February 28, 2019

Στο Φτερό / Ετούτα εδώ τα κάγκελα κακιά σκουριά τα πιάνει...


«Herrumbre (Σκουριά») / Χορογραφία: Νάτσο Ντουάτο 


Μπορεί η βία να γίνει χορός; Μπορεί τα βασανιστήρια να γίνουν χορός; Μπορεί η τρομοκρατία να γίνει χορός; Φυσικά. Το θέμα είναι πώς θα γίνουν. Πού θα επικεντρωθεί το θέμα. Ο ισπανός χορογράφος -άλλοτε έξοχος χορευτής που ’χουμε δει και στο Ηρώδειο- Νάτσο Ντουάτο χορογράφησε το «Herrumbre (Σκουριά)» του (2004 για τον Εθνικό Θίασο Χορού της Ισπανίας, 

2016 για το Κρατικό Μπαλέτο του Βερολίνου, των οποίων διατελούσε, τότε, αντίστοιχα, καλλιτεχνικός διευθυντής) με βασικό του έναυσμα τις φωτογραφίες απ’ το στρατόπεδο κράτησης του Γκουαντάναμο. Το οποίο έχει δημιουργηθεί στη στρατιωτική βάση 
που διατηρούν οι ΗΠΑ στο έδαφος της Κούβας (!), επί Προέδρου Μπους του νεότερου, μετά την επίθεση της 11 Σεπτεμβρίου 2001 και στο πλαίσιο του αποκαλούμενου «Πολέμου κατά της Τρομοκρατίας». Φωτογραφίες που ’χαν τότε διαρρεύσει κι αποκάλυψαν τ’ άγρια βασανιστήρια στα οποία υποβάλλονταν εκεί οι κρατούμενοι. Εναύσματά του, όμως, ήταν κι η πολύνεκρη τρομοκρατική επίθεση στον σιδηροδρομικό σταθμό της Ατότσα στην Μαδρίτη, όπως και κάθε μορφή βίας που ο χορογράφος
εισέπραττε. Ο Νάτσο Ντουάτο, που αναβίωσε το έργο του τώρα και για το Μπαλέτο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, έχει συνθέσει μια σφιχτή χορογραφία, διάρκειας περίπου 55 λεπτών, καίρια, δυναμική, σκληρή αλλά όχι βάναυση, που κραυγάζει σιωπηλά για την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων: μια σειρά σκηνών όπου πρωταγωνιστούν η βία, οι βιασμοί, τα βασανιστήρια. Οι είκοσι χορευτές του, κινούμενοι γύρω απ’ το ογκώδες, επιβλητικό αλλά, παρά το βάρος του -μεταλλικό, με πετάσματα και με πλέγματα και με κάγκελα και με σιδηρόβεργες-, λειτουργικό σκηνικό του Τζαφάρ Τσάλαμπι -ένα υπέροχο γλυπτό-, το οποίο, απολύτως ψυχρό,
παγωμένο, τρομακτικό καθώς υψώνεται μέσα στις ομίχλες, παραπέμπει ευθέως σε περίφραξη στρατοπέδου συγκέντρωσης και το οποίο οι ίδιοι
μετακινούν, διαμορφώνουν και προσαρμόζουν, εκφράζουν το εσωτερικό σκοτάδι, την εσωτερική σκουριά των καταπιεστών, των βασανιστών, των βιαστών -των θυτών- και τον πόνο, την αγωνία, τον τρόμο των καταπιεσμένων, των βασανιζόμενων, των βιαζόμενων -των θυμάτων- και των ανθρώπων τους. Ο Νάτσο 


