April 27, 2016

Ανθρώπινο! Πιο ανθρώπινο δεν γίνεται.


«Human Requiem» («Ανθρώπινο ρέκβιεμ») είναι ο τίτλος που επελέγη για τη διαδραστική, «χορογραφημένη» παρουσίαση, από την Χορωδία της Ραδιοφωνίας του Βερολίνου, σε συνεργασία με την ομάδα «Σάσα Βαλς και Καλεσμένοι», του έργου του Γιoχάνες Μπραμς «Ένα Γερμανικό Ρέκβιεμ», στην εκδοχή του, τη λεγόμενη «Του Λονδίνου», για σολίστ, μεικτή χορωδία και πιάνο τέσσερα χέρια, όπως τη διασκεύασε o Φίλιπ Μολ. Τίτλος απόλυτα επιτυχημένος και απόλυτα αντιπροσωπευτικός.

Ο ευφάνταστος Γιόχεν Ζάντιχ, στον οποίο οφείλεται η σύλληψη της ιδέας και η σκηνοθετική υλοποίησή της, σε δραματουργία της Ίλκα Ζάιφερτ και της Σάσα Βαλτς και με καλλιτεχνικούς συνεργάτες τον Νταβίντε Καμπλάνι και την Κλάουντια ντε Σέρπα Σουάρις, ελάφρωσε το «πολύ γερμανικό», δύστροπο «Ρέκβιεμ» του Μπραμς χρησιμοποιώντας την εκδοχή του χωρίς ορχήστρα αλλά και, ταυτόχρονα, το βάθυνε και το έκανε πιο κοντινό μας μπλέκοντας τα -πάνω από 60- μέλη της χορωδίας ανάμεσα στο κοινό που το ανέβασε στη σκηνή. Είχε, βέβαια, ένα συν: το κείμενο που έχει χρησιμοποιήσει ο Μπραμς για το «Ρέκβιέμ» του, από την Βίβλο -αλλά και τα Απόκρυφα Ευαγγέλια- αντλεί, δεν είναι, όμως, το «επίσημο» λατινικό κείμενο της νεκρικής ακολουθίας και δεν έχει στόχο τη λειτουργική χρήση. Άρα, καθώς είναι στα ομιλούμενα γερμανικά, είναι πιο άμεσο.
Παράλληλα ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί μέσα λιτά αλλά καίρια για να το οπτικοποιήσει: κυκλικές κινήσεις της χορωδίας που σε κάποια σκηνή σέρνουν και το πιάνο με τους δύο πιανίστες, μία από τις κοπέλες-μέλη της, στα λευκά ντυμένη, να μεταφέρεται στα χέρια των άλλων ως νεκρή, το σώμα της να εναποτίθεται σε ένα σκαλοπάτι και να το ραίνουν με ρύζι, κούνιες ξύλινες, δεμένες με χοντρές τριχιές, που πέφτουν από την οροφή και πάνω τους κουνιούνται χορωδοί και η σοπράνο, ο βαρύτονος, στο δεύτερο κομμάτι στο οποίο συμμετέχει, να τραγουδάει μακριά από τη σκηνή, σε ένα από τα θεωρεία, τα παιδάκια στα λευκά που σκορπίζονται ανάμεσά μας προς το τέλος… Και, πάνω απ’ όλα, η συμμετοχή μας ως ακροατών/θεατών -χωρίς, πάντως, διαδραστικές απαιτήσεις: να κινούμαστε ελεύθερα στη σκηνή, να καθόμαστε όπου θέλουμε, να μας μοιράζουν μαξιλαράκια για να καθίσουμε στα σανίδια του πατώματος, να στρώνουν καραβόπανα για να καθίσουμε κάτω… Και πλάι μας, πίσω μας, μπροστά μας, ανάμεσά μας, οι χορωδοί, με ρούχα καθημερινά -να νοιώθουμε, ξαφνικά, τις ανάσες τους. Μία παράσταση που ρέει -διαρκής ροή- συναρπαστικά, άμεση και βαθιά συγκινητική. Και όπου ο Μπραντ Χουάνγκ με την εικαστική επιμέλειά του και ο Γιεργκ Μπίτνερ με τους φωτισμούς του δίνουν αποφασιστικό χέρι βοηθείας ακολουθώντας τη γραμμή αυτή της άκρας λιτότητας.
Όσο για το μουσικό μέρος συμπλέει αρμονικά με το σκηνικό. Ο αρχιμουσικός Χάις Λέναρς, με βοηθό μαέστρο τον Νίκολας Φινκ, οδηγούν θαυμαστά την έξοχη χορωδία, παρά τις μετακινήσεις της και τις μετατοπίσεις των ηχητικών όγκων. Ενώ οι σολίστ -η σοπράνο Μάρλις Πέτερσεν και ο βαρύτονος Δημήτρης Τηλιακός-, άψογοι, αίρονται στο ύψος των περιστάσεων, όπως και οι δύο πιανίστες, η Άνγκελα Γκάσενχούμπερ και ο Φίλιπ Μάγιερς.
Το συμπέρασμα. Μία έξοχη μουσική παράσταση που δεν πρέπει να χάσετε με τίποτα!

Μέγαρο Μουσικής Αθηνών / Αίθουσα «Αλεξάνδρα Τριάντη», «Adagio-Μουσικές για τις Ημέρες του Πάσχα», 26 Απριλίου 2016.

Χάρης Αττώνης: ο εξανθρωπισμένος «Πίθηκος του Κάφκα» με σκηνοθέτη τον Άκι Βλουτή στο «Από Μηχανής»


