«Παλιοί καιροί» του Χάρολντ Πίντερ. Σκηνοθεσία: Γιάννης Χουβαρδάς.
Η Κέιτ κι η Άννα ζούσαν μαζί στο Λονδίνο όταν ήταν 20άρες. Τώρα είναι 40άρες. Η Κέιτ είναι παντρεμένη με τον Ντίλι και ζουν στην Αγγλία -στην εξοχή, κοντά στη θάλασσα. Η Άννα είναι παντρεμένη με Ιταλό και ζει στην Σικελία. Ταξιδεύει, μόνη της,
στην Αγγλία για να συναντήσει, μετά από 20 χρόνια, την Κέιτ και τον άντρα της. Η συζήτηση γυρίζει γύρω από αναμνήσεις τους -ή «αναμνήσεις» τους: οι -πολλοί- φίλοι που ’χε η Άννα, η μια και μοναδική φίλη που ’χε η Κέιτ κι ήταν η Άννα, ένας απόκεντρος κινηματογράφος της συμφοράς και μια ταινία -«Ο απόκληρος της κοινωνίας» του Κάρολ Ριντ με τον Τζέιμς Μέισον και τον Ρόμπερτ Νιούτον στο πρωτότυπο, «Ο τρίτος άνθρωπος», επίσης του
Κάρολ Ριντ και της ίδιας περίπου εποχής, με τον Τζόζεφ Κότεν και τον Όρσον Γουέλς, κατά τη μετάφραση που προφανώς ήθελε κάτι πιο οικείο για τον έλληνα θεατή-, όπου ο Ντίλι πρωτοσυνάντησε την Κέιτ, ένας νέος άντρας που η Άννα βρήκε στο σπίτι τους, να κάθεται σε μια πολυθρόνα και να κλαίει με λυγμούς απέναντι απ’ τη σιωπηλή Κέιτ αλλά δεν είδε το σκεπασμένο με το χέρι πρόσωπό του, τα εσώρουχα που η Άννα έκλεβε απ’ την Κέιτ και τα φορούσε ενώ, ύστερα, η ίδια η Κέιτ της τα δάνειζε και της ζητούσε να τα φοράει, το μπαρ όπου ο Ντίλι θυμίζει στην Άννα ότι την είχε συναντήσει και κοίταζε κάτω απ’ τη φούστα της αλλά εκείνη του λέει ότι δεν το θυμάται... Το έργο θα κλείσει μ’ έναν αινιγματικό μονόλογο της Κέιτ που θυμάται την Άννα νεκρή, πριν
ο Ντίλι έρθει στο σπίτι και σμίξουν. Στη διάρκεια του έργου του Χάρολντ Πίντερ «Παλιοί καιροί» (1971) τίποτα δε συμβαίνει -το κοινό του σημείο με τον Τσέχοφ: μόνο λέξεις -αλλά καθόλου
«Λέξεις. Λέξεις. Λέξεις»-, φράσεις -συνήθως κοινότοπες, όπως στον Τσέχοφ- και η Mνήμη. H Μνήμη που επαναφέρει εικόνες, σωστά ή λανθασμένα, εικόνες που υπήρξαν ή που δεν υπήρξαν, γεγονότα που συνέβησαν ή που δε συνέβησαν. Τις λέξεις, όμως,
αυτές, τις φράσεις, τις εικόνες, τα γεγονότα αυτά ο Πίντερ -ο ένας απ’ τους τρεις, κατά την προσωπική εκτίμησή μου, μαζί με τον Λόρκα και, πρώτο, τον Μπέκετ, κορυφαίους θεατρικούς συγγραφείς/ποιητές του 20ου αιώνα- τα συνδέει, μεταξύ τους, με μοναδική δεξιοτεχνία, τα συνδέει μαγικά, με νήματα, με κλωστές σ’ ένα ομιχλώδες γοητευτικό αποτέλεσμα -σαν τα πρόσωπά του να προβάλουν από ομίχλες, τις ομίχλες της Μνήμης.
