«Ο βαπτιστικός» του Θεόφραστου Σακελλαρίδη / Μουσική διεύθυνση: Γιώργος Πέτρου. Σκηνοθεσία: Γιώργος Πέτρου.
Καλoκαίρι του 1918. Ο Μεγάλος -Πρώτος Παγκόσμιος- Πόλεμος δεν έχει ακόμα τελειώσει. Ούτε για την Ελλάδα που ’χει εισέλθει σ’ αυτόν στο πλευρό των δυνάμεων της Αντάντ. Οι μάχες του ελληνικού στρατού στο Ραβινέ και στο Σκρα κατά των
γερμανοβουλγαρικών δυνάμεων -η Βουλγαρία είχε συνταχθεί στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων- έχουν αποβεί νικηφόρες αλλά το βαλκανικό/μακεδονικό Μέτωπο ειν’ ακόμ’ ανοιχτό. Η Ανατολική Μακεδονία κι η Δυτική Θράκη βρίσκονται ακόμα υπό βουλγαρική κατοχή. Αλλά η Αθήνα διασκεδάζει και μοιχεύεται.
Χωρίς, πάντως, ν’ αγνοεί τον πόλεμο. Το συζυγικής ηλικίας μόλις δυο χρόνων ζεύγος Ζαχαρούλη είναι στα μαχαίρια. Ο Ζαχαρούλης έχει απατήσει περιστασιακά την Βιβίκα, τη γυναίκα του, που το ’μαθε κι είναι έξαλλη μαζί του. Και, παράλληλα, είναι...κουραμπιές: επιστρατευμένος λόγω του πολέμου, έχει καταφέρει, με μέσο, να βγει βοηθητικός, ν’ αποφύγει το Μέτωπο και να παραμείνει στην Αθήνα ως στρατιωτικός σοφέρ, γεγονός που προκαλεί τη βαθύτατη περιφρόνησή της. Στη δεξίωση για τη δεύτερη επέτειο των γάμων τους εμφανίζεται στο σπίτι ένας βρόμικος φαντάρος που συστήνεται ως Μάρκος Κορτάσης. Ειν’ ο βαφτιστικός της Βιβίκας που τον βάφτισε, μικρή ακόμα, στην
Λιβαδιά, δεν τον έχει έκτοτε συναντήσει ποτέ αλλά, καθώς ο Κορτάσης βρίσκεται στο Μέτωπο, αλληλογραφεί θερμά μαζί του θεωρώντας τον ήρωα, έστω κι αν ειν’ ο μάγειρας του λόχου. Η Βιβίκα ενθουσιάζεται κι όταν ο Κορτάσης καλλωπίζεται αρχίζει να φλερτάρει μαζί του διότι, εκτός από ήρωας, είναι και νόστιμος αλλά και διότι θέλει να εκδικηθεί τον Ζαχαρούλη. Εμείς, όμως, μαθαίνουμε πως ο Κορτάσης δεν ειν’ ο Κορτάσης, αλλά ο Πέτρος Χαρμίδης, παντρεμένος αρχιτέκτονας απ’ το Αίγιο, που υπηρετεί στον ίδιο λόχο με τον βαφτιστικό. Ο...βεριτάμπλ Κορτάσης, αναλφάβητος, του ζητούσε ν’ απαντάει αυτός στη νονά του, μέχρι που τα θερμά γράμματά της
προκάλεσαν το ενδιαφέρον του Χαρμίδη και του ’ρθε η ιδέα να εκμεταλλευτεί το γεγονός: αντάλλαξε το (χωρίς, τότε, φωτογραφία) στρατιωτικό βιβλιάριό του με τον Κορτάση, πήρε και τη φωτογραφία της νονάς και παρουσιάστηκε ως Μάρκος Κορτάσης. Η Κική, παλιά φίλη της Βιβίκας απ’ το παρθεναγωγείο, έρχεται απ’ το Αίγιο να την παρακαλέσει να ζητήσει απ’ το Συνταγματάρχη θείο της, που ήξερε ότι υπηρετεί στο υπουργείο