Το Τέταρτο Κουδούνι / Είδηση 



Τον βασισμένο στο διήγημα (1917) του Φραντς Κάφκα «Αναφορά σε μια Ακαδημία» μονόλογο «Ο πίθηκος του Κάφκα» του Κόλιν Τίβαν, ο οποίος υπογράφει την προσαρμογή για το θέατρο, θα ερμηνεύσει την επόμενη χειμερινή σεζόν, σε μετάφρασή του, ο Χάρης Αττώνης στο «Από Μηχανής Θέατρο» και σε σκηνοθεσία του καλλιτεχνικού διευθυντή της Εταιρείας Θεάτρου «Συν Επί (+×)», που στεγάζεται στο «Από Μηχανής», Άκι Βλουτή -η πρεμιέρα στις 14 Οκτώβρίου.
Τα σκηνικά και τα κοστούμια θα υπογράφει ο Νίκος Αναγνωστόπουλος και τη μουσική ο Σταύρος Γασπαράτος. Για τους υπόλοιπους συντελεστές γίνονται ακόμα συζητήσεις.
Στον ειρωνικό, αλληγορικό μονόλογο μια Ακαδημία έχει προσκαλέσει τον «Κόκκινο Πίτερ», ένα χιμπατζή που εξανθρωπίστηκε, να μιλήσει για την προηγούμενη ζωή του. Όταν παρουσιάζεται μπροστά στα μέλη της Ακαδημίας δηλώνει ότι δεν μπορεί να ικανοποιήσει το αίτημά τους γιατί, όπως εξηγεί, έχασε την επαφή του με τις ρίζες του και με τις αναμνήσεις της νιότης του στην πορεία προς τον εξανθρωπισμό του. Η απώλεια της μνήμης του ήταν το κόστος για την προσαρμογή του στον ανθρώπινο κόσμο. 
Αντί, λοιπόν, να περιγράψει την ζωή του ως χιμπατζής, εξιστορεί το πεντάχρονο ταξίδι του μέχρι να γίνει άνθρωπος ξεκινώντας την ιστορία απ’ την στιγμή της αιχμαλωσίας του στην -τότε- Χρυσή Ακτή (σημερινή Γκάνα) της Υποσαχάριας Δυτικής Αφρικής. Ήταν βράδυ και μαζί μ’ άλλους χιμπατζήδες έπινε νερό στην λίμνη, όταν οι κυνηγοί της εταιρείας «Hangenbeck» τον πυροβόλησαν στο πρόσωπο και κάτω απ’ τους γοφούς, μετά τον έκλεισαν σ’ ένα κλουβί καρφωμένο στους τοίχους ενός ατμόπλοιου και τον μετέφεραν στο Αμβούργο. Η μνήμη του σταδιακά άρχισε να ζωντανεύει καθώς συνερχόταν απ τα τραύματα του. Στην αρχή, φοβισμένος κι απελπισμένος, προσπάθησε να ξεφύγει. Η σκέψη που κυριαρχούσε στο μυαλό του ήταν ότι, αν δεν βρει τρόπο να βγει απ’ το κλουβί, θα πεθάνει. Κι ο μόνος τρόπος για να βγει ήταν να γίνει άνθρωπος. Άρχισε να παρατηρεί τους ανθρώπους που, από περιέργεια και για να διασκεδάσουν, μαζεύονταν γύρω απ’ το κλουβί του. Τον γαργαλούσαν, του ’καναν χοντρά αστεία, τον έφτυναν… Παρ’ ολ’ αυτά ο «Κόκκινος Πίτερ» βρήκε παρηγοριά κοντά τους κι άρχισε να αντιγράφει τις αργές και βαριές κινήσεις τους. Έτσι, σιγά σιγά, βρήκε μια εσωτερική γαλήνη που τον βοήθησε να μη χάσει τα λογικά του.
Τον συγκεκριμένο μονόλογο -την προσαρμογή για το θέατρο του Κόλιν Τίβαν απ’ το διήγημα του Κάφκα- μας γνώρισε εδώ, τον Μάιο του 2009 -στα αγγλικά-, η σπουδαία ελληνίδα ηθοποιός του εξωτερικού Κάθριν Χάντερ (Χατζηπατέρα), με μια συγκλονιστική ερμηνεία της, σε σκηνοθεσία Γουόλτερ Μαγιέρτζοχαν, στην πρώτη εμφάνισή της στην Ελλάδα, σε μια παραγωγή του «Young Vic», που την έφερε η «Αττική Πολιτιστική Εταιρεία», στο πλαίσιο του φεστιβάλ «Θέατρο Πέρα από τα Όρια» το οποίο οργάνωνε, και που παίχτηκε στο θέατρο «Δημήτρης Χορν».

Έκτοτε το διήγημα του Κάφκα ανέβηκε αρκετές φορές στην ελληνική σκηνή, ως μονόλογος αλλά σε διαφορετικές διασκευές.
Τη σεζόν 2010/2011 το παρουσίασε με τον τίτλο «Μια αναφορά στην Ακαδημία» ο Νίκος Καλαμό με το «Θεατρικό Φυτώριο Αίγινας» στo μπαρ «Λειδινός» της Αίγινας σε σκηνοθεσία του.
Τη σεζόν 2011/2012 παρουσιάστηκε, με τον τίτλο «Αναφορά σε μια Ακαδημία», στο Ίδρυμα «Μιχάλης Κακογιάννης», υπό την αιγίδα της ομάδας «Σημείο Μηδέν» και στο πλαίσιο ενός Αφιερώματος στον Κάφκα που η ομάδα οργάνωσε, σε σκηνοθεσία Δανάης Σπηλιώτη με την Αντιγόνη Ρήγα.
Η Δανάη Σπηλιώτη υπέγραφε και την παράσταση «Αναφορά» που ανέβηκε απ’ τη θεατρική ομάδα «Roswitha» στο χώρο «Nosotros» μ’ ερμηνευτή τον Θοδωρή Σκυφτούλη -τη διασκευή συνυπέγραφαν οι δυο τους- κι επαναλήφθηκε την επόμενη σεζόν 2013/2014, στο «Act», και τη μεθεπόμενη 2014/2015, στο «Θέατρο του Νέου Κόσμου».
Τέλος στην «Αναφορά σε μια Ακαδημία» -αλλά και σ’ άλλα δυο διηγήματα του Κάφκα- βασιζόταν η παράσταση -μονόλογος επίσης- «Kafka’s Freaks» που παίχτηκε το φετινό χειμώνα 2015/2016 στον «Φούρνο», μ’ ερμηνευτή τον Νικόλα Βαγιονάκη που υπέγραφε και τη σύνθεση, τη διασκευή και τη σκηνοθεσία.

Tip: «Human Requiem»


Μία συ-ναρ-πα-στι-κή εμπειρία. Με τις ανάσες των χορωδών της εξαιρετικής χορωδίας ανάμεσά μας, πλάι μας, πίσω μας, το δύσκαμπτο «Ένα Γερμανικό Ρέκβιεμ» του Γιοχάνες Μπραμς ελαφρωμένο, με συνοδεία μόνο πιάνου για τέσσερα χέρια, με το βάρος στη χορωδία, και με απλά, απέριττα μέσα σκηνοθετημένο απ’ τον Γιόχεν Ζάντιχ αποκτά πανανθρώπινες διαστάσεις. Μία παράσταση που ξεχειλίζει από αγάπη και συγκίνηση. Μην το χάσετε στην αποψινή δεύτερη παρουσίασή του στο Μέγαρο Μουσικής!
Και, οπωσδήποτε: να ανεβείτε στη σκηνή. Μη φοβηθείτε, δεν πρόκειται για διαδραστική παράσταση, δεν θα ζητήσουν τη συμμετοχή σας. Αλλά μόνον έτσι θα το ΝΟΙΩΣΕΤΕ.

