February 7, 2019

Στο Φτερό / «Ελληνικών προδιαγραφών»...


«Matilda. The Musical» (Ρούαλ Νταλ). Κείμενο Ντένις Κέλι, μουσική, στίχοι Τιμ Μίντσιν, ενορχήστρωση, συμπληρωματική μουσική Κρις Νάιτινγκέιλ / Σκηνοθεσία: Θέμις Μαρσέλλου. 



Χαρισματικό παιδί -ένα παιδί αλλιώτικο: η Ματίλντα Γουόρμγουντ. Είναι πέντε στα έξι και, πριν πάει σχολείο, δεν έχει μάθει απλώς να διαβάζει, έχει βουτηχτεί στα βιβλία που δανείζεται απ’ την τοπική βιβλιοθήκη -έως και Ντοστογιέφσκι έχει διαβάσει! 


Κι όταν πάει σχολείο ξέρει, ήδη, απ’ την πρώτη μέρα της στην Πρώτη Τάξη, να κάνει πολλαπλασιασμούς! Μέχρι το άπειρο. Δε ζει, όμως, σε περιβάλλον όπου μπορεί ν’ ανθίσει αυτή η ιδιοφυΐα. Το αντίθετο: το περιβάλλον της κάνει ό,τι μπορεί για να τη 
συνθλίψει. Η μάνα της, εντελώς ηλίθια, τη γέννησε χωρίς καν να ξέρει ότι ειν’ έγκυος κι απελπισμένη γιατί η γέννα θα γινόταν αιτία να χάσει ένα διαγωνισμό χορού -είναι το κόλλημά της. Ο πατέρας της, απατεώνας που πουλάει πειραγμένα μεταχειρισμένα αυτοκίνητα για καινούργια, την ήθελε
αγόρι κι όταν της μιλάει ή μιλάει γι αυτήν χρησιμοποιεί γένος... αρσενικό. Και μισεί τη φιλαναγνωσία της -ο Μάικλ, ο μεγαλύτερος αδελφός της, κολλημένος στην τηλεόραση, είναι το καμάρι του, το κοριτσάκι το βρίζει και του σκίζει τα βιβλία. Αλλά και στο σχολείο κακοπέφτει η Ματίλντα: η διευθύντρια Δεσποινίς Άγκαθα Τράντσμπουλ, άλλοτε σφυροβόλος, είναι ένα τέρας που μισεί, γενικώς, τα παιδιά και για 

τιμωρία τα κλείνει σε τρομακτικό μπουντρούμι-ντουλάπι -ο πιο ακατάλληλος άνθρωπος στην πιο ακατάλληλη θέση. Η Ματίλντα θα ’χει, όμως, εκεί και κάποια τύχη: θα βρει προστάτη, σύμμαχο, υπερασπιστή, φίλη, αποκούμπι τη δασκάλα της Δεσποινίδα
Τζένιφερ Χάνεϊ -όλα τα επώνυμα έχουν τη σημασία τους και σηματοδοτούν τους χαρακτήρες στο πρωτότυπο κείμενο αλλά η μετάφραση τα ’χει κρατήσει ως έχουν, αν τα ’χε αντιστοιχίσει στα ελληνικά, ίσως ηχούσαν πολύ χοντροκομμένα. Η Δεσποινίς Χάνεϊ συνειδητοποιεί ότι πρόκειται για ξεχωριστό παιδί αλλά οι παρεμβάσεις της και στη διευθύντρια, για να μετακινήσουν την Ματίλντα σε μεγαλύτερη τάξη, και στους 

