«Κάθε Τρίτη με τον Μόρι» (Μιτς Άλμπομ) των Τζέφρι Χάτσερ και Μιτς Άλμπομ / Σκηνοθεσία: Νικορέστης Χανιωτάκης.
Διακεκριμένος σ’ εθνική -αμερικάνικη- κλίμακα δημοσιογράφος του αθλητικού ρεπορτάζ -εφημερίδες, τηλεοράσεις, ραδιόφωνα...-, ο εγκατεστημένος στο Ντιτρόιτ Μιτς Άλμπομ, που ξεκίνησε από τζαζ πιανίστας αλλά, τελικά, κατέληξε στη δημοσιογραφία, μπλεγμένος στα γρανάζια της καριέρας του, παντρεμένος με μια τραγουδίστρια αλλά χωρίς παιδιά που τα θεωρούν περιττό βάρος, δεκάξι χρόνια μετά την αποφοίτησή του, το 1998, απ’ το πανεπιστήμιο, εντελώς τυχαία, βλέπει σε μια τηλεοπτική εκπομπή
τον άλλοτε καθηγητή του στην Κοινωνιολογία Μόρι Σουόρτς να μιλάει για την -χωρίς επιστροφή- αμυοτροφική πλευρική σκλήρυνση ή, άλλως, νόσο του Λου Γκέριγκ με την οποία παλεύει. Και θυμάται πως είχε υποσχεθεί τότε, δεκάξι χρόνια πριν, στον συγκινημένο Μόρι ότι θα διατηρούσε επαφή μαζί του -ήταν ο αγαπημένος του καθηγητής, δεν είχε χάσει ούτε ένα μάθημά του και, ουσιαστικά, ήταν ο μέντοράς του στον οποίο πολλά όφειλε.
Αλλά δεν τήρησε την υπόσχεση αυτή. Δεν τον είδε ποτέ ξανά. Ούτε ποτέ επικοινώνησε μαζί του. Η ζωή, η καριέρα τον παρέσυραν -έχει χάσει τον εαυτό του πια, από ένα κινητό κρέμεται. Παίρνει το αεροπλάνο για την Βοστόνη -σ’ ένα προάστιό της μένει ο Μόρι- και πηγαίνει να τον συναντήσει -ένας φόρος τιμής, ένας αποχαιρετισμός. Η συνάντηση, που για τον Μιτς ήταν κάτι σαν υποχρέωση, κάτι σαν διεκπεραίωση μιας υπόσχεσης που δεν είχε τηρηθεί, κάτι σα συναισθηματική παρένθεση στην επαγγελματική δίνη που τον έχει καταπιεί, μετά τη συζήτησή τους, αναδεικνύεται σε κομβικό σημείο για την αναθεώρηση του τρόπου ζωής του. Νοιώθει ότι πρέπει να γυρίσει.
Και γυρίζει. Μετά από μια εξαντλητική περίοδο δουλειάς, μια Τρίτη. Και ξεκινούν με το Δάσκαλό του μια σειρά μαθημάτων. Ζωής πια. Κάθε Τρίτη, επί δεκατέσσερις Τρίτες -και δεν είναι τόσο εύκολο για τον Μιτς, Ντιτρόιτ-Βοστόνη, κάπου δυο ώρες με το αεροπλάνο- ο Μιτς ρωτάει, ο Μόρι απαντάει, χωρίς αυτό να τυποποιηθεί, με τον Μιτς να φέρνει πια μαζί του και κασετόφωνο για να καταγράφει τις συζητήσεις τους. Σκοπός του, κατ’ επιθυμία του Μόρι, να γράψει ένα βιβλίο, καρπό αυτών των συζητήσεών τους. Μιλούν για τα χρήματα και την απληστία που
ροκανίζουν τη ζωή, για την αγάπη προς το συνάνθρωπο, για τη συντροφικότητα, για το γάμο, για την οικογένεια, για τα συναισθήματα, για τα δάκρυα που δεν πρέπει να τα αποφεύγουμε ή να τα καταπνίγουμε, για το φόβο, για τη συγχώρηση, για τα γηρατειά, για το θάνατο και την αποδοχή του, θέμα για το οποίο ο
