May 29, 2015

Πεθαίνοντας στο Carrefour ή Η Άσπα Τομπούλη παρουσιάζει στη σκηνή τη δολοφονία ενός παρία με τον Νίκο Νίκα


Το Τέταρτο Κουδούνι / Είδηση

Τη νουβέλα «Αυτό που εγώ ονομάζω λήθη» του Λοράν Μοβινιέ θα παρουσιάσει την προσεχή χειμερινή σεζόν -παραγωγή της θεατρικής εταιρείας της «Όψεις»- η Άσπα Τομπούλη με τη μορφή μονολόγου και με ερμηνευτή τον εξαίρετο ηθοποιό Νίκο Νίκα στο «Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων» («Κ.Ε.Τ.») και στη μετάφραση του Σπύρου Γιανναρά που κυκλοφόρησε απ’ τις εκδόσεις «Άγρα» το 2014.
Τον Δεκέμβριο του 2009 ο 25χρονος Μικαέλ Μπλεζ, Γάλλος με καταγωγή απ’ την Μαρτινίκα, μπαίνει σ ένα σούπερ μάρκετ «Carrefour» της Λιόν, παίρνει απ’ τα ράφια ένα κουτάκι μπίρα και το πίνει. Τέσσερις άντρες της ασφαλείας του καταστήματος τον πλησιάζουν, τον κατεβάζουν στο υπόγειο και τον ξυλοκοπούν άγρια. Ο νεαρός πεθαίνει «από μηχανική ασφυξία λόγω συμπίεσης του θωρακικού κλωβού και απόφραξης των ανωτέρων αεροφόρων οδών» ενώ οι κάμερες ασφαλείας του σούπερ μάρκετ καταγράφουν τα πάντα. Οι δράστες παραπέμπονται. O εισαγγελέας σοκαρισμένος απ τη γυμνή βία των βίντεο σχολίασε ότι «είναι απαράδεκτο να πεθαίνει κανείς για μερικά κουτάκια μπύρας». Όπως συμβαίνει τις περισσότερες φορές, η είδηση απασχόλησε για λίγες μόνο μέρες τις αστυνομικές στήλες των γαλλικών εφημερίδων και μετά ξεχάστηκε.
Απ το τραγικό αυτό γεγονός που κατέγραψε το ρεπορτάζ ο 48χρονος σήμερα, πολυβραβευμένος γάλλος συγγραφέας Λοράν Μοβινιέ εμπνεύστηκε μια νουβέλα 60 σελίδων. Δεν πρόκειται για ντοκουμέντο ούτε για ρεπορτάζ. Τον ενδιαφέρει η λήθη κι η σιωπή που σκεπάζει έναν τέτοιο θάνατο, η άλογη δολοφονία ενός αφανούς, ενός κοινωνικού παρία, ενός πολίτη που η φωνή του δεν ακούγεται ποτέ.
Η αφήγηση του ανώνυμου, απρόσωπου αφηγητή, της Φωνής που απευθύνεται στον μικρό αδελφό του θύματος, ανελίσσεται σα μια φράση -δεν υπάρχει τελεία πουθενά-, σα μια ανάσα. Το κείμενο αρχίζει μ’ ένα «και» -με τη φράση «…και ο εισαγγελέας είπε πως κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να πεθαίνει για κάτι τόσο μηδαμινό…», φράση-κλειδί, που επαναλαμβάνεται κάθε τόσο στο κείμενο. Ένα κείμενο που είναι, συγχρόνως, βαθύτατα πολιτικό με την ευρύτατη έννοια της λέξης. «Με ένα θαρραλέο κείμενο-καταγγελία ενάντια στον κοινωνικό ρατσισμό ο Λοράν Μοβινιέ δικαιώνει τον πολιτικό ρόλο του συγγραφέα, που ανέδειξε το 1898 ο Εμίλ Ζολά με το περίφημο ‘Κατηγορώ’ του ενάντια στον αντισημιτισμό» έγραψε η Μικέλα Χαρτουλάρη στην «Εφημερίδα των Συντακτών» παρουσιάζοντας το βιβλίο για να καταλήξει: «Αποδεικνύεται τραγικά επίκαιρο στη σημερινή Ελλάδα».
Το «Αυτό που εγώ ονομάζω λήθη» του Μοβινιέ, ο οποίος έχει γράψει, εκτός από πεζογραφία, και θέατρο, κυκλοφόρησε το 2011. 

Ο αλβανικής καταγωγής Γάλλος χορογράφος Ανζελέν Πρελζοκάζ, που διαπρέπει διεθνώς, δημιούργησε με αφορμή το κείμενο αυτό μια ομότιτλη χορογραφία για έξι χορευτές κι έναν ηθοποιό-αφηγητή, που πρωτοπαρουσιάστηκε το 2012 απ’ το «Μπαλέτο Πρελζοκάζ» στην Μπιενάλε Χορού της Λιόν. Τη νουβέλα του Μοβινιέ μετέφερε πρώτος στη σκηνή -στο «Στουντιό-Τεάτρ» της «Κομεντί-Φρανσέζ»- το 2013 ο ελληνικής καταγωγής ηθοποιός και σκηνοθέτης, Εταίρος της «Κομεντί-Φρανσέζ», Ντενί Πονταλιντές 
που στην Ελλάδα μας τον γνώρισε το 2011 η «Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών» του Ιδρύματος Ωνάση όπου παρουσίασε, σε σκηνοθεσία του, την «Υπόθεση Τζέκιλ», μια διασκευή σε μονόλογο απ’ την Κριστίν Μονταλμπετί του μυθιστορήματος του Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον «Δρ Τζέκιλ και κος Χάιντ».
Ας επισημανθεί πως η Άσπα Τομπούλη με προσεκτικά βήματα παρουσιάζει στη σκηνή σχεδόν πάντα άγνωστα -και πολύ ενδιαφέροντα- κείμενα . Η τελευταία παράσταση που έκανε ήταν τη σεζόν 2012-2013 στο «Αγγέλων Βήμα»» με το έργο του Γιουκίο Μίσιμα «Ο φίλος μου ο Χίτλερ».

