June 30, 2017

Έτσι θα πάρουμε πίσω την Αγιά Σοφιά… ή «Ολόκληρο το αρχαίο δράμα σ’ ένα τραπέζι»


Το Τέταρτο Κουδούνι / 30 Ιουνίου 2017
Για πέντε ακόμα τελευταίες αναρτήσεις...

Θυμάμαι όταν, χρόνια πριν, κάποιος πρόεδρός τους -ο Μελισσανίδης ήταν, νομίζω;- το πρότεινε: το καινούργιο γήπεδο της ΑΕΚ να ονομαστεί «Αγιά Σοφιά»! Έτσι ακριβώς τονισμένο. Στην αρχή νόμιζα πως ήταν πλάκα, μετά, όταν σιγουρεύτηκα, γέλασα κι έγραψα ένα σχόλιο στο «Τέταρτο Κουδούνι»… Αλλά δεν είναι για γέλια αυτά τα πράματα. Ούτε και να τα παίρνεις έτσι αψήφιστα. Διότι, ξαφνικά -καθότι δεν τα πολυπαρακολουθώ τα ποδοσφαιρικά πράγματα-, φέτος το καλοκαίρι (τρόπος του λέγειν καλοκαίρι… -το κείμενο γράφτηκε προ καύσωνα, στις… φθινοπωρινές μέρες του Ιουνίου), ανακαλύπτω πως το σχέδιο που ’χει πια μπει στα σκαριά φέρει, πάντα, το φαιδρό -για τη συγκεκριμένη χρήση- όνομα «Αγιά Σοφιά». Έτσι ακριβώς τονισμένο.
Αναρωτιέμαι: κανείς δεν έχει αντιληφθεί το γελοίον του πράγματος; Ένα γήπεδο -στάδιο, τέλος πάντων-, όπου θα κατεβάζουν Χριστούς και Παναγίες και καντήλια, όπου θα γαμοσταυρίζουν -ο Θεός να με σχωρέσει-, όπου τα χουλιγκάνια θα πλακώνονται και θα τα σπάνε, να λέγεται «Αγιά Σοφιά»; «Πάμε να μπαχαλιάσουμε στην ‘Αγιά Σοφιά’»;!!!
Ένα γήπεδο, «με βυζαντινά στοιχεία στην αρχιτεκτονική του», λέει, «εμπνευσμένο απτην Αγιά Σοφιά (!!!), όπου, συν τοις άλλοις, όπως διαβάζω στην επίσημη ηλεκτρονική σελίδα της ΑΕΚ, προβλέπεται -μέσα στο γήπεδο- και… ιερός ναός. Του Οσίου Λουκά! Στη μνήμη, λέει, του άλλου προέδρου, του «Αγίου» Λουκά Μπάρλου. Έλα, Παναγία μου… Η Αγία του Θεού Σοφία να βάλει το χέρι της. Και μη χειρότερα. Φαντάζομαι πως για τα εγκαίνια θα καλέσουν και τον Πατριάρχη. Και θα υπάρχει η ψευδαίσθηση ότι «πάλι δικιά μας είναι». Η Αγιά Σοφιά. Προς επίρρωσιν του «σώπασε, κυρὰ Δέσποινα, και μην πολυδακρύζης, πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δικά μας θα ’ναι». Έστω και με χλοοτάπητα.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή… (Κάποιος να τους συγκρατήσει;).




Μ’ αφορμή την υποψηφιότητα του Δημήτρη Καραντζά  για το Ευρωπαϊκό Βραβείο Θεάτρου -Βραβείου Θεάτρου «Ευρώπη» νομίζω πως είναι η σωστή μετάφραση- στην κατηγορία για πολλά υποσχόμενους -ή και φτασμένους- νέους «Νέες Θεατρικές Πραγματικότητες», στην επικείμενη -στην Ιταλία, τον Δεκέμβριο, άκουσα ότι θα γίνει η σχετική τελετή με τα συμπαρομαρτούντα- 15η Απονομή, έγραφα πως ουδέποτε, μέχρι τώρα, τιμήθηκε μ’ αυτό Έλληνας. Να συμπληρώσω, όμως, πως, κατά καιρούς, υποψήφιοι ήταν ο Μιχαήλ Μαρμαρινός, ο Δημήτρης Παπαϊωάννου κι ο Θεόδωρος Τερζόπουλος. Κι ότι «Ειδικό Βραβείο της Προεδρίας», την πρώτη χρονιά του θεσμού -το 1987-, και στην κύρια κατηγορία, απονεμήθηκε στην Μελίνα Μερκούρη (Φωτογραφία: Θανάσης Καραντζάς).