Ντουάτο, με βάση του το κλασικό και το νεοκλασικό μπαλέτο, όπως έχουν εξελιχθεί, συνθέτει μια ελεγεία, ένα θρήνο, ένα ρέκβιεμ για τους βασανισμένους. Κι επειδή ολ’ αυτά συνεχίζονται στον κόσμο, απ’ άκρη σ’ άκρη, επειδή το Γκουαντάναμο παραμένει 
ανοιχτό κι «ενεργό» ακόμα, τόσα χρόνια μετά το άνοιγμά του και τόσα χρόνια μετά τις αλλεπάλληλες εξαγγελίες κι υποσχέσεις ότι θα κλείσει, η καθαρά πολιτική αλλά καθόλου εγκεφαλική ή στεγνή χορογραφία του, αν και ηλικίας δεκαπέντε χρόνων -απ’ την αρχική δημιουργία της-, συνεχίζει να ισχύει και συνεχίζει να συγκινεί. Βέβαια, η χορογραφία δε θα μπορούσε να ’χει αυτά τα αποτελέσματα, αν, πέρα απ’ το καθοριστικό σκηνικό, το υπόβαθρό
της δεν ήταν οι εξαιρετικές, ανατριχιαστικές ηλεκτρονικές μουσικές -ηχητικά περιβάλλοντα τα οποία έχουν διαμορφωθεί αρχιτεκτονικά, κατά κάποιο τρόπο, με τη σύνθεση φυσικών και τεχνικών ήχων, θα ταν πιο σωστό να γράψω- των Πέδρο Αλκάλδε και Σέρχιο Καβαγέρο συν ένα απόσπασμα απ’ τη σύνθεση «Σκοτεινό ξύλο» για σόλο τσέλο του Ντέιβιντ Ντάρλινγκ, που, μαζί με τους σκοτεινούς φωτισμούς του Μπραντ 

Φιλντς, συνθέτουν, σε μια ευτυχή συγκυρία, τη ζοφερή ατμόσφαιρα του έργου. Το Μπαλέτο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής δείχνει τον καλό εαυτό του ως σύνολο κι ως επί μέρους επιδόσεις, υλοποιώντας άριστα το όραμα του Νάτσο Ντουάτο. Μια βραδιά μεστή. Ελπίζω ότι το έργο θα περιληφθεί στο ρεπερτόριο της Λυρικής (Φωτογραφίες: 1,3,4,5,6,7,8,9,10,11 Μαρία Χειλοπούλου, 2,12 Δημήτρης Σακαλάκης).

(Πρώτη φορά είδα σ’ έντυπο πρόγραμμα της Λυρικής, όπως σ’ αυτό -δίγλωσσο, στα ελληνικά κι αγγλικά- της συγκεκριμένης
παράστασης -υπεύθυνος έκδοσης Νίκος Α. Δοντάς- τόση αμηχανία επί του πρακτέου: δυο αμήχανα κείμενα που πλατειάζουν ή περιφέρονται χωρίς άξονα έως και δισέλιδο βιογραφικό του διευθυντή του Μπαλέτου της Λυρικής Κωνσταντίνου Ρήγου, ο οποίος καμιά ανάμειξη με την παράσταση δεν είχε, επιστρατεύτηκαν για να το γεμίσουν. Επισημαίνω: Πρώτον. «Πρωταγωνιστής ορόσημο» στον επώνυμο ρόλο στον «Σπάρτακο» (1968) του Γιούρι Γκριγκορόβιτς, στο «Μπαλσόι», 

δεν ήταν ο -σίγουρα σπουδαίος- Ιρέκ Μουχαμέντοφ αλλά ο Μέγας Βλαντίμιρ Βασίλιεφ για τον οποίο σχεδιάστηκε ο ρόλος και του οποίου η μνημειώδης ερμηνεία έχει καταγραφεί στην ομότιτλη ταινία-κινηματογράφηση του μπαλέτου (1977), που γύρισε ο Βαντίμ Ντερμπενιόφ, με συν-σκηνοθέτη τον Γκριγκορόβιτς. Δεύτερον. Τ’ όνομα της πιανίστας και ιδρύτριας του Εθνικού Ωδείου, κόρης του Μανώλη Καλομοίρη, ήταν Κρινώ κι όχι Κρινιώ Καλομοίρη).

Εθνική Λυρική Σκηνή / Αίθουσα «Σταύρος Νιάρχος», Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα «Σταύρος Νιάρχος», Μπαλέτο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, 17 Φεβρουαρίου 2019.

February 23, 2019

Στο Φτερό / Νίνα στη σκηνή, Έμα στο θέατρο, Σάρα στην απεξάρτηση, Λούσι στο σπίτι...


«Με λένε Έμμα» του Ντάνκαν ΜακΜίλαν / Σκηνοθεσία: Ελένη Σκότη. 