May 28, 2015

Το «Κιτσοπούλου» είναι πια είδος


Το Τέταρτο Κουδούνι / 28 Μαΐου 2015

Εντάξει. Ο τίτλος-σιδηρόδρομος «Μια μέρα, όπως κάθε μέρα κλπ κλπ» -μ’ αυτό το ανελλήνιστο κλείσιμο «Ή Η ανουσιότητα του να ζεις»…- ήταν «για να κάνουμε εντύπωση άλλη μια φορά», και «για να προκαλέσουμε και πάλι», και «για να συζητηθούμε». Όπερ και εγένετο. 
Στην ουσία, όμως: το έργο της Λένας Κιτσοπούλου, που είδα στο «Θέατρο Τέχνης» της Φρυνίχου -και που παίζεται τώρα στο Δημοτικό του Πειραιά- μόνο ανούσιο δεν ήταν. Αυτό το μπλα-μπλα ενός αστικού ζευγαριού -μιας γυναίκας κι ενός άντρα που η σχέση τους δεν διευκρινίζεται-, αυτές οι κουβέντες, άλλοτε μπουρδολογίες, άλλοτε απλώς καθημερινότητα, αυτό το διαλογικό μηδενικό, με τις ρωγμές που η συγγραφέας/σκηνοθέτρια εισήγαγε -κραυγές, σπαρακτικές σιωπές, βία, αίμα, ξαφνική συνειδητοποίηση…- και που κλείνουν όπως-όπως κι η «συζήτηση» στον καναπέ συνεχίζεται σα να μη συνέβη τίποτα- αποκτάει μία τραγικότητα: την τραγικότητα του τίποτα, του κενού που ζει το ζευγάρι αυτό, που ζει η τάξη τους -που όλοι μας ζούμε.
Το έργο -κι η παράσταση- Κιτσοπούλου είναι -για κοίτα που έγινε είδος πια το «Κιτσοπούλου»…- αλλά δε χάνει τον έλεγχο, δε χάνει το μέτρο, είναι καλοζυγισμένο, προκαλεί το γέλιο, το χάχανο ίσως αλλά ξέρει και να σου το κόβει με το μαχαίρι, να σου το παγώνει. Δεν είναι «Κοκκινοσκουφίτσα-Το πρώτο αίμα» ούτε «Αθανάσιος Διάκος-Η επιστροφή» που για μένα ήταν πούρος χαβαλές. Και πιστεύω πως είναι το καλύτερο θεατρικό της. 
Εμένα, πάντως, τον «Κυριακάτικο περίπατο» του Ζορζ Μισέλ μου θύμισε. Ένα γαλικό έργο των χρόνων της οργής -του 67- που ανέβασε εδώ, αρχές της δεκαετίας του 70, ο Γιώργος Μιχαηλίδης με το πρώτο «Ανοιχτό Θέατρό» του, στην οδό Κεφαλληνίας.





Βρήκα βαρετό αυτό το ποιητικό κείμενο του Γιοχάνες φον Τεπλ «Ο θάνατος και ο αγρότης», απ’ τον γερμανικό Ύστερο Μεσαίωνα, που παρουσίασε ο Αλέκος Συσσοβίτης στο «Faust» του. Έτσι, τουλάχιστον, όπως το σκηνοθέτησε -μπλα, μπλα, μπλα, γρι δεν κατάλαβα- η Ρούλα Πατεράκη. Η οποία δεν εννόησα γιατί επέλεξε να το «κλείσει» σ’ ένα ψυχιατρικό άσυλο. Για να παίξει η ίδια τον Θάνατο ως τρελή μπέμπα με τούλινη φούστα-μπαλαρίνα; Όσο για το χαρακτηρισμό του έργου ως «Μαύρο Ακαθόριστο Θεατρικό Είδος», που, κόβω το κεφάλι μου, η ίδια υπαγόρευσε στο σχετικό δελτίο Τύπου, όοοχι, δε θέλω να τον σχολιάσω…



Πρόλαβα το «Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι» στην «Οδό Κεφαλληνίας» την τελευταία βδομάδα του. Ο Δημήτρης Μαυρίκιος είχε σκηνοθετήσει το έργο του Τενεσί Γουίλιαμς -χωρίς να ’ναι η καλύτερη παράστασή του- με την προσοχή και την καλαισθησία που τον διακρίνει. Και με άποψη. Την οποία επικέντρωσε στην ομοφυλοφιλία του συγγραφέα ταυτίζοντας τον κατασπαραγμένο, κανιβαλισμένο Σεμπάστιαν, που κυριαρχεί δια της απουσίας του στο έργο, με τον Γουίλιαμς μέσω της gay icon του Αγίου Σεβαστιανού. Άποψη, όμως, που κάπως εκβίαζε, καπέλωνε το κείμενο -έξοχη, πάντως, η σκηνοθεσία του Χρήστου Δήμα στα εκτεταμένα κινηματογραφικά μέρη, κινηματογραφημένα σαν παλιές, ξεθωριασμένες, σέπια φωτογραφίες απ’ τον Άγγελο Παπαδόπουλο.

Η Κυρία Βέναμπλ μοιάζει να γράφτηκε για την Μπέττυ Αρβανίτη αλλά εκείνο που κράτησα απ’ την παράσταση ήταν η ερμηνεία της Λουκίας Μιχαλοπούλου. Ναι, είναι αβανταδόρικος ρόλος η Κάθριν. Αλλά το θέμα είναι πώς εκμεταλλεύεσαι τα αβαντάζ που σου δίνει. Κι η Λουκία Μιχαλοπούλου έπραξε, διδαγμένη απ’ το σκηνοθέτη, τα καλύτερα -τα μέγιστα: ένα φλεγόμενο πάθος για την αλήθεια, ένα φλεγόμενο πάθος για μια ζωή που δε θα τη λιανίσει καμιά λοβοτομή, ένας σπαραγμός εκ βαθέων…