γονείς της δεν αποδίδουν, πάνε στο βρόντο -εξάλλου η ίδια είναι δειλό πλάσμα που ’χει ζήσει μια βασανισμένη ζωή. Η Ματίλντα, η οποία κάνει και τις σκανταλιές της για να εκδικηθεί αυτούς που την ταπεινώνουν -αντικαθιστά, για παράδειγμα, τη «θαυματουργή» 
λοσιόν για τα μαλλιά του πατέρα της με πράσινη βαφή και βάζει κόλλα στο καπέλο του, μ’ αποτέλεσμα ο Κύριος Γουόρμγουντ να κυκλοφορεί μόνιμα καπελωμένος και με πράσινα μαλλιά-, ανακαλύπτει, κάποια στιγμή, ότι έχει και τηλεκινητικές ικανότητες που, επίσης, τις χρησιμοποιεί -κατευθύνει, μεταξύ άλλων, μια σαλαμάνδρα στο βρακί της Δεσποινίδας Τράντσμπουλ. Παράλληλα, όμως, με την κεντρική 

ιστορία, κυλάει και μια δεύτερη. Την πλάθει η Ματίλντα και την αφηγείται σταδιακά στην Κυρία Φελπς, τη βιβλιοθηκάριο της τοπικής βιβλιοθήκης όπου συχνάζει, η οποία την αγαπάει και που γοητεύεται απ’ την ιστορία -μια ιστορία αγάπης. Ενός ταχυδακτυλουργού και μιας ακροβάτισσας του τσίρκου, την οποία,

αν και έγκυο, η αδερφή του άντρα της, μια πρώην σφυροβόλος, την αναγκάζει, για να μη χάσουν τα εισιτήρια που ’χουν κόψει, να κάνει ένα καινούργιο, επικίνδυνο νούμερο που ’χαν αναγγείλει. Η κοπέλα πέφτει, σπάζει όλα της τα κόκαλα, αλλά, πριν πεθάνει, προλαβαίνει να γεννήσει το κοριτσάκι τους που μένει στα χέρια 

της κακιάς θείας η οποία το κακομεταχειρίζεται κι, επιλέον, «εξαφανίζει» και τον αδελφό της για να καταχραστεί την περιουσία του ενώ το κοριτσάκι το σκάει και μένει πια μόνο του σε μια καλύβα. Στο τέλος οι δυο ιστορίες ενώνονται: θ’ αποδειχθεί ότι η κακιά θεία είναι η ίδια πρώην σφυροβόλος με την κακιά Δεσποινίδα Άγκαθα Τράντσμπουλ και το κοριτσάκι, η Δεσποινίς Τζένιφερ Χάνεϊ. Η
Ματίλντα βρίσκει -τηλεκινητικό- τρόπο να ξεμπροστιάσει την Τράντσμπουλ κι η περιουσία να γυρίσει στα χέρια της αδικημένης δασκάλας της. Η οποία, εξαφανισθείσης της κακούργας Άγκαθα, αναλαμβάνει, προς ενθουσιασμό των παιδιών, τη διεύθυνση του σχολείου και ζητάει απ’ το κοριτσάκι να μείνει μαζί της, καθώς όλη η οικογένειά της ετοιμάζεται να το σκάσει επειδή κυνηγάει τον πατέρα η ρώσικη Μάφια στην οποία, καθότι και ηλίθιος, βρήκε να πουλήσει άχρηστα αυτοκίνητα... Η Μάφια τους προλαβαίνει αλλά η Ματίλντα τους γλυτώνει. Έτσι, οι γονείς της, τελικά, δέχονται να μείνει με την Τζένιφερ κι η Ματίλντα βρίσκει την αγάπη και τη 