To έργο ανοίγει με τη σκηνή Τριέπλιεφ-Νίνα -«είμαι γλάρος...»-, απ’ την τέταρτη πράξη του τσεχοφικού «Γλάρου» -δυο νέοι ηθοποιοί στη σκηνή, θέατρο εν θεάτρω. Ξαφνικά η μύτη της κοπέλας -είναι η «Έμα»- αρχίζει να αιμορραγεί. Καταρρέει.

Η παράσταση διακόπτεται. Η επόμενη στάση είναι σε Κέντρο απεξάρτησης. Η Έμα, πριν κάνει εισαγωγή στο Κέντρο κι ενώ σνιφάρει κόκα και καπνίζει, τηλεφωνεί στη μητέρα της να μαζέψει σ’ ένα κουτί ό,τι μπουκάλι αλκοόλ, ό,τι μπουκαλάκι με χάπια, ό,τι ναρκωτικό 
βρει στο σπίτι της, όπου η μάνα της έχει πάει, και να τα βάλει όλα σε μια κούτα. Είναι εξαρτημένη -ναρκωτικά κι αλκοόλ. Κι έχει κάνει απόπειρα αυτοκτονίας. Στις πληγές της, ο πρόσφατος θάνατος του αδελφού της με τον οποίο ήταν πολύ δεμένη αλλά δε συμπαραστάθηκε στους γονείς της όταν τον έχασαν. Στο Κέντρο
απεξάρτησης αρνητική θα μπει -θέλει μόνο να «καθαρίσει» κι ένα χαρτί, μια βεβαίωση ότι είναι ικανή για εργασία κι ότι δεν είναι επικίνδυνη χρειάζεται μόνο, λέει-, αρνητική θα βγει. Δίνει ως όνομά της το Νίνα -απ’ τον «Γλάρο». Αλλά αρνείται ότι είναι 
ηθοποιός. Η αποτοξίνωση, όμως, δεν είναι αρκετή. Πρέπει ν’ ακολουθήσει πιστά το θεραπευτικό πρόγραμμα. Και να ενταχθεί 
σε θεραπευτική ομάδα. Για να μην πισωγυρίσει. Να ’ναι συνεργάσιμη με τους υπόλοιπους της ομάδας και την Λύντια, την Θεραπεύτρια -απεξαρτημένη κι η ίδια, εδώ και 21 χρόνια. Και να μη λέει 
ψέματα. Αρνητική θα παραμείνει -αν και τους λέει, πια, ότι τη λένε (;) «Έμα». Αναπτύσσει ισχυρές εσωτερικές αντιστάσεις, ειρωνεύεται, αντιδρά, μιλάει άσχημα, φωνάζει, είναι επιθετική, συγκρούεται, δε συνεργάζεται... Και λέει ψέματα. Πολλά ψέματα. Μόνο μ’ έναν απ’ τους υπό απεξάρτηση, τον Μαρκ, έρχεται κάπως 

πιο κοντά -σ’ εκείνον θ’ αποκαλύψει ότι, τελικά (;) τη λένε Σάρα. Και, κάποια στιγμή, φεύγει. Θέλει «να ζήσει». Θα ξανακυλήσει. Και στη δεύτερη πράξη θα γυρίσει στο Κέντρο. Ράκος. Ζητώντας βοήθεια. Κι έχοντας μηδενίσει πια τις αντιστάσεις της -παραδίνεται. Ο Μαρκ που ’χει αποθεραπευτεί δουλεύει τώρα στο Κέντρο. Η απεξάρτησή της θα πετύχει (;) αυτή τη φορά. Μετά το
εξιτήριο, γυρίζει στο πατρικό της -στο παιδικό της δωμάτιο. Οι γονείς της είναι ψυχροί, αδιάφοροι, ενοχλημένοι, αρνητικοί, οργισμένοι, άτεγκτοι. Τους λέει πόσο σκληρά δούλεψε για να γιατρευτεί. Δεν πείθονται ότι τους λέει αλήθεια -μετά απ’ όσα τους έχει κάνει, απ’ όσα τους έχει πει. Δεν μπορούν και δε θέλουν να της δείξουν κατανόηση, δεν μπορούν και δε θέλουν να της συμπαρασταθούν 