April 21, 2016

Προσεχώς ωροσκόπια…


Το Τέταρτο Κουδούνι / 21 Απριλίου 2016 

Μου λένε: «Γιατί δε σχολίασες την επιστολή Φαμπρ (της 8ης Απριλίου); Μα τι να σχολιάσω, όταν τη σχολίασαν οι πάντες; Και τα λίγα σοβαρά σχόλια βούλιαξαν μέσα στην -πανταχόθεν εκπορευόμενη...- ανοησία. Απλώς θ’ αντιγράψω κάτι δικά μου.
Έγραφα στο «Τέταρτο Κουδούνι» στις 11 Φεβρουαρίου: 
«Ο Γιαν Φαμπρ, λοιπόν, στο Ελληνικό Φεστιβάλ. Καλλιτεχνικός διευθυντής -κι όχι πρόεδρος. Αλήθεια πρόεδρος ποιος θ’ αναλάβει; Διοικητικός διευθυντής ποιος θ’ αναλάβει; Μήπως πίσω εχ’ η αχλάδα την ουρά; Μήπως, μέσω Φαμπρ, στήνουν φάμπρικα; Επιτρέψτε μου να ’μαι καχύποπτος… 
Αναμφισβήτητα καλλιτέχνης πρώτης γραμμής. Αλλ’ αυτός ο καλλιτέχνης πρώτης γραμμής -και ακραίων, βέβαια, πειραματισμών…- ο οποίος δεν έχει καμιά σχέση με την ελληνική πραγματικότητα/νοοτροπία -δέκα, είκοσι, εκατό φορές περισσότερο απ’ τον Γιώργο Λούκο που τον κατηγορούσαν γι αυτό- θα μπορέσει ν’ ανεχτεί την ελληνική πραγματικότητα, να συμβιβαστεί με την ελληνική πραγματικότητα, να υποταχτεί στην ελληνική πραγματικότητα και μάλιστα τη ΣΗΜΕΡΙΝΗ ελληνική πραγματικότητα; Κι η σημερινή ελληνική πραγματικότητα, αυτοί οι πασίγνωστοι «κύκλοι», οι ίδιοι οι οποίοι ξεσηκώθηκαν για την «Ισορροπία του Nash» του Εθνικού και της Πηγής Δημητρακοπούλου, που βασιζόταν -και- σ’ ένα κείμενο του Σάββα Ξηρού, θ’ ανεχτούν τον Γιαν Φαμπρ;
Δε θέλω να το παίξω Κασσάνδρα αλλά καθόλου αισιόδοξος δεν είμαι. Μακάρι να διαψευστώ αλλά προβλέπω μεγάλα πανηγύρια -με την κακή έννοια… Εδώ είμαστε και θα δείτε/-ούμε: αν αυτοί που ’φεραν τον Φαμπρ, θα συνεχίζουν, σ’ έξι μήνες, να θεωρούν την επιλογή τους λαμπρή επιτυχία ή θ’ αντιληφθούν πως επρόκειτο για γκάφα ολκής. Το μέλλον εγγύς…».
Έγραφα στο «Τέταρτο Κουδούνι» την 1 Απριλίου: 
«Οι ανίδεοι που έσπευσαν να υιοθετήσουν την ιδέα να τον καλέσουν για να μας ρίξουν στάχτη στα μάτια μετά τη, δια κιτρίνων μεθόδων, εκπαραθύρωση του Γιώργου Λούκου, που μηχανεύτηκαν, και τη σωρεία των αντιδράσεων που αυτή προκάλεσε, ως ανίδεοι, τίποτα δεν προσυζήτησαν με τον καλλιτέχνη -για το πώς αντιλαμβάνεται το όλο πράγμα. Και τώρα έχουν διορίσει τους αντ’ αυτών -όπου χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα- για να βγάλουν τα κάστανα απ’ τη φωτιά. 
Αλλά μου φαίνεται πως, τελικά, μαζί τους θα καούν κι οι ίδιοι (Η φωτογραφία από κάψιμο του βασιλιά Καρνάβαλου στην Πάτρα...). Διότι -για να παραφράσω και πάλι- είναι πολλές οι γκάφες Άρη… Πολλές και μεγάλες. Κι αλλεπάλληλες».
Βρε, κοίτα πώς επαληθεύτηκα! (Δε χαίρομαι, πάντως, που επαληθεύτηκα. Και μάλιστα πολύ, μα ΠΟΛΥ συντομότερα απ’ τους έξι μήνες που πρόβλεπα. Λυπάμαι. Πολύ. Και συνεχίζω να αηδιάζω. Ακόμα περισσότερο). 
Αφήστε το πρωταπριλιάτικο που ’γραψα ότι ο Φαμπρ παραιτήθηκε που ’ρθε κι έγινε πραγματικότητα πριν κλείσει εικοσιτετράωρο… 

Οπότε, προσεχώς, και… ωροσκόπια.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή… 


Διπλή παρουσία η Λεία Βιτάλη, φέτος, ως συγγραφέας, στη σκηνή -πέρα απ’ την καλλιτεχνική ευθύνη για το «Φεστιβάλ Διαρκείας Ελληνικού Έργου του 21ου Αιώνα» που οργανώνει στο «Αγγέλων Βήμα». Παρουσία με ψαχνό.
Το «Ζεϊμπέκικό» της -για τρίτη σεζόν στο «Studio Μαυρομιχάλη»- σκίζει. Εμπνευσμένο προφανώς, χωρίς να ονοματίζεται, απ’ την υπόθεση Άκη Πάνου, ευτύχησε στα σκηνοθετικά χέρια του Φώτη Μακρή. 

Αλλά κι ο Γιώργος Νινιός -που, ειδικότατος, έχει αναλάβει και τη μουσική επιμέλεια- σα να βρήκε το ρόλο της ζωής του: άμεσος, ντόμπρος, αληθινός, συγκινητικός σε μια παράσταση που κλείνει ταιριαστά -με λαϊκό πάλκο. Και πλάι του, η Στέλλα Κρούσκα, επίσης σε πολύ καλή της στιγμή, κι η Ρένα Κουμπαρούλη συμπληρώνουν το παράξενο αυτό, τραγικό τρίο.
Στο «Μεταξουργείο» της Άννας Βαγενά, πάλι, παίχτηκε -μετακόμιση απ’ το «Αγγέλων Βήμα» όπου ανέβηκε πέρσι- το έργο της Λείας Βιτάλη «Νύχτα στην Εθνική». Με Μαίρη Νάνου, Βασίλη Μπατσακούτσα. Σφιχτό κείμενο, σύγχρονο θέμα, εμπνευσμένο επίσης από πραγματικά γεγονότα -η μετανάστρια, ο ρατσισμός κι ένα απρόσμενο τέλος. Σκηνοθετημένη απ’ τη συγγραφέα, η παράσταση έκρυβε για μένα μια έκπληξη: ρώτησα, όταν τελείωσε, πού τη βρήκαν αυτή την εξαιρετική ξένη ηθοποιό ονόματι Ντομένικα Ρέγκου που δεν την ήξερα και που ’παιζε τόσο καλά την Ρούντη, τη μετανάστρια, αλλά τραγουδούσε κιόλας. Μου απάντησαν πως είναι Ελληνίδα! Το ’ψαξα, μάλιστα, και είδα ότι κάνει και σταντ απ αλλά τραγουδάει και σε στέκια. Τόσο πειστική! Αυθεντική σας λέω! 