Έγραψα στο «Τέταρτο Κουδούνι», στις 7 Μαΐου, για το Διεθνές Φεστιβάλ Κουκλοθεάτρου και Παντομίμας του Κιλκίς πως με έκπληξη και λύπη μαθαίνω ότι καταργείται. Και σημείωνα πως ο Δήμος του Κιλκίς θα ’πρεπε να το σκεφτεί ωριμότερα.
Την ίδια μέρα, πριν αλέκτορα φωνήσαι, μου ’φτασε δελτίο Τύπου που, ακριβώς, ανάγγελλε τη διεξαγωγή του 17ου Φεστιβάλ 14 με 26 Ιουνίου! Ζήτησα, με μέιλ, απ’ την Unima-Ελλάς -το Ελληνικό Κέντρο της Διεθνούς Ένωσης Κουκλοθεάτρου- που μου ’χε στείλει στις 4 Μαΐου την ανοιχτή επιστολή διαμαρτυρίας της προς τον δήμαρχο και το δημοτικό συμβούλιο του Κιλκίς με ημερομηνία 15 Απριλίου και στην οποία βασίστηκα, διευκρινίσεις πώς καταγγέλλουν την κατάργησή του ενώ το Φεστιβάλ πραγματοποιείται -έληξε πια-, τηλεφώνησα στους αριθμούς τηλεφώνου που δίνουν, άφησα μήνυμα, περίμενα, περίμενα σιωπή. Ουδείς μου απάντησε. Περίεργα πράγματα…





Προσπάθησε ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης. Στον «Κύκλο με την κιμωλία» που είδα στο «Παλλάς». Προσπάθησε κάτι να μεταφέρει απ’ τη φιλοσοφία του Μπρεχτ και τους σκηνικούς τρόπους που ζητούσε. Κάποιες -λίγες- στιγμές το ’πιασε. Αλλά, σε γενικές γραμμές, πιστεύω πως δεν πέτυχε -περιέπεσε σ’ ευκολίες και κοινοτοπίες, εκείνο το αναπηρικό καροτσάκι του αφηγητή τι μπαναλιτέ... 
Αν, όμως, διαθέτεις τρεις πρωταγωνιστές, όπως ο Δημήτρης Λιγνάδης, η Μαρία Πρωτόπαπα -έξοχη, και πάλι, ως Γκρούσα- κι ο Αιμίλιος Χειλάκης και μαζί τους, στους άλλους ρόλους, ηθοποιούς όπως η Ελισάβετ Μουτάφη -αγνώριστη!-, ο Άγγελος Μπούρας, η Πηνελόπη Μαρκοπούλου, ο Κώστας Κορωναίος κι άλλοι, δε γίνεται, η παράσταση έχει ένα στοιχειώδες ενδιαφέρον -σε κρατάει.


Επιστρέφω σ’ ένα απ’ τα παραπάνω ονόματα. Ο Αιμίλιος Χειλάκης, γι άλλη μια φορά, ενίσχυσε την άποψη στην οποία επιμένω: πως είναι ο σημαντικότερος ρολίστας που διαθέτει το ελληνικό θέατρο σήμερα. Στο κορύφωμα της ακμής του. Ο Αζντάκ του είχε μέγεθος -γέμιζε τη σκηνή, γέμιζε το «Παλλάς» και περίσσευε-, αλλά και μέτρο, είχε χιούμορ ευεργετικό, ήταν χυδαίος, ήταν χοντράνθρωπος, ήταν ένας μεθύστακας, ένας αδίστακτος αργυρώνητος αλλά μέσα απ’ αυτόν τον σχεδόν αλήτη ήταν που αποδιδόταν η δικαιοσύνη. Ήταν όντως ένας απ’ αυτούς τους μεγάλους μπρεχτικούς «κλόουν». Ο Αιμίλιος Χειλάκης είχε πιάσει το πνεύμα του Μπρεχτ. Τα δυο τραγούδια που ’λεγε -το πρώτο ειδικά- ήταν υποδείγματα μπρεχτικού τρόπου τραγουδιού.
Και, επί τη ευκαιρία, επανέρχομαι: είναι δυνατόν ΑΥΤΟΣ ο ηθοποιός να μην είναι στο Εθνικό Θέατρο, να μην είναι συνέχεια στην Επίδαυρο, να μην παίζει συνέχεια Μεγάλους ρόλους; Δεν ξέρω πώς το σκέφτεται ο ίδιος, αν επιλέγει άλλους δρόμους, αλλά είναι κρίμα να μην τον δούμε ΤΩΡΑ, στην ακμή του, σε ρόλους που μπορεί και οφείλει να παίξει.



Το πρόγραμμα, πάντως, της παράστασης, εξαιρετικό. Με πολύ ενδιαφέροντα κείμενα -Ελύτης, Χατζιδάκις... Τα ειδικά γραμμένα για το πρόγραμμα, αναπτυγμένα με απόλυτη σαφήνεια απ’ την Αγγελική Καρυστινού, χρησιμότατα. Και πολύ καλαίσθητος ο σχεδιασμός του εντύπου απ’ το G Design Studio. Αλλά τι σχήμα ειν’ αυτό; Ανοικονόμητο, αρχοντοχωριάτικο… 33,5 πόντοι μήκος! Τι ύψους ράφι να βρεις να το βάλεις; Τα σιχαίνομαι αυτά τα προγράμματα. Ακριβώς γιατί δεν ξέρω πού και πώς να τα τακτοποιήσω.



