February 18, 2019

Στο Φτερό / Μια Ιταλίδα από την...Φρυνίχου

«Να ντύσουμε τους γυμνούς» του Λουίτζι Πιραντέλο / Σκηνοθεσία: Γιάννος Περλέγκας. 

Ερσίλια Ντρέι: νεαρή γκουβερνάντα στην υπηρεσία του πρόξενου της Ιταλίας στην Σμύρνη Γκρότι, που το ζεύγος Γκρότι την έχει εμπιστευτεί για να φροντίζει το κοριτσάκι τους -αρχές δεκαετίας του 1920. Γνωρίζεται εκεί, όταν το πλοίο του πιάνει στην Σμύρνη, με τον νεαρό συμπατριώτη της υποπλοίαρχο Φράνκο Λασπίγκα ο
οποίος ζητά το χέρι της απ’ το ζεύγος Γκρότι και την αρραβωνιάζεται. Η κοπέλα τον ερωτεύεται και του δίνεται. Όταν, όμως, το καράβι αποπλεύσει, ο Λασπίγκα τα ξεχνάει όλα κι αποδεικνύεται πως ενδιαφερόταν μόνο για μια βραδιά μαζί της.
Και δε δίνει κανένα σημείο ζωής. Ο πρόξενος επωφελείται και κάνει την απελπισμένη Ερσίλια ερωμένη του. Το κοριτσάκι του, όμως, κάποια μέρα, την ώρα που οι δυο εραστές σμίγουν, ξεφεύγει απ’ την προσοχή της, ανεβαίνει σε μια καρέκλα που ’χε ξεμείνει στο μπαλκόνι της βίλας των Γκρότι, πέφτει στο δρόμο και σκοτώνεται. Στον πανικό, η μητέρα του παιδιού τσακώνει, επιπλέον, τον άντρα της με 


την Ερσίλια. Τη διώχνει κακήν κακώς, απλήρωτη, και κακήν κακώς εκείνη επιστρέφει στην Ρώμη. Καταφεύγει στο υπουργείο Ναυτικών να πληροφορηθεί για τον Λασπίγκα που αγνοεί την τύχη του. Μαθαίνει ότι έχει παραιτηθεί κι ότι τις μέρες εκείνες παντρεύεται -την πρόδωσε. Καθώς δεν έχει λεφτά ούτε το

ξενοδοχείο της να πληρώσει, στην απόγνωσή της, βγαίνει στο πεζοδρόμιο κι εκδίδεται στον πρώτο τυχόντα. Δεν ξέρει ούτε πώς να του ζητήσει χρήματα -αποτυχία κι εκεί... Μετά, πάει στο πάρκο και παίρνει δηλητήριο για ν’ αυτοκτονήσει. Την προλαβαίνουν και την πάνε στο νοσοκομείο. Εκεί φτάνει ένας δημοσιογράφος κι η 
ιστορία της γίνεται τρίστηλο στην εφημερίδα του. Βέβαια, η Ερσίλια δεν έχει εξομολογηθεί όλη την αλήθεια. Ούτε γνωρίζουμε αν όσα εξομολογήθηκε είναι αλήθεια. Του λέει μόνο πως, όταν το κοριτσάκι έπεσε και σκοτώθηκε, δεν ήταν στο σπίτι αλλά η μητέρα του την είχε στείλει για δουλειές κι ότι αποπειράθηκε ν αυτοκτονήσει για την προδοσία του Λασπίγκα. Η ιστορία, φυσικά, συγκινεί τους πάντες. Μέχρι και τον διάσημο συγγραφέα 

Λουντοβίκο Νότα που πηγαίνει στο νοσοκομείο και, καθώς το κορίτσι δεν έχει κανέναν, της προτείνει να τη φιλοξενήσει στο διαμέρισμα που νοικιάζει. Η Ερσίλια τον ακολουθεί. Στο μυαλό του έχει γεννηθεί ένα μυθιστόρημα για τη ζωή της. Αλλά, παρά την πολύ μεγαλύτερη ηλικία του, τον ενδιαφέρει κι ερωτικά. Εκεί αρχίζει το έργο του Λουίτζι Πιραντέλο «Να ντύσουμε τους 