Μόρι πολλά έχει και μπορεί να πει καθώς τον βιώνει πια το θάνατο, ο θάνατος βρίσκεται επί θύραις -εν συνόψει μιλούν για το νόημα της ζωής. Αλλά μιλούν και για το χορό που ο Μόρι λάτρευε κι αναγκάστηκε, λόγω της κατάστασής του, να εγκαταλείψει κι αυτό είναι που τον έχει πειράξει περισσότερο, ο Μόρι μιλάει για τη μάνα που έχασε στα οκτώ του χρόνια, για τις τύψεις του που έκανε πως δεν την άκουγε όταν τον φώναζε κοντά της γιατί, παιδάκι ακόμα, φοβόταν το θάνατο που ερχόταν, για τον ροσοεβρέο μετανάστη
πατέρα του που διέγραψε εντελώς τη νεκρή γυναίκα του απ’ την οποία ο Μόρι δεν είχε τίποτα να του την θυμίζει -ούτε μια φωτογραφία- παρά μόνον το τηλεγράφημα που τους έστειλαν απ’ το νοσοκομείο ότι πέθανε, για την Ρουμάνα Εύα που ’γινε η μητριά του, όταν ο πατέρας του ξαναπαντρεύτηκε, αλλά αγάπησε κι αυτόν και τον αδελφό του, όπως κι αυτοί την αγάπησαν, για την αυγοσαλάτα που λατρεύει, για την κηδεία του που οργάνωσε ζωντανός ακόμα (!) γιατί δεν ήθελε να χάσει αυτά που θα ’λεγαν γι αυτόν, για το επίγραμμα που ετοιμάζει για τον τάφο του, μιλάει
για τη γυναίκα του, σύντροφο ολόκληρης ζωής, και τους δυο γιους του -κανείς απ’ τους τρεις δεν εμφανίζεται στο έργο-, ο Μιτς, που τον αποκαλούσε και τον αποκαλεί «κόουτς» -«προπονητή»- θυμάται το θείο του τον οποίο υπεραγαπούσε και που πέθανε από καρκίνο επώδυνο, για τα προβλήματά του στη δουλειά, μιλάει στον Μόρι για τη γυναίκα του, την Τζανίν, που ’ναι τραγουδίστρια, η
Τζανίν, μια απ’ τις Τρίτες, θα ’ρθει -στους θεατές παραμένει αόρατη- να γνωρίσει τον Μόρι και θα του τραγουδήσει όταν της το ζητήσει... Από Τρίτη σε Τρίτη ο Μόρι χειροτερεύει μέχρι που «δεν μπορεί πια να σκουπίσει τον πισινό του» -η έσχατη ταπείνωση- αλλά το χιούμορ κι ο αυτοσαρκασμός δε θα τον εγκαταλείψουν
ποτέ. Μέχρι το τέλος. Ο Μιτς Άλμπομ, μετά το θάνατο του Δασκάλου του (στην πραγματικότητα το 1995 αλλά οι ημερομηνίες στην παράσταση έχουν αλλάξει), στα 78 του χρόνια, κι ενώ συνεχίζει να πηγαίνει στον τάφο του και να «μιλάει» μαζί του, όπως του το ’χε ζητήσει, θα γράψει και θα εκδώσει (1997), το βιβλίο που σχεδίαζαν: την αυτοβιογραφική
μαρτυρία του «Κάθε Τρίτη με τον Μόρι». Ένα βιβλίο γλαφυρό, αλλά, που όσο κι αν δεν το θέλει, στην κατηγορία των ιδιαίτερα δημοφιλών στις ΗΠΑ βιβλίων «αυτοβελτίωσης» θα το κατέτασσα. Το βιβλίο αυτό διασκευάστηκε (2002), με τον ίδιο τίτλο, απ’ τον
Τζέφρι Χάτσερ και το συγγραφέα του για το θέατρο -ένα έργο για δυο πρόσωπα. Ένα έργο με τις αμερικάνικες ευκολίες κι αφέλειές του αλλά, παρά το ζοφερό θέμα του, γραμμένο με πολύ χιούμορ και, τελικά, καθόλου ζοφερό, που κυλάει με θεατρικότητα. Πήγα στην παράσταση με τρεις φόβους. Φοβόμουν πώς θα το αντιμετωπίσει ο πολυπράγμων νεαρός Νικορέστης Χανιωτάκης που του ανέθεσαν τη σκηνοθεσία. Διαψεύστηκα -πρώτη διάψευση. Αντιμετώπισε το έργο χαλαρά