Τελικά πάντα το ’λεγα και πάντα επιβεβαιώνεται: ο κάθε καλλιτέχνης βρίσκει το δημοσιογράφο που του ταιριάζει… Νόμος! Όμοιος ομοίω αεί πελάζει, που λέγανε παλιά -ο Πλάτων δηλαδή, που ’τανε και σοφός.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…



Δε θέλω να μιλήσω ούτε για τη διασκευή ούτε για την παράσταση του «Θεέ μου, τι σου κάναμε» που ’χει ανεβάσει ο Λάκης Λαζόπουλος, για να μην κακοκαρδιστούμε. Μόνο μια απορία θα ’θελα να λύσω. Σ’ ένα θέατρο μέτριας χωρητικότητας -γύρω στις 400 θέσεις-, όπως το «Γκλόρια», όπου η παράσταση παίζεται, τα μικρόφωνα-ψείρες, με τον ήχο ανοιγμένο στη διαπασών, οι ηθοποιοί τι τα χρειάζονται αφού, έτσι κι αλλιώς, ξελαρυγγιάζονται; Και να μη σας πω για τον μαύρο ηθοποιό που συμμετέχει, ο οποίος ουρλιάζει σε ακατανόητα ελληνικά -του παραλόγου, δηλαδή… Ο Λάκης Λαζόπουλος που σκηνοθέτησε δεν κατέβηκε ποτέ στην πλατεία, στις δοκιμές, ν’ ακούσει αυτό το ενοχλητικό ηχητικό κομφούζιο όπου τα μισά που λένε δεν τα καταλαβαίνεις και στ’ άλλα μισά τ’ αυτιά σου πληγώνονται ανεπανόρθωτα;



«Ο Γλάρος… αυτό ήθελα να πω» ειν’ ο τίτλος της παράστασης που παραφράζει -αντιστρέφει θα ’ταν το σωστότερο- μια φράση απ’ τον κλασικό μεγάλο μονόλογο της Νίνας στην τέταρτη πράξη του τσεχοφικού «Γλάρου». Μιας παράστασης που ’στησε ο Κώστας Μπάρας σ’ έναν μικρούλι, ημιυπόγειο χώρο με τ’ όνομα «Παπαγάλος», στην Νοταρά, στα Εξάρχεια, με τέσσερις μαθητές του, φρέσκους απόφοιτους της δραματικής σχολής «Πράξη Επτά» του Θόδωρου Γράμψα όπου και διδάσκει: Εβίτα Αμερικάνου, Ελένη Κουταλώνη, Σταύρο Λιλικάκη, Τρύφωνα Μπάρκα. Μια σύνθεση πάνω στον τσεχοφικό «Γλάρο» με πολλές σκηνές του «πειραγμένες» και μπολιασμένες με κείμενα από Γιώργο Χειμωνά, Άκη Δήμου και Γιάννη Ευσταθιάδη μέχρι Σάρα Κέιν και Λοράν Γκοντέ. Χρειάζεται ο Τσέχοφ δραματουργική επεξεργασία; Πιστεύω πως όχι. Αλλά αν με τα κείμενα αυτά φωτίζεται, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση, γιατί όχι;
Ο Κώστας Μπάρας και τα τέσσερα, άπειρα ακόμα, παιδιά, χωρίς σχεδόν σκηνικά, με ρούχα καθημερινά, τα δίνουν όλα και μεταφέρουν μια ανεπαίσθητη μελαγχολία, που, ναι, είναι τσεχοφική. Και το κάνουν με μεγάλο μεράκι. Και μόνο να δείτε το πρόγραμμα της παράστασης και το βιβλιαράκι με το κείμενό της, τα χειροποίητα, θα καταλάβετε. Και θα συγκινηθείτε.



Το Ίδρυμα Ωνάση και πάλι κάτι σωστό έπραξε. Συμμετέχοντας με την προσφορά του μισού απ’ το απαιτούμενο ποσό στη δράση «act4greece: στηρίζουμε το ‘Θέατρο Τέχνης’» για την επισκευή και τον εκσυγχρονισμό των υποδομών των δυο θεάτρων του, μέσα απ’ την πλατφόρμα της Εθνικής Τράπεζας «act4greece».
Η ανάγκη επισκευής κι εκσυγχρονισμού των υποδομών των δυο αιθουσών-του -«Υπόγειο» και Φρυνίχου- είχε γίνει πια ΕΠΙΤΑΚΤΙΚΗ. Σε πιάνει κατάθλιψη να βλέπεις την κατάσταση… Η Μαριάννα Κάλμπαρη, πια, στο τιμόνι του «Θεάτρου Τέχνης», του ’χει δώσει -δεν το πίστευα πως θα τα κατάφερνε, με τη μούχλα που ’χε παντού απλωθεί εκεί…- το φιλί της ζωής, το οποίο το ’χει ουσιαστικά αναζωογονήσει. Αλλά μέσα σε κάκιστες -και για τους θεατές και για τους ηθοποιούς και, γενικότερα, τους συντελεστές των παραστάσεων αυτών- συνθήκες και οι καλύτερες και οι πιο ενδιαφέρουσες παραστάσεις δεν μπορούν ν’ αποδώσουν τα μέγιστα.
Για τα υπόλοιπα χρήματα που απαιτούνται -κάπου 55.000 ευρώ, δεν είναι και κανένα ποσό αμύθητο…- ελπίζω οι έχοντες να ’χουν ήδη ανταποκριθεί. Χωρίς χρονοτριβή.


 
Διάβασα στα «Νέα» την υμνητική κριτική του Κώστα Γεωργουσόπουλου για το μιούζικαλ «Victor Victoria» που παίζεται στο «Pantheon» του Γιάννη Παπαθεοχάρη, σε σκηνοθεσία του γιου του Απόλλωνα Παπαθεοχάρη. Στη φωτογραφία, ο κριτικός στην παρουσίαση των δυο νέων βιβλίων της Νίκης Παπαθεοχάρη, συζύγου του ιδιοκτήτη και μητέρας του σκηνοθέτη, «Ελληνικές θαλασσινές διαστάσεις» που αποτυπώνει τα έργα πετρογλυπτικής της καλλιτέχνιδας και συγγραφέα, και «Ψηφίδες», της νέας της ποιητικής συλλογής της, που έγινε στις 2 του περασμένου Νοεμβρίου και στην οποία ο κριτικός μίλησε, μεταξύ άλλων στο πάνελ, «για το έργο και την προσωπικότητα της δημιουργού», όπως σημείωνε το σχετικό δελτίο Τύπου.