γυμνούς (1922). Στην ήδη μπλεγμένη (προ)ιστορία προστίθενται, στη σκηνή πια, η δύστροπη σπιτονοικοκυρά του Νότα, η Σινιόρα Ονόρια, που, πρώτα, προσβάλλει την Ερσίλια και τον Νότα απαγορεύοντας την παράνομη «συγκατοίκηση» αλλά, κατόπιν, 
όταν μαθαίνει ότι είναι το κορίτσι της δραματικής ιστορίας που χει διαβάσει στην εφημερίδα, το «υιοθετεί», η υπηρέτριά της, η Έμα, ο επηρμένος νεαρός δημοσιογράφος Αλφρέντο Κανταβάλε που ’γραψε το κομμάτι κι έρχεται για να συνεχίσει το ρεπορτάζ, ο Λασπίγκα που, αφού, επίσης, διαβάζει την εφημερίδα κι αφού η 
αρραβωνιστικιά του ακυρώνει το γάμο και τον εγκαταλείπει, έρχεται, θεωρώντας εαυτόν υπεύθυνο, να ζητήσει συγγνώμη απ’ την Ερσίλια και να την αποκαταστήσει -αλλά εκείνη αρνείται ισχυριζόμενη πως είπε ψέματα στην εφημερίδα ότι έκανε την απόπειρα για χάρη του-, ο Πρόξενος Γκρότι που ρθε απ’ την Σμύρνη να διαψεύσει αυτά που πε η Ερσίλια, πως της φέρθηκαν απαίσια, κι απειλεί με μήνυση την εφημερίδα -αλλά η γυναίκα του, η οποία ήρθε μαζί του, επισκέπτεται τους οργισμένους γονείς της 

πρώην αρραβωνιαστικιάς του Λασπίγκα και τους αποκαλύπτει ότι το κορίτσι ήταν ερωμένη του άντρα της. Μετά την αποκάλυψη αυτή, όλοι, πλέον, στρέφονται εναντίον της Ερσίλια, έστω κι αν ο Γκρότι ισχυρίζεται ότι η γυναίκα του είναι τρελή. Ποιος είναι ειλικρινής και ποιος ψεύδεται; Ποια είναι η αλήθεια και ποιο το 

ψέμα; Και τι ναι αλήθεια και τι ψέμα, αν όχι ανάλογα με το πρίσμα που βλέπει κανείς το γεγονός ή το πρόσωπο; Η Ερσίλια δίνει μια απάντηση σ’ αυτά πιστεύοντας ότι έτσι θα την πιστέψουν: παίρνει πάλι δηλητήριο για ν αυτοκτονήσει. Κι η απόπειρα επιτυγχάνει αυτή τη φορά. Ο Πιραντέλο παίζει και πάλι, μέσα από συνεχείς ανατροπές, με το προσφιλές του θέμα -η σχετικότητα της αλήθειας και το θέατρο ως αντανάκλαση του παράδοξου και το παράλογου
της  ζωής- ενώ ο Λουντοβίκο Νότα του -που, όπως λέει στο έργο, κλείνοντάς μας το μάτι, «θεωρεί τον Πιραντέλο αφόρητο»- είναι, κατά κάποιο τρόπο, το alter ego του. Φυσικά και πρόκειται για μελόδραμα, αλλά κατ’ επίφασιν μελόδραμα, μια κι ο Πιραντέλο χρησιμοποιεί μια οικεία στην εποχή του φόρμα, για να εκφράσει τη φιλοσοφία του. Είναι ευχής έργο που φέτος η ελληνική σκηνή ξαναθυμάται τον Πιραντέλο, με τέσσερα έργα του στις σκηνές μας -ευκαιρία γι αποτίμηση μέσα από σύγχρονο πρίσμα. Ο Γιάννος Περλέγκας, που υπογράφει εδώ τη σκηνοθεσία, κατέληξε σ’ ένα

άνισο, κατά τη γνώμη μου αποτέλεσμα. Αλλά τόσο άνισο ώστε να γρονθοκοπούνται τα θετικά με τ’ αρνητικά στοιχεία του. Καταρχάς, συνυπογράφει με την Ελένη Γεωργίου και τη μετάφραση του έργου. Όπου, ανάμεσα σ’ εξαιρετικά ελληνικά, το 20%, περίπου, του κειμένου παραμένει αμετάφραστο, στα ιταλικά -στην ίδια 
φράση λέξεις ιταλικές κι ελληνικές ή φράσεις στα ιταλικά που ατακάρονται από ελληνικές. Αυτό το «εύρημα», εμένα, συνειρμούς με το «Μια Ιταλίδα από την Κυψέλη» των Τσιφόρου και Βασιλειάδη μου γέννησε. Θέλει να δημιουργήσει κωμικό αποτέλεσμα; Δεν το κατάλαβα -το έργο δεν είναι ανεβασμένο ως κωμωδία. Απ την άλλη χρειαζόταν ένας δραματολόγος: οι περικοπές είναι τόσες, μ’ αποτέλεσμα πολλά να ’ναι, για το θεατή, τα κενά που δημιουργούνται στην ήδη μπερδεμένη πλοκή του έργου. Ως προς τη σκηνοθεσία, διάβασα, σε συνέντευξη του Γιάννου Περλέγκα, κάτι περί αναγωγής του έργου στους επτά Κύκλους του «Καθαρτήριου», δεύτερου μέρους της «Θείας κωμωδίας» του Ντάντε. Στη σκηνή εγώ είδα -τα, καλαίσθητα αλλά όχι ιδιαίτερα 