Βρέχει φεστιβάλ -κατακλυσμός σας λέω! Έχουμε αυτόν το σίφουνα που ’χει ενσκήψει: δεκάδες, εκατοντάδες, χιλιάδες... πια οι θεατρικές παραστάσεις. Οι οποίες ξεπετιούνται πιο γρήγορα απ’ τα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας -που, μέχρι να δεις τη μία, έχουν αρχίσει άλλες είκοσι μία. Τώρα, όμως, βρέχει και φεστιβάλ. Δηλαδή τι βροχή; Χαλάζι! Φεστιβάλ, φεστιβάλ, φεστιβάλ, φεστιβάλ… Παντός είδους, και τύπου, και ποιότητας, και διάρκειας -θεατρικά κυρίως. Κατά ριπάς. Βομβαρδίζομαι, απ’ το Πάσχα και μετά, με δελτία Τύπου για φεστιβάλ, φεστιβάλ, φεστιβάλ… Ακαταπαύστως. Σε καλό, δηλαδή, να μας βγει. Μας έχει πνίξει ο πληθωρισμός.



Και κανείς δε λέει να δείξει χαρακτήρα. Και ν’ αντισταθεί στον πληθωρισμό. Ιδιωτικά θέατρα και κρατικά, «ποιοτικά» και «εμπορικά» στον ίδιο σκοπό βαράνε: «ουκ εν τω πολλώ το ευ» τους λες, «όχι, το ευ εν τω πολλώ, εν τω πάρα πολύ πολλώ» σου απαντάνε. Στον ίδιο ντορό από φέτος και το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου -έτσι μετονομάστηκε το έως τώρα Ελληνικό Φεστιβάλ:
δεκάδες εκδηλώσεις στο πρόγραμμά του. Ταξίδευα για την Θεσσαλονίκη, με το τρένο -μια ώρα και είκοσι λεπτά καθυστέρηση, έλεος ΤΡΑΙΝΟΣΕ μου!…-, τον Μάιο, πριν αρχίσει, κι άνοιγα το πολύπτυχο φυλλαδιάκι του, που μόλις είχε εκδοθεί και το ’χα πάρει μαζί μου, για να βάλω σε σειρά τον προγραμματισμό, όπως κάνω κάθε χρόνο, χρόνια τώρα. Άρχιζα να το διαβάζω αλλά, καθώς, επιπλέον, το πολύπτυχο είναι χωρισμένο κατά «κατηγορίες» εκδηλώσεων και κατά χώρους κι όχι -κακώς- ημερομηνιακό, πελάγωνα απ’ τη χιονοστιβάδα των εκδηλώσεων, απελπιζόμουν -πού να βρω άκρη…- και το ’κλεινα. Και το ξανάνοιγα, και το ξανάκλεινα, και φτου κι απ’ την αρχή, και πάλι τα ίδια… Ένας κορεσμός, ένα μπούκωμα ήρθε και μ’ έπιασε απ’ το λαιμό: τι και πότε και πώς; Έχασα το κέφι μου. Κι έχω αφεθεί στη μοίρα και στην τύχη πλέον: όπου με βγάλει, σ’ ό,τι με βγάλει, αν βρω θέση, όπου υπάρχει…
Αμ’ εκείνες οι «προφεστιβαλικές εκδηλώσεις»… Έτσι είχαν αρχίσει τη δεκαετία του ’70, μετά τη χούντα, «προφεστιβαλικές εκδηλώσεις» στο Ηρώδειο και τον Λυκαβηττό, έτσι άρχισε κι ο πλατειασμός του τότε Φεστιβάλ Αθηνών. Κι άντε οι προφεστιβαλικές εκδηλώσεις, κι άντε οι μεταφεστιβαλικές, κι άντε κι οι ενδιάμεσες «εκτός Φεστιβάλ»… Κι ήρθε και ξεχείλωσε -ν’ αρχίζει από Μάιο και να τελειώνει Οκτώβριο. Και να μπάζει από παντού. Και στην Επίδαυρο τα διήμερα να ’χουν φτάσει τα δώδεκα και να μπαίνει να «ερμηνεύσει» ο κάθε πικραμένος και φίλα -κομματικά, συνήθως- προσκείμενος. Για να ’ρθει και να τα μαζέψει ο Γιώργος Λούκος -ακούγοντας τα εξ αμάξης -τα δυο Φεστιβάλ. Που κι αυτός, όμως -να το πούμε- στα δυο τελευταία χρόνια της θητείας του άρχισε να τις πυκνώνει τις εκδηλώσεις και να τα απλώνει τα Φεστιβάλ.
Δεν ξέρω αν η φετινή απόφαση της  περαιτέρω… διεύρυνσης και διαπλάτυνσης θα φέρει κόσμο ή θα μειώσει τα εισιτήρια -τον μέσο όρο για κάθε εκδήλωση εννοώ- αλλά πιστεύω πως ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος πρέπει να το σκεφτεί καλά για το επόμενο καλοκαίρι. Οι παραστάσεις καβαλάνε η μια την άλλη κι όλα -καλά, μέτρια, κακά- γίνονται ένας πολτός. Κι άντε, μετά, να ξεχωρίσεις την ήρα απ’ το στάρι…
Μπορεί να κάνω λάθος εκτίμηση βέβαια. Ο χρόνος θα δείξει.


