February 23, 2019

Στο Φτερό / Νίνα στη σκηνή, Έμα στο θέατρο, Σάρα στην απεξάρτηση, Λούσι στο σπίτι...


«Με λένε Έμμα» του Ντάνκαν ΜακΜίλαν / Σκηνοθεσία: Ελένη Σκότη. 



To έργο ανοίγει με τη σκηνή Τριέπλιεφ-Νίνα -«είμαι γλάρος...»-, απ’ την τέταρτη πράξη του τσεχοφικού «Γλάρου» -δυο νέοι ηθοποιοί στη σκηνή, θέατρο εν θεάτρω. Ξαφνικά η μύτη της κοπέλας -είναι η «Έμα»- αρχίζει να αιμορραγεί. Καταρρέει.

Η παράσταση διακόπτεται. Η επόμενη στάση είναι σε Κέντρο απεξάρτησης. Η Έμα, πριν κάνει εισαγωγή στο Κέντρο κι ενώ σνιφάρει κόκα και καπνίζει, τηλεφωνεί στη μητέρα της να μαζέψει σ’ ένα κουτί ό,τι μπουκάλι αλκοόλ, ό,τι μπουκαλάκι με χάπια, ό,τι ναρκωτικό 
βρει στο σπίτι της, όπου η μάνα της έχει πάει, και να τα βάλει όλα σε μια κούτα. Είναι εξαρτημένη -ναρκωτικά κι αλκοόλ. Κι έχει κάνει απόπειρα αυτοκτονίας. Στις πληγές της, ο πρόσφατος θάνατος του αδελφού της με τον οποίο ήταν πολύ δεμένη αλλά δε συμπαραστάθηκε στους γονείς της όταν τον έχασαν. Στο Κέντρο
απεξάρτησης αρνητική θα μπει -θέλει μόνο να «καθαρίσει» κι ένα χαρτί, μια βεβαίωση ότι είναι ικανή για εργασία κι ότι δεν είναι επικίνδυνη χρειάζεται μόνο, λέει-, αρνητική θα βγει. Δίνει ως όνομά της το Νίνα -απ’ τον «Γλάρο». Αλλά αρνείται ότι είναι 
ηθοποιός. Η αποτοξίνωση, όμως, δεν είναι αρκετή. Πρέπει ν’ ακολουθήσει πιστά το θεραπευτικό πρόγραμμα. Και να ενταχθεί 
σε θεραπευτική ομάδα. Για να μην πισωγυρίσει. Να ’ναι συνεργάσιμη με τους υπόλοιπους της ομάδας και την Λύντια, την Θεραπεύτρια -απεξαρτημένη κι η ίδια, εδώ και 21 χρόνια. Και να μη λέει 
ψέματα. Αρνητική θα παραμείνει -αν και τους λέει, πια, ότι τη λένε (;) «Έμα». Αναπτύσσει ισχυρές εσωτερικές αντιστάσεις, ειρωνεύεται, αντιδρά, μιλάει άσχημα, φωνάζει, είναι επιθετική, συγκρούεται, δε συνεργάζεται... Και λέει ψέματα. Πολλά ψέματα. Μόνο μ’ έναν απ’ τους υπό απεξάρτηση, τον Μαρκ, έρχεται κάπως 

πιο κοντά -σ’ εκείνον θ’ αποκαλύψει ότι, τελικά (;) τη λένε Σάρα. Και, κάποια στιγμή, φεύγει. Θέλει «να ζήσει». Θα ξανακυλήσει. Και στη δεύτερη πράξη θα γυρίσει στο Κέντρο. Ράκος. Ζητώντας βοήθεια. Κι έχοντας μηδενίσει πια τις αντιστάσεις της -παραδίνεται. Ο Μαρκ που ’χει αποθεραπευτεί δουλεύει τώρα στο Κέντρο. Η απεξάρτησή της θα πετύχει (;) αυτή τη φορά. Μετά το
εξιτήριο, γυρίζει στο πατρικό της -στο παιδικό της δωμάτιο. Οι γονείς της είναι ψυχροί, αδιάφοροι, ενοχλημένοι, αρνητικοί, οργισμένοι, άτεγκτοι. Τους λέει πόσο σκληρά δούλεψε για να γιατρευτεί. Δεν πείθονται ότι τους λέει αλήθεια -μετά απ’ όσα τους έχει κάνει, απ’ όσα τους έχει πει. Δεν μπορούν και δε θέλουν να της δείξουν κατανόηση, δεν μπορούν και δε θέλουν να της συμπαρασταθούν 

