«Έντα Γκάμπλερ» του Γιώργου Δούση, λιμπρέτο (Χένρικ Ίψεν) Έρι Κύργια / Μουσική διεύθυνση: Ανδρέας Τσελίκας. Σκηνοθεσία: Ράια Τσακηρίδη.
Η (Χ)Έντα Γκάμπλερ, η αινιγματική ως προς τα κίνητρά της, αντιφατική, αντισυμβατική αλλά, ταυτόχρονα, και υποταγμένη στις κοινωνικές συμβάσεις, νευρωτική, εγωκεντρική, ανικανοποίητη, αλαζονική, μεγαλομανής, ειρωνική, επιθετική, συγκρουσιακή, αντιπαθητική, αδίστακτη, αυτοκαταστροφική κόρη του μακαρίτη στρατηγού Γκάμπλερ, έχει παντρευτεί τον άχρωμο και συντηρητικό Γιόργκεν Τέσμαν και όταν, μετά το διάρκειας έξι μηνών γαμήλιο
ταξίδι επιστρέφουν στην Κριστιάνια (το σημερινό Όσλο), στο «αντάξιο» της Έντα καινούργιο σπίτι που ο Τέσμαν έχει αγοράσει κι ανακαινίσει ποντάροντας σε μια πανεπιστημιακή έδρα, τον έχει, ήδη, βαρεθεί. Απ’ την Τέα Έλβστεντ, αλλοτινή σχέση του Τέσμαν, με την οποία η Έντα, παλιά, πήγαιναν στο ίδιο σχολείο και που την επισκέπτεται, μαθαίνει πως στην πόλη επέστρεψε κι ο Άιλερτ Λέβμποργκ. Φίλος, συνάδελφος αλλά κι ανταγωνιστής του Τέσμαν, ο οποίος κάποτε την ποθούσε κι αργότερα είχε κυλήσει
στον αλκοολισμό αλλά απομονώθηκε για τρία χρόνια στο απομακρυσμένο σπίτι της Τέα, ως δάσκαλος των παιδιών, απ’ τον πρώτο γάμο, του άντρα της κι εκείνη, αφού τον βοήθησε ν’ ανανήψει, να εκδώσει, ήδη, ένα αξιόλογο βιβλίο και να ’χει έτοιμο ένα δεύτερο -τη συνέχειά του- που, καθώς φαίνεται, θα ταράξει τα νερά της παγκόσμιας επιστημονικής κοινότητας, εγκαταλείπει τώρα τον άντρα της για χάρη του -για να τον στηρίξει να μην ξανακυλήσει, καθώς γύρισε στην πόλη και στους πειρασμούς της. Όταν ο Λέβμποργκ επισκέπτεται τους Τέσμαν, η Έντα, κακόβουλα, καταφέρνει εύκολα να τον οδηγήσει στον εκτροχιασμό: τον πείθει να πάει μαζί με τον Τέσμαν, για τον οποίο η γυναίκα του αδιαφορεί, σε μια «βραδιά κυρίων» στο σπίτι του φίλου του ζευγαριού Δικαστή Μπρακ -που, καθώς αντιλαμβάνεται ότι ο γάμος αυτός μόνον ευτυχισμένος δεν είναι, αδίστακτα καραδοκεί ν’ αρπάξει στα χέρια του την Έντα και να γίνει «ο μόνος κόκκορας στο κοτέτσι»-, βραδιά που καταλήγει σε «διονυσιακό όργιο». Ο μεθυσμένος Λέβμποργκ χάνει το χωρίς αντίγραφο χειρόγραφο του νέου βιβλίου του που κουβαλάει μαζί, χειρόγραφο το οποίο περιμαζεύει ο
Τέσμαν, με την πρόθεση να του το παραδώσει, ενώ εκείνος κάνει επεισόδιο σ’ ένα πορνείο όπου καταλήγει πιστεύοντας ότι εκεί του το έκλεψαν και συλλαμβάνεται απ’ την αστυνομία. Ο Τέσμαν το εμπιστεύεται στην Έντα που του το ζητάει για να το διαβάσει αλλά, όταν ο Άιλερτ εμφανίζεται απελπισμένος, εκείνη δεν του λέει τίποτα και του προτείνει μια αξιοπρεπή αυτοκτονία παραδίδοντάς του ένα απ’ τα πιστόλια του πατέρα της. Κι όταν φεύγει, το καίει.