στην πιο δύσκολη καμπή της. Κι, επιπλέον, η μάνα της έχει κάτω απ’ το κρεβάτι της την κούτα με τα μπουκάλια, τα μπουκαλάκια με τα χάπια και τα ναρκωτικά που η Λούσι -τώρα, στο τέλος, μαθαίνουμε ότι αυτό είναι τ’ όνομά της, ψέματα έλεγε -της είχε πει να τα κρύψει. Το κορίτσι παλεύει με τον εαυτό του. Τηλεφωνεί σ’ έναν αριθμό -μια Ανοιχτή Ομάδα Υποστήριξης. Δεν ξέρουμε 
τι γίνεται. Το φινάλε μένει ανοιχτό: η «Έμα» περνάει από ακρόαση σε κάποιο θέατρο. Έγινε δεκτή; Τα κατάφερε να μείνει καθαρή; Βρήκα το έργο του Ντάνκαν ΜακΜίλαν «Με λένε Έμμα» («People, Places and Things», 2015), ένα έργο ρεαλιστικό -αλλά με κάποιες ρωγμές, κάποια πετάγματα απ’ το ρεαλισμό
του-,  ειλικρινές, έντιμο αλλά αδύναμο, μονοθεματικό. Ολόκληρη η πρώτη πράξη -τα δυο τρίτα του έργου- εξαντλείται σε μια στεγνή, σχεδόν εργαστηριακή περιγραφή της πρώτης, αποτυχημένης, διαδικασίας απεξάρτησης της «Έμα», χωρίς έμπνευση, χωρίς υποπλοκές, χωρίς χαρακτήρες, με το συγγραφέα ν’ αναπτύσσει μόνο τον κεντρικό, την «Έμα», που πάνω του βασίζει όλο το έργο. Στη δεύτερη περνάει συνοπτικά η δεύτερη απεξάρτησή της κι η πράξη αυτή συμπληρώνεται με μια σκηνή που μου φάνηκε
αφελής: η επιστροφή στο πατρικό της με τους -μόνο- σκληρούς γονείς και την κοπέλα που παλεύει. Ο ΜακΜίλαν δεν εξωραΐζει, είναι αντικειμενικός αλλά απορώ πώς το έργο, μέσα απ το πλήθος των τόσο πολλών σύγχρονων έργων με ενδιαφέρον της βρετανικής σκηνής, έχει ξεχωρίσει. Προφανώς το καυτό, συγκλονιστικό θέμα του πρυτανεύει -και παρακαλώ να μη γίνει παρεξήγηση, δε μιλώ 