Στρατιωτικών, να μεσολαβήσει για να πάρει ο άντρας της άδεια γιατί, όπως της έχει πει, ο λοχαγός του δεν του δίνει επειδή δεν έχει καλές σχέσεις μαζί του. Ο Συνταγματάρχης, όμως, είναι πια φρούραρχος στην Κέρκυρα. Εμείς μαθαίνουμε πως η Κική είναι γυναίκα του Χαρμίδη ο οποίος της έχει πει ψέματα ότι δεν του δίνουν άδεια, για να τη χρησιμοποιήσει, όταν την πάρει, να πάει ως Κορτάσης στην Βιβίκα για την οποία δεν ξέρει ότι είναι παλιά φίλη της συζύγου του. Στην οποία Βιβίκα εξομολογείται τον έρωτά του και τη φιλάει ακριβώς τη στιγμή που εμφανίζεται ξαφνικά ο Συνταγματάρχης θείος της που ήρθε στην Αθήνα. Η Βιβίκα, αιφνιδιασμένη, για να δικαιολογηθεί, τον παρουσιάζει ως άντρα της και τον Ζαχαρούλη, που ’ρχεται σε λίγο, ως τον βαφτιστικό της Κορτάση, απειλώντας τον να υποκριθεί για να μην αποκαλυφθεί το ψέμα της. Ο Συνταγματάρχης τους διηγείται στο γεύμα που του κάνουν -και το
οποίο εξελίσσεται σε φιάσκο γιατί υποχρεώνει τον ανίδεο από μαγειρική Ζαχαρούλη, που υποτίθεται πως ειν’ ο μάγειρας Κορτάσης, να μαγειρέψει- ότι, ερχόμενος απ’ την Πάτρα, γνώρισε στο τρένο μια χαριτωμένη κυρία. Απ’ τη συζήτηση, αποκαλύπτεται πως δεν ήταν άλλη απ’ την Κική Χαρμίδη. Η Κική, όταν έρχεται,
καθώς βλέπει ότι πολύ του αρέσει, τον φλερτάρει για να τον ρίξει πριν τον παρακαλέσει να φροντίσει για την άδεια του άντρα της. Αλλά, όταν ο Συνταγματάρχης φέρνει τον Χαρμίδη, που το ζεύγος Ζαχαρούλη θεωρεί Κορτάση, να τον γνωρίσει στην Κική ως σύζυγο της Βιβίκας, η αλήθεια αποκαλύπτεται κι οι δυο γυναίκες λιποθυμούν, όπως κι ο Ζαχαρούλης, καθώς ο Συνταγματάρχης, που τον θεωρεί Κορτάση, του ανακοινώνει πως ο ίδιος μετατίθεται στο
Σύνταγμα του Κορτάση και τον παίρνει μαζί του στο Μέτωπο. Ο Χαρμίδης δεν το βάζει κάτω: επινοεί, επιμένοντας πως ειν’ ο Κορτάσης, μια ιστορία. Ότι δήθεν μοιάζουν με τον Χαρμίδη σα δίδυμοι, ότι όλοι τούς μπερδεύουν, ακόμα κι η Κική που νόμισε πως ειν’ ο άντρας της. Η Κική πείθεται με αμφιβολίες. Εμφανίζεται, όμως, ο πραγματικός Κορτάσης, που επίσης πήρε άδεια, και ζητάει απ’ τον Χαρμίδη το βιβλιάριό του για να του δώσει το δικό του και να επιστρέψει στο Μέτωπο. Σταδιακά η αλήθεια αποκαλύπτεται σ’ όλους και για όλους, τα δυο ζευγάρια, τελικά, συμφιλιώνονται κι ο Συνταγματάρχης τους συγχωρεί ενώ κι ο βαφτιστικός δε μένει παραπονεμένος γιατί έχει ήδη σμίξει με μια
