«Vice: Ο δεύτερος στην ιεραρχία» / Σκηνοθεσία: Άνταμ Μακέι
Ρίτσαρντ Μπρους (Ντικ) Τσέινι: 7ος Προσωπάρχης του Λευκού Οίκου (1975-1977), επί προεδρίας Τζέραλντ Φορντ. Μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ, ως εκπρόσωπος της Πολιτείας του Γουαϊόμινγκ (1979-1989) -απ’ το 2017 στην έδρα του, η κόρη του Λιζ Τσέινι. 17ος υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ (1989-1993), επί προεδρίας Τζορτζ Μπους του πρεσβύτερου. Πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου και διευθύνων σύμβουλος της πολυεθνικής πετρελαϊκής εταιρείας Halliburton (Χάλιμπάρτον) (1995-2000). 46ος Αντιπρόεδρος των ΗΠΑ (2001-2009), επί
προεδρίας Τζορτζ Μπους του νεότερου. Πιστός, εξαρχής, στο Ρεπουμπλικάνικο κόμμα. Ο Άνταμ Μακέι, στην ταινία του «Vice: Ο δεύτερος στην ιεραρχία» («Vice», 2018), αναπτύσσει/συμπτύσσει πενήντα σχεδόν χρόνια (1963-2012) απ’ τη ζωή και την καριέρα αυτού που χαρακτηρίστηκε ως «ο πιο ισχυρός Αντιπρόεδρος των ΗΠΑ σ’ όλη την αμερικανική ιστορία» κι έως και το παρατσούκλι «Νταρθ Βέιντερ της Πολιτικής» του ’δωσαν (απ’ τ’ όνομα του Κακού της σειράς των
κινηματογραφικών/τηλεοπτικών «Star Wars»-«Ο πόλεμος των άστρων»). Με τρόπο ευφυή, πιστεύω. Ο νεαρός Τσέινι, γεννημένος στην Nεμπράσκα και μεγαλωμένος στο Γουαϊόμινγκ, όπου εγκαταστάθηκε η οικογένειά του, ξεκίνησε απ’ το πανεπιστήμιο του Γέιλ αλλά το ’ριξε στο πιοτό και την ασωτία, μ’ αποτέλεσμα δυο φορές να τον συλλάβουν για οδήγηση σε κατάσταση μέθης και, το 1963, να εγκαταλείψει το Γέιλ. Είχε, όμως, άγγελο-προστάτη (ή την λέδη Μακμπέθ του;): τη σύντροφό του, απ’ τα εφηβικά, γυμνασιακά τους χρόνια, και συνομήλική του Λιν Βίνσεντ,
φιλόδοξη γυναίκα, η οποία, με την απειλή ότι θα τον χωρίσει, τον έπεισε να γυρίσει στον «σωστό δρόμο». Ο Τσέινι βρήκε άλλο πανεπιστήμιο -του Γουαϊόμινγκ- αποφοίτησε -με δυσκολίες-, έκανε τα πάντα για ν’ αποφύγει το Βιετνάμ -όχι για λόγους ιδεολογικούς...-, πήρε πέντε αναβολές και, τελικά, τη γλύτωσε. Το 1969 ακούει τον Ρεπουμπλικάνο Ντόναλντ Ράμσφελντ, διευθυντή του Γραφείου Οικονομικών Ευκαιριών, να μιλάει: συντηρητικός, αδίστακτος, καιροσκόπος, χυδαίος, με
γλώσσα στρατώνα -ως στρατιωτικός, άλλωστε, είχε αρχίσει την καριέρα του... Είναι ο άνθρωπός του. Αποφασίζει να μπει στην πολιτική και προσκολλάται στο επιτελείο του. Ο Ράμσφελντ γίνεται οικονομικός σύμβουλος του Προέδρου Ρίτσαρντ Νίξον των Ρεπουμπλικάνων, το 1970, κι ο Τσέινι αλώνει μαζί του τον Λευκό Οίκο, όπου, σε