για το θέμα, για τη δραματουργική ανάπτυξή του απ’ τον ΜακΜίλαν μιλώ, που τη θεωρώ πλημμελή. Η Ελένη Σκότη που ανέλαβε τη σκηνοθεσία, ενώνοντας χωρίς διάλειμμα τις δυο πράξεις, πάνω στην πολύ καλή, άμεση, με δυο-τρία ολισθήματα μόνον -ο Τέσμαν, στην «Έντα Γκάμπλερ» που η «Έμα» βρίσκει την ευκαιρία να «μεταπλάσει» ως προσωπική ιστορία της, ψευδόμενη στη θεραπευτική ομάδα, και του δίνει τ’ όνομα Τζορτζ, είναι academic αλλά όχι ακαδημαϊκός, πανεπιστημιακός είναι, ο Baudrillard προφέρεται Μποντριγιάρ κι όχι Μποντριγιάρντ...- μετάφραση, έστρωσε μια βατή, νοικοκυρεμένη, ρεαλιστική παράσταση χωρίς, κατά τη γνώμη μου, πετάγματα. Τα βασικά συν που την ενισχύουν 
ειν η σκηνογραφία του Γιώργου Χατζηνικολάου, με τα δυο πετάσματα που, άριστα φωτισμένα απ’ τον Αντώνη Παναγιωτόπουλο, λειτουργικά δημιουργούν χώρους, κι οι μουσικές του Στέλιου Γιαννουλάκη που κατάφερε άριστα να μεταγράψει μουσικά το άγχος, την αγωνία, την απελπισία που διατρέχουν το κείμενο χωρίς να το καπελώνει. Η σκηνοθεσία, πάντως, δεν έχει καταφέρει, πιστεύω, να δέσει αποτελεσματικά τους ηθοποιούς που 
οι περισσότεροι -Κώστας Ξυκομηνός, Χάρης Τζωρτζάκης, Ανδρέας Κοντόπουλος, Ιωάννα Τζίκα, Μαρίτα Τζατζαδάκη, Έλενα Βακάλη, Λένα Μποζάκη- έχουν αδυναμίες. Ξεχώρισα τον εξελισσόμενο Γιάννη Λεάκο και, βέβαια, την Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου, βασική μονάδα του θεάτρου μας. Πετυχαίνει να διαφοροποιηθεί, ουσιαστικά κι όχι απλώς εξωτερικά, σε τρεις διαφορετικούς ρόλους -μετρημένη, σοβαρή, αυστηρή, αποτελεσματική Γιατρός, ελεγχόμενη, με πυγμή αλλά και με ορατό, μέσα από λεπτές πινελιές, το παρελθόν της χρήστριας Θεραπεύτρια Λίντια, πολύπαθη, σκληρή, παγωμένη, αδιαπέραστη Μητέρα- χρησιμοποιώντας μέσα λιτά με τρόπο αξιοθαύμαστο κι αποδεικνύοντας, γι άλλη μια φορά, το σκηνικό κύρος και την κλάση της. Η νεαρή ηθοποιός Μαίρη Μηνά που επωμίζεται το ρόλο-άξονα της «Έμα» φαίνεται πως διαθέτει ευρείες ικανότητες. 
Αν και λίγο αμήχανη και χωρίς αποχρώσεις, κουρδισμένη αποκλειστικά στην τονικότητα «σκληρό καρύδι», στην πρώτη πράξη, στη δεύτερη, όταν κάνει κομμάτια την «Έμα», ξεχειλίζει από μια απόγνωση εξαιρετικά εύγλωττη: μια νέα ηθοποιός για την οποία προοιωνίζεται μέλλον λαμπρό. Το θέμα είναι ικανό να σας κρατήσει καθηλωμένους, εσείς θα κρίνετε το έργο και την παράσταση που προσωπικά τα βρήκα κατώτερα του θέματος (Φωτογραφίες: Σταύρος Χαμπάκης, Γιώργος Χατζηνικολάου).

.

(Το καλοφτιαγμένο έντυπο πρόγραμμα της παράστασης, έκδοση της Ομάδας «Νάμα» και της «Λυκόφως» Ι.Κ.Ε., σε συνεργασία με την «Κάπα Εκδοτική», απ’ αυτά που σπάνια πια συναντούμε... Περιλαμβάνει το κείμενο της μετάφρασης του έργου, βιογραφικά των συντελεστών και διαφωτιστικά κείμενα -το «Η εσωτερική αντίφαση και η ανάγκη της μη-επίλυσής της» της συγγραφέα και θεατρολόγου Ναταλίας Κατσού, βέβαια, φοβάμαι ότι απευθύνεται αποκλειστικά σε θεατρολόγους κι όχι σε θεατές που θ’ αγοράσουν το πρόγραμμα).

«Σύγχρονο Θέατρο», Ομάδα «Νάμα» και «Λυκόφως» Ι.Κ.Ε., 21 Φεβρουαρίου 2019.

February 21, 2019

Στο Φτερό / Όταν ο ευρυγώνιος φακός δεν παραμορφώνει αλλά ερμηνεύει την Ιστορία ή Ίντριγκες με το «μάτι του ψαριού»


«Η ευνοούμενη» / Σκηνοθεσία: Γιώργος Λάνθιμος. 