στην πιο δύσκολη καμπή της. Κι, επιπλέον, η μάνα της έχει κάτω απ’ το κρεβάτι της την κούτα με τα μπουκάλια, τα μπουκαλάκια με τα χάπια και τα ναρκωτικά που η Λούσι -τώρα, στο τέλος, μαθαίνουμε ότι αυτό είναι τ’ όνομά της, ψέματα έλεγε -της είχε πει να τα κρύψει. Το κορίτσι παλεύει με τον εαυτό του. Τηλεφωνεί σ’ έναν αριθμό -μια Ανοιχτή Ομάδα Υποστήριξης. Δεν ξέρουμε 
τι γίνεται. Το φινάλε μένει ανοιχτό: η «Έμα» περνάει από ακρόαση σε κάποιο θέατρο. Έγινε δεκτή; Τα κατάφερε να μείνει καθαρή; Βρήκα το έργο του Ντάνκαν ΜακΜίλαν «Με λένε Έμμα» («People, Places and Things», 2015), ένα έργο ρεαλιστικό -αλλά με κάποιες ρωγμές, κάποια πετάγματα απ’ το ρεαλισμό
του-,  ειλικρινές, έντιμο αλλά αδύναμο, μονοθεματικό. Ολόκληρη η πρώτη πράξη -τα δυο τρίτα του έργου- εξαντλείται σε μια στεγνή, σχεδόν εργαστηριακή περιγραφή της πρώτης, αποτυχημένης, διαδικασίας απεξάρτησης της «Έμα», χωρίς έμπνευση, χωρίς υποπλοκές, χωρίς χαρακτήρες, με το συγγραφέα ν’ αναπτύσσει μόνο τον κεντρικό, την «Έμα», που πάνω του βασίζει όλο το έργο. Στη δεύτερη περνάει συνοπτικά η δεύτερη απεξάρτησή της κι η πράξη αυτή συμπληρώνεται με μια σκηνή που μου φάνηκε
αφελής: η επιστροφή στο πατρικό της με τους -μόνο- σκληρούς γονείς και την κοπέλα που παλεύει. Ο ΜακΜίλαν δεν εξωραΐζει, είναι αντικειμενικός αλλά απορώ πώς το έργο, μέσα απ το πλήθος των τόσο πολλών σύγχρονων έργων με ενδιαφέρον της βρετανικής σκηνής, έχει ξεχωρίσει. Προφανώς το καυτό, συγκλονιστικό θέμα του πρυτανεύει -και παρακαλώ να μη γίνει παρεξήγηση, δε μιλώ 

