του τι ώρα είναι. Το ρολόι δεν έχει δείκτες. Η γριά, όμως, του λέει την ώρα. Γριές που πέφτουν από ψηλά παράθυρα. Μια γριά που μπαίνει στο δωμάτιο του συγγραφέα, κάθεται σε μια καρέκλα του και πεθαίνει. Ο συγγραφέας που δεν μπορεί να φέρει στο δωμάτιό του κάποια γυναίκα την οποία συναντάει γιατί εκεί βρίσκεται το πτώμα της γριάς. Η γριά, όμως, ζει. Ο συγγραφέας θέλει να τη σκοτώσει μ’ ένα μπαστούνι. Ύστερα την παραχώνει σε μια βαλίτσα. Μπαίνει στο τρένο με τη βαλίτσα. Η βαλίτσα στη διάρκεια του ταξιδιού εξαφανίζεται. Ο συγγραφέας ρωτάει μία γριά που συναντάει στο δρόμο του τι ώρα είναι. Το ρολόι δεν έχει δείκτες. Η γριά, όμως, του λέει την ώρα. Ο κύκλος κλείνει. Το κείμενο ολοκληρώνεται στο σημείο που άρχισε.
Μία ιστορία. Του Ρώσου _ Σοβιετικού _ Ντανιίλ Χαρμς (1905 – 1942). Με τον τίτλο «The Old Woman» («Η γριά»). Σύντομη ιστορία. Σαν αυτές που συνήθιζε να γράφει ο Χαρμς. Κινούμενος στους χώρους του σουρεαλισμού και του φουτουρισμού που είχαν ανοίξει διάπλατα _ α λα ρούσα _ στην Σοβιετική Ένωση την εποχή της Άνοιξης των τεχνών και των γραμμάτων. Και που τους έκλεισε βίαια το ίδιο το καθεστώς που τους επέτρεψε να ανοίξουν, με τους λογοτέχνες και τους καλλιτέχνες, οι οποίοι με ενθουσιασμό είχαν προσχωρήσει, να εκτελούνται, να ρίχνονται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης ή στις φυλακές όπου σάπισαν, χάθηκαν ή πέθαναν από αρρώστιες ή και από ασιτία, όπως φημολογείται ότι πέθανε σ’ ένα κελί ο Χαρμς. Ένα πρώιμο κείμενο (δεν προσδιορίζεται χρονικά) της λογοτεχνίας του Παραλόγου. Γρήγορο, μεστό, παράξενο, που αιφνιδιάζει. Το κείμενο αυτό προσάρμοσε ο αμερικανός συγγραφέας Ντάριλ Πίνκνι για το θέατρο: ένα «σενάριο» με δώδεκα σκηνές και επίλογο. Σφιχτό, ολιγόλογο. 
Η παράσταση. Το θέμα αυτό και το «σενάριο» αυτό ήταν ο ιδεώδης τόπος για να αναπτύξει τα οράματά του ο Ρόμπερτ Γουίλσον. Ο αμερικανός σκηνοθέτης - εικαστικός αφέθηκε για άλλη μια φορά στην εικαστική γοητεία των λέξεων και των νοημάτων τους και, υπογράφοντας, επίσης, τα σκηνικά και τη σύλληψη των φωτισμών, που σχεδίασαν ο Μάρκο Ολιβιέρι _ ο οποίος έχει σχεδιάσει και τον ήχο _ και ο Νικ Σαγκάρ, οργάνωσε μία παράσταση που σε αρπάζει και σε βυθίζει μέσα στη μαγεία της.