Πάντως, ομολογώ ότι το Φεστιβάλ έχει, γενικά, καλό πρόγραμμα φέτος κι έξυπνες ιδέες και θετικά άρχισε -ο πρώτος μήνας του, που κλείνει απόψε, είχε αρκετές εκπλήξεις, μερικές εξαιρετικές παραστάσεις  έως  και  συγκλονιστικές  στιγμές,  όπως 

αυτή που ζησα χτες βράδυ, με το «Si vous pouviez lécher mon cœur» του Ζουλιέν Γκοσλέν, μεταφορά στη σκηνή του μυθιστορήματος «Τα στοιχειώδη σωματίδια» του Μισέλ Ουελμπέκ. Και χαίρομαι που, τελικά, το δρόμο του Γιώργου Λούκου ακολουθεί ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος -και προς τιμήν του το λέω. Και στην αναζήτηση χώρων, και στις επιλογές των ξένων παραστάσεων, και στο ενδιαφέρον για τη γενιά των νέων και των νέων εκφράσεων. Με το εναρκτήριο πάρτι μάς αποκάλυψε στην «Πειραιώς 260» έναν καινούργιο, τεράστιο χώρο που κι εγώ δεν ξέρω πόσο κόσμο χωράει και που φαντάζομαι πως ήδη θα ’γιναν αιτήσεις για χρήση του, το τρέιλερ του Φεστιβάλ πολύ καλό, το βιβλίο-πρόγραμμα, με γενική επιμέλεια της έκδοσης και των κειμένων απ’ την Δήμητρα Κονδυλάκη και καλλιτεχνική επιμέλεια Ιφιγένειας Βασιλείου και Αφροδίτης Σπυροπούλου, συνοπτικό αλλά καλόγουστο και σε βολικό σχήμα -πρακτικό…
Τα καλά να λέγονται.





