April 30, 2015

Fuck το ΦΕΚ ή Η νύχτα μετά από τα λουκάνικα


Το Τέταρτο Κουδούνι /30 Απριλίου 2015 

Προς δεκάξι προορισμούς σ’ όλη την Ελλάδα ταξίδεψε, το Πάσχα, απ’ την Αθήνα, το Άγιο Φως. Ήξερα πως εδώ φτάνει το Μεγάλο Σάββατο απ’ τα Ιεροσόλυμα με ειδικό αεροσκάφος και πως το υποδεχόμαστε με τιμές αρχηγού κράτους. Ότι, μετά, κάνει και τουρνέ δεν το ’ξερα. Χαρά η Aegean κι η Olympic Air...
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή...




Εγώ είχα ξενιτευτεί. Σας το ’χα πει στο προηγούμενο «Τέταρτο Κουδούνι» -στις 9 Απριλίου: παίρνω των ομματιών μου και φεύγω στα ξένα μπας και γλυτώσω. Από -ΚΙ ΑΛΛΕΣ- δηλώσεις, επιστολές, συνεντεύξεις, ειδοποιήσεις για συνεντεύξεις Τύπου, ανακοινώσεις, μηνύματα, διαγγέλματα, διαβήματα, ενημερωτικά σημειώματα, απειλητικά σημειώματα, γνωστοποιήσεις, προειδοποιήσεις, non paper (έλα, Παναγία μου!!!, ναιαιαι, έως και τέτοια είχαμε), απαντήσεις, ανταπαντήσεις του Σωτήρη Χατζάκη, καλλιτεχνικού διευθυντή, τότε, του Εθνικού Θεάτρου, που ’πεφταν σαν το χαλάζι -κι ο τραυματισμένος καλλιτέχνης ν’ αναστενάζει. Στην Βουλγαρία κατέφυγα -που ’ναι και φτηνή-, στην Σόφια συγκεκριμένα. Έλεγα να ζητήσω πολιτικό άσυλο. Αλλά πού... Πού να γλυτώσω... Οχτώ μερούλες, όλες κι όλες, κάθισα και ναααα, να συνεχίζουν να εκτοξεύονται και να φτάνουν κι εκτός συνόρων δηλώσεις, επιστολές, συνεντεύξεις, ειδοποιήσεις για συνεντεύξεις Τύπου, ανακοινώσεις, μηνύματα, διαγγέλματα, διαβήματα, ενημερωτικά σημειώματα, απειλητικά σημειώματα, γνωστοποιήσεις, προειδοποιήσεις, non paper, λέει (έλα, Παναγία μου!!! [Ν.2]), απαντήσεις, ανταπαντήσεις απ’ τον Σωτήρη Χατζάκη.
Κι έεεερχεται η 21η Απριλίου. Του 2015. Κι ανήμερα, βλέπω ξαφνικά τον παυθέντα απ’ το αξίωμα Σωτήρη Χατζάκη και το επίσης παυθέν ΔουΣου του να ’χουν κάνει κατάληψη στο Εθνικό. Κι εκείνος, δεμένος χειροπόδαρα -σαν τον Οδυσσέα στις Σειρήνες- στη διευθυντική πολυθρόνα, να φωνάζει απ’ τη ντουντούκα «δε φεύγω, δε φεύγω, δε φεύγω», και «δεν περνάει ο φασισμός», κι «εδώ Εθνικό, εδώ Εθνικό», κι «εγώ φοράω παντελόνια», κι «η τιμή μου», κι «η αξιοπρέπειά μου» (σ.σ. η ΠΟΙΑ σας;;;), και «fuck το ΦΕΚ» κι ο Χορός του, τότε, ΔουΣου να πικροθρηνωδεί και να αιματοστηθοδέρνεται ως σύγχρονες Τρωάδες «αλί, αλί, οι συμβάσεις ήταν άψογες» κι «ω, άγιο φως της ΔΙΑΥΓΕΙΑΣ», κι η Άλκηστις Πρωτοψάλτη -ως Τελετουργός του Θρήνου- να πικροθρηνωδεί και να αιματοστηθοδέρνεται ακόμα δυνατότερα, με πάκα τα ευρά στα χέρια, και στα μπαλκόνια του Τσίλερ να ’χουν απλώσει τα κουρελόπανα «Σ’ ευχαριστούμε Σωτήρη Χατζάκη», που ’χαν απλώσει και στο ΚουΘουΒουΕ, όταν ο -και εκεί- καλλιτεχνικός διευθυντής έφευγε πιλαλώντας κατά το Εθνικό και τα ’χαν φυλάξει ως κειμήλια στο σεντούκι και τα κατέβασαν μαζί τους στην Αθήνα, κι από δεκάδες προσωπικότητες (σ.σ. ε;), λέει, του Πολιτισμού (μας) -ως «δεκάδες» γράφονται συνοπτικά οι 58 (μείον μία, 57, διότι ο Άκις Βλουτής δήλωσε πως ποτέ δεν υπέγραψε, μείον άλλη μία, 56, διότι η Άντζελα Μπρούσκου δήλωσε πως ποτέ δεν υπέγραψε, μείον άλλη μία, 55, διότι η Ιουλίτα Ηλιοπούλου δήλωσε πως ποτέ δεν υπέγραψε, κάτι σα «Δέκα μικροί νέγροι...)- να συλλέγουν οι εντεταλμένοι αυθόρμητες υπογραφές «διαμαρτυρόμΕΘΑ», και «το θεωρούμε σύμπτωμα νοσηρών κομματικών φαινομένων», και «free Σωτήρης», και «παρ’ τον Νίκο σου (Ξυδάκη) και μπρος», κι ο Χατζάκης να πετάει απ’ τα παράθυρα (του Τσίλερ) νεράτζα και ρεπερτόρια άρον-άρον συγκροτημένα και να ουρλιάζει βραχνιασμένος «λαϊκιστής; Ποιος; Εγώ λαϊκιστής; Μέχρι και Χουβαρδά σάς ξαναφέρνω», και στα υπόγεια να ’χει καταχωνιάσει, ανάμεσα σε βαρύτιμα κοστούμια της Έρσης Δρίνη, τις «Λωξάντρες», και τους Ξενόπουλους, και τις Ντόρες τις Γιαννακοπούλου, και τους Τσιφόρους, και τους Σακελλάριους-Γιαννακόπουλους, και τους Λαζόπουλους, και τους Μπέζους, και τους Φιλιππίδηδες, και τους ΆγαμοιΘύται, και τις «Μαντάμ Σουσούδες» κι ακόμα βαθύτερα «Το κοροϊδάκι της πριγκιπέσσας», και να παίζουν με τον Γιάννη τον Μετζικώφ ένα παράξενο game «Τρεις σκηνοθεσίες συν τρία σκηνικά/κοστούμια μείον ένα ίσον δύο συν ένα απλήρωτο ίσον και πάλι δύο», και μετά να παίζει μόνος του «Περνάει, περνάει ο Κιρκινέζος», και να καταφθάνουν, προς υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τού -πολιτικά διωκόμενου, λέει, άσπιλου και με το σπαθί του, ως γνωστόν, διορισμένου- Σωτήρη Χατζάκη, τα οποία καταπατώνται, εργάτες, αγρότες, φοιτητές, η Αρβελέρ της Σορβόνης, αντιπροσωπείες απ’ το Αζερμπαϊτζάν κι απ’ την Βενεζουέλα, έως κι ο Ιλάν Ρόνεν, πρόεδρος της Ένωσης Θεάτρων της Ευρώπης, απ’ το Ισραήλ -που ανήκει, επίσης ως γνωστόν, στην Ευρώπη.
Και μετά, κρακ-κρακ-κρακ, να ’ρχεται το τανκ και να ρίχνει την πόρτα του Εθνικού και παρ’ τον κάτω τον αντιπρόεδρο, τότε, του ΔουΣου -συγγραφέα του «Λάκκου της αμαρτίας» που παίζεται στο Εθνικό και σκηνοθέτη του «Ευτυχισμένες μέρες» του Μπέκετ, που, επίσης, παίζεται στο Εθνικό- Γιώργο Μανιώτη που ’ταν σκαρφαλωμένος πάνω της. Και μετά να αποκαλύπτεται πως οδηγός του τανκ ήταν ο Στάθης Λιβαθινός και συνοδηγός ο Θοδωρής Αμπαζής. 
Και μετά να βγαίνει ένα διάγγελμα προς τον λαόν, εις απλήν σαρκαστικήν καθαρεύουσαν, αχτύπητο. Κι ύστερα να μπαρκάρουν τον Σωτήρη Χατζάκη στο καράβι για την (πολιτιστική λέει) Μακρόνησο. Αλλά, πριν τον μπαρκάρουν, να κάνει συνέντευξη Τύπου «Όλα όσα θέλατε να μάθετε για το Εθνικό και δεν τολμούσατε να ρωτήσετε». Όπου να ’ναι ντυμένος δικηγόρος (του) Βγόντζας και να μιλάει ως Βγόντζας και να μην αφήνει τον άλλο, τον Χατζάκη στο naturel του, να σταυρώσει κουβέντα αλλά εκείνος όλο και να πετάγεται και να τσιρίζει «δε φεύγω, δε φεύγω, δε φεύγω». Και να ’ν’ εκεί παρόντες κι ο Νίκος Κούρκουλος κι η μνήμη του κι ο μακρονησιώτης πατέρας του Χατζάκη κι, επίσης, η μνήμη του. Κι ο Χατζάκης στη σκιά των μη λησμονημένων προγόνων του. Και μετά ο Χατζάκης-Χατζάκης κι ο Χατζάκης-Βγόντζας να καταθέτουν 322 αγωγές και 98 προσφυγές κατά παντός υπευθύνου. Και το ΚουΚουΕ και το ΠΑΣΟΚ και το «(να το πάρει το) Ποτάμι» και διάφοροι βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας, προσωπικότητες εκλεκτές -Βούλτεψη, Γκιουλέκας...-, να εκδίδουν ανακοινώσεις συμπαράστασης. Αλλά η Νέα Δημοκρατία να μην εκδίδει. Και να γράφουν στις εφημερίδες και στα φεϊσμπούκ πύρινα σχόλια περί νομιμότητος και περί του Κακού Ξυδάκη και περί του Άστεγου, Απολυμένου, Ταπεινωμένου Χατζάκη ακριβοδίκαιοι πολιστικοί συντάκτες αλλά και κάτι άσχετοι που ιδέα δεν είχαν περί Χατζάκη πριν ο ΣΥΡΙΖΑ γίνει κυβέρνηση... Κι απέξω να πλακώνονται χατζακικοί και αντιχατζακικοί.
Και μετά ξύπνησα. Μούσκεμα στον ιδρώτα -πιστίλι που λέγαμε στον Βόλο. «Τι έπαθες;» λέει ανήσυχος, ο διπλανός μου. «Φώναζες ‘Χατζάκης, Χατζάκης’ και ‘δεν περνάει ο Λιβαθινός’, αυτά τα βουλγάρικα λουκάνικα, σου το ’πα, είναι βαριά, τι τα ’θελες βραδυάτικα; Και μετά έπινα χαμομήλια να συνέλθω. Και μετά γυρίσαμε. Και παίζανε στην Αθήνα μια (υπερ)επιθεώρηση: «Τον Χατζάκη κι αν τον πλένεις, το σαπούνι σου χαλάς».
(Πάντως οι ελπίδες πως άλλες δηλώσεις, επιστολές, συνεντεύξεις, ειδοποιήσεις για συνεντεύξεις Τύπου, ανακοινώσεις, μηνύματα, διαγγέλματα, διαβήματα, ενημερωτικά σημειώματα, απειλητικά σημειώματα, γνωστοποιήσεις, προειδοποιήσεις, non paper (έλα, Παναγία μου!!! [Ν.3]), απαντήσεις, ανταπαντήσεις απ’ τον Σωτήρη Χατζάκη δε θα ’χουμε, μάλλον φρούδες, αλίμονο, αποδεικνύονται...).