αλλά με προσοχή στις λεπτομέρειες, χωρίς μελοδραματικές κορόνες, κρατώντας άριστες ισορροπίες ανάμεσα στο δράμα και στο χιούμορ, χωρίς να το βαρύνει αλλά και χωρίς να το ελαφρύνει, σε μια παράσταση όπου οι πολλές σκηνές ρέουν απρόσκοπτα με πολύ καλούς ρυθμούς. Το στρωτό κείμενο (απόδοση του ίδιου του σκηνοθέτη μαζί με τον Γρηγόρη Βαλτινό της μετάφρασης του Ζαφείρη Χαϊτίδη, τα πολύ καλά βολεμένα στο μικρό χώρο του θεάτρου και καλαίσθητα σκηνικά του Γιάννη Μουρίκη, άριστα φωτισμένα απ’ τον Νίκο Βλασόπουλο, τα σωστά κοστούμια του Γιώργου Σεγρεδάκη κι η εξαίρετη, καίρια χρήση της μουσικής -συγκλονιστική η σκηνή με την α καπέλα εκτέλεση, απ’ την υπέροχη Λάνα Ντελ Ρέι, του τραγουδιού της (που πρωτακούστηκε στον «Υπέροχο Γκάτσμπι», την ταινία του Μπαζ Λούρμαν)
«Young and beautiful» («Νέα κι όμορφη») που επανέρχεται στο φινάλε- εξυπηρετούν την παράσταση ουσιαστικά. Οπωσδήποτε, σ’ ένα διαλογικό, βασικά, έργο με δυο πρόσωπα το κύριο βάρος έχουν οι ηθοποιοί. Ο Γιάννης Σαρακατσάνης, παρά τους φόβους μου ότι, αν και ταλαντούχος, έχει εξελιχθεί σε υπερεκτεθειμένο διασκεδαστή αφήνοντας κατά μέρος τον ηθοποιό, με διέψευσε -διάψευση δεύτερη. Έχει πλάσει τον Μιτς με περίσκεψη, μέτρο, χιούμορ και συγκίνηση πολύ καλά ισορροπημένα και στέκεται, ως ίσος προς ίσον, απέναντι στον Γρηγόρη Βαλτινό. Βέβαια ο Γρηγόρης Βαλτινός-Μόρι είναι το γεγονός της παράστασης. Παρά τους φόβους μου ότι το μικρό θέατρο δεν ταιριάζει στην έντονη θεατρικότητά του -την εγκλωβίζει- επίσης διαψεύστηκα -διάψευση τρίτη. Καταφέρνει να θέσει τη θεατρικότητα αυτή σε μικρότερη κλίμακα και θριαμβεύει:
λαμπερός, ακτινοβόλος, χαριτωμένος στη σκηνή του παρελθόντος, μετατρέπεται, στην επόμενη, σ’ έναν ταλαιπωρημένο απ’ την αρρώστια γέροντα που δεν το βάζει, όμως, κάτω. Και καταφέρνει,
από σκηνή σε σκηνή, από συνάντηση σε συνάντηση με τον Μιτς, να πείθει απόλυτα ότι βαθμιαία καταρρέει. Χωρίς υπερβολές, χωρίς μελοδραματισμούς και μ’ ένα ευεργετικό χιούμορ να υπονομεύει κάθε θλιβερή αίσθηση. Με υπέροχη κίνηση, με υπέροχη φωνή δίνει
έναν Μόρι βαθύτατα ανθρώπινο, βαθύτατα συγκινητικό, άμεσο
αλλά ποτέ μ’ εύκολα ή φτηνιάρικα μέσα: ένας εύπλαστος, χαρισματικός Θεατρίνος, απόλυτα ώριμος, μ’ ευρύτατη γκάμα, ίσως ο κορυφαίος ρολίστας της γενιάς του, που θριαμβεύει. Νομίζω πως οι μεγάλοι κλασικοί ρόλοι τον περιμένουν. Μας τους οφείλει. Όσο είναι καιρός. Δείτε την παράσταση. Για την ευτυχή καλλιτεχνική συγκυρία, Και, κυρίως, για τον Βαλτινό (Φωτογραφίες: Αγγελική Κοκοβέ).