Υπάρχουν ορισμένοι καλλιτέχνες στους χώρους του λεγόμενου «εμπορικού» θεάτρου, της τηλεόρασης, του τραγουδιού, που αφήνουν να θαφτεί μέσα στο σταριλίκι η όποια αξία τους, το όποιο τάλαντό τους, οι όποιες ικανότητές τους. «Promotion», που λέμε αλλά με την κακή του όρου έννοια, μάνατζερ μικρονοϊκοί, δημοσιοσχεσίτες της συμφοράς -αλλά με υφάκι-, άφθονα φιλόξενα στο κουτσομπολιό και στον κιτρινισμό έντυπα, «δημοσιογράφοι» αναλόγου επιπέδου, εταιρείες, συνεντεύξεις, βλακώδεις δηλώσεις, εξώφυλλα, ερωτικά στόρι, τα οικογενειακά τους, τα προσωπικά τους, τα σεξουαλικά τους, φτηνιάρικες επιλογές, «φαν κλαμπ», παρατρεχάμενοι κι έμπιστοι που αποφασίζουν «αντ’ αυτού/ής»,
«Αυλή», ένα σταρ σίστεμ α λα ελληνικά που κανείς τους δεν αντιλαμβάνεται πόσο γελοίο είναι και μέσα σ’ αυτό να αλέθονται, να ισοπεδώνονται όλοι και όλα -ένας πολτός: ταλαντούχοι αλλά κι ατάλαντοι, καλλιτέχνες που θα χαν κάτι να πουν αλλά κι απλώς πρόσωπα όμορφα και κορμιά λαχταριστά, με ημερομηνία λήξης όμως - ίσως και χωρίς καν ημερομηνία παραγωγής... Και να θέλουν να ξεφύγουν, ΠΩΣ να ξεφύγουν. Ο χώρος κι ο «σοβαρός» Τύπος τούς έχουν βάλει την ετικέτα, τη σφραγίδα κι έτσι και πάνε λίγο να κάνουν κάτι διαφορετικό, θα τους κάνουν ΤΗΝ πλάκα, θα τους κράξουν -δε θυμάστε την Βουγιουκλάκη, παράδειγμα τρανό; Κι ο κύκλος γίνεται φαύλος.
Ιδού κι ένα σημερινό παράδειγμα -την παράσταση, που έχει προ πολλού κατεβεί, την παρακολούθησα την προτελευταία μέρα της, το σχόλιο το ’χω γράψει εδώ και καιρό αλλά άλλα πιο επείγοντα το πήγαν πίσω: είδα στο «Pantheon» τη ροκ όπερα του Νίκου Καρβέλα «Οι καμπάνες του Edelweiss» με την Άννα Βίσση. Εν γνώσει των συνεπειών όχι του... νόμου αλλά των νόμων του χώρου και των αντιδράσεων που θα ’χω, θέλω να γράψω -έστω και καθυστερημένα- υπό τύπον σημειώσεων, χωρίς προκαταλήψεις αυτό που εισέπραξα.
1. Το έργο του Καρβέλα μου άρεσε: ένα μελοδραματικό, φορτωμένο, αλλά χωρίς κακογουστιές λιμπρέτο, με ολίγη από «Οιδίποδα», ντυμένο με μια «θορυβώδη» αλλά ενδιαφέρουσα μουσική, καλοπαιγμένη απ’ τη ζωντανή, υπό τον Αλέξιο Πρίφτη που ’κανε και τις ενορχηστρώσεις, ορχήστρα, με μουσική διδασκαλία τη Λίας Βίσση και ήχο άψογα σχεδιασμένο απ’ τον Άρη Κουντούρη. Καθόλου «ειδικός» δεν είμαι, θα ’θελα να διαβάσω μια σοβαρή κριτική, δεν πιστεύω πως πρόκειται για Μότσαρτ ή Βάγκνερ αλλά άκουσα ένα έργο που σε σέβεται.
2. Ο Γιάννης Κακλέας σκηνοθέτησε με τον σταθερό του τρόπο αλλά πολύ καλά οργανωμένα την παράσταση, βοηθημένος απ’ τα σκηνικά του Μανόλη Παντελιδάκη, τα κοστούμια της Ντένης Βαχλιώτη και, κυρίως, τους φωτισμούς του Χρήστου Τζιόγκα.
3. Η Άννα Βίσση, εκτός απ’ την πολύ καλή φωνή της που τη διατηρεί σε πολύ καλή κατάσταση, και την παρουσία της, μου άφησε -γι άλλη μια φορά- τη σίγουρη εντύπωση πως υποκριτικά μπορεί άψογα ν’ ανταποκριθεί. 
4. Ο νεαρός πρωταγωνιστής Αιμιλιανός Σταματάκης -κάτι από Σιντ Βίσιους στην παράσταση-, με πολλά προτερήματα κι όχι μόνο για το μιούζικαλ, πιστεύω πως θα ’χει μια πολύ καλή εξέλιξη.

5. Η Τάνια Τρύπη σ’ έναν -επιτέλους, φτάνουν οι μοιραίες λάγνες!- κόντρα ρόλο απέδειξε πως είναι ικανή να ξεφύγει από μανιέρες και τυποποιήσεις και πως Μπορεί.
6. Ο Θανάσης Αλευράς, ανάμεσα και σ’ άλλους ικανούς της διανομής, έδειξε και πάλι τη γκάμα του: πως έχει τη δυνατότητα να κινηθεί απ’ την κωμωδία και το καμπαρέ θέαμα μέχρι το δράμα και -τώρα- τη ροκ όπερα. Τάλαντο σταθερό! 




Να τρελαίνεσαι πια: παραστάσεις, παραστάσεις, «παραστάσεις», θέατρα, θέατρα, θέατρα, «θέατρα», «θεάτρα»… Αλλά πως υπάρχει στου Ψυρή, όπως διάβασα στο «Αθηνόραμα», και θέατρο -«bar theatre» τέλος πάντων- ονόματι «Ψιψίνα» (που παίζει «Η Λυσιστράτη τρολάρει», αγνώστων λοιπών στοιχείων), ε, δε θα το φανταζόμουνα ποτέ. Ιδού, λοιπόν, που πρέπει ν’ αφήνω τη φαντασία μου ξέφρενη.