«Μα δεν είσαι σοβαρός» θα μου πείτε. Τόσο σοβαρά θέματα τα ’κανες νούμερο επιθεωρησιακό; Μα αυτό ΑΚΡΙΒΩΣ -νούμερο επιθεωρησιακό- δεν είναι; Τέλος πάντων, οι ελαφροί ας με λέγουν ελαφρόν...
Αλλά, αν επιμένετε, να γίνω σοβαρός, ε, να γίνω. Και να γράψω δυο λόγια -διότι η ελληνική θεατρική πιάτσα περιορισμένη είναι κι όλοι, λίγο-πολύ, γνωριζόμαστε...- για την πέμπτη φάλαγγα που ξαμολύθηκε α-μέ-σως και -από πού να πιαστεί για να πει πως ο υπουργός έδιωξε τον ένα για να διορίσει τον άλλο ως κομματικά δικό του, αφού αυτό δεν ισχύει;- ύπουλα διοχετεύει όπου δει -για παράδειγμα σε εφημερίδες με τις οποίες έχει τις διασυνδέσεις της... -τις «εξηγήσεις» της γιατί ο Νίκος Ξυδάκης τοποθέτησε τον Στάθη Λιβαθινό ως νέο καλλιτεχνικό διευθυντή στο Εθνικό: σας γνωρίσαμε, σας γνωρίσαμε!...






Προς τι η τόση έκπληξη και η τόση απαξίωση; Που ο Σάκης Ρουβάς θα τραγουδήσει «Άξιον εστί»; Ότι η Ένωση Μουσικών και Θεατρικών Κριτικών του ’χε ήδη απονείμει το Βραβείο Αρχαίου Θεάτρου για την ερμηνεία του ως Διόνυσος στις «Βάκχες» δεν το ’χαν ακούσει; Και δεν ήταν αυτό ένα ισχυρό πρόκριμα για τη συνέχεια;



Δε σας είχα πει πως πάω στην Σόφια -και- δια καλλιτεχνικήν ενημέρωσιν; Όπως αυτά τα οποία διάβαζα, όταν ήμανε μικρός -ουουου, δεκαετία του ’60...- στις εφημερίδες, που όταν κλείνανε τα θέατρα το Πάσχα οι πρωταγωνιστές κι οι πρωταγωνίστριές μας -«θιασαρχικά ζεύγη», κυρίως, τότε- πηγαίνανε στο εξωτερικό «δια καλλιτεχνικήν τους ενημέρωσιν» -και να κι η συνοδευτική φωτογραφία στη σκάλα του αεροπλάνου.
Στην Σόφια άκουσα, λοιπόν, την Φιλαρμονική της πόλης σε μια μέτρια συναυλία με διευθυντή τον -γνωστό μας κι από ’δω- Σέρβο Ντέγιαν Σάβιτς αλλά με σολίστ μια κα-τα-πλη-κτική τουρκοκύπρια πιανίστα, την Ρουγιά Τάνερ, που έπαιξε συναρπαστικά το κοντσέρτο αρ. 21 του Μότσαρτ.
Στην Σόφια απογοητεύτηκα εντελώς, παρά το τεράστιο ρεπερτόριο που ’χει, στην Όπερα και Μπαλέτο της Σόφιας. Όπου είδα μια μετριότατη «Συλφίδα», στην κλασική χορογραφία του Μπουρνονβίλ, εντελώς μουχλιασμένη, πνιγμένη στην παντομίμα και με άθλια σκηνικά, απ’ το Μπαλέτο κι έναν επίσης μετριότατο «Ντον Κάρλο» του Βέρντι σε σκηνοθεσία Πλάμεν Καρτάλοφ -που ’χει ανεβάσει κάτι ανάλογες παραστάσεις και με την Λυρική και στην Θεσσαλονίκη... Ο μύθος περί βουλγαρικής όπερας κατέρρευσε μέσα μου. Αλλά εκείνο που δεν μπορούσαν να πιστέψουν τ’ αυτιά μου ήταν πως άκουγα και τις δυο βραδυές τόσο άθλια ορχήστρα -Μπόρις Σπάσοφ, ο μαέστρος στην «Συλφίδα», Γκριγκόρ Παλικάροφ στην όπερα. Όσο για τις φωνές, αχ, πού ’ναι εκείνες οι βουλγάρικες Μεγάλες Φωνές του παρελθόντος -Μπόρις Χρίστοφ, Νικολάι Γκιαούροφ, Γκένα Ντιμιτρόβα, Ράινα Καμπαϊβάνσκα, Νίκολα Γκιουζέλεφ...
Στην Σόφια αποζημιώθηκα, πάντως, απ’ το Εθνικό τους Θέατρο «Ιβάν Βάζοφ» -ωραίο θέατρο, πολύ μοιάζει στο Εθνικό μας- με τον «Άμλετ» -παράσταση του 2012 ενός, επίσης, ευρύτατου ρεπερτορίου- του Γιάβορ Γκ(ά)ρντεφ. Ολίγον Κακλέας, μ’ έναν Κλαύδιο σχεδόν νάνο αλλά -κυρίως- μ’ έναν ροκ συναρπαστικό Άμλετ –ενθουσιάστηκα!-, 

τον Λεονίντ Γιόβτσεφ, 32άρη, που έσφυζε από νιάτα και χιούμορ, παιχνιδιάρη, σαρκαστικό, κυνικό, οργισμένο, ανατροπέα της τάξης του. Με πρόσωπο ακτινοβόλο -πολύ μοιάζει στον δικό μας Μιχάλη Σαράντη-, μ’ ένα νευρώδες, λεπτό κορμί, μ’ εκπληκτική κίνηση -να χορεύει, στην αρχή ολόγυμνος, διονυσιασμένος-, μ’ ένα τρομερό χαμόγελο, φάτσα μοντέρνα, ο Λεονίντ Γιόβτσεφ είναι ένας γοητευτικός αλλά και σπουδαίος ηθοποιός που μαγνητίζει απ’ τη σκηνή. Και που δε βρίσκω δικό μας να τον παρομοιάσω -δεν ξέρω αν έχουμε ανάλογο. Θα θυμάμαι τους μονολόγους του -ήταν καθηλωτικοί.