Διακεκριμένος σ’ εθνική -αμερικάνικη- κλίμακα δημοσιογράφος του αθλητικού ρεπορτάζ -εφημερίδες, τηλεοράσεις, ραδιόφωνα...-, ο εγκατεστημένος στο Ντιτρόιτ Μιτς Άλμπομ, που ξεκίνησε από τζαζ πιανίστας αλλά, τελικά, κατέληξε στη δημοσιογραφία, μπλεγμένος στα γρανάζια της καριέρας του, παντρεμένος με μια τραγουδίστρια αλλά χωρίς παιδιά που τα θεωρούν περιττό βάρος, δεκάξι χρόνια μετά την αποφοίτησή του, το 1998, απ’ το πανεπιστήμιο, εντελώς τυχαία, βλέπει σε μια τηλεοπτική εκπομπή
τον άλλοτε καθηγητή του στην Κοινωνιολογία Μόρι Σουόρτς να μιλάει για την -χωρίς επιστροφή- αμυοτροφική πλευρική σκλήρυνση ή, άλλως, νόσο του Λου Γκέριγκ με την οποία παλεύει. Και θυμάται πως είχε υποσχεθεί τότε, δεκάξι χρόνια πριν, στον συγκινημένο Μόρι ότι θα διατηρούσε επαφή μαζί του -ήταν ο αγαπημένος του καθηγητής, δεν είχε χάσει ούτε ένα μάθημά του και, ουσιαστικά, ήταν ο μέντοράς του στον οποίο πολλά όφειλε.
Αλλά δεν τήρησε την υπόσχεση αυτή. Δεν τον είδε ποτέ ξανά. Ούτε ποτέ επικοινώνησε μαζί του. Η ζωή, η καριέρα τον παρέσυραν -έχει χάσει τον εαυτό του πια, από ένα κινητό κρέμεται. Παίρνει το αεροπλάνο για την Βοστόνη -σ’ ένα προάστιό της μένει ο Μόρι- και πηγαίνει να τον συναντήσει -ένας φόρος τιμής, ένας αποχαιρετισμός. Η συνάντηση, που για τον Μιτς ήταν κάτι σαν υποχρέωση, κάτι σαν διεκπεραίωση μιας υπόσχεσης που δεν είχε τηρηθεί, κάτι σα συναισθηματική παρένθεση στην επαγγελματική δίνη που τον έχει καταπιεί, μετά τη συζήτησή τους, αναδεικνύεται σε κομβικό σημείο για την αναθεώρηση του τρόπου ζωής του. Νοιώθει ότι πρέπει να γυρίσει.
Και γυρίζει. Μετά από μια εξαντλητική περίοδο δουλειάς, μια Τρίτη. Και ξεκινούν με το Δάσκαλό του μια σειρά μαθημάτων. Ζωής πια. Κάθε Τρίτη, επί δεκατέσσερις Τρίτες -και δεν είναι τόσο εύκολο για τον Μιτς, Ντιτρόιτ-Βοστόνη, κάπου δυο ώρες με το αεροπλάνο- ο Μιτς ρωτάει, ο Μόρι απαντάει, χωρίς αυτό να τυποποιηθεί, με τον Μιτς να φέρνει πια μαζί του και κασετόφωνο για να καταγράφει τις συζητήσεις τους. Σκοπός του, κατ’ επιθυμία του Μόρι, να γράψει ένα βιβλίο, καρπό αυτών των συζητήσεών τους. Μιλούν για τα χρήματα και την απληστία που
ροκανίζουν τη ζωή, για την αγάπη προς το συνάνθρωπο, για τη συντροφικότητα, για το γάμο, για την οικογένεια, για τα συναισθήματα, για τα δάκρυα που δεν πρέπει να τα αποφεύγουμε ή να τα καταπνίγουμε, για το φόβο, για τη συγχώρηση, για τα γηρατειά, για το θάνατο και την αποδοχή του, θέμα για το οποίο ο
Μόρι πολλά έχει και μπορεί να πει καθώς τον βιώνει πια το θάνατο, ο θάνατος βρίσκεται επί θύραις -εν συνόψει μιλούν για το νόημα της ζωής. Αλλά μιλούν και για το χορό που ο Μόρι λάτρευε κι αναγκάστηκε, λόγω της κατάστασής του, να εγκαταλείψει κι αυτό είναι που τον έχει πειράξει περισσότερο, ο Μόρι μιλάει για τη μάνα που έχασε στα οκτώ του χρόνια, για τις τύψεις του που έκανε πως δεν την άκουγε όταν τον φώναζε κοντά της γιατί, παιδάκι ακόμα, φοβόταν το θάνατο που ερχόταν, για τον ροσοεβρέο μετανάστη