May 26, 2015

Όταν η φθαρμένη «Τραβιάτα» απογειώνεται



Το έργο. Ο Αλφρέντο Ζερμόν, από καλοστεκούμενη οικογένεια αστών της Προβάνς, ερωτεύεται στο Παρίσι, γύρω στο 1850, μία νεαρή εταίρα πολυτελείας, την Βιολέτα Βαλερί, «προστατευόμενη» του βαρόνου Ντουφόλ, την οποία έχει ήδη χτυπήσει η φυματίωση. Ο έρωτας είναι αμοιβαίος.
Οι δύο νέοι σύντομα βρίσκονται να συζούν σε μία βίλα έξω από το Παρίσι. Εκεί θα επισκεφθεί την Βιολέτα, που ετοιμάζεται να ξεπουλήσει τα υπάρχοντά της για να συντηρηθούν οι δυο τους, ο κ. Τζόρτζο Ζερμόν -ο πατέρας. Αυστηρός, αδέκαστος, αμείλικτος. Αφού σιγουρευτεί ότι ο γιος του δεν θα σπαταλήσει για χάρη της την περιουσία του, επιδέξια της υπογραμμίζει ότι ο δεσμός του Αλφρέντο μαζί της εκθέτει την υπόληψη όχι μόνο του ίδιου του γιου του αλλά και όλης της οικογένειάς τους και ότι, αν συνεχιστεί, απειλεί τον επικείμενο γάμο της κόρης του -της αδελφής του Αλφρέντο.
Και επίμονα, με γαλιφιές, με το επιχείρημα, μεταξύ άλλων, πως αυτή η αγάπη δεν μπορεί να κρατήσει αιώνια, της ζητάει να διαλύσει τη σχέση. Η Βιολέτα, αν και ξέρει πως δεν πρόκειται να ζήσει πολύ ακόμη, με οδύνη αποδέχεται τη θυσία. Φεύγει αφήνοντας ένα γράμμα στον Αλφρέντο πως διακόπτει μαζί του, κρύβοντάς του την αλήθεια. 
Εκείνος, παρά τις προσπάθειες του πατέρα του να τον ηρεμήσει, ορκίζεται εκδίκηση. Σύντομα, στη δεξίωση μιας κοινής φίλης τους, όπου θα συναντήσει την Βιολέτα -που πάντα τον αγαπάει-, συνοδευόμενη από τον Βαρόνο Ντουφόλ στον οποίο επέστρεψε, θα την εξευτελίσει προσβάλλοντάς την δημόσια ενώ ο Βαρόνος του πετάει το γάντι καλώντας τον σε μονομαχία.

Στην τρίτη πράξη η Βιολέτα, που ζει τις τελευταίες της ώρες ενώ κάτω από το παράθυρό της το καρναβάλι, η ευθυμία και η χαρά οργιάζουν, ξαναδιαβάζει το γράμμα που της έχει στείλει ο μετανοιωμένος πατέρας Ζερμόν: ο Αλφρέντο, αφού πλήγωσε το Βαρόνο στην μονομαχία, κατέφυγε στο εξωτερικό αλλά πρόκειται σύντομα να γυρίσει κοντά της γιατί, τελικά, του αποκάλυψε την αλήθεια. Όντως. Σε λίγο είναι κοντά της. Είναι πια ευτυχισμένοι. Μόνο που είναι πολύ αργά: σύντομα ξεψυχάει στην αγκαλιά του.
Ο Φραντσέσκο Μαρία Πιάβε μετέτρεψε σε ικανοποιητικό λιμπρέτο το μελόδραμα -απαύγασμα του ρομαντισμού- του Αλεξάντρ Ντιμά «Η κυρία με τις καμέλιες» που άρχισε τη θριαμβευτική καριέρα του το 1848 ως μυθιστόρημα με έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία, 

βασισμένο στη ζωή της εταίρας Μαρί Ντιπλεσί με την οποία είχε σχετιστεί στα νιάτα του ο συγγραφέας και η οποία είχε πεθάνει, ένα χρόνο πριν, στα 23 της -ο Ντιμά άλλαξε το όνομά της σε Μαργκερίτ Γκοτιέ-, για να θεατροποιηθεί από τον ο ίδιο το 1852. Και πάνω στο λιμπρέτο αυτό, όπου η ηρωίδα αλλάζει και πάλι όνομα και γίνεται Βιολέτα Βαλερί, ο Τζουζέπε Βέρντι, το 1853, στην κορύφωση της δημιουργικής του συνθετικής δραστηριότητας, συνέθεσε την «Τραβιάτα» του («Η παραστρατημένη»), ένα από τα αριστουργήματά του, έργο εμβληματικό στην ιστορία της όπερας. Που η κατάχρησή του λόγω της δημοφιλίας του δεν κατάφερε να το ευτελίσει.

Όσο περνάει ο καιρός και όσο ξεπερνώ την «μπαναλιτέ» ενός ακόμα ανεβάσματος, ενός ακόμα ακούσματος της όπερας αυτής -και όχι μόνον αυτής από τις βερντιάνικες...-, τόσο περισσότερο ανακαλύπτω και θαυμάζω το Μέγα Τάλαντο αυτού του αληθινά λαϊκού συνθέτη που οι μελωδίες του ξεπηδούν η μία από την άλλη σαν από αρτεσιανό φρέαρ δοξάζοντας τη φωνή σε συναρπαστικούς συνδυασμούς -ντουέτα, τρίο, κουαρτέτα, κουιντέτα, σεξτέτα, τούτι… Ένα αριστούργημα αξεπέραστο από το χρόνο.
Η παράσταση. Ο Νίκος Πετρόπουλος πρωτοανέβασε τη συγκεκριμένη παράσταση, που φέτος αναβίωσε για άλλη μία φορά, το 2001. Πρόκειται για ένα συμβατικό ανέβασμα, μετωπικό, χωρίς ιδιαίτερη έμπνευση αλλά καλοστημένο και -ακόμα- σφριγηλό. Ο πλούτος -το 2001 ήμασταν πολύ προ κρίσης…- των σκηνικών, μολονότι είναι πολύ βαριά, και η πολυτέλεια των -πολύ προσεγμένων στις λεπτομέρειες και στο σχεδιασμό τους πάνω στα κορμιά που τα φορούσαν- κοστουμιών -που ο ίδιος υπογράφει αμφότερα-, ενισχύουν αποφασιστικά τον συγκεκριμένο τρόπο σκηνοθεσίας όχι όμως και οι επίπεδοι φωτισμοί του ούτε οι διεκπεραιωτικές χορογραφίες του Πέτρου Γάλλια, οι οποίες εκτελέστηκαν από χορευτές του Μπαλέτου της Λυρικής σε πολύ κακές στιγμές -οι άντρες κυρίως.
Ο Ηλίας Βουδούρης διηύθυνε, επίσης συμβατικά αλλά με νεύρο, την ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, η οποία υπέπεσε όμως σε αρκετά παραπτώματα… Αντίθετα η Χορωδία της Λυρικής σε διδασκαλία Αγαθάγγελου Γεωργακάτου για άλλη μια φορά διέπρεψε.