Άννα, βασίλισσα της Αγγλίας, της Σκοτίας και της Ιρλανδίας απ’ το 1702 μέχρι το 1707 και -μετά τις Πράξεις Ένωσης Αγγλίας και Σκοτίας, οι οποίες ψηφίστηκαν το 1706 και το 1707, αντίστοιχα, απ’ τα κοινοβούλια των δυο κρατών που ’χαν απ’ το 1603, λόγω της Ένωσης των Στεμμάτων, κοινό βασιλιά- βασίλισσα της 
Μεγάλης Βρετανίας και της Ιρλανδίας απ’ το 1707 μέχρι το θάνατό της, το 1714. Τελευταία του Οίκου των Στιούαρτ, κόρη του Τζέιμς (Ιάκωβου) Β΄, διαδέχτηκε τον επ’ αδελφή γαμπρό της Ουίλιαμ Γ΄ (Γουλιέλμο της Οράγγης) που ’χε συμβασιλεύσει με τη μεγαλύτερη αδελφή της Μέρι (Μαρία) Β΄ μέχρι το θάνατο εκείνης και μόνος του μέχρι το 1702. Παντρεμένη με τον πρίγκιπα Γιοάν/Τζορτζ
(Γεώργιο) της Δανίας και της Νορβιγίας, έμεινε δεκαεπτά φορές (!) έγκυος αλλά είτε οι εγκυμοσύνες της κατέληγαν σε αποβολές είτε

γεννούσε τα παιδιά της νεκρά είτε, απ’ αυτά που επέζησαν, κανένα δεν κατάφερε να ζήσει πέρα απ’ την παιδική του ηλικία. Έτσι, πέθανε το 1714 χωρίς διάδοχο και στο θρόνο εκλήθη o δεύτερος ξάδελφός της Γκέοργκ/Τζορτζ (Γεώργιος), εκλέκτορας του Μπράουνσβάιχ-Λούνεμπουργκ (Ανοβέρου) -ως ο πλησιέστερος 
προτεστάντης συγγενής της, καθώς με νόμο αποκλείονταν πια οι καθολικοί απ’ τον βρετανικό θρόνο-, πρώτος, ως Τζορτζ (Γεώργιος) Α΄, του Οίκου του Ανοβέρου. Η ταινία αρχίζει το 1708, χρονιά που η Άννα έχει χάσει και τον άντρα της. Με κλονισμένη
υγεία, μ’ εξαιρετικά επώδυνη ποδάγρα (ουρική αρθρίτιδα), με προβλήματα στα μάτια, καταπτοημένη, σε κατάθλιψη, μ’ εκρήξεις σχεδόν υστερικές, με την Αγγλία μπλεγμένη, απ’ το 1701, κατά της Γαλίας, στον Πόλεμο της Ισπανικής Διαδοχής που έληξε το 1714, λίγο πριν απ’ το θάνατό της, χωρίς αυτοπεποίθηση, χωρίς 
αυτοεκτίμηση, χωρίς αποφασιστικότητα, αδιάφορη για τη διοίκηση, μ’ ενδιαφέρον μόνο για τα δεκαεπτά κουνέλια της που ’χει σε κλουβιά, υποκατάστατα των δεκαεπτά παιδιών τα οποία έχει χάσει, και 
που τους έχει δώσει τα ονόματά τους, η Άννα δεν είναι παρά μια μαριονέτα στα χέρια της γοητευτικής παιδικής της φίλης Σάρα Τζένινγκς, νυν Τσέρτσιλ, Δούκισας του Μάρλμπορο, συζύγου του στρατηγού Τζον Τσέρτσιλ, πρώτου Δούκα του Μάρλμπορο, αρχηγού των ενόπλων δυνάμεων και υπουργού των Οικονομικών, νικηφόρου στρατάρχη στον διεξαγόμενο πόλεμο. Απόλυτα έμπιστη 

της βασίλισσας, δε τη συμβουλεύει απλώς, δεν έχει απλώς επιρροή πάνω της αλλά εκείνη είναι που αποφασίζει και το εστεμμένο υποχείριό της εκτελεί. Παράλληλα, διατηρούν λεσβιακές σχέσεις. Αντίπαλος της 
Δούκισας του Μάρλμπορο, ο Ρόμπερτ Χάρλεϊ, μέλος του Κοινοβουλίου κι 
αρχηγός του Συντηρητικού Κόμματος, ο οποίος, ως ιδιοκτήτης γης, αντιτίθεται στο διπλασιασμό των φόρων ιδιοκτησίας για χρηματοδότηση του πολέμου, την οποία προτείνει η Άννα -δηλαδή η Δούκισσα του Μάρλμπορο... Στο μεταξύ, έρχεται, συστημένη, στην Αυλή 