«Mein Komplex. Όταν ο Hitler συνάντησε τον Freud…» είναι ο τίτλος της παράστασης -παίχτηκε και την προπέρσινη σεζόν 2013/2014 στο «Άλμα» -που ανέβηκε στο «Άλφα» για τα Δευτερότριτα. Διαβάζω στο δελτίο Τύπου: διασκευή-σκηνοθεσία Μπάμπης Κλαλιώτης. Εκείνο που δε διαβάζω είναι ΑΠΟ ΠΟΥ είναι η διασκευή. Διαβάζω, όμως, στο ίδιο δελτίο και την υπόθεση του έργου. Και πώς, μα πώς μου θυμίζει τον «Μικρό Χίτλερ» του Άρνολντ Μπέρνφελντ, που παρουσίασαν -πολύ καλή παράσταση!-, στην αρχή της τρέχουσας σεζόν, ο Γεράσιμος Μιχελής κι ο Γιώργος Χριστοδούλου, συν-σκηνοθετώντας και παίζοντας τους δυο ρόλους στο «Θέατρο του Νέου Κόσμου»! Σύμπτωση θα ’ναι…


«Οι διαδηλωτές προκάλεσαν φθορές σε αγάλματα και μνημεία που κατασκευάστηκαν τα τελευταία χρόνια στο κέντρο των Σκοπίων, ως ένδειξη διαμαρτυρίας για τον αντιαισθητικό, όπως ανέφεραν, χαρακτήρα τους και για το γεγονός ότι δαπανήθηκαν μεγάλα ποσά για αυτά […]  Όπως και τις προηγούμενες ημέρες, πέταξαν μπογιές και έγραψαν συνθήματα σε κατασκευή που έχει τη μορφή αψίδας στο κέντρο των Σκοπίων ενώ έριξαν και απορρυπαντικά στο σιντριβάνι γύρω από το άγαλμα του Μ. Αλεξάνδρου στην κεντρική πλατεία των Σκοπίων», διαβάζω. 
Επιτέλους! Καιρός ήταν! Αντέδρασαν ενεργά στο κιτς! Στη γείτονα. Κάλιο αργά παρά ποτέ… (To σύνθημα στα «ανάγλυφα» της... «Αψίδας του Θριάμβου» μεταφράζεται: Ελευθερία αντί για φόβο).
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…

Tip: «Ο γυάλινος κόσμος»



** Μεγάλη μαστόρισσα του ρεαλισμού, η Ελένη Σκότη έχει ανεβάσει στο «Εμπορικόν» τον «Γυάλινο κόσμο» χωρίς νεωτερισμούς αλλά και χωρίς να αγνοήσει την ποίηση του Τενεσί Γουίλιαμς, πολύ προσεκτικά, με την άποψη ότι ο Τομ/Γουίλιαμς του «παρόντος», που «αφηγείται» το έργο -ένα έργο μνήμης- μπορεί και να είναι στην ηλικία όχι του νεαρού Τομ του παρελθόντος αλλά του Δημήτρη Καταλειφού. 

Του οποίου την ερμηνεία αξίζει να δείτε αλλά ακόμη περισσότερο της Θέμιδος Μπαζάκα στο ρόλο της Αμάντα, τον καλύτερο νομίζω της καριέρας της.

April 20, 2016

Ο Δημοσθένης Παπαδόπουλος σκηνοθετεί «Στρίψιμο της βίδας»« για Θάλεια Ματίκα


Το Τέταρτο Κουδούνι / Είδηση 


Ο Δημοσθένης Παπαδόπουλος θα σκηνοθετήσει, σε μετάφρασή του, τον επόμενο χειμώνα, στο θέατρο «Άνεσις», το έργο του Αμερικανού Τζέφρι Χάτσερ «Το στρίψιμο της βίδας», διασκευή για δυο πρόσωπα του γκόθικ μυθιστορήματος τρόμου και φαντασμάτων του συμπατριώτη του Χένρι Τζέιμς, για την Θάλεια Ματίκα, όπως ήδη έγραψε ο Βασίλης Μπουζιώτης στην «Real News», και τον Ιάσονα Παπαματθαίου.
Βασισμένη στην αριστουργηματική, προκλητική ιστορία αγωνίας, τρόμου και καταπιεσμένης σεξουαλικότητας του Τζέιμς, η προσαρμογή αυτή για το θέατρο, απ’ τον Χάτσερ, του μυθιστορήματος -που ’χει σημαδέψει τη λογοτεχνία του φανταστικού- συμπυκνώνει τη διάσημη ιστορία και της δίνει περαιτέρω ώθηση:

μια νεαρή γκουβερνάντα φτάνει σ’ ένα απομονωμένο αγγλικό αρχοντικό για ν’ αναλάβει τη φροντίδα του Μάιλς και της Φλόρα, δυο παιδιών που πρόσφατα έμειναν ορφανά και που τα κηδεμονεύει ένας μακρινός θείος τους. Η προκάτοχός της, η δεσποινίς Τζέσελ, αυτοκτόνησε -πνίγηκε-, όταν έμεινε έγκυος απ’ τον σαδιστή υπηρέτη Πίτερ Κουίντ, ο οποίος, σύντομα, βρέθηκε κι αυτός νεκρός, κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες.
Η καινούργια γκουβερνάντα αρχίζει να βλέπει τα φαντάσματα της Τζέσελ και του Κουίντ που στοιχειώνουν τα παιδιά και πρέπει να βρει έναν τρόπο για να σταματήσει τους δαίμονες πριν είναι πολύ αργά. Αλλά ένα τρομακτικό ερώτημα τη βασανίζει: τα φαντάσματα είναι πραγματικά ή προϊόν της πυρετώδους φαντασίας της;
Το συναρπαστικό μυθιστόρημα του Χένρι Τζέιμς (1898) γνώρισε πολλές «μεταποιήσεις» -για το θέατρο, τον κινηματογράφο, την τηλεόραση, έγινε μπαλέτο, έγινε όπερα -απ’ τον Μπέντζαμιν Μπρίτεν…
Η διασκευή για το θέατρο του Τζέφρι Χάτσερ πρωτοπαρουσιάστηκε το 1996. Στην Ελλάδα το έργο πρωτοανέβασε ο Θωμάς Μοσχόπουλος για το «Θέατρο του Νότου» του Γιάννη Χουβαρδά, στον «Εξώστη» του «Αμόρε», με την Άννα Μάσχα και τον Αργύρη Ξάφη, τη σεζόν 2000/2001. Το χειμώνα 2012/2013 παρουσιάστηκε κι απ’ την Ομάδα Θεάτρου και Χορού «MoveInContact», ως συμπαραγωγή με το ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης, σε σκηνοθεσία Πάρη Μαντόπουλου, με την Άννα Μερτζάνη και τον Κωνσταντίνο Ρεπάνη, στο «Θεατροδρόμιο» της Κοζάνης για να μεταφερθεί, την επόμενη σεζόν 2013/2014, στην Αθήνα, στο θέατρο «Εν Αρχή».
Ο καλός ηθοποιός Δημοσθένης Παπαδόπουλος, που ανέλαβε τη σκηνοθεσία στο «Στρίψιμο της βίδας», εγκατεστημένος, τα τελευταία χρόνια, στο Βερολίνο, όπου κάνει πια καριέρα, επανήλθε φέτος πρόσκαιρα στην Ελλάδα, καθώς το ενδιαφέρον του για τη σκηνοθεσία, με την οποία είχε ήδη καταπιαστεί, μεγαλώνει, για να ανεβάσει στο «Cartel» μια εξαιρετική παράσταση του «Καζιμίρ και Καρολίνα» του Έντεν φον Χόρβατ -παίζεται ακόμα και, μάλιστα, με τον Ιάσονα Παπαματθαίου, που θα παίξει και στο «Στρίψιμο», στη διανομή.
Ο Σταύρος Λίτινας έχει επωμιστεί τα σκηνικά κι ο Σάκης Μπιρμπίλης τους φωτισμούς.
Η πρεμιέρα προσδιορίζεται για τα μέσα του Ιανουαρίου κι η παράσταση προορίζεται για τα Δευτερότριτα. Το «Άνεσις» θ’ ανοίξει το πρώτο δεκαήμερο του Οκτωβρίου με την επανάληψη, μετά την επιτυχία που είχε, του «Έγκλημα και τιμωρία», διασκευή του εμβληματικού μυθιστορήματος του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι απ’
τον Γεωργιανό Λεβάν Τσουλάτζε ο οποίος έχει υπογράψει και τη σκηνοθεσία, με Ρασκόλνικοφ τον Τάσο Ιορδανίδη, καλλιτεχνικό διευθυντή του «Άνεσις», και Πορφίρι Πετρόβιτς τον Ιεροκλή Μιχαηλίδη. Στο ρόλο της Σόνια Μαρμελάντοβα, που φέτος ερμηνεύει η Θάλεια Ματίκα, θα την αντικαταστήσει η Αννίτα Κούλη.