ζεστή αγκαλιά που της άξιζε. Αν αρχή ην ο Βρετανός -από νορβιγούς γονείς- Ρούαλ Νταλ και το κοσμαγάπητο μυθιστόρημά του για παιδιά «Ματίλντα» (1988, στα ελληνικά κυκλοφορεί απ’ τις Εκδόσεις Ψυχογιός). Το μυθιστόρημα, το παραμύθι αυτό μετέφερε στο θέατρο, ως μιούζικαλ, με την πλοκή που εκτίθεται παραπάνω και με τον τίτλο «Matilda. The Musical» ο επίσης Βρετανός Ντένις Κέλι, με μουσικές του Τιμ
Μίντσιν και σ’ ενορχήστρωση και με συμπληρωματική μουσική του Κρις Νάιτινγκέιλ. Το μυθιστόρημα -και το μιούζικαλ που αποτελεί διασκευή του- σκανδαλωδώς θυμίζουν την «Άνι» που ξεκίνησε ως κόμικ το 1924, έγινε ραδιοφωνική σειρά το 1930, δυο φορές ταινία -το 1932 και το 1938- και το 1977 μιούζικαλ που μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο το
1982 -ολ’ αυτά πριν απ’ την έκδοση του μυθιστορήματος του Νταλ... Η χαρισματική Ματίλντα θυμίζει την ευφυή Άνι, η κακιά διευθύντρια του σχολείου της Ματίλντα, η Δεσποινίς Τράντσμπουλ, θυμίζει την κακιά διευθύντρια του οικοτροφείου της Άνι, την Δεσποινίδα Χάνιγκαν -λέγονται, μάλιστα, και οι δυο Άγκαθα!-, η καλή Δεσποινίς Χάνεϊ που υιοθετεί την Ματίλντα θυμίζει τον καλό δισεκατομμυριούχο Ντάντι Γουόρμπακς που υιοθετεί την Άνι, το ζευγάρι των χυδαίων γονιών 
της Ματίλντα θυμίζει το ζευγάρι Ρούστερ-Λίλι που εμφανίζονται ως γονείς της -ορφανής- Άνι διεκδικώντας την... Ομοιότητες εξόφθαλμες που θα μπορούσαν να χαρακτηρίσουν την «Ματίλντα» μετάπλαση της «Άνι» αλλά ουδεμία μνεία γίνεται. Εν πάση περιπτώσει, ο Ντένις Κέλι έχει γράψει ένα έξυπνο κείμενο -το οποίο εμπλούτισε ελκυστικά κι αποτελεσματικά, με τους στίχους και τις μουσικές του, ο Τιμ Μίντσιν μετατρέποντάς το σ’ ένα
καθαρόαιμο, σπιντάτο μιούζικαλ-, με χιούμορ τονισμένα γκροτέσκο -την Δεσποινίδα Τράντσμπουλ ερμηνεύει άντρας ηθοποιός. Το θέμα είναι πώς «μεταφράζεται» ο -πολύ ευαίσθητος- όρος «γκροτέσκο» σκηνοθετικά -εξαιρετικά λεπτές οι ισορροπίες. Η Θέμις Μαρσέλλου, η οποία έχει αναλάβει τη σκηνοθεσία -αλλά υπογράφει και την ικανοποιητική απόδοση του κειμένου και των στίχων-, τον έχει «μεταφράσει» σε υπερβολές και σε χύμα και σε χοντροκοπιές. Κι η παράσταση αναδίνει μια αίσθηση 

ερασιτεχνισμού. Βρήκα, βέβαια, λειτουργικά τα σκηνικά της Μαίρης Τσαγκάρη -υπέροχα τα κουκλίστικα σπίτια της Ματίλντα και της Δεσποινίδας Χάνεϊ-, φωτισμένα απ’ την Μελίνα Μάσχα, αλλά χοντροκομμένα τα κοστούμια της Παναγιώτας Κοκκορού -είπαμε, δύσκολο το γκροτέσκο. Βρήκα, επίσης, αποτελεσματικότατο το μουσικό μέρος της παράστασης (μουσική διεύθυνση-διδασκαλία ορχήστρας Ηλίας Καλούδης, φωνητική διδασκαλία Δημήτρης Μπουζιάνης)- η εντύπωσή μου είναι ότι του δόθηκε μεγαλύτερη έμφαση σε σχέση με το θεατρικό. Φυσικά, τη μεγαλύτερη σημασία έχει το έμψυχο υλικό. Η σκηνοθέτρια δεν έχει καταφέρει καθόλου, κατά τη γνώμη μου, να δέσει το σύνολο -ο καθένας κινείται κατά το δοκούν κι ο σώζων εαυτόν σωθήτω. Η ομάδα των παιδιών -στην παράσταση που παρακολούθησα έπαιζε η «Μπλε Ομάδα»-, ενισχυμένη -πολύ 