Εννιά μέρες και τα 36 έργα του Σέξπιρ -όλα δηλαδή τα σωζόμενα-, από τέσσερα κάθε μέρα: το πρότζεκτ -που λέμε-, με τον τίτλο «Ολόκληρος ο Σαίξπηρ σ’ ένα τραπέζι» το οποίο -τελικά- λάμπρυνε το φετινό Φεστιβάλ Αθηνών -κι ας πέρασε λίγο στο ντούκου. Απ’ τους «Forced Entertainment», εξ Ηνωμένου Βασιλείου ορμωμένους. Με σκηνοθέτη -κι εμπνευστή- τον Τιμ Έτσελς.
Ήθελα να πάω και τις εννιά μέρες, να δω/ακούσω και τα 36 έργα. Επειδή είμαι των άκρων. Δεν ήταν, ανθρωπίνως, δυνατό. Είπα -επειδή είμαι των άκρων- ότι δε θα πάω σε κανένα -ή όλα ή τίποτα. Αλλά κάτι μου σφύριξαν και λογικεύτηκα: πήγα τη μια μέρα. Απ τις επτά μέχρι τις δώδεκα παρά κάτι -έμεινα και στα τέσσερα της μέρας. 
Άλλα περίμενα, άλλα είδα. Ήξερα, δηλαδή, ότι ένας/μια ηθοποιός, διαφορετικός σε κάθε έργο της κάθε μέρας, έπαιζε το έργο «κουκλοθεατρικά» -με αντικείμενα-κούκλες. Ένα τραπέζι, δεξιά κι αριστερά του δυο μικρότερα με τ απαραίτητα και στα πλάγια της σκηνής, επίσης δεξιά κι αριστερά, δυο μεγάλες ραφιέρες από ντέξιον, φορτωμένες με κάθε λογής μπουκάλια και μπουκαλάκια. Κι ο/η ηθοποιός, καθισμένος/η πίσω απ’ το τραπέζι, με τα ρούχα του τα καθημερινά, να ζωντανεύει τους ήρωες τους σεξπιρικούς δίνοντας πνοή σε μπουκαλάκια με χάπια, σε μπουκάλια αναψυκτικών, σε μπουκάλες με αλκοόλ, γεμάτες ή άδειες, σε σπιρτόκουτα, σε εργαλεία…, να δίνει ζωή στον Κοριολανό μ’ ένα αγωνιστικό κύπελλο, όταν η Ροζαλίντα κι η Σίλια στο «Όπως αγαπάτε» ντύνονται με ρούχα αντρικά να γυρίζει ανάποδα τα μπουκάλια του κέτσαπ που τις «προσωποποιούσαν» κι όταν, στο τέλος, εμφανίζονται με το φύλο τους, να τα γυρίζει απ’ τη σωστή μεριά, στον «Οθέλο» ο Μαύρος της Βενετίας να ’ναι ένα μαύρο, μεταλλικό κουτί του καφέ… -είδα και «Κιμβελίνο». Αλλά εκείνο που περίμενα ήταν μια συμπτυγμένη εκδοχή του έργου. Εδώ επρόκειτο για αφήγηση της πλοκής του, γλαφυρή -σαν παραμύθι-, μ’ αποσπάσματα απ’ τους διαλόγους του εκλαϊκευμένα, σε γλώσσα καθημερινή. Καθηλώθηκα τόσες ώρες κι ας μην είναι τ’ αγγλικά μου τα καλύτερα.
Ο φίλος μου, ο Νίκος, θεατρόφιλος μέχρι το μεδούλι, φεύγοντας μου ’πε: «γιατί να μην το κάνουν αυτό κι εδώ, στα σχολεία, με το αρχαίο δράμα;». Ιδέα! Το σκέφτηκα από ’δω, το σκέφτηκα από ’κει, κάπως το σχημάτισα: τι φιλολογική κληρονομία πολύτιμη διαθέτουμε; Το αρχαίο δράμα. Γύρω στα πενήντα είναι τα έργα τα σωζόμενα- και τα μισερά μαζί: τραγωδίες, κωμωδίες, σατυρικά δράματα -Αισχύλος, Σοφοκλής, Ευριπίδης, Αριστοφάνης Μένανδρος. Τι ξέρουμε απ’ αυτά; Απ’ αυτά τι ξέρουν τα παιδιά; Σχεδόν τίποτα. Εμάς μας έκαναν να τα απεχθανόμαστε με τον τρόπο που μας τα δίδασκαν. Αυτό γίνεται και σήμερα: μια τα καταργούν στη διδασκαλία, μια τα επαναφέρουν, ατελείωτες, άκαρπες συζητήσεις… Υπάρχει τρόπος τα παιδιά να νοιαστούν για τα έργα αυτά, υπάρχει τρόπος να τα κεντρίσεις; Εγώ συμπέρανα, μετά απ’ την εμπειρία αυτή, πως υπάρχει.