λειτουργικά, σκηνικά είναι της Γεωργίας Μπούρα- μια μουχλιασμένη, αραχνιασμένη κλίμακα σαν εγκαταλειμμένου σπιτιού με, όντως, επτά -φαρδιά- σκαλιά, που καταλήγει σε μια αναρτημένη αναπαραγωγή τμήματος απ’ το μεσαίο πάνελ του τρίπτυχου «Ο κήπος των επίγειων απολαύσεων» του Ιερώνυμου Mπος, το ’να σκαλί σκαμμένο σ’ ένα όρυγμα -κάτι μεταξύ τάφου και τσίγκινης μπανιέρας (το Καθαρτήριο;)- κι ένα
γιγάντιο κοράκι που, κάποια στιγμή, κατεβαίνει απ’ την οροφή. Αλλά δεν κατάφερα αυτά να τα συνδέσω με κάποια συγκεκριμένη σκηνοθετική σύλληψη -δεν κατάλαβα τι σημαίνουν τα σύμβολα,  γιατί οι ηθοποιοί μπαίνουν στην μπανιέρα-βγαίνουν απτην μπανιέρα, γιατί φέρνουν βάζα με ψεύτικα λουλούδια-παίρνουν τα βάζα με τα ψεύτικα λουλούδια... Όπως δεν κατάλαβα τη λειτουργικότητα του ένθετου αποσπάσματος από κείμενο του Παζολίνι ή γιατί, στην τελευταία σκηνή, αλλάζει η ηθοποιός που παίζει την Ερσίλια. Απ’ την άλλη, ο σκηνοθέτης έχει κινήσει, με την αποτελεσματική, προφανώς, 

βοήθεια της Δήμητρας Ευθυμιοπούλου που υπογράφει την κίνηση, πολύ καλά την παράσταση και της έχει δώσει εξαιρετικούς ρυθμούς. Στα θετικά και τα κοστούμια της Λουκίας Χουλιάρα και, κυρίως, η μουσικές του Κορνήλιου Σελαμσή -υπογραμμίζουν, αλλά χωρίς να καπελώνουν την παράσταση, διακριτικά, την αινιγματικότητα του έργου. Ανισότητες είδα και στη διανομή. Η Μαρία Πρωτόπαππα ανήκει στις κορυφαίες ηθοποιούς μας. Το αποδεικνύει κι εδώ: η Ερσίλια Ντρέι της πάλλεται. Πολύ καλός -αν
και δεν είναι στην ηλικία του ρόλου- και με χιούμορ ο Λουντοβίκο Νότα του Θανάση Δήμου. Με σκηνικό κύρος ο ίδιος ο Γιάννος Περλέγκας ως Πρόξενος Γκρότι. Η καλή Εύη Σαουλίδου δε μ’ έπεισε πως είναι η ιδανική για να παίξει την κυράτσα Ονόρια. Απ’ τους νεότερους, βρήκα ικανοποιητικό τον Στέργιο Κοντακιώτη αλλά άγουρη την Μάγδα Κουκούλα για τον τελικό μονόλογο της (δεύτερης) Ερσίλια. Θεωρώ εξαίρετο ηθοποιό τον Θάνο Τοκάκη. Είδα ότι, σαφώς, προσπαθεί να πλάσει ρόλο ως Φράνκο Λασπίγκα. Αλλά με τόση, μα τόση μανιέρα;
Γιατί  η παραπαίουσα κίνηση μεθυσμένου, γιατί τόση κατάχρηση των χεριών, γιατί τόση πόζα; Απόρησα. Μια παράσταση μ αρκετά θετικά στοιχεία αλλά που αδυνατεί, πιστεύω, να συγχωνεύσει σε παραστασιακό αποτέλεσμα και να κάνει κατανοητά τα σύμβολα που χρησιμοποιεί. Αν αποφασίσετε να πάτε, η τυχόν γνώση της ιταλικής θα σας βοηθήσει... (Φωτογραφίες: Σταύρος Χαμπάκης).

(Το πρόγραμμα της παράστασης, -επιλογή-επιμέλεια κειμένων Ελένη Σπετσιώτη-, κοινό με προσεχούς παράστασης στο θέατρο  
της Φρυνίχου, έχει, ως ύλη, τη διανομή/συντελεστές και δυο -κακομεταφρασμένα, ώστε να παραμένουν ακατανόητα- κείμενα από μια ελληνική έκδοση Πιραντέλο του 1969 -προ πεντηκονταετίας... Αν είναι έτσι, το «Θέατρο Τέχνης» ας καταργήσει τα προγράμματα. Μια φωτοτυπία με τη διανομή ειν’ αρκετή).

«Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν» / Φρυνίχου, «Lead-In-Arts», Εταιρεία Θεάτρου «Εν τω Άμα», Εταιρεία Θεάτρου «Χ-αίρεται» και «Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν», 16 Φεβρουαρίου 2019.

No comments:

Post a Comment