κακή η αίσθηση απ’ το «μιξάρισμα»- μ’ ενήλικες ηθοποιούς ντυμένους μαθητές, ειν αδύναμη και εκ των ενόντων συντονισμένη, την ευθύνη του οποίου φέρει, προφανώς, κι η Άννα Αθανασιάδη, που υπογράφει τις μέτριες χορογραφίες. Η Δανάη Τσούμου -η Ματίλντα που ’δα-, αν η παράσταση ήταν σχολική, θα ’λεγα πως είναι πολύ καλή. Για την Λάβεντερ, τη σκανταλιάρα συμμαθήτριά της (Πέγκυ Μανωλά), απορώ πώς το κοριτσάκι οδηγήθηκε απ’ τη σκηνοθεσία σ’ αυτή την υστερία, κρίθηκε πως 


έχει κωμικά αποτελέσματα; Είναι ό,τι απεύχομαι σε παιδιά που ανεβαίνουν στη σκηνή. Ο Βλαδίμηρος Κυριακίδης παίζει με υπερβολική αδρότητα κι αγοραίο χιούμορ την Τράντσμπουλ, ο Κώστας Κόκλας, εκτός απ’ τις φωνητικές αδυναμίες του, δείχνει την ευκολία με την οποία έχει αντιμετωπίσει το ρόλο του Γουόρμγουντ, σχεδόν ανύπαρκτος Μάικλ ο Θοδωρής Γιαννόπουλος, συμπαθείς ο Μάριος Πετκίδης και η Ιουλίτα Μωσαίδου -Ταχυδακτυλουργός κι Ακροβάτισσα-, ο Βασίλης
Αξιώτης (Γιατρός και Σεργκέι), εντελώς ερασιτεχνικός, επαφίεται στη φωνή του, πέραν πάσης περιγραφής ο Μανώλης Θεοδωράκης (Ρουντόλφο). Χειρότερη όλων, εντελώς υποτονική κι άρρυθμη, η -σκηνοθέτρια- Θέμις Μαρσέλλου (Κυρία Φελπς) -απορώ γιατί επιμένει να παίζει. Θα ξεχώριζα την Αντιγόνη Ψυχράμη που είδα ως Κυρία Γουόρμγουντ, αν η σκηνοθεσία δεν την είχε οδηγήσει σε τόσες υπερβολές. Σαν τη μύγα μεσ’ στο γάλα -αλλά με τη θετική έννοια- ξεχωρίζει η Δεσποινίς Χάνεϊ της Νάντιας Κοντογεώργη. Φυσικά κι είναι ένας «φυσιολογικός» κι όχι γκροτεσκαρισμένος ρόλος στο έργο αλλά η ηθοποιός, πέρα απ’ την υπέροχη φωνή που 
διαθέτει αλλά και τον τρόπο που γνωρίζει να τη χρησιμοποιεί, ξέρει και να εισχωρεί, έστω και χωρίς βοήθεια, στο ρόλο και να ερμηνεύει, όχι να λέει μόνο λόγια. Μια παράσταση μιούζικαλ «ελληνικών προδιαγραφών» -άλλος δεν τραγουδάει καλά, άλλος δεν ξέρει να παίξει, άλλος δεν τα καταφέρνει στο χορό...-, που φλερτάρει με τον ερασιτεχνισμό. Αν μπείτε στο youtube και δείτε βιντεάκια απ’ τις παραστάσεις της «Matilda» στο Γουέστ Εντ και στο Μπρόντγουέι, θα καταλάβετε καλύτερα τι εννοώ (Φωτογραφίες: Αγγελική Κοκκοβέ).

(Το πρόγραμμα της παράστασης, πολύ μεγάλου μεγέθους και πολύ «γυαλιστερό», με τα βιογραφικά των δημιουργών του μιούζικαλ σωστά μεταφρασμένα -υπεύθυνη κειμένων Θεοδώρα Μπαρμπαρή -και με 12 σελίδες διαφημίσεις επί συνολικά 52, τυπικό των ανάλογων παραγωγών). 

Θέατρο «Ακροπόλ», 2 Φεβρουαρίου 2019.

No comments:

Post a Comment