Tip: «Links»




** Ο Αντώνης Φωνιαδάκης, από τον προσεχή Σεπτέμβριο διευθυντής του Μπαλέτου της Λυρικής, επιστρέφει ως χορογράφος μετά από χρόνια εκεί. Με ένα τρίπτυχο -το παλαιότερο (2004) «Selon Désir»/«Air»/«Links»- πάνω σε μουσικές Μπαχ και Χέντελ  δημιουργικά δεμένες από τον Ζιλιέν Ταρίντ. Οδηγώντας το χορευτικό σύνολο της ΕΛΣ, παρά τις δυσκολίες, σε καινούργιους δρόμους Τρεις χορογραφίες που ξεκινούν από ενδιαφέρουσα και καταλήγουν σε εξαιρετική, με βασικό χαρακτηριστικό τη ρευστότητα της κίνησης. 
Ειδική μνεία στην εξαιρετική σκηνογραφική δουλειά στο τρίτο κομμάτι, την οποία συνυπογράφουν ο χορογράφος και ο Σάκης Μπιρμπίλης -και διευθυντής των καθοριστικών φωτισμών. Αν θέλετε να δείτε χορό σε σύγχρονη γλώσσα, να πάτε!

April 19, 2016

Το tip και πώς να το… αποκτήσετε / Tip: «Προδοσία»


Επειδή βλέπω πολλές, πάρα πολλές παραστάσεις, επειδή δεν προλαβαίνω να γράψω για όλες, επειδή, μερικές φορές γράφω καθυστερημένα -έως και πολύ καθυστερημένα…- για παραστάσεις που μου άρεσαν και θα ’θελα να σας προτρέψω έγκαιρα να τις δείτε, το σκέφτηκα κι αποφάσισα, για να μη χάνουμε χρόνο, να καταθέτω στο blog, αμέσως μετά την επιστροφή μου από παραστάσεις που μου άρεσαν και που θα σας συνιστούσα να τις δείτε, μια σύντομη επισήμανση, ένα tip που λέμε στα ελληνικά, φόρο τιμής και στους το πάλαι ποτέ αστερίσκους του Κώστα Νίτσου στα «Νέα». Κι αν έχω το χρόνο, να επιστρέφω στην παράσταση αναλυτικά. Αρχής γενομένης από απόψε:




* Πηγαίνετε στο Δημοτικό του Πειραιά να δείτε την… περιπατητική «Προδοσία» του Πίντερ! Ο σκηνοθέτης Γιάννης Μόσχος παίζει έξοχα μουσική με τρία εξαίρετα όργανα: Γιώργος Γλάστρας, Μαρία Σκουλά, Νίκος Ψαρράς.

April 18, 2016

«Ψύλλοι στ’ αυτιά» του Φεντό απ’ τον Γιάννη Αναστασάκη στο ΚΘΒΕ


Το Τέταρτο Κουδούνι / Είδηση  


Την αριστουργηματική κλασική φάρσα του Ζορζ Φεντό «Ψύλλοι στ’ αυτιά» θ’ ανεβάσει για το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος ο Γιάννης Αναστασάκης, καλλιτεχνικός διευθυντής του, αρχές Νοεμβρίου, πρώτη πρεμιέρα για την επόμενη χειμερινή σεζόν στο «Βασιλικό Θέατρο».
Καυστικός ανατόμος της γαλικής αστικής τάξης της εποχής του, της καταχρηστικά αποκαλούμενης «μπελ επόκ», μέσα απ’ τη φάρσα, ανανεωτής του είδους του βοντβίλ μέσα από ωρολογιακής ακρίβειας σπαρταριστούς θεατρικούς μηχανισμούς, θεωρούμενος πρόδρομος του θεάτρου του παραλόγου και ειδικά του Ιονέσκο, με πλήθος κωμωδιών στο ενεργητικό του, που, ταυτόχρονα, γίνονταν και συνεχίζουν να γίνονται μεγάλες εμπορικές επιτυχίες, ο Φεντό 
πέθανε το 1921, στα 58 του, σε ψυχιατρική κλινική, ήδη από χρόνια παροπλισμένος λόγω ψυχικής πάθησης, απόρροιας της σύφιλης απ’ την οποία είχε προσβληθεί.
Στο «Ψύλλοι στ’ αυτιά» (1907), ίσως την κορωνίδα των κωμωδιών του μαζί με την «Κυρία του Μαξίμ», μια παριζιάνα αστή, η Ρεϊμόντ Σαντεμπίζ, μετά από χρόνια συζυγικής ευτυχίας, αρχίζει ν αμφιβάλλει για την πίστη του άντρα της Βικτόρ-Εμανουέλ, υποψία που εκμυστηρεύεται στη φίλη της Λισιέν. Το γαϊτανάκι της κωμωδίας ξεκινάει να πλέκεται όταν οι δυο φίλες, για να παγιδεύσουν το σύζυγο, του γράφουν επιστολή κλείνοντάς του ραντεβού σε κακόφημο ξενοδοχείο, αγνοώντας πως εκεί εργάζεται ως θυρωρός ένα σωσίας του, ο Πος. Όταν όλοι οι ήρωες του έργου καταφθάνουν στο ξενοδοχείο, ο καθένας για τους δικούς του λόγους, η φάρσα πυροδοτείται κι οδηγεί σ ένα απόλυτα μπερδεμένο κουβάρι. Βεβαίως, στο τέλος, το κουβάρι λύνεται και, όπως απαιτούσαν οι θεατρικές και κοινωνικές συμβάσεις της εποχής, η τιμή διασώζεται… 
Το «Ψύλλοι στ’ αυτιά» στο ΚΘΒΕ έχει παρουσιαστεί τη σεζόν 1992/1993, στο «Βασιλικό» επίσης, σε σκηνοθεσία Εύη Γαβριηλίδη. 
Το πιο πρόσφατο ανέβασμα του έργου στην ελληνική σκηνή έγινε απ’ τον Γιάννη Κακλέα, στο «Αλίκη», το χειμώνα 2013/2014.
Ο Γιάννης Αναστασάκης στην παράστασή του θα χρησιμοποιήσει τη μετάφραση που ’χει κάνει ο Μίνως Βολανάκης, όταν ανέβασε το έργο για την Ξένια Καλογεροπούλου, σε μια καταπληκτική παράσταση, εγκαινιάζοντας, το 1984, το θέατρο «Πόρτα». Για τους υπόλοιπους συντελεστές και τη διανομή γίνονται συζητήσεις.