«δούλα» του ξενοδοχείου στο οποίο μένει. Ο Θεόφραστος Σακελλαρίδης μετασχημάτισε ταχύτατα τη γαλική φάρσα των Μορίς Eνεκέν, Πιερ Βεμπέρ, Ανρί ντε Κορς «Η κυρία κι ο βαφτιστικός της» (1916), που ’χε πρωτοπαρουσιαστεί στην Ελλάδα το 1917 απ’ την Κυβέλη και τον Αιμίλιο Βεάκη, στην οπερέτα «Ο βαπτιστικός» (1918) στην οποία υπέγραφε τη μουσική, το λιμπρέτο και τους στίχους κι η οποία επρόκειτο να εξελιχθεί στην κορυφαία ελληνική οπερέτα. Το κείμενο σήμερα ηχεί κάπως σαχλό και ξεπερασμένο και τ’ αστεία κι οι «σκαμπρόζικες» καταστάσεις μαραμένα αλλά η μουσική και τα ποικιλόμορφα τραγούδια του Σακελλαρίδη -που ’χει αντλήσει απ’ τη βιενέζικη οπερέτα-, με
πλούσια, εκχειλίζουσα μελωδικότητα, αποδεικνύονται διαχρονικά καθώς συνεχίζουν ν’ ακούγονται με τερπνά αποτελέσματα. Τον «Βαπ(φ)τιστικό» θέλησε να παρουσιάσει με τους «Μουσικούς της Καμεράτας-Ορχήστρας των Φίλων της Μουσικής», για δεύτερη φορά, μετά τη σεζόν 2011-2012, ο αρχιμουσικός Γιώργος Πέτρου «με αφορμή τα 100 χρόνια απ’ το πρώτο ανέβασμά του» (κάπως καθυστερημένα, καθώς αυτά συμπληρώθηκαν το απελθόν 2018,
γι αυτό, ίσως, αυτή η αναφορά αποσύρθηκε στη συνέχεια). Το θέμα είναι αν αυτό το ανέβασμα θα ’ταν αντάξιο του, έστω και καθυστερημένου, εορτασμού της επετείου. Λυπάμαι, αλλά δεν είναι. Έχω επανειλημμένα επαινέσει την «Καμεράτα», πριν αλλάξει κι αφού άλλαξε όνομα, έχω επαινέσει, ακόμα περισσότερο, τον Γιώργο Πέτρου ως αρχιμουσικό στις αλλεπάλληλες επιτυχίες του, τους έχω υποστηρίξει ως προς την αβελτηρία της Πολιτείας απέναντι στα επιτεύγματά τους αλλά φιλτέρα η αλήθεια (μου). Ο Γιώργος Πέτρου
ανέλαβε αυτή τη φορά και τη σκηνοθεσία. Το αποτέλεσμα μου φάνηκε πρόχειρο, βιαστικό, αμήχανο και μίζερο. Υπάρχουν ακόμα και στοιχειώδεις ελλείψεις στην mise en place. Εκείνη η ερωτική σκηνή Βιβίκας-Χαρμίδη στον καναπέ, θλιβερή... Εκείνες οι παρατάξεις της μικρής χορωδίας -του φωνητικά ικανοποιητικού αλλά περιστασιακού, απ’ ό,τι κατάλαβα, φωνητικού συνόλου «Armonia Atenea» (τ’ όνομα της «Καμεράτας» όταν ταξιδεύει ή ηχογραφεί στο εξωτερικό), τόσο άχαρες... Τα σκηνικά και τα κοστούμια της Γιωργίνας Γερμανού
συμπληρώνουν το ζοφερό αποτέλεσμα. Δεν υπήρχε ικανός προϋπολογισμός για την παράσταση, υποθέτω. Ε, ας μην την έκαναν. Τα σπετσάτα με τις, δίκην αρ ντεκό, φτηνιάρικες ταπετσαρίες και τα τρία κομμάτια-έπιπλα -ένας καναπές και δυο πολυθρόνες-, σε μια τεράστια, άδεια σκηνή, ποιον να πείσουν; Ποιον να πείσουν τα δήθεν λουσάτα κοστούμια -ο Θεός να τα πει κοστούμια...- που, προφανώς, ανασύρθηκαν -ή έτσι φαίνονται-, κακήν-κακώς, από βεστιάρια, αποθήκες και πατάρια; Τι να σώσουν οι φωτισμοί της Στέλλας Κάλτσου που, όταν κατεβαίνει, από ψηλά, ένας πίνακας ζωγραφικής -απ’ τις λίγες καλές στιγμές της παράστασης-, φωτίζει την κορνίζα κι όχι τον πίνακα; Η χαριστική βολή ειν’ οι χορογραφίες της Μιμής Αντωνάκη: ό,τι χειρότερο, ό,τι πιο παιδαριώδες έχω δει εδώ και