Τα υπουργεία Πολιτισμού -με υπουργό την ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένη στον τομέα του αρχαίου δράματος Λυδία Κονιόρδου- και Παιδείας γιατί να μην οργανώσουν, σε συνεργασία μ ανθρώπους του θεάτρου που ξέρουν, ένα τέτοιο σχέδιο; Κι ας ξεπατικώσουν την ιδέα των Εγγλέζων: «Όλο το αρχαίο δράμα σ’ ένα τραπέζι». 
Καλλιτέχνες της αφήγησης -παραμυθάδες- έχουμε, ηθοποιούς έχουμε, ανθρώπους που να γράψουν ελκυστικές συνόψεις, με χιούμορ, όπως αυτό που χαρακτήριζε τις παραστάσεις τις οποίες είδα, θα υπάρχουν, σκηνοθέτες και θεατρολόγοι που να ξέρουν να το οργανώσουν το πράγμα θα βρεθούν, τα σκηνογραφικά-ενδυματολογικά έξοδα μηδαμινά θα ’ναι -περί κατεξοχήν, «φτωχού θεάτρου» πρόκειται, οι άνθρωποι που θα δουλέψουν να πληρωθούν μόνο. Ας οργανωθούν ομάδες αφηγητών/ηθοποιών, ας μοιραστούν στα σχολεία, μια φορά τη βδομάδα, μια φορά στο δεκαπενθήμερο, στα δημοτικά, στα γυμνάσια, ας ρίξουν τα δολώματα -σαν παιχνίδι, όχι σαν υποχρέωση-, να τσιμπήσουν τα παιδιά, να συνειδητοποιήσουν, μέσα απ’ το παραμύθι, τι εστί αρχαίο δράμα, να μη βρεθούν σε αρχαίο θέατρο, όταν μεγαλώσουν, τυχαία, γιατί παίζει κάποιος δημοφιλής, γιατί κάποιος τους έσυρε, και να ’ναι άσχετα, σαν ούφο. 
Ας μη φοβηθούν οι καθαρολόγοι ότι θα ευτελιστούν τα κείμενα σε «περιλήψεις». Όποιο απ’ τα παιδιά καταπιεί το δόλωμα και του αρέσει θα τα ψάξει, κατόπιν, τα κείμενα -μεταφράσεις και πρωτότυπα. Αν οι «αρμόδιοι» παρακολουθούσαν αυτές τις απλές -αλλά καθόλου απλοϊκές- παραστάσεις θα με καταλάβαιναν καλύτερα. Μπορούν, πάντως, να τις ψάξουν. To διαδίκτυο και το youtube γεμάτα είναι. Ακούει κανείς;




Κάθε φορά, χρόνια τώρα, κάνω καινούργιο συκώτι όταν διαβάζω τις αποφάσεις του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, γνωστού, συνοπτικά, ως ΚΑΣ -και, κυρίως, τις συζητήσεις που ’χουν προηγηθεί μεταξύ των μελών του-, για την έγκριση των παραστάσεων που θα παιχτούν στα αρχαία θέατρα της Επιδαύρου -το Μεγάλο και το Μικρό- και, κυρίως, για την έγκριση των σκηνικών τους. Όπου άνθρωποι, στην πλειονότητά τους, ανίδεοι για τη λειτουργία και την τεχνική του σύγχρονου θεάτρου αποφαίνονται για παραστάσεις που «δεν συνάδουν με τον χαρακτήρα του αρχαίου θεάτρου» αλλά «ότι αξίζει να δοκιμαστεί η νέα τεχνολογία» και συζητούν με τις ώρες για «τις καρέκλες που πρόκειται να τοποθετηθούν στον χώρο του αρχαίου σκηνικού οικοδομήματος, κάτι που δεν συνηθίζεται» (sic).
Κάποιος δε γράφει ένα φλύακα -αρχαϊκή παρωδία, φάρσα- με το θέμα αυτό; (Επιθεώρηση πού είσαι;).



Στις 22 Μαρτίου σας έγραψα στο totetartokoudouni.blogspot.com ότι η Κατερίνα Μαραγκού θ’ ανεβάσει την επόμενη σεζόν, στο «Άλμα» της, το έργο του Τέρενς ΜακΝάλι «Μητέρες και γιοι». Τη σκηνοθεσία είχε αναλάβει, σύμφωνα με πληροφορία της παραγωγής, την οποία θεώρησα ασφαλή γι αυτό και δεν τη διασταύρωσα, ο Δημοσθένης Παπαδόπουλος. Που «μοίρασε» την είδηση στο χρονολόγιό του στο facebook.
Στο περασμένο «Τέταρτο Κουδούνι» (25 Ιουνίου), επειδή θέλω να μη σας αφήνω σε πλάνες, σας έγραφα: «[…] Αλλά ο Δημοσθένης Παπαδόπουλος πολλά επωμίστηκε για το χειμώνα και, τελικά, το σχέδιο ματαιώθηκε […]». Σύμφωνα, και πάλι, με πληροφορία εκ μέρους της παραγωγής, που τη θεώρησα ασφαλή και γι αυτό δεν τη διασταύρωσα, όπως ο σκηνοθέτης μου υπενθυμίζει, επίσης στο χρονολόγιό του, στο facebook, ότι έπρεπε να κάνω -«καλό είναι η αλήθεια να λέγεται και αμφιπλεύρως να διασταυρώνεται» γράφει. Και, ως θιγόμενος ότι δεν υπήρξε συνεπής, διευκρινίζει, πράγμα που νοιώθω υποχρεωμένος να μεταφέρω, ότι η ματαίωση οφείλεται στο ότι, τελικά, δε συμφώνησαν στα οικονομικά.

No comments:

Post a Comment