Και Τζούντιθ Μαλίνα, και Φρανσουά Μασπερό, και Χρυσούλα Ζώκα, και Γκίντερ Γκρας, και Εδουάρδο Γαλεάνο, και Πέρσι Σλεντζ, και Μάγδα Κοτζιά, και Εύης Γαβριηλίδης; Ήτοι οκτώ τον αριθμόν απώλειες απ’ τον πολιτισμό μέσα σ’ έξι μέρες και δη πασχαλιάτικα -από Μεγάλη Παρασκευή μέχρι Τετάρτη του Πάσχα-, δηλαδή σε αργίες; Και να πρέπει να γράψουν τις νεκρολογίες τους; Ε, αυτό κι αν ήταν λαχείο... Για τους πολιτιστικούς συντάκτες μιλάω -κάτι ξέρω απ’ αυτά, ειδικά απ’ την Μαύρη εκείνη Κυριακή 11 Νοεμβρίου του 1990, που πέθαναν το πρωί ο Αλέξης Μινωτής κι απανωτά το βράδυ ο Γιάννης Ρίτσος, ακόμα το βλέπω εφιάλτη... Τους λυπήθηκε η ψυχή μου. Περισσότερο κι απ’ τους οικείους των μεταστάντων...

April 9, 2015

ΔΕ ΦΕΥΓΩ! ΔΕ ΦΕΥΓΩ! ΔΕ ΦΕΥΓΩ!


Το Τέταρτο Κουδούνι /9 Απριλίου 2015

Καλά ντε, καλά, το καταλάβαμε, μη φωνάζεις: «Δε φεύγω, δε φεύγω, δε φεύγω, που να σκάσετε» (έντονος ήχος παπουτσιού που χτυπάει στο πάτωμα).
Βάζει ο Σώτος τη στολή του και τη σκούφια την καλή του και... δηλώσεις, επιστολές, συνεντεύξεις, συνεντεύξεις Τύπου, ανακοινώσεις, μηνύματα, διαγγέλματα, διαβήματα, ενημερωτικά σημειώματα, απειλητικά σημειώματα, γνωστοποιήσεις, προειδοποιήσεις, non paper, λέει (έλα, Παναγία μου!!!), απαντήσεις, ανταπαντήσεις πέφτουν σαν το χαλάζι -όλο και πυκνώνουν, ένας βομβαρδισμός. Ο -ισόβιος, προφανώς, κατά πώς τη βλέπει...- καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου και πολιτικά διωκόμενος (ως διορισμένος απ’ την κυβέρνηση Σαμαρά ή ως οπαδός του ΚΚΕ; Δεν έχω καταλάβει ακριβώς...) Σωτήρης Χατζάκης με κάθε τρόπο και πάση θυσία θέλει να δηλώσει πως δεν παραιτείται.
Στην αρχή το διασκέδαζα, πλάκα είχε, πέρναγα καλά -γέεελιο. Τώρα πια βαρέθηκα, όμως -λίγο προς κατάσταση υστερίας μού κάνει. Μήπως πρέπει να το κοιτάξει;


Τον Κώστα Νίτσο τίμησε η ΕΣΗΕΑ, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων για τα εκατό της χρόνια, μέσα απ’ το Μορφωτικό της Ίδρυμα, με το μετάλλιο «Ξενοφών». Και με την εκδήλωση που του ’πρεπε -και που την επιμελήθηκαν η Φανή Πετραλιά κι ο Δημήτρης Γκιώνης.
Στον αδάμαστο, στον χαλκέντερο Κώστα Νίτσο, της Εθνικής Αντίστασης και της Δημοσιογραφίας (με κεφαλαίο το Δέλτα), που, με συμπαραστάτρια τη σύντροφό του, την Έφη Ροδίτη, δεν το βάζει κάτω με τίποτα, είναι αφιερωμένο και «Το Τέταρτο Κουδούνι». Όχι μόνο το σημερινό, με την αφορμή της εκδήλωσης -εσαεί είναι αφιερωμένο. Γιατί τον θεωρώ, μαζί με μερικούς άλλους, Δάσκαλό μου. Κι ας μη βρέθηκα ποτέ κοντά του στη δουλειά. Η δεύτερη σελίδα του στα «Νέα», το «Θέατρό» του -πολύτιμο φυλαχτό-, οι «Αστερίσκοι» του, οι λίγες αλλά ανεκτίμητες εκδόσεις του ήταν τα μαθήματα που μου ’κανε. Έμαθα πως υπάρχει μια δημοσιογραφία θαρραλέα, που δε φοβάται να λέει την αλήθεια. Την αλήθεια, τουλάχιστον, που πιστεύει πως είναι η αλήθεια. Προσπάθησα να τα εφαρμόσω αυτά τα μαθήματα. Κατά τα άλλα, όλοι προς κρίσιν είμαστε.



Είδα, το περασμένο Σάββατο, «Το τρίτο στεφάνι» του Κώστα Ταχτσή -που, δεν ξέρω γιατί, αλλά όσο περνάει ο καιρός τόσο λιγότερο το αγαπάω...- το οποίο έφερε ο Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου, δραματοποιημένο απ’ τον Σάββα Κυριακίδη και σε σκηνοθεσία Τάκη Τζαμαργιά, στο Δημοτικό του Πειραιά. Άνιση, κατά τη γνώμη μου, παράσταση, με καλές και λιγότερο καλές στιγμές, με μερικές καλές -όπως της Στέλας Φυρογένη ή της Νιόβης Χαραλάμπους- αλλά και αρκετές αδύναμες ερμηνείες.
Αλλά όλα τα σβησε η Αννίτα Σαντοριναίου. Η κυρά-Εκάβη της είχε τα πάντα: βάθος, συγκίνηση, χιούμορ απολαυστικό, εξυπνάδα, καπατσοσύνη, πονηριά, κατινιά, στοχασιά, τρυφερότητα, στοργή, πόνο, απελπισία, απόγνωση, αλήθεια, κίνηση μελετημένη, κατακτημένη, που από μόνη της καθόριζε το χαρακτήρα, προσοχή στη λεπτομέρεια, μια εκρηκτική ενέργεια... Τι γκάμα! Τι ΗΘΟΠΟΙΟΣ! Αφοπλιστική!

Επαναλαμβάνομαι μερικές φορές αλλά σε μια τέτοια ηθοποιό, όσες -λίγες- φορές έχω την τύχη να τη βλέπω, υποκλίνομαι. Κι όταν, κατόπιν, έμαθα, πως, επιπλέον, ήταν άρρωστη από ίωση, με φωνή κλεισμένη και πως ερχόταν από νοσοκομείο όπου είχε κάνει ένεση κορτιζόνης για να βγάλει πέρα ΔΥΟ παραστάσεις -στις τρεις και στις εννιά-, διάρκειας (η καθεμιά, ε;)- τριών ωρών και σαρανταπέντε λεπτών, με σχεδόν διαρκή την παρουσία της στη σκηνή, ε, τότε ένοιωσα δέος.



Πώς και πώς τον περιμένω τον «Βυσσινόκηπο» του Νίκου Καραθάνου στην «Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών». Και ξαφνικά βλέπω την αφίσα της παράστασης. Με τη(ο)ν γκαστρωμένη Μίκι Μάους κι αρχίζω ν’ ανησυχώ. Κι έρχεται απανωτά και το δελτίο Τύπου και διαβάζω: «[...] Τι ρόλο παίζουν 3 Μίκυ Μάους και ένας ελέφαντας στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης, θα το ανακαλύψουμε στην παράσταση...». Κι ανησυχώ ακόμα περισσότερο. Πώς να δέσω στο -κάποιας ηλικίας πια- μυαλό μου Μίκι Μάους και Τσέχοφ; Δε φαντάζομαι τον Νίκο Καραθάνο της «Γκόλφως» και του «Δεκαήμερου» να τον έπιασε καμιά οξεία μεταμοντερνίτιδα/μεταδραματικίτιδα... Θέλω να ελπίζω πως όχι και πως η παράσταση θα μου βουλώσει το στόμα. Οψόμεθα εις Φιλίππους.




Μια βδομάδα στην Θεσσαλονίκη δεν είδα μόνο κινηματογράφο -στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ. Έδωσα λίγο τόπο και για θέατρο. Σε τέσσερις παραστάσεις κατάφερα να πάω.

