«Κλέφτες καταστημάτων» / Σκηνοθεσία: Χιρόκαζου Κορέ-εντα.
Τα
σύγχρονα Οικονομικά Θαύματα περιορίζονται στο κέντρο των σύγχρονων
μητροπόλεων του καπιταλισμού, άντε και να γίνονται εμφανή στα «βόρεια
(-ή και «νότια») προάστιά» τους, τα πολυτελή κι ασφαλή. Έτσι και το
Ιαπωνικό Οικονομικό Θαύμα: το Ιαπωνικό Όνειρο δεν αφορά τους
φτωχοδιάβολους στις παραγκογειτονιές
του Τόκιο.
Εκεί ζουν όπως λάχει κι όπως τα καταφέρνουν -πολύ πρόσφατο το «Dogman»
του Ματέο Γκαρόνε, με την παραγκούπολη της Μαλιάνα, στην περιφέρεια της
Ρόμης-«Αιώνιας Πόλης», και το λούμπεν προλεταριάτο της, για να βρούμε
εύκολα τις αναλογίες… Έτσι, στα -πολύ- δύσκολα ζει η οικογένεια Σιμπάτα.
Σε μια φτωχογειτονιά του Τόκιο. Σε μια τρώγλη
στιβαγμένοι
όλοι: ο πατέρας Οσάμου, η μάνα Νομπούγιο, ο γιος Σότα, η Χατσούε, που
τους στεγάζει στο σπίτι της, γιαγιά της Ναμπούγιο, η θεία Άκι, έφηβη
αδελφή της μάνας κι επίσης εγγονή της Χατσούε -μ’ αυτές τις σχέσεις
μεταξύ τους τους προσδιορίζουμε, αρχικά. Ο Οσάμου, που δουλεύει σ’
εργοτάξιο, θα σπάσει τον αστράγαλό του στη δουλειά, ακυρώνεται ως
εργατικό δυναμικό αλλά αποζημίωση δε δικαιούται. Η μάνα δουλεύει σε
μεγάλο πλυντήριο ρούχων. Η Άκι δείχνει τα κάλλη της στους πελάτες σε
καμπίνα πιπ σόου. Κι η γιαγιά έχει μια σύνταξη με την οποία τους
στηρίζει. Δεν αρκούν, όμως, αυτά για να επιζήσουν. Οπότε, ο Οσάμου κι ο
μικρός Σότα «επαγγέλλονται» και
τους
μικροκλέφτες καταστημάτων: κλέβουν τρόφιμα για τον επιούσιο κι
απαραίτητα μικροπράγματα από σούπερ μάρκετ και μίνι μάρκετ, εφαρμόζοντας
τη φιλοσοφία του Οσάμου πως ό,τι δεν έχει πουληθεί δεν έχει ιδιοκτήτη
-που προσεγγίζει τη θεωρία του Πιερ Ζοζέφ Προυντόν, του θεωρητικού του
αναρχισμού, τον 19ο αιώνα, ότι «η ιδιοκτησία είναι κλοπή». Η Νομπούγιο,
πάλι, σουφρώνει ό,τι βρίσκει ξεχασμένο στις τσέπες
των
ρούχων που της δίνουν για πλύσιμο. Είναι μια πολύ φτωχή -που δε θα τη
συμπλήρωνε ο προσδιορισμός «πλην όμως τιμία»...- οικογένεια οι Σιμπάτα.
Αλλά καθόλου δυστυχισμένη: απενοχοποιημένη, χαρούμενη, δεμένη,
αγαπημένη. Αντιμετωπίζουν τη ζωή κατάματα. Ώσπου, μια παγωμένη βραδιά, ο
Οσάμου κι ο Σότα
περιμαζεύουν στο σπίτι τους την Γιουρί, ένα παρατημένο, κλεισμένο στο μπαλκόνι ενός διαμερίσματος, κλαμμένο κοριτσάκι που βρήκαν γυρίζοντας από μια καρποφόρα «επιχείρηση» σε
σούπερ μάρκετ. Αφού εντοπίσουν στο κορμάκι της σημάδια κακοποίησης,
προφανώς απ’ τους γονείς της, αποφασίζουν να την κρατήσουν, χωρίς
πουθενά να το δηλώσουν: θα γίνει το κοριτσάκι της οικογένειας Σιμπάτα.