April 17, 2016

Μιας πεντάρας καπιταλισμός


Το έργο. Ο Μακχίθ, διαβόητος κακοποιός του βικτοριανού Λονδίνου, γοητευτικός και κομψός, μουρντάρης και τρόφιμος μπορντέλων, φορτωμένος με φόνους, ληστείες, εμπρησμούς και πλήθος άλλων αδικημάτων, γνωστός ως Μακ το Μαχαίρι, επικεφαλής συμμορίας που λυμαίνεται την πόλη ανεμπόδιστα, καθώς ο Μακχίθ, αν και καταζητούμενος, βρίσκεται υπό την προστατευτική ομπρέλα του αρχηγού της αστυνομίας Μπράουν, φίλου του από την εποχή των αποικιακών πολέμων, όταν υπηρετούσαν μαζί στο στρατό, παντρεύεται, κρυφά από τους γονείς της, την Πόλι. 
Κόρη του Πίτσαμ, ιδιοκτήτη της εταιρείας «Ο Φίλος του Ζητιάνου», που «διαχειρίζεται» όλους τους ζητιάνους της πόλης, με την οποία είχε πάρε-δώσε εν γνώσει της μητέρας της που δεν ήξερε, όμως, πως ο ευγενικός και γαλαντόμος κύριος είναι ο Μακ το Μαχαίρι. Ο Πίτσαμ γίνεται έξαλλος όταν μαθαίνει το νέο και με τη γυναίκα του, την Σίλια, βάζουν στόχο να επιτύχουν τη σύλληψη του και να τον στείλουν στην κρεμάλα για να πάρουν πίσω την κόρη τους.
Η Πόλι ενημερώνει για τα σχέδιά τους τον Μακχίθ που αποφασίζει, για λόγους ασφαλείας, να φύγει από την πόλη, αναθέτει μάλιστα στη γυναίκα του τη «διεύθυνση» της συμμορίας. Αλλά πριν φύγει επισκέπτεται το προσφιλές μπορντέλο του, όπου και η Τζένι, η πόρνη πρώην ερωμένη του. Δεν ξέρει ότι η Κυρία Πίτσαμ την έχει δωροδοκήσει κι εκείνη, για να τον εκδικηθεί, τον έχει προδώσει στον Μπράουν που αναγκάζεται -απολογούμενος…-, να τον συλλάβει.
Στη φυλακή ο Μακχίθ, όμως, έχει και άλλο μέσο: την Λούσι, κόρη του Μπράουν, επίσης ερωμένη του -η οποία, μάλιστα, εμφανίζεται ως έγκυος από τον κακοποιό-, που τον βοηθάει να δραπετεύσει παρά τη σύγκρουσή της, σε μία έκρηξη ζήλειας, με την Πόλι, όταν εκείνη έρχεται να τον επισκεφθεί. 
Ο Πίτσαμ εκβιάζει τον Μπράουν: αν δεν ξαναπιάσει τον Μακχίθ θα αμολήσει τους ζητιάνους του να διαλύσουν την πομπή για την ενθρόνιση της βασίλισσας -η οποία δεν κατονομάζεται αλλά είναι η Βικτόρια, άρα είμαστε στο 1838-, πομπή για την ασφάλεια της οποίας είναι υπεύθυνος. Η Τζένι θα καρφώσει και πάλι τον Μακχίθ: βρίσκεται με μία άλλη πόρνη, την Σούκι Τόντρι. Όταν ο Μπράουν έρχεται να συλλάβει τον Πίτσαμ και τους ζητιάνους του για να αποτρέψει την αμαύρωση της τελετής ενθρόνισης, πληροφορείται πως ο πεθερός του Μακχίθ τους έχει ήδη «εξαπολύσει» και απλώς περιμένουν ένα σημάδι του για να ξεκινήσουν. Οπότε υποκύπτει στον εκβιασμό και καταλήγει, αναγκαστικά, να συλλάβει και πάλι τον φίλο του -στης Σούκι Τόντρι αυτή τη φορά.
Μία ανάσα πριν από την εκτέλεση δια απαγχονισμού του Μακχίθ και όταν φαίνεται πως τίποτα, πια, δεν τον σώζει, έρχεται, όμως, η ανατροπή -ως παρωδία χάπι εντ: απεσταλμένος της βασίλισσας αναγγέλλει ότι η Μεγαλειότητά της του δίνει χάρη, του απονέμει τίτλο κληρονομικό, του χαρίζει έναν πύργο και του χορηγεί σύνταξη. Ο Μακχίθ δικαιώνεται!
Ο Μπρεχτ στην «Όπερα της πεντάρας» (1928) διασκεύασε, σε μετάφραση της Ελίζαμπετ Χάουπτμαν, την «Όπερα του ζητιάνου» (1728) του Τζον Γκέι, ένα σατιρικό έργο με τραγούδια, πολύ δημοφιλές στην εποχή του αλλά και στη συνέχεια, που παρωδεί τις όπερες του  Χέντελ, σύγχρoνου του Γκέι, εφαρμόζοντας κανόνες που αργότερα θεωρητικοποιήθηκαν ως «επικό θέατρο». Η διασκευή αυτή κατοχυρώθηκε, λόγω της αποδοχής που είχε και λόγω των τραγουδιών του Κουρτ Βάιλ, συνδημιουργού, ουσιαστικά και τυπικά, του έργου, αποκλειστικά στους δυο τους.
Ο Μπρεχτ βρήκε στην κοινωνική σάτιρα του Γκέι απόλυτες αντιστοιχίες με τη γερμανική κοινωνία της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης στην οποία ζούσε και έχει συνθέσει μία καταλυτική σάτιρα της αστικής τάξης των χρόνων του, ένα απόλυτα «ανήθικο», έργο όπου ο υπόκοσμος ταυτίζεται με την «υψηλή κοινωνία», το λούμπεν προλεταριάτο που δημιουργεί ο καπιταλισμός με τη στρατιά των ζητιάνων του Πίτσαμ και «η ληστεία μιας τράπεζας με την ίδρυση μιας τράπεζας». Και το έργο που προέκυψε είναι σαφώς πολιτικό: μία παραβολή του καπιταλισμού.
Από το κείμενο δεν λείπουν οι φλυαρίες, το μπαρόκ φόρτωμα και οι πλατειασμοί -για παράδειγμα το τρενάρισμα της σκηνής του γάμου- αλλά τα τραγούδια του Βάιλ, τα songs, δεν προάγουν μόνο, μέσα από τη διάσπαση της αφήγησης, τις επιδιώξεις του Μπρεχτ για κριτική αντιμετώπιση από το θεατή αυτού που βλέπει και ακούει και όχι για ταύτισή του αλλά, επιπλέον, αυτονομούνται και λειτουργούν σαν δαγκάνες που αρπάζουν και κρατούν το κοινό και το «υποχρεώνουν» να ακούσει τους ανατρεπτικούς στίχους τους. Ταυτόχρονα, όμως, επειδή είναι τραγούδια έξοχα -ενταγμένα πια στην τζαζ, τάνγκο και φοξ τροτ και εμβατήρια… -, η αυτονόμησή τους μπορεί να οδηγήσει σε ανατροπή της περί «επικού θεάτρου» θεωρίας του Μπρεχτ και να κλέψουν την παράσταση…
Η παράσταση. Ο σκηνοθέτης Γιάννης Χουβαρδάς, κατά τη γνώμη μου, έκανε το πιο μπρεχτικό ανέβασμα της «Όπερας» που έχει γίνει στην Ελλάδα -έχω δει τα επτά από τα δέκα ελληνικά ανεβάσματα. Πάνω στην εξαιρετική μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα -έξοχη η απόδοση των στίχων στα songs του Βάιλ- έστησε μία ψυχρή, αποστασιοποιημένη, αυστηρή παράσταση, όπου ο θίασος ξεχύνεται στη σκηνή, σαν σε ένα σύγχρονο εργοστασιακό χώρο, για να παίξει μία παραβολή του καπιταλισμού: κατά μέτωπον στησίματα, τραγούδια άμεσης απεύθυνσης στο κοινό, γκρουπαρίσματα, γρήγοροι ρυθμοί, τίτλοι και στίχοι που πέφτουν σε οθόνη, χιούμορ που γέρνει προς την ειρωνεία και το σαρκασμό και όχι προς τα αστειάκια, κανένα αλληθώρισμα προς το μιούζικαλ, με κίνδυνο η παράσταση «να μην αρέσει»… Η ακραία γκροτέσκα γραμμή, που ο Γιάννης Χουβαρδάς επέλεξε, στην αρχή με ξένισε, σιγά-σιγά, όμως, την αποδέχθηκα. Αλλά, παράλληλα, δεν λείπει και μία ροπή προς τους σκηνοθετισμούς που, εμένα τουλάχιστον, με κουράζει.
Η Εύα Μανιδάκη σχεδίασε ένα μεταλλικό, συμμετρικό «βιομηχανικό»/τεχνολογικό χώρο, με πολλές τηλεοράσεις, ιδιαίτερα ψυχρό σε πρώτη ματιά. Καθώς η παράσταση, όμως, προχωρεί αντιλήφθηκα ότι, ακριβώς, το σκηνικό αυτό, όπως μάλιστα το φώτισε ο Λευτέρης Παυλόπουλος, είναι που εξυπηρετεί τη σκηνοθεσία. Όπως και τα βίντεο του Δημοσθένη Γρίβα. Η ενδυματολογική δουλειά της Ιωάννας Τσάμη έχει ενιαία γραμμή αλλά η κατάχρηση του μεταμοντέρνου κιτς προσωπικά με απωθεί. Εξυπηρετική της σκηνοθετικής γραμμής και η κινησιολογική επιμέλεια της Αμάλια Μπέννετ.
Οφείλω, όμως, να σταθώ στη δουλειά του Θοδωρή Οικονόμου. Η ενορχηστρωτική επιμέλειά του πάνω στη μουσική του Κουρτ Βάιλ -δεν είναι η πρώτη φορά, έχει πείρα, την είχε αναλάβει και στα δύο από τα τρία ανεβάσματα του έργου από τον Θέμη Μουμουλίδη, το 2005 και το 2009-, σε συνδυασμό με τη διεύθυνση της άψογης δωδεκαμελούς, ζωντανής, βέβαια, ορχήστρας, εκτοξεύει την παράσταση και την απάλλαξε στα μάτια μου από τα ελαττώματά της: ένα υπόδειγμα, ένα μοντέλο εκτέλεσης της μουσικής του Βάιλ για μία αυθεντικά μπρεχτική παράσταση. Ο Μιχάλης Παπαπέτρου που είχε τη φωνητική διδασκαλία, πάντως, θα πρέπει να ταλαιπωρήθηκε με τις φωνητικές δυσκολίες ορισμένων ηθοποιών.