Είδα έναν ατυχέστατο, κατά τη γνώμη μου, μολιερικό «Δον Ζουάν» στο ΚΘΒΕ -ο Δαμιανός Κωνσταντινίδης, ένας σκηνοθέτης που εκτιμώ, έδεσε κόμπο μια εκδοχή περί λανθάνουσας ομοφυλοφιλίας του Δον Ζουάν και του ’δωσε και κατάλαβε -τη λανθάνουσα την έκανε ολοφάνερη κι όλοι να σειούνται και να λυγιούνται επί σκηνής... Δε με έπεισε.
Είδα μια επίσης ατυχέστατη διασκευή -μουτζούρα- της «Λυσιστράτης» με τον τίτλο «Λυσιστράτη. Μια δολιοφθορά» σε κείμενο και διασκευή Θωμά Βελισσάρη, που ναι, πάντως, καλός ηθοποιός, στο θέατρο «Εταιρότητα» -Χριστούλη μου, κάτι τέτοια υπόγεια με τρομάζουν πια...
Είδα την «Βασίλισσα της ομορφιάς» του Μάρτιν ΜακΝτόνα απ’ την Πειραματική Σκηνή της «Τέχνης», στο Δημοτικό της Καλαμαριάς -αυτό, ναι, είναι ωραίο θεατράκι-, σε σκηνοθεσία της Χριστίνας Χατζηβασιλέιου μ’ ενδιαφέρουσα γραμμή και με ακόμη πιο ενδιαφέρουσα την ερμηνεία της Έφης Σταμούλη -αγνώριστη!- 
αλλά με αδυναμίες και άδετη την υπόλοιπη διανομή.
Είδα και στο καινούργιο -και ευέλικτο και καλόγουστο- «Black Box» το καινούργιο έργο του Θανάση Τριαρίδη «Zyklon ή Το πεπρωμένο». Στην ίδια θεματική με το πολύ καλό «Μένγκελέ» του αλλά κάπως θολό, σε μια εξαιρετική, «σκοτεινή» σκηνοθεσία του Γιάννη Παρασκευόπουλου, όπου η Ιωάννα Παγιατάκη, κυρίως, αλλά κι ο Κωνσταντίνος Γαβαλάς δίνουν ρέστα 
-η παράσταση έρχεται και στην Αθήνα, στο «Αλκμήνη», όπου μπορείτε να το διαπιστώσετε ιδίοις όμμασι.



Τι μπορεί κανείς να δει στις μοντέρνες παραστάσεις... Όπως του Γιάννη Κακλέα. Έως και την Μάνα -η Εβελίνα Παπούλια- στον «Ματωμένο γάμο» του Λόρκα με σέξι εσώρουχα -πρώτα κομπινεζόν, μετά σουτιέν-βρακί. Σε μετάφραση, πάντως, Νίκου Γκάτσου. 


Μέρες Φεστιβάλ Μουσικού Θεάτρου Βόλου, που οργάνωνε ο Δημήτρης Μαραγκόπουλος θυμήθηκα -ο Βόλος, που άνθισε πολιτιστικά τις δεκαετίες του ’80 και του ’90, μαραζώνει, με το ηλικίας μόλις 26 ετών Δημοτικό Θέατρό του εγκαταλειμμένο, κοντά στην κατάρρευση, με ανύπαρκτο το ΔΗΠΕΘΕ του, αφανισμένη τη Συμφωνική Ορχήστρα που τόλμησε κάποτε να συγκροτήσει, με προ πολλού τελειωμένο το φεστιβάλ αυτό...-, βλέποντας στο Μέγαρo Μουσικής, στη Σειρά «Γέφυρες», τους τρεις υπέροχους κλόουν της «Compagnia 2+1» στο θέαμά τους «La Porta».
Καθόλου τυχαίο μια και τις «Γέφυρες» διευθύνει αυτός ο ίδιος ο Δημήτρης Μαραγκόπουλος που ανάλογα θεάματα έφερνε τότε στον Βόλο.
Αλλά τι κακός προγραμματισμός! Δυο παραστάσεις των κλόουν που θα ξετρέλαιναν τα παιδιά κι οι δυο στις οκτώμισι το βράδι, όταν τα παιδιά πάνε για ύπνο. Δεν είναι τυχαίο που στη δεύτερη, τουλάχιστον, παράσταση -αυτή που δα- η Αίθουσα «Δημήτρης Μητρόπουλος» ήταν μισοάδεια... Κρίμα.




Στο Μέγαρο, όμως, είδα, στη σειρά των ζωντανών μεταδόσεων απ’ το Λονδίνο «National Theatre Live» -μαγνητοσκοπημένη, πάντως, αυτή τη φορά-, και μια παραγωγή του «Young Vic»: «Ψηλά απ’ τη γέφυρα» του Άρθουρ Μίλερ σε σκηνοθεσία του Βέλγου Ίβο βαν Χόβε -έχουμε δει ήδη δουλειά του, με το «Τονίλγκρούπ» του, απ’ το Άμστερνταμ, στην «Στέγη», το 2011, στις «Σκηνές από ένα γάμο» του Μπέργκμαν. 
Ο βαν Χόβε, με την άκρως λιτή, γυμνή σκηνοθεσία του, χωρίς μοντερνιές, εμφύσησε πνοή στο έργο, εξάλειψε τις ρυτίδες του και του προσέδωσε μια εκρηκτική ενέργεια. Που υποστηριζόταν συγκλονιστικά απ’ τον Μαρκ Στρονγκ-Έντι Καρμπόν αλλά κι απ’ την υπόλοιπη διανομή. Μια καταπληκτική παράσταση, νομίζω η καλύτερη που ’χω δει στις μεταδόσεις αυτές. Εκείνος ο καταιονισμός με αίμα των συμπλεκομένων σωμάτων των ηρώων, ο οποίος κλείνει κυκλικά την παράσταση -η οποία ανοίγει με ντους που κάνουν ο Έντι κι ο φίλος του ο Λούις, μετά τη δουλειά τους στο λιμάνι-, μου καρφώθηκε στο μυαλό.



«Την απόσυρση από την αγορά υποδημάτων που έχουν στο πέλμα τους το σχήμα του Τίμιου Σταυρού» ζητάει με ανακοίνωσή της η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος» διάβασα. Εδώ ο κόσμος χάνεται κι η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος χτενίζεται... Άντε, κι είναι Μεγάλη Βδομάδα.




«Τώρα κατάλαβα πώς νοιώθουν οι αθλητές που ανεβαίνουν στο βάθρο όταν ακούνε τον Εθνικό Ύμνο της χώρας τους» είπε συγκινημένη η Γκάγκα Ρόσιτς στην εκδήλωση που έγινε στην πρεσβεία της Σερβίας, παρουσία ανθρώπων των γραμμάτων και των τεχνών, για να της απονείμει ο απεσταλμένος του προέδρου της Δημοκρατίας της Σερβίας Τόμισλαβ Νίκολιτς, εκ μέρους του, τιμητική διάκριση για «την εξαιρετική προσφορά της στα κοινά και στο χώρο του πολιτισμού». Μόνο που η συγκίνησή της ήταν διπλή: διότι είχε τη χαρά ν’ ακούσει δυο Εθνικούς Ύμνους. Εκτός απ’ τον Εθνικό Ύμνο της Σερβίας ακούστηκε κι ο ελληνικός Εθνικός Ύμνος. Δικαίως. Διότι η Γκάγκα Ρόσιτς έχει την ευτυχία να ’χει δυο πατρίδες: την Σερβία και την Ελλάδα. Που τις έχει υπηρετήσει με πίστη και τις έχει τιμήσει και τις δυο. Και που τις έφερε πιο κοντά τη μια στην άλλη μέσα απ’ τον πολιτισμό. Εδώ και αρκετές δεκαετίες, πέρα από τα τρία προσωπικά βιβλία της, πάνω από 60 είναι τα μυθιστορήματα, οι ποιητικές συλλογές αλλά και τα θεατρικά έργα που ’χει μεταφράσει απ’ τα ελληνικά στα σερβικά και απ’ τα σερβικά στα ελληνικά -γνωρίζοντάς μας σέρβους συγγραφείς αγνώστους μας- ενώ έχει συνεργαστεί στενά με σκηνοθέτες από χώρες της πρώην Γιουγκοσλαβίας, που ανέβασαν παραστάσεις στην Ελλάδα -Μπράνισλαβ Λέτσιτς, Νικίτα Μιλιβόγιεβιτς, Σλόμπονταν Ουνκόφσκι-, έχει μεταφράσει στίχους, έχει διοργανώσει εκθέσεις, και... και... Όσοι ήμασταν εκεί και τα θυμηθήκαμε ολ’ αυτά, επίσης συγκινηθήκαμε. Διπλά κι εμείς.



Θα τα ξαναπούμε μέσα απ’ «Το Τέταρτο Κουδούνι» στις 30 Απριλίου. Παίρνω των ομματιών μου, να γλυτώσω κι από άλλα διαγγέλματα Χατζάκη. Προς το παρόν, Καλή Ανάσταση!

April 6, 2015

Η «Κόλαση» του Δάντη είναι από σκουπίδια


17ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης / Β

Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης και Part II. Συνεχίζω και κλείνω τις εντυπώσεις μου κάπως καθυστερημένα γιατί το συγκεκριμένο κομμάτι -πάνω από 1500 λέξεις- το έχασα -τύχη κακή...- στο άτιμο αυτό μηχάνημα και το ξανάγραψα -είχα το πείσμα να το ξανακάνω.