Όταν βλέπουν στην τηλεόραση πως την αναζητούν, της αλλάζουν τα ρούχα
της, της κόβουν τα μαλάκια της
για ν’ αλλάξει όψη, τη βγάζουν Λιν κι ο Οσάμου αρχίζει να τη μαθαίνει να κλέβει -είναι το μόνο που ξέρει, όπως, αργότερα, θα
πει. Στο μεταξύ, στη δουλειά της Νομπούγιο κάνουν μείωση προσωπικού και
μια υπό απόλυση συνάδελφός της την εκβιάζει ότι ξέρει για το κοριτσάκι
και την εξαναγκάζει να πάρει τη θέση της στους απολυμένους -κι αυτή
χωρίς δουλειά μένει. Η γιαγιά πεθαίνει
στον
ύπνο της. Ούτε το θάνατό της δηλώνουν. Τη θάβουν κρυφά, κάτω απ’ το
σπίτι, και συνεχίζουν να εισπράττουν τη σύνταξή της. Ώσπου, σε μια απ’
τις κλοπές, αντιλαμβάνονται και καταδιώκουν τον Σότα -που ’χε αρχίσει να
αμφισβητεί τις «αρχές» του Οσάμου-, το παιδί πηδάει από μια γέφυρα,
σπάζει το πόδι του και συλλαμβάνεται. Η αστυνομία αρχίζει να ξετυλίγει
το νήμα: ανακαλύπτουν την Γιούρι -πρόκειται για απαγωγή- και την
επιστρέφουν στους γονείς της, ανακαλύπτουν τον τάφο της γιαγιάς και την
απάτη με τη σύνταξή της, ανακαλύπτουν ένα έγκλημα
πάθους
-τη δολοφονία του βάρβαρου πρώην εραστή της Νομπούγιο απ’ τον Οσάμου
και την ίδια, η οποία, όμως, παίρνει όλη την ευθύνη πάνω της και
φυλακίζεται. Κι εμείς οι θεατές ανακαλύπτουμε πως η Χατσούε δεν ήταν
γιαγιά της Νομπούγιο αλλά απλώς τους στέγαζε. Όπως και την Άκι που ήταν
εγγονή του μακαρίτη του άντρα της -ο οποίος την είχε εγκαταλείψει-, κόρη
του γιου του απ’ τη δεύτερη γυναίκα του, ότι το κορίτσι το ’χε σκάσει
απ’ το σπίτι του, κι ότι οι γονείς της, που νόμιζαν -ή έλεγαν ότι
νόμιζαν- πως βρίσκεται στην Αυστραλία ήταν το ζευγάρι που η Χατσούε
τακτικά επισκεπτόταν, χωρίς να του αποκαλύψει ότι το κορίτσι μένει μαζί
της,
και που της έδινε λεφτά. Κι ότι ο Σότα, που ’χει καταλήξει στο
ορφανοτροφείο, δεν είναι γιος του Οσάμου -γι αυτό και το παιδί δεν ήθελε
να τον φωνάζει «πατέρα»- και της Νομπούγιο που, όταν την επισκέπτονται
με τον Οσάμου στη φυλακή, του αποκαλύπτει ότι τον είχαν πάρει μαζί τους
από ένα αυτοκίνητο που ’χαν σπάσει για να κλέψουν κι όπου τον βρήκαν
κλειδωμένο και του δίνει λεπτομέρειες μήπως και βρει τους γονείς του. Το
αγόρι, παραβαίνοντας τον κανονισμό του ορφανοτροφείου μένει τη νύχτα
στο σπίτι, με τον Οσάμου. Το πρωί, πριν γυρίσει, του αποκαλύπτει ότι
άφησε επίτηδες να το συλλάβουν αλλά για πρώτη φορά κάνει αυτό που ο
Οσάμου του ζητούσε και δεν ήθελε να το κάνει : τον αποκαλεί «πατέρα».
Όσο για την Γιούρι, οι φυσικοί γονείς της την έψαχναν μεν, συνεχίζουν να
την παραμελούν δε... Η οικογένεια Σιμπάτα καθόλου Αγία δεν ήταν, τα
μέλη της καθόλου αθώα δεν ήταν, δεν ήταν καν οικογένεια αλλά οι τρυφεροί
δεσμοί της ήταν πιο ουσιαστικοί από εξ αίματος
οικογένειας
-η σκηνή που πηγαίνουν στη θάλασσα είναι εύγλωττη. Η οικογένεια Σιμπάτα
δεν υπάρχει ως οικογένεια. Ή, μήπως, αυτή είναι η ιδανική οικογένεια; Ο
Ιάπωνας Χιρόκαζου Κορέ-εντα με τους «Κλέφτες καταστημάτων»
(«万引き家族»/«Manbiki Kazoku»/«Shoplifters»,
2018, άχαρη η μετάφραση του τίτλου) -δικό του, το σενάριο- προχωράει σε
μια κυτταρολογική εξέταση: εξετάζει το πάσχον κοινωνικό κύτταρο που
ονομάζουμε οικογένεια. Απ’ τα αποτελέσματα της «εξέτασης» αυτής
συνάγεται ότι τα μέλη της οικογένειας, τελικά, δεν τα συνέχουν οι δεσμοί
αίματος αλλά οι δεσμοί αγάπης, φροντίδας, νοιαξίματος αλλά κι η αίσθηση
ελευθερίας που υπάρχει μεταξύ τους. Κι αυτή η κυτταρολογική εξέταση
γίνεται με όρους ψύχραιμους αλλά όχι ψυχρούς. Η ταινία του Κορέ-εντα
πάλλεται από τρυφερότητα κι από ανθρωπισμό -προσέξτε την ερωτική σκηνή
Οσάμου-Νομπούγιο-, συγκινεί χωρίς
ούτε μια στιγμή να γίνεται μελοδραματική και καθόλου δεν της λείπει το
χιούμορ. Ο Κορέ-εντα κάνει μια ταινία πολιτική με τους όρους ενός Κεν
Λόουτς αλλά έμμεσα καταγγελτική: κατά της όλο και πιο ταξικής κοινωνίας
της χώρας
του,
της όλο και μεγαλύτερης οικονομικής κι όχι μόνο ανισότητας που
δημιουργείται: δε δικαιολογεί, εξηγεί. Η ταινία του, ελλειπτική,
λακωνική, ακριβής, μ’ απόηχους απ’ τον «Κλέφτη ποδηλάτων» του Ντε Σίκα,
από Όζου, από Ντίκενς, απ’ την «Όπερα της πεντάρας» του Μπρεχτ -«πρώτα η μάσα και μετά η ηθική»...-, υπηρετείται από μια ομάδα ηθοποιών εξαίρετα οδηγημένων. Θα σταθώ, όμως, στην γηραιά Χατσούε της Κιρίν Κίκι και στο υπέροχο
No comments:
Post a Comment