η Άμπιγκέιλ Χιλ, πρώτη ξαδέλφη, απ’ τη μητέρα της, με τη Δούκισσα, κόρη εμπόρου που απ’ τις σπέκουλες που ’κανε πτώχευσε κι οδήγησε την οικογένειά του στην έσχατη φτώχεια, φτάνοντας στο σημείο να παίξει στα χαρτιά την κόρη του και να τη 
χάσει από ένα Γερμανό απ’ τον οποίο, όμως, το κορίτσι ξέφυγε. Η Δούκισσα τη βολεύει ως υπηρέτρια αλλά η Άμπιγκέιλ, που ξέρει από τρόπους κι έχει πάρει μόρφωση ικανοποιητική, αποδεικνύεται, σύντομα, ότι τρέφει μεγαλύτερες φιλοδοξίες... Και βρίσκει τρόπο να πλησιάσει τη βασίλισσα. Μαζεύει βότανα και φτιάχνει μια 
αλοιφή την οποία απλώνει στα πόδια της που πονούν φρικτά, ενώ εκείνη κοιμάται, και τιμωρείται μεν, γιατί μπήκε κρυφά στα διαμερίσματά της, αλλά, επειδή η αλοιφή ήταν αποτελεσματική, αναβαθμίζεται σε Κυρία της Κρεβατοκάμαρας. Εκεί υποπίπτουν στην αντίληψή της οι ερωτικές σχέσεις της Άννας με την Σάρα κι αποκτά, με σατανική μεθοδικότητα, την εμπιστοσύνη
της  βασίλισσας και μια θέση στο κρεβάτι της. Ο Χάρλεϊ την πλησιάζει και βίαια προσπαθεί να την πείσει να γίνει κατάσκοπος των σχεδίων της Δούκισσας του Μάρλμπορο αλλά η Άμπιγκέιλ, καταρχάς, 
αρνείται. H Σάρα που αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει προσπαθεί να την απομακρύνει αλλά δεν τα καταφέρνει. Η βασίλισσα, παρά την 
αδυναμία που τρέφει στην Μάρλμπορο, δεν είναι τόσο άβουλη όσο φαίνεται. Η Άμπιγκέιλ κάτι ρίχνει στο τσάι της ξαδέλφης της που πέφτει απ’ το άλογό της αναίσθητη, σε μια ερημιά, αλλά επιζεί: την περιμαζεύουν σ’ ένα μπορντέλο. Όταν συνέρχεται κι επιστρέφει στην Αυλή, 
σημαδεμένη απ’ την πτώση, η Άννα -που πίστεψε ότι εξαφανίστηκε για να την κάνει να ζηλέψει- έχει ήδη παντρέψει, παρά τα ταξικά εμπόδια, την Άμπιγκέιλ με τον βαρόνο Σάμουελ Μάρσαμ με τον οποίο είχε ήδη σχέση. Η Άμπιγκέιλ, βαρόνη Μάρσαμ πια, έχει συμμαχήσει με τον Χάρλεϊ εναντίον του, 
έμπιστου της Άννας και σύμμαχου της Σάρα και του Μάρλμπορο, Λόρδου Θησαυροφύλακα κόμη Σίντνι Γκοντόλφιν. Η Σάρα παίζει το τελευταίο της χαρτί: εκβιάζει τη βασίλισσα με τα ερωτικά γράμματα που εκείνη της έχει στείλει. Το κόλπο δεν πιάνει. Η Σάρα 
καίει τα γράμματα αλλά η εμπιστοσύνη της βασίλισσας έχει κλονιστεί οριστικά. Τη διώχνει απ’ την Αυλή. Η εκδίκηση της Άμπιγκείλ, που χει πλέον πάρει τη θέση της απόλυτης έμπιστης της καταρρέουσας βασίλισσας, ολοκληρώνεται: κατηγορεί τον Δούκα του Μάρλμπορο για καταχρήσεις και το ζευγάρι αυτοεξορίζεται απ’ την Αγγλία. Η Άμπιγκέιλ έχει θριαμβεύσει. Αλλά το εγώ της κι 
η απληστία της διογκώνονται, όπως έγινε και με την Σάρα. Η Άννα το αντιλαμβάνεται κι, όταν τη βλέπει να τσαλαπατάει με χαιρεκακία ένα απ’ τα κουνέλια της, όρθια, την αναγκάζει να γονατίσει μπροστά της και τη βάζει να της κάνει μασάζ τραβώντας