Μία εσωτερική αυλαία α λα Σαγκάλ, δέντρα «χαρτοκοπτικής», «τσακισμένα» στη μέση κρεβάτια, μία τεράστια κόκκινη βαλίτσα, οι εμβληματικές καρέκλες του Γουίλσον, με τις ψηλές πλάτες, έπιπλα που αιωρούνται, οθόνη που βάφεται με χρώματα συναρπαστικά, σκηνές σε ασπρόμαυρο που σπάνε με έντονες πινελιές χρώματος, χρώματα εκτυφλωτικά, άγρια χαρούμενα, μία μασέλα… χεριού, ένα γάντι, το χωρίς δείκτες ρολόι, οι κόντρα φωτισμοί, κατάλευκα πρόσωπα με ιδιαίτερο, κλοουνίστικο μακιγιάζ, ιδιαίτερα χτενίσματα…: ο γουιλσονικός κόσμος. Ένας κόσμος που παραπέμπει σε κόμικς, ένας κόσμος απόλυτα προσωπικής, υψηλής αισθητικής, υπέρκομψος, που ξεχειλίζει δύναμη κι ας φαίνεται εκ πρώτης όψεως ψυχρός. Ένας κόσμος, ναι, τυποποιημένος, με «σφραγίδα Γουίλσον», αλλά πάντα μαγευτικός.
Εδώ ο καλλιτέχνης εμπνέεται από τον βουβό κινηματογράφο, από το παλιό μιούζικ χολ, από το τσίρκο, από τους κλόουν _ με τον τρόπο του Μπέκετ. Επιλογές απόλυτα ταιριαστές με το κείμενο και το ύφος του Χαρμς. Οι ατάκες που επαναλαμβάνονται διαρκώς με τον μινιμαλιστικό τρόπο, τα αποσπάσματα στη ρώσικη γλώσσα του πρωτότυπου, τα πορτρέτα προσώπων της ρώσικης πρωτοπορίας, που έλαμψαν για λίγο και μετά τα κατάπιε το σκοτάδι, πορτρέτα που εμφανίζονται σε μία από τις σκηνές, όλα σε βάζουν στην ατμόσφαιρα της εποχής. Και όλα αυτά ενορχηστρωμένα με πλούσια κίνηση και με κινησιολογική γεωμετρία. Με την ακρίβεια ενός μπαλέτου. Ενός μπαλέτου φουτουριστικού.
Οι εξαιρετικά καίριες μουσικές επιλογές του Χαλ Γουίλνερ _ από Τομ Γουέιτς μέχρι τραγουδάκια του μιούζικ χολ _ καθορίζουν τις εικόνες του Γουίλσον και τα έξοχα κοστούμια του Ζακ Ρεϊνό συμπλέουν με το γουιλσονικό σύμπαν.
Οι ηθοποιοί. Ο Ρόμπερτ Γουίλσον δεν ζητάει ερμηνευτές στις παραστάσεις του. Ζητάει όργανα πειθήνια που θα εκτελέσουν με απόλυτη ακρίβεια, σαν κουρδισμένα ρομπότ, την ακρίβεια που επιδιώκει και θα υπηρετήσουν το ύφος του. Από εκεί και πέρα εναπόκειται στον ηθοποιό να βγάλει, μέσα από τη φόρμα που του επιβάλλεται, την εσωτερική του αλήθεια.
Εδώ, τα όργανα που ήθελε ο Γουίλσον τα βρήκε στα πρόσωπα _ και στα κορμιά _ του Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ και του Γουίλεμ Νταφόου. Άψογοι _ ο Μπαρίσνικοφ πιο χαριτωμένος, πιο ευέλικτος κινησιολογικά, ο Νταφόου πιο εσωτερικός, με πιο ευέλικτο λόγο _, υλοποιούν τη γεωμετρία του Γουίλσον με υποδειγματική ακρίβεια και με αφοπλιστική ενέργεια.
Το συμπέρασμα. Ένα αριστουργηματικό κομμάτι τέχνης που θα άξιζε να το δείτε αν καταφέρετε να εξασφαλίσετε εισιτήριο.

Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών / Ίδρυμα Ωνάση, Φεστιβάλ Αθηνών, 18 Ιουλίου 2013.

July 18, 2013

Βρε, η λύσσα η κακιά για «Πειραιώς 260»…



Το Τέταρτο Κουδούνι / 18 Ιουλίου 2013

Έγραφα στο «Τέταρτο Κουδούνι» στις 23 Μαΐου αναφερόμενος στο νέο Διοικητικό Συμβούλιο του Εθνικού: «[…] Τώρα, αν ο πρόεδρος του Σταύρος Ξαρχάκος βαρεθεί _ που εύκολα βαριέται… _, και μην τον είδατε τον Παναή, ε, εδώ _ και πάλι _ είμαστε». Στις 15 Ιουλίου, πριν αλέκτορα φωνήσαι, η στήλη αυτή η… προφητική επαληθεύτηκε. Μην τον είδατε τον Σταύρο… Ε, δεν είναι κι η πρώτη φορά.
Στην περισπούδαστη επιστολή του παραίτησης ο κ. Ξαρχάκος επικαλείται, βέβαια, ως λόγο της κίνησής του «επιλογές […] που δεν συνάδουν με την κρίσιμη αποστολή ενός Εθνικού Θεάτρου». Εδώ θα σταθώ και θα εκφράσω δυο απορίες.
Η πρώτη: Καλά, όταν συνεργαζόταν με το ΚΘΒΕ και με το ίδιο πρόσωπο _ τον Σωτήρη Χατζάκη _ ως καλλιτεχνικό διευθυντή και πάλι, για τα «Αμάν αμήν» και τα «Μεγάλα τσίρκα», έβρισκε ότι τα «Τσίρκα» αυτά του άκρατου λαϊκισμού κι οι «Λωξάντρες» κι οι «Μαντάμ Σουσούδες» κι οι «Άγαμοι Θύται» και «Τα κοροϊδάκια της πριγκιπέσσας» που αναγγέλλονταν συνάδουν; Ή η εξήγηση είναι πως τότε δεν ήταν πρόεδρος Διοικητικού Συμβουλίου; Άρα και ποσώς τον ενδιέφερε;
Η δεύτερη. Όταν ο κ. Ξαρχάκος ανέλαβε τη θέση του προέδρου του Δ. Σ. δε διάβασε προηγουμένως τον περί κρατικών Θεάτρων νόμο να ξέρει τι δουλειά πάει να κάνει εκεί; Δεν ήξερε ως πού θα φτάνουν οι αρμοδιότητές του; Κι ότι _ και πολύ σωστά _ ο καλλιτεχνικός διευθυντής είναι ο μόνος αρμόδιος για το ρεπερτόριο; Ε, ας ρώταγε.



Να δω και στο ΚΘΒΕ… Όπου η πρώτη συνέντευξη Τύπου _ για την αναγγελία του ρεπερτορίου της επόμενης σεζόν _ δόθηκε απ’ τον καλλιτεχνικό διευθυντή Γιάννη Βούρο (τέως βουλευτή του ΠΑΣΟΚ) παρουσία και της προέδρου του ΚΘΒΕ κ. Μένης Λυσαρίδου (τέως υπεύθυνης πολιτικού σχεδιασμού της Νέας Δημοκρατίας αλλά και της προεκλογικής εκστρατείας του κ. Παναγιώτη Ψωμιάδη) με τους δυο τους εν αγαστή συμπνοία. Να δω, εγώ, πότε θα ξυπνήσει το Φάντασμα. Όχι της Όπερας, του ΚΘΒΕ. Αυτό που αργά – αργά, σαδιστικά αναδύυυυυεται απ’ τα υπόγεια και σπείρει τη διχόνοια και κάποια στιγμή χωρίζει προέδρους και διευθυντές και καταλήγουν σε επιστολές και σε δηλώσεις και σε μηνύσεις και με τους «Ηθοποιούς ΚΘΒΕ» να βγάζουν τα άρματα… Αμήν και ποτέ. Να σπάσει πια η παράδοση!