Τ’ ομολογεί στον άντρα της και ισχυρίζεται ότι το έκανε για να μην έχει εκείνος αντίπαλο στα σχέδιά του για την πανεπιστημιακή έδρα, που δείχνουν να κλονίζονται. Ο Μπρακ φέρνει το νέο ότι ο Λέβμποργκ είναι νεκρός. Αλλά όχι τόσο «ένδοξα», όσο η Έντα θέλει να πιστεύει: δεν αυτοκτόνησε. Το πιστόλι εκπυρσοκρότησε -ή τον πυροβόλησαν μ’ αυτό- στο πορνείο, όπου επέστρεψε συνεχίζοντας τον καυγά για το χειρόγραφο που νόμιζε πως του έκλεψαν εκεί. Η Τέα προτείνει, με βάση τις σημειώσεις που κρατούσε, όταν ο Λέβμποργκ της υπαγόρευε το βιβλίο, και τις έχει διατηρήσει, να
συνεργαστούν με τον Τέσμαν για να το ανασυνθέσουν στη μνήμη του κι εκείνος ασμένως το δέχεται. Όσο για τον Μπρακ, εκβιάζει, για τους σκοπούς του, την Έντα, καθώς γνωρίζει ότι το πιστόλι με το οποίο πυροβολήθηκε ο Λέβμποργκ είναι του πατέρα της κι ότι εκείνη του το ’δωσε, απειλώντας την ότι μπορεί να το αποκαλύψει κι έτσι να δημιουργηθεί σκάνδαλο εις βάρος της. Η Έντα, διαψευσμένη σ’ όλα, αυτοκτονεί. Η «(Χ)Έντα Γκάμπλερ» (1891) του Νορβιγού Χένρικ Ίψεν ανήκει στα μεγάλα έργα της δραματουργίας του 19ου
αιώνα ενώ ο πολύπλοκος βασικός χαρακτήρας -αυτή η ανυπότακτη γυναίκα η οποία δε διστάζει να δείχνει και να εκφράζει την πλήξη και την αηδία της, να μηχανορραφεί αδίστακτα και να κάνει την κακία τέχνη- που σχεδίασε ο Ίψεν διατηρεί αμείωτη τη δύναμή του κι είναι, ίσως, ακόμα πιο ισχυρός σήμερα. Δεν είναι, λοιπόν, περίεργο που έγινε όπερα. Η Έρι Κύργια κατάφερε να συμπυκνώσει το -όχι σύντομο- έργο -κόβοντας πρόσωπα και σκηνές αλλά κι αποκαθιστώντας τις ελλείψεις, ώστε το κείμενο να γίνεται κατανοητό- σ’ ένα υποδειγματικό λιμπρέτο, σφιχτό και καίριο, και μάλιστα στα
αγγλικά καθώς, προφανώς, πρόθεση είναι το έργο να επιζητήσει τη διεθνή σκηνή. Πάνω στο λιμπρέτο αυτό ένας σύγχρονος έλληνας συνθέτης, ο Γιώργος Δούσης, έχει συνθέσει (2018), ύστερα από πρόσκληση της «Εναλλακτικής Σκηνής» της Λυρικής, μια ομότιτλη όπερα -«Έντα Γκάμπλερ». Χωρίς να ’χει προχωρήσει σε ακραίες μουσικές λύσεις, στην ατονικότητα ή στην ηλεκτρονική μουσική, χωρίς να οδηγηθεί σε δρόμους μεταμοντέρνου μουσικού θεάτρου, συνέθεσε μια ρεαλιστική όπερα -βρήκα απηχήσεις Μενότι-, με άριες, ντουέτα, τρίο, ρετσιτατίβα...-, κατά τη γνώμη μου εξαιρετική, που όμοιά της είχε πολλά χρόνια να δει η ελληνική σκηνή. Θα ’λεγα, χωρίς επιφυλάξεις: όπερα εγεννήθη ημίν! Δυστυχώς η σκηνοθεσία της Ράιας Τσακηρίδη -δραματολογία