Οι ερμηνείες. Μία συμβατική παράσταση, πάντως, στην όπερα κυρίως, μπορεί να λιμνάσει στη ρουτίνα αλλά μπορεί και να εκτοξευτεί με  προωθητική δύναμη τις ερμηνείες. Εδώ συνέβη το δεύτερο.
Βέβαια, ο τενόρος Αντώνης Κορωναίος, με καλής ποιότητας φωνητικό μέταλλο ήταν, και πάλι, δυστυχώς, πολύ άνισος. Ξεκίνησε άριστα στην πρώτη πράξη, ακολούθησε τον ίδιο στρωτό δρόμο στην πρώτη άρια της δεύτερης πράξης, έχασε, όμως, τη δεύτερη και, έκτοτε, τον πήρε ο κατήφορος…
Από τους δεύτερους ρόλους να ξεχωρίσω την μέτζο Ειρήνη Αθανασίου ως Φλόρα -σφύζουσα παρουσία-, υποκριτικά και φωνητικά, τη σοπράνο Αλεξάνδρα Ματθαιουδάκη, επίσης φωνητικά και υποκριτικά στο ρόλο της Ανίνα που της πήγαινε πολύ και, κυρίως, τον Γιατρό Γκρανβίλ του μπάσου Διονύση Τσαντίνη: ευγενική παρουσία, με στέρεο πάτημα στο σανίδι, με επαρκέστατη κίνηση και υποκριτική και με εξαίρετη φωνή έδωσε υπόσταση σε ένα ρολάκι. Οι υπόλοιποι διεκπεραίωσαν με ιδιαίτερα αδύναμο τον Βαρόνο Ντουφόλ του μπάσου Κώστα Ντότσικα.
Θα κλείσω με τις ερμηνείες που ακριβώς ήταν αυτές που απογείωσαν την παράσταση. Ο βαρύτονος Δημήτρης Πλατανιάς, παρά τις σωματικές δυσκαμψίες του -απορώ γιατί δεν έχει τη δύναμη να χάσει τα πολλά περισσευούμενα κιλά του και επαναπαύεται στα κεκτημένα, θα είχε ένα μεγάλο συν στο αποτέλεσμα-, τραγούδησε έξοχα τον Ζερμόν. Με το υπέροχο, ζεστό, φυσικά παλλόμενο φωνητικό του μέταλλο, μέσα από μία εξαιρετική τεχνική, έδωσε και πάλι μία ερμηνεία αξέχαστη. Επιμένω πως πρόκειται για τον σημαντικότερο έλληνα βαρύτονο που πέρασε από τα σανίδια της Λυρικής μετά τον Κώστα Πασχάλη.
Αλλά το γεγονός της βραδιάς ήταν η Βιολέτα της σοπράνο Μυρτώς Παπαθανασίου. Όμορφη, γλυκύτατη, με το σαγηνευτικό σμαραγδένιο βλέμμα της, λυγερή, εκφραστικότατη, με θαυμάσια κίνηση, με υποκριτικές δυνατότητες πολύ πάνω από τον μέσο λυρικό όρο και με απόλυτο έλεγχο, ανά πάσα στιγμή, μιας έξοχης φωνής που έχει μεστώσει πια εντυπωσιακά ξέρει όμως και να τη χειρίζεται άψογα, η λυρικοδραματική σοπράνο οδήγησε αψεγάδιαστα, μετρώντας σοφά, βήμα-βήμα, τις δυνάμεις της, σε όλη τη διαδρομή του, το ρόλο. Από την ελαφράδα της πρώτης πράξης στη δραματική κορύφωση -μέσα από τα σπλάχνα της- της δεύτερης για να καταλήξει στον επιθανάτιο σπαραγμό της τρίτης, όπου απέδειξε πως μπορεί να μετατρέψει το μελόδραμα σε τραγωδία.
Το συμπέρασμα. Μία παράσταση χωρίς μεγάλες αξιώσεις που την εκτίναξαν ο Δημήτρης Πλατανιάς και η συναρπαστική Μυρτώ Παπαθανασίου. Και μόνο για την ερμηνεία αυτή άξιζε τον κόπο. Ελπίζω να τη ξαναδούμε.

Θέατρο «Ολύμπια», Εθνική Λυρική Σκηνή, 22 Μαΐου 2015.

May 21, 2015

Σε τουρνέ η Αγία Βαρβάρα…


Το Τέταρτο Κουδούνι / 21 Μαΐου 2015 



Σε τουρνέ το Σεπτόν Σκήνωμα της Αγίας Βαρβάρας, απ’ ό,τι κατάλαβα: εκτός απ’ τη φερώνυμη εκκλησία που ’κανε τη μετάκληση, μετά τον «Άγιο Σάββα» -ναι, το αντικαρκινικό, τα ’δατε…- έδωσε παράσταση, ήδη, στο Λαϊκό -το νοσοκομείο-, πάει Πειραιά, ζητούν να το κλείσουν οι μεταλλωρύχοι της Πτολεμαΐδας καθότι η Αγία, μεγάλη η χάρη Της είναι Προστάτις, λέει, όχι μόνον του Πυροβολικού αλλά και των μεταλλείων και ορυχείων -ανάρπαστο σας λέω. Αν μείνει το καλοκαίρι θα σαρώσει τις πιάτσες. Τρέμε Σταύρο Γαλάνη! Τρέμε Λευτέρη Πλασκοβίτη! Που αγωνίζεστε να κλείσετε περιοδείες Αριστοφάνηδων, και τραγικών, και του «Άντρες έτοιμοι για όλα». Εδώ είναι που ’χει το ψωμί…
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…