σύσκεψη, ακούει τον Πρόεδρο να συζητάει με τον πανίσχυρο, τότε, υπουργό του των Εξωτερικών και Σύμβουλο Εθνικής Ασφάλειας Χένρι Κίσιντζερ για τον μυστικό βομβαρδισμό της Καμπότζης και συνειδητοποιεί τις απεριόριστες δυνατότητες της εκτελεστικής εξουσίας. Η συγκρατημένη στάση του Ράμσφελντ τους αποστασιοποιεί απ’ τον Νίξον κι έτσι, για καλή τους τύχη, η παραίτησή του, λόγω του σκανδάλου του Γουότεργκέιτ, δεν τους συμπαρασύρει. Αντίθετα, επί Προέδρου Τζέραλντ Φορντ πια -του Αντιπροέδρου που διαδέχτηκε τον Νίξον-, ο Ράμσφελντ ανέρχεται
στη θέση του Προσωπάρχη του Λευκού Οίκου και στη συνέχεια του υπουργού Άμυνας, οπότε κι ο Τσέινι τον διαδέχεται ως Προσωπάρχης. Όταν κερδίσουν το 1976 τις Προεδρικές Εκλογές οι Δημοκρατικοί και πρόεδρος αναδειχθεί ο Τζίμι Κάρτερ, o Τσέινι φεύγει απ’ τον Λευκό Οίκο κι αποφασίζει να κατεβεί, πια, στις εκλογές του 1978 για το Κονγκρέσο. Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας παθαίνει την πρώτη του καρδιακή προσβολή αλλά η Λιν, η γυναίκα του -η λέδη Μακμπέθ
του...- παίρνει τα ηνία και πετυχαίνει την εκλογή του στην Βουλή των Αντιπροσώπων -ως εκπρόσωπος του Γουαϊόμινγκ-, όπου παραμένει απ’ το 1979 μέχρι το 1989, καθώς θα επανεκλεγεί πέντε ακόμη φορές, επί προεδρίας του Ρόναλντ Ρίγκαν -οι Ρεπουμπλικάνοι έχουν κερδίσει και πάλι στις Προεδρικές Εκλογές του 1980: θα ψηφίσει, αυτά τα χρόνια, όλα τα συντηρητικά κι αντιδραστικά
νομοσχέδια -ανάμεσά τους κι αυτά που ευνοούν τις μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες- και θα καταψηφίσει κάθε τι το προοδευτικό. Με Ρεπουμπλικάνο και πάλι πρόεδρο -τον Τζορτζ Μπους τον πρεσβύτερο, που αναδεικνύεται σε Πρόεδρο στις εκλογές του 1988-, ο Ντικ Τσέινι θα κάνει ένα ακόμα άλμα: υπουργός Άμυνας
-ο φιλοπόλεμος, το γεράκι του πολέμου στην εξουσία...: η εισβολή στον Παναμά αλλά, κατά ένα μέρος, κι ο Πόλεμος του Κόλπου του χρεώνονται. Όταν οι Δημοκρατικοί επανέρχονται το 1992, με Πρόεδρο τον Μπιλ Κλίντον, ο Τσέινι, μολονότι είχε αρχίσει να τρέφει προεδρικές φιλοδοξίες, αποφασίζει -κι είναι προς τιμήν του, αν τα πράγματα έχουν έτσι- ν’ αποσυρθεί απ’ την πολιτική, όταν
γίνεται γνωστό ότι η δεύτερη κόρη του Μέρι είναι λεσβία, για να την προφυλάξει απ’ την έκθεση. Η ταινία δείχνει να τελειώνει εκεί, οι τίτλοι τέλους πέφτουν αλλά πρόκειται για ψευτοφινάλε -ένα απ’ τα τεχνάσματα του σκηνοθέτη Άνταμ Μακέι. Ο Τσέινι, μετά την «απόσυρσή» του, αναλαμβάνει τη θέση του προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου στον πετρελαϊκό κολοσσό Halliburton -που τόσο υπερασπίστηκε τα συμφέροντά του και παλαιότερα και, με αίμα -άλλων, βέβαια...- στο Ιράκ...-, θέση που διατηρεί μέχρι το