πατέρα του που διέγραψε εντελώς τη νεκρή γυναίκα του απ’ την οποία ο Μόρι δεν είχε τίποτα να του την θυμίζει -ούτε μια φωτογραφία- παρά μόνον το τηλεγράφημα που τους έστειλαν απ’ το νοσοκομείο ότι πέθανε, για την Ρουμάνα Εύα που ’γινε η μητριά του, όταν ο πατέρας του ξαναπαντρεύτηκε, αλλά αγάπησε κι αυτόν και τον αδελφό του, όπως κι αυτοί την αγάπησαν, για την αυγοσαλάτα που λατρεύει, για την κηδεία του που οργάνωσε ζωντανός ακόμα (!) γιατί δεν ήθελε να χάσει αυτά που θα ’λεγαν γι αυτόν, για το επίγραμμα που ετοιμάζει για τον τάφο του, μιλάει
για τη γυναίκα του, σύντροφο ολόκληρης ζωής, και τους δυο γιους του -κανείς απ’ τους τρεις δεν εμφανίζεται στο έργο-, ο Μιτς, που τον αποκαλούσε και τον αποκαλεί «κόουτς» -«προπονητή»- θυμάται το θείο του τον οποίο υπεραγαπούσε και που πέθανε από καρκίνο επώδυνο, για τα προβλήματά του στη δουλειά, μιλάει στον Μόρι για τη γυναίκα του, την Τζανίν, που ’ναι τραγουδίστρια, η
Τζανίν, μια απ’ τις Τρίτες, θα ’ρθει -στους θεατές παραμένει αόρατη- να γνωρίσει τον Μόρι και θα του τραγουδήσει όταν της το ζητήσει... Από Τρίτη σε Τρίτη ο Μόρι χειροτερεύει μέχρι που «δεν μπορεί πια να σκουπίσει τον πισινό του» -η έσχατη ταπείνωση- αλλά το χιούμορ κι ο αυτοσαρκασμός δε θα τον εγκαταλείψουν
ποτέ. Μέχρι το τέλος. Ο Μιτς Άλμπομ, μετά το θάνατο του Δασκάλου του (στην πραγματικότητα το 1995 αλλά οι ημερομηνίες στην παράσταση έχουν αλλάξει), στα 78 του χρόνια, κι ενώ συνεχίζει να πηγαίνει στον τάφο του και να «μιλάει» μαζί του, όπως του το ’χε ζητήσει, θα γράψει και θα εκδώσει (1997), το βιβλίο που σχεδίαζαν: την αυτοβιογραφική
μαρτυρία του «Κάθε Τρίτη με τον Μόρι». Ένα βιβλίο γλαφυρό, αλλά, που όσο κι αν δεν το θέλει, στην κατηγορία των ιδιαίτερα δημοφιλών στις ΗΠΑ βιβλίων «αυτοβελτίωσης» θα το κατέτασσα. Το βιβλίο αυτό διασκευάστηκε (2002), με τον ίδιο τίτλο, απ’ τον
Τζέφρι Χάτσερ και το συγγραφέα του για το θέατρο -ένα έργο για δυο πρόσωπα. Ένα έργο με τις αμερικάνικες ευκολίες κι αφέλειές του αλλά, παρά το ζοφερό θέμα του, γραμμένο με πολύ χιούμορ και, τελικά, καθόλου ζοφερό, που κυλάει με θεατρικότητα. Πήγα στην παράσταση με τρεις φόβους. Φοβόμουν πώς θα το αντιμετωπίσει ο πολυπράγμων νεαρός Νικορέστης Χανιωτάκης που του ανέθεσαν τη σκηνοθεσία. Διαψεύστηκα -πρώτη διάψευση. Αντιμετώπισε το έργο χαλαρά