Οι ερμηνείες. Ικανοποιητικό Πίτσαμ βρήκα τον Άγγελο Παπαδημητρίου. Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη συνεχίζει το δρόμο της με ανατροπές που αιφνιδιάζουν ευχάριστα: έκπληξη στο ρόλο της Κυρίας Πίτσαμ ως καρατερίστα, πειθάρχησε στη γκροτέσκα γραμμή αλλά στα τραγούδια κάπως ζορίζεται στις χαμηλές νότες. Η Νάντια Κοντογεώργη, με ένα κοστούμι που δε την κολακεύει καθόλου, μοιάζει λίγο αμήχανη στην ένταξή της στην παράσταση. Αλλά όταν αρχίζει να τραγουδάει σε αποστομώνει: μία εκπληκτική φωνή λυρικής σοπράνο που τη χειρίζεται σαγηνευτικά, δεμένη με την ορχήστρα σαν να πρόκειται για το δέκατο τρίτο όργανό της.
Τον Νίκο Καραθάνο εδώ τον βρήκα τον πιο αδύναμο της διανομής: και ως Αφηγητή, «καπελλωμένο» με την αγνώστου σε μένα συμβολικής σκοπιμότητας πιθηκόμορφη μάσκα-κεφάλι, και ως Μπράουν: δύσκαμπτος στην υπερκινητικότητα που του ζητήθηκε, με τα τραγούδια του να έχουν πολύ κακή τύχη…
Η Λυδία Φωτοπούλου υπερασπίζεται με το ευρύ τάλαντό της το ρόλο της Τζένι που ήθελε νεότερη ηθοποιό και έχει ικανοποιητικότατα αποτελέσματα και στα τραγούδια της. Πολύ καλή, υποκριτικά και φωνητικά, και η Λούσι της Κίκας Γεωργίου. Αλλά και όλος ο -μεγάλος- υπόλοιπος θίασος αποτελείται, κατά βάση, από ικανές έως εξαίρετες μονάδες που βάζουν το λιθαράκι τους στο οικοδόμημα. Θα μπορούσα, ίσως, να ξεχωρίσω τον Βασίλη Κουκαλάνι.
Άφησα τελευταίο τον Χρήστο Λούλη: το μεγάλο ατού της παράστασης. Χαρισματικός ηθοποιός! Κίνηση, τραγούδι -ένας πολύ σωστός βαρύτονος-, παρουσία, ερμηνεύει, απόλυτα ενταγμένος στο πνεύμα της σκηνοθεσίας, έναν Μακχίθ σαγηνευτικά επικίνδυνο και λαμπερό. Όχι με τον τρόπο του μιούζικαλ αλλά ως σύμβολο. Μία από τις πολύ καλές στιγμές του στο θέατρο. 
Το συμπέρασμα. Μία μπρεχτικότατη παράσταση, με κάποια ελαττώματα, μία γενναιόδωρη παραγωγή και ένα εξαιρετικό μουσικό επίπεδο, πάνω από τον συνήθη μέσο όρο (Φωτογραφίες: Πάτροκλος Σκαφίδας).

Θέατρο «Παλλάς», 14 Απριλίου 2016.