2000. Οπότε κι επιστρέφει στο στίβο της πολιτικής, όταν, απ’ τον Τζορτζ Μπους τον νεότερο, που μπαίνει στη μάχη των Προεδρικών Εκλογών εκείνης της χρονιάς, έχει τη διαβεβαίωση ότι, αν εκλεγεί
Πρόεδρος, θα τον προτείνει γι αντιπρόεδρο αλλά με τις διευρυμένες αρμοδιότητες που ο Τσέινι απαιτεί. Όπως και
συμβαίνει. Άχαρη η θέση αλλά ο δαιμόνιος Ντικ Τσέινι -που τη διατηρεί, μια κι ο Μπους επανεκλέγεται το 2004, μέχρι το 2009- καταφέρνει να την αξιοποιήσει δεόντως ελέγχοντας καίριους τομείς: ο ισχυρότερος αντιπρόεδρος που γνώρισαν οι ΗΠΑ. Ο ανίσχυρος, αγόμενος και φερόμενος, βλάκας Μπους, του
προσφέρει την ευκαιρία να γίνει πανίσχυρος -κράτος εν κράτει. Θα τους τύχει, βέβαια, η επίθεση της 11 Σεπτεμβρίου του 2001, απ’ την αλ-Κάιντα. Δύσκολες μέρες. Αλλά κι η ευκαιρία, εκτός απ’ το διαβόητο στρατόπεδο βασανιστηρίων του Γκουαντάναμο, για εισβολή στο Αφγανιστάν, πρώτα, το 2001, και, κατόπιν, για μια
δεύτερη εισβολή στο Ιράκ -ο αποκαλούμενος «Πόλεμος κατά της Τρομοκρατίας»-, στην οποία ο πολεμοκάπηλος Τσέινι -με υπουργό Άμυνας τον «δικό» του Ντόναλντ Ράμσφελντ- παρασύρει, το 2003,
τον Μπους, δηλώνοντας επανειλημμένα ότι ο Σαντάμ διαθέτει όπλα μαζικής καταστροφής -τα οποία ουδέποτε εντοπίστηκαν... -κι αμφισβητώντας ακόμα και την CIA ότι η αλ-Κάιντα κι ο Οσάμα Μπιν Λάντεν δε συνδέονταν με το Ιράκ. H εισβολή, με την «άδεια» του ΟΗΕ, που «επείσθη» μετά την ομιλία που ’κανε εκεί ο Κόλιν
Πάουελ, υπουργός Εξωτερικών του Μπους, εξωθούμενος, κατά την ταινία, απ’ τον Πρόεδρο, θα καταλήξει στην ανατροπή και τον απαγχονισμό του Σαντάμ, το 2006. Αλλά ο πόλεμος, που θα κοστίσει χιλιάδες νεκρούς και θα ωθήσει στη δημιουργία του Ισλαμικού Κράτους, θα τερματιστεί μόνον το 2011, μετά από οκτώ χρόνια, κι ενώ έχει πια εκλεγεί, το 2008, Πρόεδρος ο Δημοκρατικός Μπαράκ Ομπάμα.
Με την εκλογή του, ο Ντικ Τσέινι, που τ’ όνομά του είχε εμπλακεί και σε διάφορα οικονομικά και πολιτικά σκάνδαλα ενώ πυροβόλησε, κατά λάθος, κι ένα άτομο στη διάρκεια κυνηγιού, αποσύρεται πια απ’ το προσκήνιο. Αλλά δε σιωπά. Έχει ήδη δηλώσει ότι είναι υπέρ του γάμου ομόφυλων -η κόρη του, η
Μέρι, έχει ήδη παντρευτεί με γυναίκα. Πριν αλέκτορα φωνήσαι, όμως, επιτρέπει στην πρωτότοκη κόρη του Λιζ, υποψήφια στις εκλογές του 2016 για το Κονγκρέσο, να δηλώσει κατά του γάμου ομόφυλων, παρά το γάμο που ’χει κάνει η αδελφή της. Το αποτέλεσμα: η Λιζ θα εκλεγεί στην Βουλή των Αντιπροσώπων, εκπροσωπώντας το Γουαϊόμινγκ, στην έδρα που επί δέκα χρόνια κατείχε ο πατέρας της, ενώ το 2018 επανεκλέγεται. Στο μεταξύ, το