Πέμπτη 19 Μαρτίου, μεσημεριανή προβολή και «Καπιταλισμός-Η μυστική μας συνταγή» του Αλεξάντρου Σόλομον (Ρουμανία/Γαλία/Βέλγιο, 2010, «Αφιερώματα»). Μία από τις πέντε ταινίες του αφιερώματος στον ρουμάνο ντοκιμαντερίστα, που εδώ, με σαρκαστικό χιούμορ, χρησιμοποιεί ένα έξυπνο εύρημα για να καταγγείλει την διαφθορά που ροκάνιζε και συνεχίζει να ροκανίζει τον τόπο του και μετά την ανατροπή του κομμουνιστικού καθεστώτος: καλεί υποθετικά τον Νικολάε Τσαουσέσκου, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης είκοσι χρόνων (1990) από την εκτέλεσή του μαζί με τη γυναίκα του, να συγκρίνει την παρούσα κατάσταση με εκείνη στην οποία άφησε την Ρουμανία. Έκπληκτος, ο Τσαουσέσκου θα ανακαλύψει ότι άνθρωποι του περιβάλλοντός του και στυλοβάτες του κομμουνιστικού κράτους -ανάμεσά τους στελέχη της διαβόητης Σεκουριτάτε (της Κρατικής Ασφάλειας), που το άρμεγαν από τότε, είναι εκείνοι που έκτισαν στη «νέα» Ρουμανία τον καπιταλισμό -επιχειρηματίες, ανώτατα στελέχη, κίτρινοι καναλάρχες...- έχοντας μεγιστοποιήσει τα κέρδη τους και εξελιχθεί σε πολυεκατομμυριούχους ή και δισεκατομμυριούχους. Μερικοί από αυτούς απερίφραστα μιλούν στην κάμερα για τα «success stories» τους. Αν και η εικόνα του Σόλομον μιλάει από μόνη της... Με πικρά σατιρική διάθεση. Ένα πολύ ενδιαφέρον ντοκιμαντέρ.
Στο μικρού μήκους «Fragile» (Ελλάδα, 2014, «Ελληνικό Πανόραμα») η Μαρία Λεωνίδα παρακολουθεί στο μουσείο της Νικόπολης το αμπαλάρισμα ενός αγάλματος της Αθηνάς που πρόκειται να μεταφερθεί στην Ιταλία για μία έκθεση. Το αφελές έως παιδαριώδες κείμενο ενός εσωτερικού «διαλόγου» μεταξύ σκηνοθέτριας και αγάλματος αποδυναμώνει εντελώς το αποτέλεσμα.


Στο ίδιο πρόγραμμα, η «Χαλκηδόνα» του Γρηγόρη Οικονομίδη (Ελλάδα, 2014, «Ελληνικό Πανόραμα»): μία ανίχνευση στο σημερινό Καντίκιοϊ, το βασικό προάστιο της Κωνσταντινούπολης στην ασιατική όχθη του Βοσπόρου, που η ιστορία του ξεκινάει από τον 7ο αιώνα π.Χ. -η Χαλκηδών, ελληνική αποικία των Μεγαρέων-, με άξονα τους ρωμιούς κατοίκους του, χιλιάδες κάποτε, που κατέληξαν, όπως και σε όλη την Istanbul, μια χούφτα. Οι συνεντεύξεις τους, οι αναμνήσεις τους -αλλά και Τούρκων- , το Μόδι, η εκκλησία της Αγίας Ευφημίας, η ταβέρνα «του Κώτσου» και τα γλυκά του ζαχαροπλαστείου «Baylan» που είναι ακόμα σε ρωμέικα χέρια, το εγκαταλειμένο, μια και οι μαθητές στέρεψαν, ελληνικό σχολείο που πρόσφατα άνοιξε και πάλι, ως ιδιωτικό πια, η παλιά δασκάλα και το κοριτσάκι -η μόνη με ελληνικό αίμα σήμερα στο σχολείο- που τρέχει στις σκάλες του, αυτή η ανεπαίσθητη μελαγχολία που πλανάται προξενούν μία βαθιά συγκίνηση εξουδετερώντας τις όποιες σκηνοθετικές απειρίες. 

Στην Ενότητα «Πορτρέτα: Ανθρώπινες Διαδρομές» και το επόμενο δίπτυχο -πολύ καλά, καθόλου τυχαία συναρμοσμένα, τα δίπτυχα του προγράμματος. Στο «La Vida Pura» (Ελλάδα, 2015) ο Παναγιώτης Ευαγγελίδης παρακολουθεί, χωρίς ιδιαίτερες κινηματογραφικές απαιτήσεις, τον Τζόνι, έναν 25χρονο βαρκελονέζο, όχι εξαιρετικής ευφυίας, όχι ιδιαίτερης καλλονής, που δουλεύει ως «ηθοποιός» στη βιομηχανία του πορνό, αντιμετωπίζοντας εντελώς φυσιολογικά την απασχόλησή του, σαν ένα κομμάτι μιας «καθαρής ζωής», μαζί με το πρωινό του ξύπνημα, το μεσημεριανό του, την «κανονική» δουλειά του, τις συναντήσεις με τη μητέρα του, τον αδελφό του, φίλους του, τη βόλτα με το σκύλο του... Ενώ ως λάιτ μοτίφ επανέρχεται το -ένα ακόμα- τατουάζ που χτυπάει στο διάστικτο σώμα του και που ακριβώς είναι οι λέξεις «pure life» -«καθαρή ζωή». Οι εξαιρετικά τολμηρές σκηνές -ειδικά σε ένα σεξουαλικό παιχνίδι αφέντη-δούλου όπου ο Τζόνι δέχεται να παίξει μπροστά στην κάμερα κρατώντας το «ρόλο» του «αφέντη»-, ενταγμένες στη λογική της «καθαρής ζωής» δεν σοκάρουν. Ένα καθαρό δείγμα queer cinema.
«Ο Ούλριχ Ζάιντλ επί το έργον» του Κόνσταντιν Βουλφ (Αυστρία/Γερμανία/Ελβετία, 2014) είναι ένα πορτρέτο του αυστριακού σκηνοθέτη. Γυρίσματα του ντοκιμαντέρ του «Στο υπόγειο», δοκιμές σε μία θεατρική δουλειά που ετοιμάζει, αποσπάσματα από προηγούμενες ταινίες του και συνεντεύξεις με τον ίδιο -ένας, αναμφίβολα, δεν το αρνούμαι, ευφυής, ενδιαφέρων άνθρωπος- απαρτίζουν την ταινία. Αλλά τα επί της σκηνής και επί της οθόνης δρώμενά του, βουτηγμένα στον πιο κιτς μεταμοντερνισμό, τα βρήκα απωθητικά. Λυπάμαι, μπορεί να κάνω λάθος, αλλά δεν θα πάρω. 


Παρασκευή 20 Μαρτίου -μόνος πια, ο φίλος μου έφυγε- και «Είμαι οι ΦΕΜΕΝ» του Αλέν Μαργκό (Ελβετία, 2014, «Ανθρώπινα Δικαιώματα»). Διαμαρτύρονται με φεμινιστικούς στόχους ενάντια στον σεξοτουρισμό, σε θρησκευτικούς δεσμούς, στην ομοφοβία, σε κοινωνικές και πολιτικές αδικίες, τρύπωσαν, για να διαμαρτυρηθούν, στην Λευκορωσία -στο Μινσκ-, διαμαρτυρήθηκαν, με αφορμή το EURO του 2012 που οργανώθηκε στο Κίεβο, μέσα στο στάδιο διεξαγωγής των αγώνων... Είναι η ομάδα «FEMEN» που συγκρότησαν το 2008 νεαρές Ουκρανές και που εξελίχθηκε σε κίνημα. Ένας ακτιβισμός ιδιότυπος: βυζάκια έξω λοιπόν, λουλουδένια στεφάνια στα μαλλιά και hit-and-run δημόσιες διαμαρτυρίες. Συλλήψεις, κρατήσεις και από το 2013 οι επικεφαλής της ομάδας θεώρησαν πιο ασφαλές να εγκατασταθούν στο Παρίσι. 
Ανάμεσά τους η Οξάνα -Κσούσα- Σάτσκο. Στο κορίτσι αυτό επικεντρώνει το ντοκιμαντέρ του για τις FEMEN ο Αλέν Μαργκό. Φρεσκάδα νεανική, τόλμη, καίριοι στόχοι αλλά αυτός ο α λα Τσιτσολίνα «sextremism» δεν με έπεισε -πέρα από τις υποψίες για το τι κρύβεται πίσω τους, μία έντονη εντύπωση επιπολαιότητας και ακόρεστης δίψας για δημοσιότητα απεκόμισα... Όσο για το -καλοφτιαγμένο- ντοκιμαντέρ, την αίσθηση τρέιλερ προσωπικής promotion της Κσούσα μού δημιούργησε. Ξεκινώντας από τον τίτλο του: «Είμαι η ΦΕΜΕΝ».