Μαρίνα Μέργου- φοβάμαι ότι δεν κατάφερε να την απογειώσει. Η σκηνοθέτρια καλώς μετέφερε το έργο σε μια αόριστη σύγχρονη εποχή αλλά κατέφυγε, απ’ το φόβο, προφανώς, της στατικότητας, σε μια περιττή υπερκινητικότητα (κίνηση Κορίνα Κόκκαλη) παραμελώντας την εμβάθυνση στο τόσο πρόσφορο, το τόσο πολυεπίπεδο έργο/λιμπρέτο, παραμελώντας και τις λεπτομέρειες -το χειρόγραφο του Λέβμποργκ μπορεί να ’ναι, όλο κι όλο, 5-6 σελίδες; Κρίμα, γιατί το σκηνικό του Παύλου Θανόπουλου, μ’ αυτά τα μάτια, μ’ αυτό το αινιγματικό βλέμμα -λεπτομέρεια απ’ τον πίνακα «Πορτρέτο μιας νέας γυναίκας» του φλαμανδού ζωγράφου του 15ου αιώνα Πέτρους Κρίστους- που κυριαρχούσαν -συγκλονιστικά στο φινάλε, όταν «έσπασαν» στα δυο, ως πέρασμα της Έντα στο επέκεινα-, εξέφραζε την αινιγματικότητα της ηρωίδας αλλά και το βλέμμα της κοινωνίας κάτω απ’ το οποίο ειν’ αναγκασμένη να ζει, με καλαίσθητο τρόπο, όπως καλαίσθητα ήταν και τα γυναικεία κοστούμια του. Δεν βρήκα το ίδιο καλαίσθητα και τα ανδρικά -ειδικά το πουλοβεράκι με τα ρομβάκια του Τέσμαν, όσο κι αν χαρακτήριζε τη μιζέρια του. Σωστοί οι φωτισμοί του Χρήστου Τζιόγκα. Ο Ανδρέας Τσελίκας διηύθυνε εμπνευσμένα το μουσικό σύνολο αναδεικνύοντας τις ποιότητες του έργου, μ’ αποτελεσματική και τη μουσική προετοιμασία της Ειρήνης Αντωνιάδου. Η μέτζο Ιρένα Αθανασίου, με φιγούρα ταιριαστή για το ρόλο, τον τραγούδησε πολύ καλά αλλά υποκριτικά τη βρήκα επιφανειακή. Τα ίδια ισχύουν και για τον βαρύτονο Μιχάλη Ψύρρα (Γιόργκεν Τέσμαν) και για τον μπάσο Γιώργο Ρούπα (Μπρακ).
Σαφώς ξεχώρισα τη σοπράνο Τζίνα Φωτεινοπούλου (Τέα Έλβστεντ) και το βαρύτονο Χάρη Ανδριανό (Άιλερτ Λέβμποργκ), εξίσου καλούς φωνητικά αλλά και πιο κοντά στους ρόλους τους. Εύχομαι κι ελπίζω η όπερα αυτή και να ξαναπαιχτεί στην Λυρική και να προωθηθεί σε ξένες λυρικές σκηνές. Το αξίζει (Φωτογραφίες: Πάτροκλος Σκαφίδας).