για το θέμα, για τη δραματουργική ανάπτυξή του απ’ τον ΜακΜίλαν μιλώ, που τη θεωρώ πλημμελή. Η Ελένη Σκότη που ανέλαβε τη σκηνοθεσία, ενώνοντας χωρίς διάλειμμα τις δυο πράξεις, πάνω στην πολύ καλή, άμεση, με δυο-τρία ολισθήματα μόνον -ο Τέσμαν, στην «Έντα Γκάμπλερ» που η «Έμα» βρίσκει την ευκαιρία να «μεταπλάσει» ως προσωπική ιστορία της, ψευδόμενη στη θεραπευτική ομάδα, και του δίνει τ’ όνομα Τζορτζ, είναι academic αλλά όχι ακαδημαϊκός, πανεπιστημιακός είναι, ο Baudrillard προφέρεται Μποντριγιάρ κι όχι Μποντριγιάρντ...- μετάφραση, έστρωσε μια βατή, νοικοκυρεμένη, ρεαλιστική παράσταση χωρίς, κατά τη γνώμη μου, πετάγματα. Τα βασικά συν που την ενισχύουν 
ειν η σκηνογραφία του Γιώργου Χατζηνικολάου, με τα δυο πετάσματα που, άριστα φωτισμένα απ’ τον Αντώνη Παναγιωτόπουλο, λειτουργικά δημιουργούν χώρους, κι οι μουσικές του Στέλιου Γιαννουλάκη που κατάφερε άριστα να μεταγράψει μουσικά το άγχος, την αγωνία, την απελπισία που διατρέχουν το κείμενο χωρίς να το καπελώνει. Η σκηνοθεσία, πάντως, δεν έχει καταφέρει, πιστεύω, να δέσει αποτελεσματικά τους ηθοποιούς που 
οι περισσότεροι -Κώστας Ξυκομηνός, Χάρης Τζωρτζάκης, Ανδρέας Κοντόπουλος, Ιωάννα Τζίκα, Μαρίτα Τζατζαδάκη, Έλενα Βακάλη, Λένα Μποζάκη- έχουν αδυναμίες. Ξεχώρισα τον εξελισσόμενο Γιάννη Λεάκο και, βέβαια, την Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου, βασική μονάδα του θεάτρου μας. Πετυχαίνει να διαφοροποιηθεί, ουσιαστικά κι όχι απλώς εξωτερικά, σε τρεις διαφορετικούς ρόλους -μετρημένη, σοβαρή, αυστηρή, αποτελεσματική Γιατρός, ελεγχόμενη, με πυγμή αλλά και με ορατό, μέσα από λεπτές πινελιές, το παρελθόν της χρήστριας Θεραπεύτρια Λίντια, πολύπαθη, σκληρή, παγωμένη, αδιαπέραστη Μητέρα- χρησιμοποιώντας μέσα λιτά με τρόπο αξιοθαύμαστο κι αποδεικνύοντας, γι άλλη μια φορά, το σκηνικό κύρος και την κλάση της. Η νεαρή ηθοποιός Μαίρη Μηνά που επωμίζεται το ρόλο-άξονα της «Έμα» φαίνεται πως διαθέτει ευρείες ικανότητες. 
Αν και λίγο αμήχανη και χωρίς αποχρώσεις, κουρδισμένη αποκλειστικά στην τονικότητα «σκληρό καρύδι», στην πρώτη πράξη, στη δεύτερη, όταν κάνει κομμάτια την «Έμα», ξεχειλίζει από μια απόγνωση εξαιρετικά εύγλωττη: μια νέα ηθοποιός για την οποία προοιωνίζεται μέλλον λαμπρό. Το θέμα είναι ικανό να σας κρατήσει καθηλωμένους, εσείς θα κρίνετε το έργο και την παράσταση που προσωπικά τα βρήκα κατώτερα του θέματος (Φωτογραφίες: Σταύρος Χαμπάκης, Γιώργος Χατζηνικολάου).

.

(Το καλοφτιαγμένο έντυπο πρόγραμμα της παράστασης, έκδοση της Ομάδας «Νάμα» και της «Λυκόφως» Ι.Κ.Ε., σε συνεργασία με την «Κάπα Εκδοτική», απ’ αυτά που σπάνια πια συναντούμε... Περιλαμβάνει το κείμενο της μετάφρασης του έργου, βιογραφικά των συντελεστών και διαφωτιστικά κείμενα -το «Η εσωτερική αντίφαση και η ανάγκη της μη-επίλυσής της» της συγγραφέα και θεατρολόγου Ναταλίας Κατσού, βέβαια, φοβάμαι ότι απευθύνεται αποκλειστικά σε θεατρολόγους κι όχι σε θεατές που θ’ αγοράσουν το πρόγραμμα).

«Σύγχρονο Θέατρο», Ομάδα «Νάμα» και «Λυκόφως» Ι.Κ.Ε., 21 Φεβρουαρίου 2019.

No comments:

Post a Comment