Σάββατο 21 Μαρτίου. Άξονας του δίπτυχου της Ενότητας «Ελληνικό Πανόραμα» που θα δω, Έλληνες της Διασποράς με κοινά χαρακτηριστικά. Ο 77χρονος σήμερα, δεύτερης γενιάς Ελληνοαμερικανός Νταν Γεοργκακάς (Γεωργακάς), ποιητής, συγγραφέας, ιστορικός, κριτικός κινηματογράφου και, πάνω απ’ όλα, ακτιβιστής της Αριστεράς -ναι, το είδος απαντάται στις ΗΠΑ, αν και σπανίζει...-, που ξεκίνησε από τον αναρχισμό για να παραμείνει ένας συνεπής μαρξιστής, μεγαλωμένος στο βιομηχανικό Ντιτρόιτ, στην ελληνική γειτονιά, πλάι στη γειτονιά των ανεπιθύμητων μαύρων -δεν τους ήθελαν τους Έλληνες στις γειτονιές των λευκών, κάτι μου θυμίζει αυτό...- αγωνίστηκε ενάντια στο ρατσισμό, ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ, ενάντια στην ελληνική χούντα και έγραψε βιβλία όχι για «επιτυχημένους», λεφτάδες Ελληνοαμερικανούς αλλά για τους Έλληνες της αμερικάνικης εργατικής τάξης, τους αγώνες τους και τις κατακτήσεις τους. Χωρίς να στεγνώσει μέσα στον ακτιβισμό: ο κινηματογράφος παρέμεινε η μεγάλη του αγάπη και από το περιοδικό «Cineaste» πρόβαλε και υπερασπίστηκε -και συνεχίζει να το κάνει- ταινίες μακράν της χολιγουντιανής νοοτροπίας και των γούστων του μέσου Αμερικανού. Στο ντοκιμαντέρ «Dan Georgakas-Επαναστάτης της Διασποράς» (Ελλάδα, 2015) ο Κώστας Βάκκας παρουσιάζει γλαφυρά το πορτρέτο του μέσα από μαρτυρίες, αρχειακό υλικό και μία συνέντευξή του με τον ελληνοαμερικανό συγγραφέα ο οποίος πόρρω απέχει από το success story τύπου Spyro Agnew... Αν σ’ αυτά προσθέσετε την εικόνα του -ένας γλυκύτατος, μακράν κάθε επιθετικότητας άνθρωπος, ήρεμος, ήμερος, προσηνής, σύζυγος τρυφερός...- ο Νταν Γκεοργκακάς, χάρη στην ταινία αυτή, θα σας κατακτήσει.
Οι αριστερές θέσεις και ο αγώνας κατά της ελληνικής χούντας είναι τα στοιχεία που συνδέουν τον πρωταγωνιστή του δεύτερου ντοκιμαντέρ του δίπτυχου -«Παράδοξη πατρίδα» του Νίκου Ασλανίδη (Ελλάδα, 2014)- με αυτόν του πρώτου: ο -ποντιακής καταγωγής- Στάθης Χαϊτίδης ήταν οκτώ ετών το 1944 όταν γλύτωσε, μαζί με τον πατέρα του, από το ολοκαύτωμα του χωριού του Πύργοι (Κατράνιτσα) Εορδαίας του νομού Κοζάνης -τα Καλάβρυτα και το Δίστομο δεν είναι τα μοναδικά ολοκαυτώματα την περίοδο της Κατοχής... Τα γερμανικά στρατεύματα έκαψαν ζωντανούς -τα θύματα ήταν γύρω στα 350 συνολικά- τη μάνα, τα τέσσερα αδέλφια του, ηλικίας ενάμιση έως δέκα χρόνων, τη γιαγιά και τη θεία του -επτά συνολικά μέλη της οικογένειάς του. Το 1947, οι Έλληνες πια, μέσω ενός στρατοδικείου του Εμφύλιου, εκτέλεσαν ως κομμουνιστή και τον πατέρα του που τελευταία επιθυμία του ήταν ο γιος του να σπουδάσει. Ο Στάθης, που τον μεγάλωσαν κάποιοι συγγενείς του, τη σεβάστηκε. Αγωνίστηκε να φύγει στο εξωτερικό για σπουδές. Τεράστια η περιπέτεια για να μπορέσει να πάρει διαβατήριο γιος εκτελεσμένου κομμουνιστή μεσούσης της δεκαετίας του ’50... Δεξιοί συγγενείς μεσολάβησαν και τελικά τα κατάφερε. Και βρέθηκε στην Γερμανία. Στη χώρα που οι στρατιώτες της, πριν από κάπου δέκα χρόνια, είχαν εξολοθρεύσει τους ανθρώπους του. Σπούδασε οδοντιατρική, βγήκε στο επάγγελμα, ζήτησε -σ’ αυτή την ίδια Γερμανία- πολιτικό άσυλο ως αγωνιστής ενάντια στο καθεστώς των συνταγματαρχών, το πήρε -«η παράδοξη πατρίδα»...-, παντρεύτηκε μία ελληνίδα, πέτυχε στη ζωή του, έκανε πέντε παιδιά -όλα τακτοποιημένα σήμερα-, όσα έκαναν και οι γονείς του, και σήμερα, ογδοντάρης πια, δείχνει ένας ευτυχισμένος άνθρωπος. Που δεν ξεχνάει, όμως, βέβαια το παρελθόν. Δεν μπορεί να το ξεχάσει. Ο σκηνοθέτης Νίκος Ασλανίδης, μέσα από συνεντεύξεις συγγενών και φίλων, μέσα από αρχεία και σημερινές λήψεις, όταν στους Πύργους, στην επέτειο του Ολοκαυτώματος, γίνεται προσκλητήριο νεκρών, και μέσα από συνεντεύξεις με τον ίδιο τον Στάθη Χαϊτίδη παρουσιάζει την ιστορία του. Η φωνή του θαλερού γέροντα μία μόνο στιγμή ραγίζει. Και αυτή ακριβώς η «στεγνή», χωρίς δάκρυα αφήγηση είναι που μεγιστοποιεί την ήδη μεγάλη συγκίνηση μπροστά στην οποία παραβλέπεις τις όποιες σκηνοθετικές απειρίες. Κατανόησα πολύ καλά γιατί οι θεατές χάρισαν στο ντοκιμαντέρ αυτό το Βραβείο Κοινού Fischer 2015 για Ελληνική Παραγωγή Άνω των 45΄. Όχι για τις κινηματογραφικές αρετές της.
Ήταν μία από τις δύο πιο σοκαριστικές στιγμές μου στο Φεστιβάλ: «Κάτι καλύτερο θα έρθει» (Δανία/Πολονία, 2014, «Κοινωνία») της Χάνα Πόλακ. Η πολονέζα σκηνοθέτρια παρακολούθησε με την κάμερά της υπομονετικά, α λα Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ στο «Μεγαλώνοντας», περιοδικά, επί δεκατέσσερα χρόνια, από τα έντεκα μέχρι τα εικοσιπέντε της, στη «νέα» Ροσία του Πούτιν και του Μεντβέντεφ, τη μοσχοβίτισσα Γιούλα. Μόνο που η Γιούλα μεγάλωσε κάπως «διαφορετικά»: στην Σβάλκα, έναν αχανή σκουπιδότοπο. Με τη μάνα της κι άλλους άστεγους που βρήκαν εκεί, μέσα στη βρόμα -σε απόσταση είκοσι μόλις χιλιομέτρων από το Κρεμλίνο- καταφύγιο. Τραγικές, ανατριχιαστικές, φρικιαστικές οι συνθήκες, δαντικές οι εικόνες, που μπροστά τους ο Γκόρκι τού «Στο βυθό» ωχριά...: οι σκουπιδιάρες να ξερνούν τόνους σκουπιδιών, να τα απλώνουν με τα σαγόνια τους, οι άνθρωποι του σκουπιδότοπου σαν ζόμπι να τα σκάβουν με τα χέρια ψάχνοντας μήπως κάτι βρουν για να το πουλήσουν, τροφές ληγμένες και αποφάγια από τα οποία τρέφονται, ζύμες ξυνισμένες που τις τηγανίζουν και κάνουν πιτάκια, χιόνι, κρύο, παγωνιά, να χτίζουν, όπως-όπως, με χαρτόνια κάτι σαν παράγκες, να πλένονται με βρομόνερα, να ξεδιψούν με βρομόνερα, πού και πού και κανένα πτώμα ανάμεσα στα σκουπίδια... Η σκηνή, νύχτα Πρωτοχρονιάς, με τους ταπεινούς και καταφρονεμένους στριμωγμένους μέσα στη χαρτοπαράγκα, να ακούν από ένα σαραβαλιασμένο τρανζιστοράκι το διάγγελμα του -προέδρου πια- Μεντβέντεφ που εύχεται σε όλους τους πολίτες «ένα ζεστό σπιτικό με ανέσεις» είναι το άκρον άωτον του σαρκασμού.