αλλά με προσοχή στις λεπτομέρειες, χωρίς μελοδραματικές κορόνες, κρατώντας άριστες ισορροπίες ανάμεσα στο δράμα και στο χιούμορ, χωρίς να το βαρύνει αλλά και χωρίς να το ελαφρύνει, σε μια παράσταση όπου οι πολλές σκηνές ρέουν απρόσκοπτα με πολύ καλούς ρυθμούς. Το στρωτό κείμενο (απόδοση του ίδιου του σκηνοθέτη μαζί με τον Γρηγόρη Βαλτινό της μετάφρασης του Ζαφείρη Χαϊτίδη, τα πολύ καλά βολεμένα στο μικρό χώρο του θεάτρου και καλαίσθητα σκηνικά του Γιάννη Μουρίκη, άριστα φωτισμένα απ’ τον Νίκο Βλασόπουλο, τα σωστά κοστούμια του Γιώργου Σεγρεδάκη κι η εξαίρετη, καίρια χρήση της μουσικής -συγκλονιστική η σκηνή με την α καπέλα εκτέλεση, απ’ την υπέροχη Λάνα Ντελ Ρέι, του τραγουδιού της (που πρωτακούστηκε στον «Υπέροχο Γκάτσμπι», την ταινία του Μπαζ Λούρμαν)
«Young and beautiful» («Νέα κι όμορφη») που επανέρχεται στο φινάλε- εξυπηρετούν την παράσταση ουσιαστικά. Οπωσδήποτε, σ’ ένα διαλογικό, βασικά, έργο με δυο πρόσωπα το κύριο βάρος έχουν οι ηθοποιοί. Ο Γιάννης Σαρακατσάνης, παρά τους φόβους μου ότι, αν και ταλαντούχος, έχει εξελιχθεί σε υπερεκτεθειμένο διασκεδαστή αφήνοντας κατά μέρος τον ηθοποιό, με διέψευσε -διάψευση δεύτερη. Έχει πλάσει τον Μιτς με περίσκεψη, μέτρο, χιούμορ και συγκίνηση πολύ καλά ισορροπημένα και στέκεται, ως ίσος προς ίσον, απέναντι στον Γρηγόρη Βαλτινό. Βέβαια ο Γρηγόρης Βαλτινός-Μόρι είναι το γεγονός της παράστασης. Παρά τους φόβους μου ότι το μικρό θέατρο δεν ταιριάζει στην έντονη θεατρικότητά του -την εγκλωβίζει- επίσης διαψεύστηκα -διάψευση τρίτη. Καταφέρνει να θέσει τη θεατρικότητα αυτή σε μικρότερη κλίμακα και θριαμβεύει:
λαμπερός, ακτινοβόλος, χαριτωμένος στη σκηνή του παρελθόντος, μετατρέπεται, στην επόμενη, σ’ έναν ταλαιπωρημένο απ’ την αρρώστια γέροντα που δεν το βάζει, όμως, κάτω. Και καταφέρνει,
από σκηνή σε σκηνή, από συνάντηση σε συνάντηση με τον Μιτς, να πείθει απόλυτα ότι βαθμιαία καταρρέει. Χωρίς υπερβολές, χωρίς μελοδραματισμούς και μ’ ένα ευεργετικό χιούμορ να υπονομεύει κάθε θλιβερή αίσθηση. Με υπέροχη κίνηση, με υπέροχη φωνή δίνει
έναν Μόρι βαθύτατα ανθρώπινο, βαθύτατα συγκινητικό, άμεσο
αλλά ποτέ μ’ εύκολα ή φτηνιάρικα μέσα: ένας εύπλαστος, χαρισματικός Θεατρίνος, απόλυτα ώριμος, μ’ ευρύτατη γκάμα, ίσως ο κορυφαίος ρολίστας της γενιάς του, που θριαμβεύει. Νομίζω πως οι μεγάλοι κλασικοί ρόλοι τον περιμένουν. Μας τους οφείλει. Όσο είναι καιρός. Δείτε την παράσταση. Για την ευτυχή καλλιτεχνική συγκυρία, Και, κυρίως, για τον Βαλτινό (Φωτογραφίες: Αγγελική Κοκοβέ).
(Το πρόγραμμα της παράστασης είναι ενσωματωμένο στο βιβλίο «Κάθε Τρίτη με τον Μόρι» του Μιτς Άλμπομ, μήτρα του θεατρικού έργου, με τον επίλογο του συγγραφέα στην επετειακή έκδοση των 20 χρόνων της πρώτης, σε μετάφραση Γιάννη Σπανδωνή -εκδόσεις «Διόπτρα»).
Θέατρο «Ιλίσια/Βολανάκης», 3 Ιανουαρίου 2019.
No comments:
Post a Comment