Έχουν λυσσάξει. Τα τελευταία χρόνια. Οι εκάστοτε υπουργοί, αναπληρωτές υπουργοί κλπ Πολιτισμού. Να μεταστεγάσουν το υπουργείο τους στα κτίρια του πρώην εργοστασίου Τσαούσογλου _ αυτό που καταλαβαίνουμε πια ποιο είναι μόνο όταν το αποκαλούνε «Πειραιώς 260». Λύσσαξαν _ η λύσσα η κακιά! _ να το αρπάξουν απ’ το Ελληνικό Φεστιβάλ που εκείνο, επί Γιώργου Λούκου, είναι που εντόπισε τους χώρους αυτούς, εκείνο είναι που μετέτρεψε κτίρια του συγκροτήματος σε θεατρικές αίθουσες οι οποίες στεγάζουν τις περισσότερες εκδηλώσεις του και τράβηξαν καινούργιο κοινό, εκείνο είναι που ονόμασε το συγκρότημα «Πειραιώς 260». Κι εκείνο είναι, βέβαια, που περιμένει εφτά χρόνια τώρα να δικαιωθεί και να του το παραχωρήσουν _ και να στεγάσει εκεί και τα γραφεία του που είναι στο έλεος του ενοικίου. Διότι, ακριβώς, μαζί με τη νέα φιλοσοφία του προγράμματος, οι χώροι της «Πειραιώς 260» είναι οι δυο βασικοί πόλοι ανανέωσης του Φεστιβάλ, έχουν πια ταυτιστεί με το Φεστιβάλ.
Κατά καιρούς κάποιοι απ’ τους υπουργούς κλπ Πολιτισμού ανακοίνωναν δημοσίως _ αλλά ψευδώς, όπως τελικά αποδεικνυόταν.. _ πως το αγοράζουν απ’ την Εθνική Τράπεζα στην οποία ανήκει για να το παραχωρήσουν στο Φεστιβάλ (βλέπε Αντώνης Σαμαράς, νυν πρωθυπουργός). Άλλοι άφηναν να διαρρεύσει πως αυτό θα γίνει (βλέπε Παύλος Γερουλάνος). Ποτέ αυτό δε συνέβη. Από δω, λοιπόν, το φέρνουν, από ’κει το φέρνουν… Και, τελικά, γι άλλη μια φορά, φτάνουμε στον ίδιο παρονομαστή: «Εκεί θα μεταστεγαστεί το ΥΠΠΟ» μας λέει, τώρα, χωρίς πολλές λεπτομέρειες και εξηγήσεις για το ΠΩΣ και με ΤΙ ΛΕΦΤΑ, κι ο Πάνος Παναγιωτόπουλος. Έχω μια απορία. Ποιος _ ή ποια _ τους συμβουλεύει;
Δεν την καταλαβαίνουν την γκάφα που θα κάνουν; Δεν το καταλαβαίνουν πως η «Πειραιώς 260» έχει πια, μετά από τόσα χρόνια, ταυτιστεί μ’ ένα Φεστιβάλ ΑΛΛΙΩΤΙΚΟ από ’κείνο, το παλιό, που, όσα κι αν μας πρόσφερε, ήταν ταυτισμένο με το άβολο, το «στημένο», το μικρο/μεγαλοαστικό και εν πολλοίς ακατάλληλο Ηρώδειο; Που ήταν ταυτισμένο με τη συντήρηση, με το ξεπερασμένο, με το μουχλιασμένο; Δεν το καταλαβαίνουν πως έχει γίνει πια σύμβολο ενός αέρα ελευθερίας, διαφορετικής έκφρασης, καινούργιας γλώσσας, ενός αέρα πιο νεανικού που έπνευσε; Εκτός κι αν ΑΚΡΙΒΩΣ γι αυτό το λόγο θέλουν να το ξεριζώσουν από ’κει το Φεστιβάλ…