ταξίδι επιστρέφουν στην Κριστιάνια (το σημερινό Όσλο), στο «αντάξιο» της Έντα καινούργιο σπίτι που ο Τέσμαν έχει αγοράσει κι ανακαινίσει ποντάροντας σε μια πανεπιστημιακή έδρα, τον έχει, ήδη, βαρεθεί. Απ’ την Τέα Έλβστεντ, αλλοτινή σχέση του Τέσμαν, με την οποία η Έντα, παλιά, πήγαιναν στο ίδιο σχολείο και που την επισκέπτεται, μαθαίνει πως στην πόλη επέστρεψε κι ο Άιλερτ Λέβμποργκ. Φίλος, συνάδελφος αλλά κι ανταγωνιστής του Τέσμαν, ο οποίος κάποτε την ποθούσε κι αργότερα είχε κυλήσει
στον αλκοολισμό αλλά απομονώθηκε για τρία χρόνια στο απομακρυσμένο σπίτι της Τέα, ως δάσκαλος των παιδιών, απ’ τον πρώτο γάμο, του άντρα της κι εκείνη, αφού τον βοήθησε ν’ ανανήψει, να εκδώσει, ήδη, ένα αξιόλογο βιβλίο και να ’χει έτοιμο ένα δεύτερο -τη συνέχειά του- που, καθώς φαίνεται, θα ταράξει τα νερά της παγκόσμιας επιστημονικής κοινότητας, εγκαταλείπει τώρα τον άντρα της για χάρη του -για να τον στηρίξει να μην ξανακυλήσει, καθώς γύρισε στην πόλη και στους πειρασμούς της. Όταν ο Λέβμποργκ επισκέπτεται τους Τέσμαν, η Έντα, κακόβουλα, καταφέρνει εύκολα να τον οδηγήσει στον εκτροχιασμό: τον πείθει να πάει μαζί με τον Τέσμαν, για τον οποίο η γυναίκα του αδιαφορεί, σε μια «βραδιά κυρίων» στο σπίτι του φίλου του ζευγαριού Δικαστή Μπρακ -που, καθώς αντιλαμβάνεται ότι ο γάμος αυτός μόνον ευτυχισμένος δεν είναι, αδίστακτα καραδοκεί ν’ αρπάξει στα χέρια του την Έντα και να γίνει «ο μόνος κόκκορας στο κοτέτσι»-, βραδιά που καταλήγει σε «διονυσιακό όργιο». Ο μεθυσμένος Λέβμποργκ χάνει το χωρίς αντίγραφο χειρόγραφο του νέου βιβλίου του που κουβαλάει μαζί, χειρόγραφο το οποίο περιμαζεύει ο
Τέσμαν, με την πρόθεση να του το παραδώσει, ενώ εκείνος κάνει επεισόδιο σ’ ένα πορνείο όπου καταλήγει πιστεύοντας ότι εκεί του το έκλεψαν και συλλαμβάνεται απ’ την αστυνομία. Ο Τέσμαν το εμπιστεύεται στην Έντα που του το ζητάει για να το διαβάσει αλλά, όταν ο Άιλερτ εμφανίζεται απελπισμένος, εκείνη δεν του λέει τίποτα και του προτείνει μια αξιοπρεπή αυτοκτονία παραδίδοντάς του ένα απ’ τα πιστόλια του πατέρα της. Κι όταν φεύγει, το καίει.