την απ’ τα μαλλιά όπως την έσχατη υπηρέτρια. Ο Γιώργος Λάνθιμος για την «Ευνοούμενη» («The Favorite», 2018) είχε στα χέρια του ένα πανέξυπνο, δηλητηριώδες σενάριο γραμμένο απ’ την Ντέμπρα Ντέιβις πριν από είκοσι χρόνια, και φρεσκαρισμένο απ’ τον Τόνι ΜακΝαμάρα. Ένα σενάριο για ταινία «εποχής» με πρόσωπα που δεν είναι «εποχής» αλλά αντιδρούν, όπως θ’
αντιδρούσαν σήμερα -πρόσωπα και διάλογοι της καθημερινότητας, ενίοτε αγοραίοι- κι όπως, ίσως, θα μπορούσαν ν’ αντιδρούν, στην πραγματικότητα, τότε, κι όχι εξωραϊσμένα. Πάνω στο σενάριο αυτό οργάνωσε άψογα, με το προσωπικό του ύφος, με το πράο αλλά καυστικό, βιτριολικό χιούμορ που τον διακρίνει και με κεντρικό θέμα τα σκληρά παιχνίδια της εξουσίας, παιχνίδια στην κόψη του ξυραφιού, την ταινία του. Πλεκτάνες, ίντριγκες, συνωμοσίες, καμαρίλα συγκροτούν μια γκροτέσκα, παράδοξη, αλλόκοτη, αποδιαρθωμένη, 

λοξά κοιταγμένη, μέσα απ’ τους ευρυγώνιους φακούς «μάτι ψαριού» του διευθυντή της έξοχης φωτογραφίας Ρόμπι Ράιαν και το ακριβές, επιδέξιο, γρήγορο μοντάζ του Γιώργου Μαυροψαρίδη, ταινία εποχής, με τα γκαγκς να συνταιριάζονται με σκληρούς συμβολισμούς -τα αίματα, για παράδειγμα, του πουλιού το οποίο σημαδεύει και πετυχαίνει η 
Άμπιγκέιλ, που πιτσιλάνε το πρόσωπο της Σάρα στη σκοποβολή τους- απολαυστική. Το ότι δεν ανήκα, έως τώρα, στους φαν τους ύφους Λάνθιμου κάνει την εκτίμησή μου ακόμα μεγαλύτερη. Να συμπληρώσω την εξαιρετική επιλογή και χρήση των χώρων για τα γυρίσματα και, κυρίως, τα κοστούμια, που δεν είναι ακριβώς «εποχής» αλλά α λα «εποχής», στα οποία μεγαλουργεί, σ άσπρο-μαύρο, κυρίως, θερμά υποστηρίζοντας το αλλόκοτο ύφος του Λάνθιμου, η Σάντι Πάουελ. Ως προς τη διανομή, κι αν βρήκα την Ρέιτσελ Βάις (Σάρα) κάπως επίπεδη κι αδιάφορη, γοητεύτηκα απ’ την ερμηνεία της Έμα Στόουν (Άμπιγκέιλ) κι ακόμα περισσότερο της Ολίβια Κόλμαν (Άννα). Μ’ ένα βλέμμα βαθιά πονεμένο, μεταφορικά και κυριολεκτικά, αυτή η καημένη, καταθλιπτική γυναίκα που ’τυχε να βρεθεί σε θρόνο, αυτή η φτηνή, μικρονοϊκή 

εστεμμένη κυράτσα την οποία ερμηνεύει κερδίζει την απόλυτη κατάφαση και το θαυμασμό για μια ερμηνεία σφαιρική. Εξαιρετική! Μια ταινία που την απόλαυσα. Αν πηγαίνετε να δείτε μια ορθόδοξη ταινία εποχής, αν ξεκινήσατε να δείτε ένα ιστορικό ντοκιμαντέρ για την περίοδο της βασιλείας της Άννας, γυρίστε σπίτι.

Κινηματογράφος «Odeon Starcity» / Αίθουσα 9, 17 Φεβρουαρίου 2019.