Ο Χάρολντ Πίντερ γράφει περισσότερο ποίηση παρά θέατρο αλλά μέσα από εξαιρετικά προσεγμένες θεατρικές ατραπούς. Ο Χάρολντ Πίντερ, γράφοντας θέατρο με τον τρόπο αυτό, κάνει μουσική -άλλο κοινό του σημείο με τον Τσέχοφ. Οι λέξεις του, χωρίς ποτέ να χάνει το βρετανικό χιούμορ του, ηχούν σα νότες και τα νήματα αυτά που τις πλέκουν παράγουν μουσική δωματίου. Ειδικά στους «Παλιούς καιρούς»,
αυτές, τις φράσεις, τις εικόνες, τα γεγονότα αυτά ο Πίντερ -ο ένας απ’ τους τρεις, κατά την προσωπική εκτίμησή μου, μαζί με τον Λόρκα και, πρώτο, τον Μπέκετ, κορυφαίους θεατρικούς συγγραφείς/ποιητές του 20ου αιώνα- τα συνδέει, μεταξύ τους, με μοναδική δεξιοτεχνία, τα συνδέει μαγικά, με νήματα, με κλωστές σ’ ένα ομιχλώδες γοητευτικό αποτέλεσμα -σαν τα πρόσωπά του να προβάλουν από ομίχλες, τις ομίχλες της Μνήμης.
Ο Χάρολντ Πίντερ γράφει περισσότερο ποίηση παρά θέατρο αλλά μέσα από εξαιρετικά προσεγμένες θεατρικές ατραπούς. Ο Χάρολντ Πίντερ, γράφοντας θέατρο με τον τρόπο αυτό, κάνει μουσική -άλλο κοινό του σημείο με τον Τσέχοφ. Οι λέξεις του, χωρίς ποτέ να χάνει το βρετανικό χιούμορ του, ηχούν σα νότες και τα νήματα αυτά που τις πλέκουν παράγουν μουσική δωματίου. Ειδικά στους «Παλιούς καιρούς»,
απ’ τα καλύτερά του έργα: μια κοινότοπη ερωτική ιστορία -ο Ντίλι κι η Άννα μοιάζει να διεκδικούν την Κέιτ- όπου ποτέ δε θα μάθουμε τι ακριβώς συνέβη. Ούτε αν συνέβη. Οι δυο γυναίκες είχαν σχέση ερωτική μεταξύ τους, σχέση στην οποία υπεισήλθε ο
άντρας και τη διέλυσε; Είναι πρόσωπα υπαρκτά ή είναι δυο όψεις της ίδιας γυναίκας; Κάτω απ’ το κείμενο απλώνεται ένα δεύτερο κείμενο, μυστηριακό. Ο Γιάννης Χουβαρδάς, που ανέλαβε τη σκηνοθεσία, είχε τρία μεγάλου ατού στα χέρια του: το
-αξεπέραστο- έργο, την καινούργια μετάφρασή του και τους τρεις ηθοποιούς που επέλεξε απ’ τον αφρό του ελληνικού θεατρικού δυναμικού. Η μεταφράστρια Έρι Κύργια ανέλαβε το δύσκολο έργο να «μεταγράψει» την πιντερική μουσική σ’ άλλη τονικότητα -σ’
άλλη γλώσσα. Διαλέγοντας προσεκτικά, σχολαστικά, μια-μια, τις λέξεις και συνδέοντάς τες μ’ ανάλογα νήματα κατάφερε όχι απλώς να μην προδώσει το έργο αλλά να το αναπλάσει. Κι ο Γιάννης Χουβαρδάς δεν επιχείρησε, όπως συνηθίζει, να το αποδομήσει. Όλη η ρευστότητα του διαποτισμένου με μια υπόγεια απειλή, όπως σ’ όλα τα έργα του Πίντερ, κειμένου αποδίδεται με κάθε τρόπο αλλά καθαρά: το, παρόν σ’ όλη την παράσταση, ζωντανό, μέσα από χειρισμούς των ηθοποιών, βίντεο, τα υποκειμενικά πλάνα, τα αινιγματικά βλέμματα, οι διακοπές της εικόνας σαν από παράσιτα, βοηθούν να κάνει διαρκώς αισθητή την παρουσία του το μυστηριακό υπο-κείμενο. Ακόμα περισσότερο, εκείνο το συναρπαστικό εύρημα με τα μικρόφωνα, τα