Τ’ ομολογεί στον άντρα της και ισχυρίζεται ότι το έκανε για να μην έχει εκείνος αντίπαλο στα σχέδιά του για την πανεπιστημιακή έδρα, που δείχνουν να κλονίζονται. Ο Μπρακ φέρνει το νέο ότι ο Λέβμποργκ είναι νεκρός. Αλλά όχι τόσο «ένδοξα», όσο η Έντα θέλει να πιστεύει: δεν αυτοκτόνησε. Το πιστόλι εκπυρσοκρότησε -ή τον πυροβόλησαν μ’ αυτό- στο πορνείο, όπου επέστρεψε συνεχίζοντας τον καυγά για το χειρόγραφο που νόμιζε πως του έκλεψαν εκεί. Η Τέα προτείνει, με βάση τις σημειώσεις που κρατούσε, όταν ο Λέβμποργκ της υπαγόρευε το βιβλίο, και τις έχει διατηρήσει, να
συνεργαστούν με τον Τέσμαν για να το ανασυνθέσουν στη μνήμη του κι εκείνος ασμένως το δέχεται. Όσο για τον Μπρακ, εκβιάζει, για τους σκοπούς του, την Έντα, καθώς γνωρίζει ότι το πιστόλι με το οποίο πυροβολήθηκε ο Λέβμποργκ είναι του πατέρα της κι ότι εκείνη του το ’δωσε, απειλώντας την ότι μπορεί να το αποκαλύψει κι έτσι να δημιουργηθεί σκάνδαλο εις βάρος της. Η Έντα, διαψευσμένη σ’ όλα, αυτοκτονεί. Η «(Χ)Έντα Γκάμπλερ» (1891) του Νορβιγού Χένρικ Ίψεν ανήκει στα μεγάλα έργα της δραματουργίας του 19ου
αιώνα ενώ ο πολύπλοκος βασικός χαρακτήρας -αυτή η ανυπότακτη γυναίκα η οποία δε διστάζει να δείχνει και να εκφράζει την πλήξη και την αηδία της, να μηχανορραφεί αδίστακτα και να κάνει την κακία τέχνη- που σχεδίασε ο Ίψεν διατηρεί αμείωτη τη δύναμή του κι είναι, ίσως, ακόμα πιο ισχυρός σήμερα. Δεν είναι, λοιπόν, περίεργο που έγινε όπερα. Η Έρι Κύργια κατάφερε να συμπυκνώσει το -όχι σύντομο- έργο -κόβοντας πρόσωπα και σκηνές αλλά κι αποκαθιστώντας τις ελλείψεις, ώστε το κείμενο να γίνεται κατανοητό- σ’ ένα υποδειγματικό λιμπρέτο, σφιχτό και καίριο, και μάλιστα στα
αγγλικά καθώς, προφανώς, πρόθεση είναι το έργο να επιζητήσει τη διεθνή σκηνή. Πάνω στο λιμπρέτο αυτό ένας σύγχρονος έλληνας συνθέτης, ο Γιώργος Δούσης, έχει συνθέσει (2018), ύστερα από πρόσκληση της «Εναλλακτικής Σκηνής» της Λυρικής, μια ομότιτλη όπερα -«Έντα Γκάμπλερ». Χωρίς να ’χει προχωρήσει σε ακραίες μουσικές λύσεις, στην ατονικότητα ή στην ηλεκτρονική μουσική, χωρίς να οδηγηθεί σε δρόμους μεταμοντέρνου μουσικού θεάτρου, συνέθεσε μια ρεαλιστική όπερα -βρήκα απηχήσεις Μενότι-, με άριες, ντουέτα, τρίο, ρετσιτατίβα...-, κατά τη γνώμη μου εξαιρετική, που όμοιά της είχε πολλά χρόνια να δει η ελληνική σκηνή. Θα ’λεγα, χωρίς επιφυλάξεις: όπερα εγεννήθη ημίν! Δυστυχώς η σκηνοθεσία της Ράιας Τσακηρίδη -δραματολογία