χρόνια. Οι δυο σκηνές με τους τσιγγάνους, ΕΤΣΙ ντυμένους κι ΕΤΣΙ χορογραφημένους -ένα άμορφο μπουλούκι, σαν αρκούδες
χοροπηδάνε...-, αγγίζουν τα όρια του γελοίου. Υπάρχει, βέβαια, το μουσικό μέρος. Ο Γιώργος Πέτρου, που ’χει χρησιμοποιήσει την
αυθεντική ενορχήστρωση του Σακελλαρίδη για την πρεμιέρα του 1918, ξέρει να οδηγεί, απ’ το πόντιουμ, την ορχήστρα σε άριστα αποτελέσματα. Αλλά ειν’ αυτό, όπως και το επί σκηνής έξοχο σόλο του καλού βιολονίστα Σέργκιου Ναστάζα ως τσιγγάνου, αρκετά; Η παράσταση -μουσική διδασκαλία Αθανασία Κυριακίδου- έχει προβλήματα και στη διανομή. Το ζεύγος Ζαχαρούλη, με τη συμπαθή φωνητικά αλλά δύσκαμπτη, ψυχρή και ποζάτη σοπράνο Ελένη Σταμίδου και τον ενοχλητικά υπερκινητικό και με υποκριτική που βασίζεται αποκλειστικά σε μούτες αλλά και με το στομφώδες -σωστό πάντως- τραγούδι και τις πρόζες με την ποσταρισμένη φωνή τενόρο Δημήτρη Ναλμπάντη χωρίς ίχνος
επαφής μεταξύ τους, δίνει τον καθοριστικό τόνο. Ο τενόρος Γιάννης Χριστόπουλος, μ’ εξαίρετη φωνή, ως Χαρμίδης τα καταφέρνει και στις πρόζες, όπως κι ο βαρύτονος Μάριος Σαραντίδης ως Συνταγματάρχης αλλά δεν έχουν σκηνοθέτη. Αμήχανο εισέπραξα τον Χάρη Αττώνη. Η παράσταση διαθέτει δυο πολύ ικανούς ηθοποιούς: τον Αργύρη Πανταζάρα στο ρόλο του Κορτάση και τη σπουδαία -χιούμορ, κίνηση, φωνή...- Άννα Κουτσαφτίκη ως Κική. Επίσης σκηνοθετικά ακαθοδήγητοι, τα βγάζουν πέρα -η Άννα Κουτσαφτίκη, ειδικά, ηθοποιός με γκάμα, κωμίκα πρώτης γραμμής, έχει απολαυστικές στιγμές αλλά οδηγείται σε υπερβολές χωρίς η σκηνοθεσία να τη συγκρατεί. Να σας συστήσω να δείτε την παράσταση για ν’ ακούσετε μόνο καλά
παιγμένες τις μουσικές του Σακελλαρίδη θα ’ταν καταχρηστικό από μέρους μου...
(Πρόγραμμα, παρά το επετειακό ανέβασμα για τα 100 -συν κάτι λίγο- χρόνια απ’ την πρεμιέρα της οπερέτας, δυστυχώς, δεν έχει εκδοθεί. Μόνον ένα φλάιερ έχει τυπωθεί και μια, δωρεάν βέβαια, πολυγραφημένη σελίδα με τους συντελεστές και τη διανομή της παράστασης και μ’ ένα σημείωμα του αρχιμουσικού-σκηνοθέτη. Σημειώνω πως, φέτος, στο θέατρο «Αθηναΐς», παρουσιάζεται κι η μήτρα της οπερέτας του Σακελλαρίδη, η φάρσα των Ενκέν, Βεμπέρ, ντε Κορς με τον τίτλο «Ο βαφτιστικός της κυρίας», σε διασκευή και σκηνοθεσία Χάρη Ρώμα).
Μέγαρο Μουσικής Αθηνών / Αίθουσα «Αλεξάνδρα Τριάντη», Μέγαρο Μουσικής Αθηνών-«Pure Art», 7 Ιανουαρίου 2019.
No comments:
Post a Comment