Μωρέ, εκηρύχθη έκπτωτος και δεν πρόλαβε… Ειδεμή και στο Εθνικό θα το ’φερνε -όλα τα ’κανε, αυτό δεν θα το ’κανε;..- το σεπτόν το σκήνωμα ο τέως καλλιτεχνικός διευθυντής του Σωτήρης Χατζάκης. Να ευλογήσει τα ταμεία. Και τα πούλμαν που μεταφέρουν θεατές στην «Πιαφ» -τι είδαν τα ματάκια μου και τι άκουσαν τ’ αυτάκια μου στην πλατεία του «Κοτοπούλη»… Και τις συμβάσεις με την Άλκηστι Πρωτοψάλτη. Και τη διευθυντική πολυθρόνα του. Αλλά δεν πρόλαβε. Κι έτσι δεν το πρόλαβε το θαύμα ο κ. Χατζάκης.
Ούτε κι εγώ, όμως, το πρόλαβα… Διότι εκεί που ανάσανα απ’ το βομβαρδισμό των μέιλ του, νάτα πετιούνται από ξαρχής κι αντριεύουν και θεριεύουν. 




Προς το παρόν, πάντως, μετά την αποχώρηση απ’ τις επιδαυριακές «Τρωάδες» του, για «απολύτως προσωπικούς λόγους», που μπουμπούνισε η Άλκηστις Πρωτοψάλτη -τρεις μέρες αφότου δέχτηκε, λέει, το αίτημα του Στάθη Λιβαθινού να μειώσει την αμοιβή της-, παραμένει σ’ εκκρεμότητα ποια θα ’ναι η Τελετουργός του Θρήνου στην παράσταση. Εκτός κι αν θρηνούν μόνες τους πια οι κυρίες του Χορού.


Μια και μιλάμε για Εθνικό πήγα να δω -δυο-δυο τις πήρα για να τις προλάβω τις πάμπολλες- τις νυν παραστάσεις του. Μερικοί καρποί:
Στη Σκηνή «Παξινού» ο Μπρους Μάιερς ανέβασε τελετουργικά τις «Δούλες» υπηρετώντας με σεβασμό το έργο του Ζενέ, χωρίς, κατά τη γνώμη μου, να το απογειώσει. Το απογειώνουν, όμως, δυο απ’ τις ερμηνείες. Πλάι στην ικανοποιητική Σολάνζ της Ραφίκα Σαουίς, η Λένα Παπαληγούρα, τοτεμική Κυρία, κι η Μαρία Κίτσου, φλεγόμενη Κλαίρη, τα δίνουν όλα. Κι έχουν να δώσουν κι οι δυο τους πολλά.



Πάνω, στην Σκηνή «Κοτοπούλη», η επιλογή της «Πιαφ» σε ρεπερτόριο Εθνικού Θεάτρου εν έτει 2014/2015 κι ο διεκπεραιωτικός τρόπος που ανέβασε το έργο της Παμ Γκεμς ο Πέτρος Ζούλιας -«για ν’ αρέσει»- ανταποκρίνονται πλήρως στη φιλοσοφία Χατζάκη.
Μερικές παρατηρήσεις: όταν χρησιμοποιείς κάποια γαλλικά στην παράσταση ή στα τραγούδια για «ατμόσφαιρα», αν δεν τα μιλάει κανείς, ψάχνεις και βρίσκεις κάποιον που ομιλεί την γαλλικήν για να τα διδάξει -ξεκινώντας απ’ το όνομα της Πιαφ που προφέρεται ΕντίΤ και όχι ΕντίΘ- στους ηθοποιούς και στην τραγουδίστρια. Είναι φαιδρό αυτά τα κουτσογαλλικά ν’ ακούγονται ΕΤΣΙ. Εφόσον, βέβαια, φιλοδοξείς την παράσταση να τη δουν και κάποιοι πέραν των συνοικιακών πολιτιστικών συλλόγων, των με πούλμαν μεταφερομένων. Ειδικά δε για την Marseillaise καταντάει, πέραν του πλούσιου γέλιου, ασέβεια. Έως και… προσβολή εθνικού συμβόλου θα ’λεγα.
Όσο για την Ελεωνόρα Ζουγανέλη-Πιαφ, ναι, έχει φωνάρα και τραγουδάει καλά τα τραγούδια της Πιαφ. Και, υποκριτικά, πέραν μιας σκηνικής προπέτειας που της βγαίνει, προσπαθεί. Αλλά ως μια καλή ερασιτέχνις. Μετά την πρώτη είσοδό της, την κοπιαρισμένη απ’ τη συγκλονιστική πρώτη σεκάνς της κινηματογραφικής «Πιαφ», ήτοι της πολύ καλής ταινίας με τον σαχλό ελληνικό τίτλο «Ζωή σαν τριαντάφυλλο» -εκεί προφίλ, με αργό τράβελινγκ, εδώ μετωπικά-, την άτσαλη κίνηση και τη σκεβρωμένη στάση του κορμιού που βρήκε, στη συνέχεια άλλοτε τις εφαρμόζει, άλλοτε τις ξεχνάει. Αλλά, έτσι κι αλλιώς, αν έχεις δει την ίδια την Πιαφ -έστω στην τηλεόραση- ή την Μαριόν Κοτιγιάρ -έστω στην οθόνη- να ΕΡΜΗΝΕΥΕΙ την Πιαφ, όλα τ’ άλλα είναι απλώς οδοντόκρεμες…
Ως προς τους άλλους ηθοποιούς, θα ’θελα να ξεχωρίσω τον Χρήστο Στέργιογλου-Λουί Λεπλέ και, κυρίως, την Κωνσταντίνα Τάκαλου. Στον πιο επικίνδυνο, μετά της Πιαφ, ρόλο του έργου -να παίξεις την Μαρλένε Ντίτριχ!- έδειξε γι άλλη μια φορά την ποιότητά της και τις ικανότητές της να μεταμορφώνεται.
Α, ναι. Και κάτι για το πρόγραμμα της παράστασης: θα μπορούσε, τιμής ένεκεν, να υπάρχει μια αναφορά στο πρώτο -και μοναδικό μέχρι τώρα- ελληνικό ανέβασμα του έργου. Και, κυρίως, στην Τάνια Τσανακλίδου που ’παιζε τον επώνυμο ρόλο κι έγραψε στα τραγούδια αυτά. 