Μαρίνα Μέργου- φοβάμαι ότι δεν κατάφερε να την απογειώσει. Η σκηνοθέτρια καλώς μετέφερε το έργο σε μια αόριστη σύγχρονη εποχή αλλά κατέφυγε, απ’ το φόβο, προφανώς, της στατικότητας, σε μια περιττή υπερκινητικότητα (κίνηση Κορίνα Κόκκαλη) παραμελώντας την εμβάθυνση στο τόσο πρόσφορο, το τόσο πολυεπίπεδο έργο/λιμπρέτο, παραμελώντας και τις λεπτομέρειες -το χειρόγραφο του Λέβμποργκ μπορεί να ’ναι, όλο κι όλο, 5-6 σελίδες; Κρίμα, γιατί το σκηνικό του Παύλου Θανόπουλου, μ’ αυτά τα μάτια, μ’ αυτό το αινιγματικό βλέμμα -λεπτομέρεια απ’ τον πίνακα «Πορτρέτο μιας νέας γυναίκας» του φλαμανδού ζωγράφου του 15ου αιώνα Πέτρους Κρίστους- που κυριαρχούσαν -συγκλονιστικά στο φινάλε, όταν «έσπασαν» στα δυο, ως πέρασμα της Έντα στο επέκεινα-, εξέφραζε την αινιγματικότητα της ηρωίδας αλλά και το βλέμμα της κοινωνίας κάτω απ’ το οποίο ειν’ αναγκασμένη να ζει, με καλαίσθητο τρόπο, όπως καλαίσθητα ήταν και τα γυναικεία κοστούμια του. Δεν βρήκα το ίδιο καλαίσθητα και τα ανδρικά -ειδικά το πουλοβεράκι με τα ρομβάκια του Τέσμαν, όσο κι αν χαρακτήριζε τη μιζέρια του. Σωστοί οι φωτισμοί του Χρήστου Τζιόγκα. Ο Ανδρέας Τσελίκας διηύθυνε εμπνευσμένα το μουσικό σύνολο αναδεικνύοντας τις ποιότητες του έργου, μ’ αποτελεσματική και τη μουσική προετοιμασία της Ειρήνης Αντωνιάδου. Η μέτζο Ιρένα Αθανασίου, με φιγούρα ταιριαστή για το ρόλο, τον τραγούδησε πολύ καλά αλλά υποκριτικά τη βρήκα επιφανειακή. Τα ίδια ισχύουν και για τον βαρύτονο Μιχάλη Ψύρρα (Γιόργκεν Τέσμαν) και για τον μπάσο Γιώργο Ρούπα (Μπρακ).
Σαφώς ξεχώρισα τη σοπράνο Τζίνα Φωτεινοπούλου (Τέα Έλβστεντ) και το βαρύτονο Χάρη Ανδριανό (Άιλερτ Λέβμποργκ), εξίσου καλούς φωνητικά αλλά και πιο κοντά στους ρόλους τους. Εύχομαι κι ελπίζω η όπερα αυτή και να ξαναπαιχτεί στην Λυρική και να προωθηθεί σε ξένες λυρικές σκηνές. Το αξίζει (Φωτογραφίες: Πάτροκλος Σκαφίδας).
(Το πρόγραμμα -υπεύθυνος έκδοσης Νίκος Δοντάς, επιμέλεια ύλης Φοίβη Παπαγιαννίδη- της παράστασης, κατά ένα μέρος δίγλωσσο -ελληνικά κι αγγλικά-, κατατοπιστικό. Παρατήρηση: αναφέρεται, όπως, κατά κόρον, αναφέρθηκε και σε συνεντεύξεις, ότι η «Έντα Γκάμπλερ» του Ίψεν «γίνεται για πρώτη φορά όπερα». Δεν είναι σωστό. Έχει γίνει, ήδη, δυο φορές: απ’ τον σκοτσέζο συνθέτη Έντουαρντ Χάρπερ (1941-2009), με τον ίδιο τίτλο κι ανέβηκε το 1985 απ’ την «Σκοτική Όπερα» στο «Βασιλικό Θέατρο» της Γλασκόβης όπως έγινε και στην Κίνα, στην Όπερα της Σανγκάης, στη μορφή της παραδοσιακής όπερας Γιουέι, το 2006).
Εθνική Λυρική Σκηνή / «Εναλλακτική Σκηνή», Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα «Σταύρος Νιάρχος», «Εναλλακτική Σκηνή» Εθνικής Λυρικής Σκηνής και Ομάδα Μουσικού Θεάτρου «The Medium Project», 3 Φεβρουαρίου 2019.
No comments:
Post a Comment