Εκεί, στην Σβάλκα, η Γιούλα, αυτά τα χρόνια, έπαιξε, εκεί τσακώθηκε, εκεί άλλαξε χρώμα στα μαλλιά της, έβαψε τα μάτια της, έβαψε τα νύχια της, εκεί έμαθε να πίνει από το μπουκάλι βότκες-μπόμπες φλερτάροντας με τον αλκοολισμό που είχε ήδη κατακτήσει τη μάνα της, εκεί ερωτεύτηκε (;), εκεί ονειρεύεται κάποτε να βρεθεί εκτός, εκεί πρωτόκανε έρωτα, εκεί θα βρεθεί στα δεκάξι της έγκυος... Θα καταφύγουν με τη μάνα στο σπίτι του αλκοολικού παππού, εκείνος θα τις διώξει, θα γεννήσει το παιδί της σε ένα νοσοκομείο, θα το παρατήσει εκεί... Στην επόμενη σεκάνς, όμως, θα έχει βρει δουλειά σε ένα σιδηρουργείο και στη συνέχεια -το όμορφο, κορίτσι με τα γαλάζια μάτια είναι πια μία υπέρβαρη- θα έχει ένα μικρό διαμέρισμα για να ζήσει εκεί με τη μάνα της, θα έχει και έναν καινούργιο σύντροφο που στο τέλος της ταινίας τον βλέπουμε να στολίζει το σπίτι για να την υποδεχτεί όταν γυρίσει από το μαιευτήριο με το παιδί τους -το δεύτερο της παιδί που δεν έχει πια λόγους να το εγκαταλείψει. Επομένως, κάτι καλύτερο (;) θα έχει έρθει. Οι σκηνές του χάπι εντ δεν με έπεισαν, κατόπιν σκέφτηκα πως και άλλες σκηνές μπορεί να ήταν στημένες αλλά καμία σκέψη δεν μπορεί να απαλείψει τη φρίκη από τις εικόνες της ζωής στο σκουπιδότοπο. 


Κυριακή 22 Μαρτίου και αποχαιρετώ το Φεστιβάλ με ένα ακόμα δίπτυχο -της Ενότητας «Περιβάλλον».
Στο μικρού μήκους «Κομορεμπιτάτσι» (στα γιαπονέζικα σημαίνει «Το φως του ήλιου μας») της Σοφί Περιέ και του Μασανόρι Ομόρι (Ελβετία/Ιαπονία, 2014) οι δύο συν-σκηνοθέτες χειρίζονται με την ποίηση που του πρέπει αλλά κάπως άχρωμα και χαλαρά το θέμα τους: σε μία περιοχή της Ιαπονίας με ισχυρή σιντοϊστική παράδοση που δίνει έμφαση στην αρμονία του ανθρώπου με τη φύση, ένας ξυλοκόπος κόβει στο δάσος ένα δέντρο ζητώντας τη συγγνώμη του ενώ χωρικοί τελετουργικά φυτεύουν ένα καινούργιο για να αποκαταστήσουν την ισορροπία στη φύση. Η αντιμετώπιση των δέντρων ως εμβίων όντων είναι μία απάντηση αβίαστη στους σημερινούς οικολόγους που πιέζουν τα πράγματα. Εξαίρετη η φωτογραφία του Ομόρι με τις ακτίνες του ήλιου να διαπερνούν το δάσος.

Μία θεώρηση του περιβάλλοντος από την απέναντι πλευρά είναι «Το κυνήγι του γερακιού» του Μαζιγιάρ Μοστάγ Γκοχαρί (Ιράν/Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, 2014). Έξω από ένα ψαροχώρι του Ιράν, σε περιοχή ερημική, άντρες παγιδεύουν αρουραίους που θα χρησιμοποιηθούν ως δολώματα για την αιχμαλωσία γερακιών. Τα γεράκια αυτά θα περάσουν από μία σκληρή εκπαίδευση, με δολώματα μικρότερα πουλιά, για να μπορούν να μετάσχουν σε διαγωνισμούς -με τηλεκατευθυνόμενα αεροπλανάκια που σέρνουν το πουλί-δόλωμα- γερακιών τα οποία ανήκουν, πλέον, σε πλούσιους Άραβες που καμαρωτοί και επηρμένοι, πριν μπουν στις αστραφτερές τζιπάρες τους, παραλαμβάνουν τα σχετικά έπαθλα-παρακολουθούμε έναν τέτοιο αγώνα στο Αμπού Ντάμπι. Το αποτρόπαιο του θεάματος -αυτό μου έμεινε περισσότερο από την υπομονή των κυνηγών και των εκπαιδευτών...-, με τα αιχμάλωτα περήφανα γεράκια να περνούν του λιναριού τα πάθη -πραγματικά βασανιστήρια, τους ράβουν τα βλέφαρα, τους κόβουν φτερά και τα τροποποιούν, χειρουργικές επεμβάσεις...- παρουσιάζεται, χωρισμένο σε κεφάλαια που οι τίτλοι τους συνοδεύονται από εύγλωττους στίχους, σιωπηλά, χωρίς σχόλιο. Οι μελαγχολικές, όμως, εικόνες του Γκοχαρί, με προσεκτικά σχεδιασμένο δεύτερο επίπεδο, μιλούν από μόνες τους. Μία εξαιρετική ταινία.

Δεν ήταν πολλές οι εξαιρετικές που είδα. Είδα όμως πολλές ενδιαφέρουσες, έστω και αν ο βασικός προορισμός τους ήταν η τηλεόραση και όχι ο κινηματογράφος. Και έζησα μερικές δυνατές έως σοκαριστικές στιγμές. Το ταξίδι -17 προβολές με 22 ταινίες μικρού και μεγάλου μήκους-, άξιζε τον κόπο.

Αίθουσες «Ολύμπιον» / «Παύλος Ζάννας» / «Τώνια Μαρκετάκη» / «Φρίντα Λιάππα» / «Τζων Κασσαβέτης» / «Σταύρος Τορνές», 17ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, 19, 20, 21, 22 Μαρτίου 2015.

April 2, 2015

Η ανθρωπιά της Παρασκευής


Σήμερα έχασα άλλη μια καλή φίλη. Ήμασταν πολλά χρόνια μαζί στα «Νέα», στο πολιτιστικό, σε διπλανά, κολλητά γραφεία με την Παρασκευή Κατημερτζή. Είχε ένα σωρό βιβλία στο δικό της, που κάθε τόσο γλιστρούσαν και χύνονταν στο δικό μου. Της το συγχωρούσα όμως. Γιατί ήταν καλή δημοσιογράφος. Πολύ καλή δημοσιογράφος, ταμένη -ναι, υπήρχε το είδος αυτό, υπάρχει ακόμα και σήμερα, κι ας σπανίζει πια. Αθόρυβη, διακριτική, υπηρέτησε το αρχαιολογικό και το εικαστικό ρεπορτάζ με τον καλύτερο τρόπο -με τρόπο άριστο, με αυταπάρνηση.
Κυρίως, όμως, την αγαπούσα γιατί ήταν καλός άνθρωπος. ΚΑΛΟΣ. Στον κόσμο της. Αλλά ο κόσμος αυτός ήταν πλούσιος, γενναιόδωρος, ξεχείλιζε από ανθρωπιά, από ζεστασιά, από ευγένεια, από αγάπη, από στοργή και φροντίδα στο «διαφορετικό», από ένα δικό της χιούμορ -αγκάλιαζε τους ανθρώπους, πρόσφερε αφειδώλευτα τη φιλοξενία της.
Αγαπούσε την τέχνη και τους ανθρώπους της. Πολύ. Αγαπούσε τους τόπους τους αρχαίους και τα μουσεία και τους ανθρώπους τους. Πολύ. Και είχε σχέδια στο μυαλό της. Για ένα βιβλίο. Δούλευε γι αυτό. Τα σχέδια έμειναν στη μέση. Στα 64 χρόνια της.
Στο καλό, Παρασκευή. Ευχαριστώ για όλα. Και πάνω απ’ όλα για την Ανθρωπιά σου. Κι εκείνη την Βροχίτσα, το χωριό σου και το σπίτι σου, δεν προλάβαμε να τα δούμε μαζί.

«Αναπαραγωγή κοινοτοπιών» είπατε;


Το Τέταρτο Κουδούνι /2 Απριλίου 2015

«Οι αληθινοί δάσκαλοι του θεάτρου συχνά απαντώνται εκτός σκηνής. Και γενικώς δεν δείχνουν κανένα ενδιαφέρον για το θέατρο ως μηχανισμό αντιγραφής συμβάσεων ή αναπαραγωγής κοινοτοπιών. Επικεντρώνονται περισσότερο στην πηγή της παρόρμησης, τα πραγματικά ζωογόνα ρεύματα που τείνουν να υπερβούν τις θεατρικές αίθουσες και τα πλήθη που είναι διατεθειμένα να αντιγράψουν έναν οποιοδήποτε κόσμο. Αντιγράφουμε αντί να δημιουργούμε κόσμους που να εστιάζουν ή και να εξαρτώνται από τον διάλογο με το κοινό και τα υποδόρια συναισθήματά του. Ενώ στην πραγματικότητα τίποτα δεν μπορεί να αποκαλύψει καλύτερα από το θέατρο τα κρυμμένα πάθη»: απ’ το μήνυμα που κλήθηκε φέτος να γράψει ο πολονός σκηνοθέτης Κσζτόφ Βαρλικόφσκι για την Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου και που διαβάστηκε -υποτίθεται- σ’ όλα τα θέατρά μας πριν απ’ την παράσταση στις 27 Μαρτίου.
Το άκουσαν, το διάβασαν ορισμένοι «συγγραφείς» μας; Ορισμένοι «σκηνοθέτες» μας; Ορισμένοι «ηθοποιοί» -πρωταγωνιστές/θιασάρχες μας βασικά; Ορισμένοι καλλιτεχνικοί διευθυντές κρατικών Θεάτρων; Ορισμένοι «δημοσιογράφοι» που περί το θέατρο τυρβάζουν; (Τώρα θα μου πείτε: «Και να το διάβασαν, κατάλαβαν;». Και σίγουρα δεν εννοείτε την ολίγον ομιχλώδη μετάφραση...).