άλλη γλώσσα. Διαλέγοντας προσεκτικά, σχολαστικά, μια-μια, τις λέξεις και συνδέοντάς τες μ’ ανάλογα νήματα κατάφερε όχι απλώς να μην προδώσει το έργο αλλά να το αναπλάσει. Κι ο Γιάννης Χουβαρδάς δεν επιχείρησε, όπως συνηθίζει, να το αποδομήσει. Όλη η ρευστότητα του διαποτισμένου με μια υπόγεια απειλή, όπως σ’ όλα τα έργα του Πίντερ, κειμένου αποδίδεται με κάθε τρόπο αλλά καθαρά: το, παρόν σ’ όλη την παράσταση, ζωντανό, μέσα από χειρισμούς των ηθοποιών, βίντεο, τα υποκειμενικά πλάνα, τα αινιγματικά βλέμματα, οι διακοπές της εικόνας σαν από παράσιτα, βοηθούν να κάνει διαρκώς αισθητή την παρουσία του το μυστηριακό υπο-κείμενο. Ακόμα περισσότερο, εκείνο το συναρπαστικό εύρημα με τα μικρόφωνα, τα
τοποθετημένα στο τραπεζάκι σαλονιού με ρόδες, που μεγεθύνουν με έκο τον ήχο της καφετιέρας, των φλιτζανιών του καφέ που γεμίζονται, των κρυστάλλινων ποτηριών, του μπράντι που χύνεται μέσα τους... Παράλληλα, ο ερωτισμός που δονεί τα έγκατα του κειμένου αναδύεται, γίνεται εμφανής και διαχέεται χωρίς να υπερτονίζεται. Τα άκρως λιτά, αυστηρά, «εργαστηριακά» αλλά απαστράπτοντα σκηνικά της Εύας Μανιδάκη, οι μονοχρωμίες και τα υλικά των κοστουμιών της Ιωάννας Τσάμη, ο σχεδιασμός των φωτισμών απ’ την Στέλλα Κάλτσου, το άψογο design απ’ τον Παντελή Μάκκα του βίντεο που ’χει σκηνοθετήσει ο ίδιος ο Γιάννης Χουβαρδάς, οι μουσικές επιλογές του συνταιριάζονται και συγκροτούν ένα άψογο παραστασιακό αποτέλεσμα. Που δε θα ’ταν το ίδιο, αν δεν το υποστήριζαν τρεις έξοχοι ηθοποιοί. Η Μαρία Κεχαγιόγλου, δυναμική, καταδυναστευτική Άννα -έστω κι αν, κάπως, «χτυπάει» τις λέξεις-, η Μαρία Σκουλά, φευγάτη, μυστηριώδης Κέιτ κι ο
σπουδαίος, πρώτος μεταξύ ίσων, Χρήστος Λούλης, ανάλαφρος, με χιούμορ, αλλά καθόλου μ’ ευκολία -το αντίθετο!- σχεδιασμένος Ντίλι, απογειώνουν το σύνολο. Προλαβαίνετε, ακόμα, απόψε να δείτε την παράσταση που ο προγραμματισμένος κύκλος της
κλείνει. Ελπίζω πως θα επαναληφθεί -πρέπει να επαναληφθεί. Αυτό που ’χει καθιερωθεί, παραστάσεις εξαιρετικές να παίζονται για ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα -η συγκεκριμένη ούτε δυόμισι μήνες- χωρίς να εντάσσονται σε ρεπερτόριο είναι απαράδεκτο, ανόητο και, τελικά, βλαπτικό (Φωτογραφίες: Μυρτώ Αποστολίδου).
(Το πρόγραμμα της παράστασης, κοινό, κατά την παράλογη λογική που ’χει καθιερώσει το «Θέατρο Τέχνης», μ’ άλλης παράστασης η
οποία παίζεται, μάλιστα, στην άλλη αίθουσα του Θεάτρου, ικανοποιητικότατο -σχεδιασμός έντυπου υλικού Γεωργία Σιδέρη, Αριστείδης Παπαϊωάννου, επιλογή-επιμέλεια κειμένων Ελένη Σπετσιώτη-, με πολύ καλά επιλεγμένα -και καλά μεταφρασμένα-, όχι κοινόχρηστα κείμενα που φωτίζουν, όπως οφείλουν, το θεατή -κι όχι το θεατρολόγο- για το φαινόμενο Πίντερ και το συγκεκριμένο έργο).
«Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν» / Υπόγειο, «Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν» και «Θέατρο του Νέου Κόσμου», 8 Φεβρουαρίου 2019.
No comments:
Post a Comment