Με κατάλευκο κοστούμι, όπως είδα στις φωτογραφίες και διάβασα, συνδύασε το δεκανίκι, την περασμένη Παρασκευή, ο Διονύσης Σαββόπουλος στην ορχήστρα της Επιδαύρου, ως Άγγελος – Εξάγγελος στον «Πλούτο» του. Μ’ ένα κατάμαυρο, υπέρκομψο, τον είδα εγώ στην παράσταση του Σαββάτου. Ούτε η Βουγιουκλάκη, πια… _ έχει και σ’ άλλα χρώματα για την περιοδεία; Μα δεν ακούει τι λέει περί λιτότητος η Πενία; Αφού ο ίδιος δεν έχει μεταφράσει το κείμενο του Αριστοφάνη;
Όσο για την διά χειρός του γραμμένη Παράβαση που πρόσθεσε και που εκφωνεί ο ίδιος, ανάμεσα σ’ όλα αυτά που μας ψέγει ότι κάναμε όταν «πλουτίσαμε» και πριν σκάσει η φούσκα για την οποία «κι εμείς φταίμε» _ διακοπές στο Μπαλί, και διακοποδάνεια, και σούσι, και τζιπούρες, και πούρα… _, πώς ξέχασε να συμπεριλάβει και τις προσγειώσεις μ’ αερόστατα στο Ολυμπιακό Στάδιο και τις Καλομοίρες που πετάγονταν από γιγαντότουρτες στο Ηρώδειο για να τραγουδήσουν «Happy Birthday to You Mister President»; Θα ’ταν ένα καλό σημάδι αυτοκριτικής. Ή αυτά δεν τα θεωρεί δείγματα πλουτοκρατικής αλαζονείας;


«[…] Πολύ φοβάμαι πως ανήκει, μάλλον, στη λαμπρή εκείνη κατηγορία συμπολιτών μας, που νιώθει την ανάγκη να κανιβαλίσει το ανοίκειο, να το βρωμίσει και να το κόψει στα μέτρα της _ ή μήπως δεν είναι μόνο ψυχολογικού ενδιαφέροντος αυτή η διαδικασία της; _ και αυτό δεν είναι ανεκτό. Δεν ξέρω. Εκείνη, οι κανόνες της και οι υποχρεώσεις της το γνωρίζουν καλύτερα. Ο καθείς λοιπόν εφ’ ω ετάχθη. Ο καθείς και οι κανόνες του. Και σε ό,τι με αφορά, είμαι από τους λίγους που δεν μπόρεσαν ποτέ να αναπνεύσουν με κλειστές πόρτες και από τους ελάχιστους που αποφεύγουν τα τεκμήρια. ΔΕΝ ΦΟΒΑΜΑΙ ΤΟΥΣ ΘΙΑΣΩΤΕΣ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ‘ΑΥΡΙΑΝΙΣΜΟΥ’ (σ.σ. τα μαύρα κεφαλαία του συντάκτη) […]: Απ’ την επιστολή Γιώργου Κιμούλη κατά Βένας Γεωργακοπούλου, που δημοσιεύτηκε στην «Εφημερίδα των Συντακτών» εναντίον της οποίας και της δημοσιογράφου απειλεί πως θα προσφύγει στη δικαιοσύνη.
Για κοίτα ποιος μιλάει… ΤΙ ΘΡΑΣΟΣ!



Επανέρχομαι γιατί μ' άγγιξε βαθιά. Το φινάλε της επιστολής του σκηνοθέτη Γιάννη Λεοντάρη της Ομάδας «Κανιγκούντα», την οποία ανάρτησα στο timeline μου, θα μπορούσα να το χρησιμοποιώ ως μότο: «Είμαστε με τη ζωή. Όχι με την επιβίωση».