Στα σανίδια της Κεντρικής Σκηνής υπάρχει μια ηθοποιός την οποία πολύ εκτιμώ: η Ελένη Ράντου. Που ήμουν σίγουρος ότι ξέρει και μπορεί, πλαισιωμένη από μερικούς ακόμα ικανούς ηθοποιούς, να παίξει πολύ καλά την Φιλουμένα Μαρτουράνο. Και όντως το κάνει.
Αλλά δεν κατάλαβα καθόλου γιατί χρειαζόταν να κάνει η ίδια «διασκευή-απόδοση» του κειμένου. Το έργο του Εντουάρντο ντε Φιλίπο ξεκινάει -σπάνιο στο θέατρο- με κρεσέντο: μια εξαιρετική σκηνή όπου ο Σοριάνο αφρίζει γιατί η Φιλουμένα, υποκρινόμενη την ετοιμοθάνατη, τον έχει κοροϊδέψει και, για να μην της χαλάσει το χατίρι πριν πεθάνει, την έχει παντρευτεί, μετά από 26 χρόνια συμβίωσης. Ποιος ο λόγος να προστεθεί μισή ώρα έργο παραπάνω, πριν απ’ την κανονική αρχή του, με «θεατροποιημένα» όσα λέγονται στο κείμενο για το παρελθόν. Για να γίνει το έργο πιο εύληπτο; Πιο λαϊκό; Μα η «Φιλουμένα Μαρτουράνο» του Εντουάρντο είναι ένα υπέροχο λαϊκό έργο. Έτσι, όμως, έγινε -στο πλαίσιο της φιλοσοφίας Χατζάκη… -σίριαλ. Ομολογώ όχι φτηνιάρικο, αλλά σίριαλ. Πέραν του ότι χάθηκε η δραματουργική ισορροπία του με τη μεταφορά της περί ης ο λόγος εναρκτήριας σκηνής στη μέση του πρώτου μέρους.
Και γιατί αυτά τα μουσικοχορευτικούλια στην -ολίγον βιαστική…- σκηνοθεσία του Σταμάτη Φασουλή; Για να γίνει το έργο πιο «ευχάριστο»; Πιο «πιασάρικο». Τι φόβος κι αυτός, τι ανασφάλεια «μπας και δεν αρέσουμε»… 



Πού ακριβώς είχαμε μείνει; Στους πόσους Τσέχοφ- η, τέλος πάντων σε παραστάσεις οι οποίες αντλούν απ’ τον Τσέχοφ- που παρουσιάστηκαν  -ή και παρουσιάζονται ακόμη- φέτος στην ελληνική σκηνή; Τις μετρούσα στο «Τέταρτο Κουδούνι» στις 23 Οκτωβρίου, τις μετρούσα στις 18 Δεκεμβρίου, τις μετρούσα στις 12 Φεβρουαρίου κι είχαμε φτάσει στις δεκαπέντε.
Τι μεσολάβησε; Ιδού: «Τρεις αδελφές» εις διπλούν -είδαμε τελικά ΚΑΙ τα τέσσερα μεγάλα έργα της ωριμότητάς Του.
Στο «Καρέζη -όπου παιζότανε μέχρι πρόσφατα-, σε σκηνοθεσία Γεωργίας Ανδρέου και, σε διασκευή, στο «Από Μηχανής» -όπου παίζεται ακόμα-, απ’ την ομάδα «Casus Belli», σε σκηνοθεσία που υπογράφει η ομάδα (Ανδρονίκη Αβδελιώτη, Ελίζα Πιτσικώνη).
Το διήγημα του Τσέχοφ «Θάλαμος αρ.6» παρουσιάζει, σε διασκευή για το θέατρο απ' την Έλσα Ανδριανού και σε σκηνοθεσία της, στην Β΄ Σκηνή του θεάτρου «Οδού Κεφαλληνίας», η Γιολάντα Μαρκοπούλου.
Στην Θεσσαλονίκη, επίσης, παρουσιάστηκε στο θέατρο «Όρα», απ’ την ομάδα «Θεατρική Έρευνα», μια σύνθεση μονοπράκτων του Τσέχοφ με τον τίτλο «Οι έκπτωτοι: Μια προσωπογραφία του Αντόν Τσέχωφ», σε σκηνοθεσία/διασκευή κειμένων Κλείτου Κυριακίδη. 
Σύνολο, λοιπόν, τσεχοφικών ή τσεχοφογενών παραστάσεων, δεκαεννιά. 
Μωρέ, ο «Ιβάνοφ» πώς τους ξέφυγε; 




Και μια διόρθωση: Ο «θάλαμος αρ. 6» δεν παρουσιάζεται «για πρώτη φορά στην ελληνική θεατρική σκηνή». Πρωτοπαρουσιάστηκε την άνοιξη του 1980 απ’ τον εταιρικό θίασο του ΟΕΘ/ΣΕΗ «Ράμπα», σε διασκευή για το θέατρο Στέλλας Αρκάδη και σκηνοθεσία Χρήστου Παπαδημούλη, στο -τότε- θέατρο «Όρβο». 


Χτες απόγευμα/βράδυ έκανα τη διαδρομή 2 (Αγίου Μελετίου, Κυψέλη) της εκδήλωσης «X Apartments-Athens», εναρκτήριας του Fast Forward Festival που οργανώνει για την «Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών» του Ιδρύματος Ωνάση η Κάτια Αρφαρά, η οποία έχει, μαζί με την Άνα Μίλτερ, και την καλλιτεχνική επιμέλεια του συγκεκριμένου σχεδίου πάνω σε έρευνα του Πρόδρομου Τσινικόρη.
Δεν έχω να πω πολλά πράγματα. Γιατί μου είναι δύσκολο να περιγράψω αυτά που ένοιωσα -τη συγκίνηση. Η αίσθηση από ένα παιδικό χεράκι που σου χώνει στη χούφτα ένα παιχνιδάκι του, ενώ έχεις τα μάτια κλειστά, δεν περιγράφεται εύκολα.