2012, μετά από σειρά καρδιακών προσβολών κι άλλων προβλημάτων με την υγεία του, ο Τσέινι κάνει εγχείρηση μεταμόσχευσης καρδιάς. Η εγχείρηση επιτυγχάνει. Ο Ντικ Τσέινι είναι πια 78 χρόνων και ζει πάντα με την Λιν. Το σύγχρονο ζεύγος Μακμπέθ επέζησε... Ο Μακέι, εκτός, απ’ το εύρημα αυτής της αναγωγής -που το υλοποιεί σε μια σκηνή, με το ζευγάρι Τσέινι
ν’ ανταλλάσσει στίχους της αιματοβαμμένης σεξπιρικής τραγωδίας-, έχει χρησιμοποιήσει κι άλλα, ιδιαίτερα επιτυχημένα. Με βασικότερο, τον αφηγητή Κερτ, ένα πρόσωπο επινοημένο, βετεράνο των πολέμων στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ, που, μπρεχτικά, σχολιάζει τα τεκταινόμενα, για να σκοτωθεί, στο τέλος,
σε δυστύχημα καθώς κάνει τζόγκινγκ κι ενώ, παράλληλα, αφηγείται. Και -το αποκορύφωμα της ειρωνείας!- η καρδιά του είναι που μεταμοσχεύεται στον Τσέινι -ο πραγματικός δωρητής παραμένει ανώνυμος. Ο Μακέι, που ’γραψε ο ίδιος το εξαιρετικό σενάριο, έκανε μια βιογραφική ταινία, ένα πορτρέτο του Τσέινι, ακολουθώντας δρόμο ασυνήθιστο: της δραματικής κομεντί.
Φυσικά κι ο Τσέινι δεν ήταν/είναι το «απόλυτο κακό». Αλλά δεν πρόκειται και για ντοκιμαντέρ. Μέσα απ’ την ταινία σαρκαστικά αναδύεται όλος ο οχετός της διαπλοκής στην αμερικάνικη πολιτική κι ο θεατής, ενώ γελάει, εύκολα κάνει τις απαραίτητες αναγωγές αναμιμνησκόμενος σημερινών προεδρικών ημερών Ντόναλντ Τραμπ και διαπιστώνοντας πώς εκκολάφθηκε η παρούσα παρακμή της
αμερικάνικης πολιτικής σκηνής. Ο Μακέι έχει χρησιμοποιήσει ευρύτερα τη μπρεχτική μέθοδο βάζοντας ανάμεσα στους -οριστικούς...- τίτλους τέλους, ως επίλογο -μη βιαστείτε να φύγετε!-, απόσπασμα δήθεν τηλεοπτικής εκπομπής, όπου δυο απ’ τους συμμετέχοντες, διαφωνώντας περί της προσωπικότητας του Τσέινι, πιάνονται στα χέρια! Η ταινία είναι σπαρταριστή. Χωρίς, ενώ καταγγέλλει, ν’ ακολουθεί τις λαϊκίστικες μεθόδους του ντοκιμαντερίστα Μάικλ Μουρ. Μεγάλο ατού, το
μοντάζ του Χανκ Κόργουιν. Πρώτη φορά μου ’γινε τόσο αισθητή η αποτελεσματικότητα του μοντάζ. Εκτός απ’ τους καταιγιστικούς ρυθμούς, τα πλάνα απ’ το ζωικό βασίλειο -θηρία που ξεσκίζονται, ψάρια που τσιμπούν το δόλωμα...- ή από επίκαιρα της εποχής, που εντίθενται, συνθέτουν, πέραν της αφήγησης, έναν καταπληκτικό σχολιασμό -χωρίς λόγια αυτός. Μεγάλο ατού της ταινίας η εντυπωσιακή -αλλά τεχνική, κυρίως- ερμηνεία του αγνώριστου Κρίστιαν Μπέιλ. Βρήκα κάπως άχρωμη Λιν την Έιμι Άνταμς. Ανάμεσα στους υπόλοιπους, χωρίς να παραβλέψω τον Ντόναλντ
Ράμσφελντ του Στιβ Καρέλ, σαφώς και ξεχώρισα τον Σαμ Ρόκγουελ: ο Τζορτζ Μπους του -ο νεότερος-, συναρπαστικό κράμα βλάκα, ανερμάτιστου και κουτοπόνηρου. Μια ταινία που, κατά τη γνώμη μου, αξίζει τον κόπο να τη δείτε. Απολαυστική!
Κινηματογράφος «Odeon Starcity» / Αίθουσα 7, 5 Φεβρουαρίου 2019.
No comments:
Post a Comment