Έτοιμος ο θίασος για τον «Μπάρτελμπι» της Σοφίας Φιλιππίδου



Το Τέταρτο Κουδούνι / ΕΚΤΑΚΤΟ

Ο Κώστας Καζανάς, ο Σήφης Πολυζωίδης, ο Άκης Λυρής, ο Αλέξανδρος Ιορδανίδης κι ο Ορέστης Μαυρόπουλος θα ερμηνεύσουν τους ρόλους στο διήγημα του Χέρμαν Μέλβιλ «Μπάρτελμπι, ο γραφιάς» του Χέρμαν Μέλβιλ που διασκεύασε για το θέατρο, βασισμένη στη μετάφραση του Μένη Κουμανταρέα _ ο οποίος είχε και την υψηλή εποπτεία της διασκευής _ και θα σκηνοθετήσει η Σοφία Φιλιππίδου. Η οποία θα ερμηνεύσει η ίδια τον σιωπηλό και αινιγματικό αντιγραφέα ενός δικηγορικού γραφείου _ τον ομώνυμο κεντρικό ήρωα του διηγήματος. Η παράσταση θ’ ανεβεί το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Νοεμβρίου στο «Από Μηχανής Θέατρο» του Άκι Βλουτή _ στον «Πάνω Χώρο» του _, σε συμπαραγωγή του με το «Λυκόφως» του Γιώργου Λυκιαρδόπουλου. Τα σκηνικά και τα κοστούμια θα υπογράψει ο Νίκος Αναγνωστόπουλος. 
Δημοσιευμένο, αλλά ανώνυμα, το 1853 σε δυο συνέχειες σ’ ένα περιοδικό το διήγημα του Μέλβιλ περιλήφθηκε το 1856 σε μια συλλογή διηγημάτων του που εκδόθηκε το 1856. Στην εποχή του δεν του δόθηκε ιδιαίτερη προσοχή για να «ανακαλυφθεί» τον 20ο αιώνα. Σήμερα κατατάσσεται ανάμεσα στα κορυφαία δείγματα του αμερικάνικου διηγήματος κι έχει εκτιμηθεί ως προάγγελος της λογοτεχνίας του Παράλογου.
Ταπεινός αντιγραφέας σ’ ένα δικηγορικό γραφείο της νεοϊορκέζικης Γουόλ Στριτ, στο διήγημα του σπουδαίου αμερικανού συγγραφέα, ο Μπάρτλεμπι δε μιλάει σε κανέναν συνάδελφό του αγνοώντας τους πάντες. Αντιγράφει μόνο, σιωπηλός, τα έγγραφα που του εμπιστεύονται κι απ’ την πρώτη μέρα αρνείται να εγκαταλείψει το σκοτεινό γραφείο του. Εργατικός και αφοσιωμένος στη δουλειά του στην αρχή, σιγά – σιγά αρχίζει ν' αρνείται και εργασίες που του αναθέτουν. Η άρνησή του φτάνει έως την τροφή. Δεν τρώει παρά μόνο μπισκότα. Αυτή η πεισματική άρνησή του ν' ανταποκριθεί στην ανθρώπινη επαφή ωθεί το δικηγόρο που τον προσέλαβε, αφηγητή στο διήγημα, να τον απολύσει. Αλλά η σαγήνη αυτού του παράξενου ανθρώπου τον έχει σημαδέψει. Και σύντομα αρχίζει να τον αναζητά με αγωνία στην Νέα Υόρκη για να τον ανακαλύψει νεκρό από ασιτία στη δημοτική φυλακή.
Ο «Μπάρτελμπι ο γραφιάς» έχει μεταφερθεί τουλάχιστον τέσσερις φορές στον κινηματογράφο αλλά και στο θέατρο, τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Γαλλία. Το 1961 πάνω στο διήγημα αυτό οι Γουίλιαμ Φλάναγκαν και Τζέιμς Χίντον συνέθεσαν μια μονόπρακτη όπερα σε λιμπρέτο του Έντουαρντ Άλμπι.

Η μετάφραση του Μένη Κουμανταρέα πρωτοκυκλοφόρησε το 1984 απ’ τις Εκδόσεις «Οδυσσέας» με τον τίτλο «Μπάρτλεμπυ, ο γραφιάς. Κι άλλες τρεις ιστορίες». Αναθεωρημένη εκδίδεται απ’ τον Καστανιώτη το 2010 σε βιβλίο με τον τίτλο «Τρεις απόκληροι. Μπάρτλεμπυ, ο γραφιάς – Ο βιολιστής – Τζίμυ Ρόουζ». Τέλος, με τον τίτλο «Μπάρτλμπυ ο γραφέας. Μία ιστορία της Ουώλλ στρήτ» και σε μετάφραση Αθηνάς Δημητριάδου, το διήγημα  του Μέλβιλ κυκλοφόρησε και απ’ τις εκδόσεις «Άγρα» το 2011.