Για ένα χρόνο παρέμεινε ο Τάκης Τζαμαργιάς. Καλλιτεχνικός διευθυντής του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά. Θητεία ενός χρόνου και για τον νέο -δεν κατάφερα να καταλάβω γιατί δεν ανανέωσαν τη θητεία του Τάκη Τζαμαργιά, αφού καλά την έκανε τη δουλειά του και μάλιστα στον πρώτο, κρίσιμο χρόνο, αλλά τέλος πάντων...- διευθυντή Νίκο Διαμαντή. 
 
Καλά, στον Δήμο του Πειραιά πιστεύουν πως σ’ έναν καλλιτεχνικό διευθυντή είναι αρκετός ένας χρόνος για να δείξει τι μπορεί να κάνει; Σαν ανέκδοτο ακούγεται. Ή σαν αντίληψη ασχέτων. 



Κι άλλος «Άμλετ»!
Τον «Άμλετ» του Σέξπιρ ανεβάζει στις 4 Μαΐου στο «Βαφείο» μια νεανική ομάδα σε μετάφραση και σκηνοθεσία Μαίρης Μαραγκουδάκη. Χαρακτηριστικό της παράστασης: μια πανκ-ροκ αισθητική. Η συλλογιστική τους: «Ο Σέξπιρ γράφοντας τον ‘Άμλετ’ ίσως και να δημιούργησε τον πρώτο (σ.σ. κι ο Ορέστης;) ‘απροσάρμοστο’ ήρωα της παγκόσμιας δραματουργίας ή, τουλάχιστον, τον πιο διάσημο. Στα τέλη του 1960 (σ.σ. προφανώς εννοούν στη δεκαετία του 70) στην Αγγλία, όπου και γράφτηκε ο ‘Άμλετ’, ένα μεγάλο κομμάτι της νεολαίας, απογοητευμένο από την υποκρισία και την έλλειψη ουσίας μεταξύ άλλων, δημιουργεί το κίνημα των πανκ. Οι πανκ, όπως και ο Άμλετ, είναι οργισμένοι, αηδιασμένοι, χλευαστικοί, ανατρεπτικοί και, στα μάτια πολλών, επικίνδυνοι». Άρα; Άρα θα ’χουμε «μια ανατρεπτική ματιά πάνω σε ένα κλασικό έργο που σκοπεύει να αποδείξει πως ένα έργο είναι πραγματικά διαχρονικό όταν μιλάει με γλώσσα του ‘τότε’ για το ‘εδώ και τώρα’». Καθόλου λάθος δεν είναι η συλλογιστική. Αλλά περιμένω το αποτέλεσμα. 
Ο «Άμλετ» αυτός ανεβαίνει με εικαστική επιμέλεια και φωτισμούς Τάσου Σκλαβούνου, μουσική Μάνου Αντωνιάδη, διδασκαλία και χορογραφίες σκηνικής πάλης Κωνσταντίνου Καρβουνιάρη. Θα παίζουν οι Νικόλας Πιπεράς -ο Άμλετ της παράστασης-, Νίκος Μαυρουδής, Μαίρη Μαραγκουδάκη, Μανόλης Βαζαίος, Ανδρέας Ανδρεάδης, Μανόλης Καβίδας, Νέλλη Κυριάκη κι οι μαθητές του εργαστηρίου υποκριτικής του «Studio Μελενίκου 31» Χρήστος Χατζημιχαήλ, Φανή Γιαννακοπούλου, Μαίρη Άσπρου.



Οπότε, έχουμε και λέμε: «Άμλετ» του Γιάννη Χουβαρδά στην «Στέγη» και «Άμλετ» που επαναλήφθηκε για δεύτερη χρονιά στο «Πορεία» απ’ την ομάδα «Ορχήστρα των Μικρών Πραγμάτων» σε σκηνοθεσία Χρήστου Θεοδωρίδη -έκλεισαν πια τον κύκλο τους-, «Η τραγική ιστορία του Άμλετ, πρίγκιπα της Δανίας» από 20 Απριλίου στο «Θέατρο του Νέου Κόσμου», σε συμπαραγωγή του με την ομάδα «Teatro ma non Troppo», με σκηνοθέτη τον Παναγιώτη Κατσώλη και με πέντε ηθοποιούς, άρα ο προαναφερόμενος θα ’ναι ο τέταρτος φετινός «Άμλετ» στην ελληνική σκηνή.
Κι εγώ απορώ πλέον: σηκώνει η ελληνική σκηνή τ έ σ σ ε ρ ι ς «Άμλετ» σε μια σεζόν; Ούτε Λονδίνο πια...




Είναι τρελοί αυτοί οι Εγγλέζοι... Άκου να θάψουν στο Λέστερ, επίσημα αυτή τη φορά, μετά το 1485 που σκοτώθηκε στην τελική μάχη του -εμφύλιου- «Πολέμου των Δύο Ρόδων» κι, ως ηττημένο, τον παράχωσαν κακήν-κακώς, τον τότε βασιλιά τους Ριχάρδο Γ΄!
Επίσημη κηδεία, άνδρες των ενόπλων δυνάμεων να μεταφέρουν το φέρετρο με τα υπολείμματα του Ριχάρδου που ανακαλύφθηκαν το 2012, κορόνες, κοστούμια εποχής, ντόπιοι με πανοπλίες και περικεφαλαίες ή ντυμένοι μοναχοί -τσίρκουλο σας λέω!-, λάβαρα, περιφορά εν πομπή του λείψανου, να του πετούν του φέρετρου λουλούδια, πάγκοι και βιτρίνες με αναμνηστικά, επίσκοποι κι αρχιεπίσκοποι, εκπρόσωποι της βασίλισσας (η κόμισσα του Ουέσεξ Σόφι, νύφη της -γυναίκα του γιου της πρίγκιπα Έντουαρντ-, κι ο πρωτοξάδελφος της Ελισάβετ, Ρίτσαρντ, δούκας του Γκλόστερ, μετά της δουκίσσης συζύγου του), ο Μπένεντικτ Κάμπερμπατς, ο ηθοποιός που κάποιες, λέει, κοινές ρίζες με τον Ριχάρδο έχει και, που, επιπλέον, πρόκειται να τον ενσαρκώσει σε σειρά του BBC η οποία ετοιμάζεται, να διαβάζει ειδικά γραμμένο για την περίσταση ποίημα έως και μήνυμα έστειλε η βασίλισσα -«ένα γεγονός μεγάλης εθνικής και διεθνούς σημασίας», μάλιστα. Κι ας μας άφησε ο Σέξπιρ για τον Ριχάρδο μια εικόνα καθάρματος. Ποιος να ξέρει όμως την αλήθεια...
Όλο αυτό, πάντως, κι αν ήταν θέατρο! Και εξαιρετική διαφήμιση. Τόσο για τον βασιλικό θεσμό και τον Οίκο των Γουίντσορ όσο και για το σίριαλ του Κάμπερμπατς. Αφήστε τις χρυσές δουλειές που ’κανε το Λέστερ...
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή...



Αυτό δεν το ’χω καταλάβει. Όταν διαβάζω στο «Αθηνόραμα» τις κριτικές θεάτρου -δεν εννοώ τις λεγόμενες «κριτικές του κοινού» στην ηλεκτρονική έκδοση, αυτό μου το ’χουν απαγορεύσει ο γιατρός κι ο δικηγόρος μου, τις κριτικές των δυο κριτικών του εννοώ, στο έντυπο -και σε ορισμένες διαβάζω στοιχεία θετικά αλλά και στοιχεία αρνητικά που ’ναι τα περισσότερα και κατόπιν βλέπω από πάνω τη «βαθμολογία» με τρία «αστεράκια», η οποία μεταφράζεται σε «καλό», αυτό πώς να το εξηγήσω; Άλλος γράφει, άλλος βάζει τ’ «αστεράκια»;
Άσε που διατρέχω τη στήλη των θεαμάτων/θέατρα του περιοδικού, όπου «βαθμολογούνται» με «αστεράκια» οι παραστάσεις τις οποίες έχουν ήδη δει οι κριτικοί του «Αθηνοράματος», και σ’ όλες τις «βαθμολογημένες» τ’ «αστεράκια» δεν είναι σε καμιά τους, μα σε καμιά τους κάτω από δυο -δηλαδή και δυο «αστεράκια» μόνο για μια παράσταση είδα. Άρα παράσταση που να ’ναι μέτρια -ένα «αστεράκι»- ή κακή (λευκό «τετραγωνάκι») δεν υφίσταται, έτσι;