«Έξι μαθήματα χορού σε έξι βδομάδες» του Ρίτσαρντ Αλφιέρι / Σκηνοθεσία: Δημοσθένης Παπαδόπουλος
Εκείνη: Λίλι Χάρισον. Ετών 65, σύζυγος κληρικού, συνταξιούχος εκπαιδευτικός -κάπου στην Φλόριντα. Ζητάει από εξειδικευμένο γραφείο ένα δάσκαλο χορού: έξι μαθήματα, ένα κάθε βδομάδα, όταν θα λείπει ο σύζυγός της απ’ το σπίτι. Εκείνος: Μάικλ Μινέτι.
Αρκετά νεότερος, παντρεμένος με μια κτηνίατρο, πρώην χορευτής, που ξεκινάει καριέρα χοροδιδάσκαλου. Έτσι συστήνονται. Το πρώτο μάθημα δεν πάει καλά. Εκείνη, ανασφαλής, ψυχρή, αντιπαθητική, στεγνή, ξινή, τον αντιμετωπίζει αφ’ υψηλού, σχεδόν επιθετικά -λύκαινα!-, εκείνος, μυγιάγγιχτος, γίνεται επιθετικότερος και την αφήνει εμβρόντητη με τις βρισιές που της εκτοξεύει. Η
Λίλι αποπειράται να καλέσει το γραφείο για ν’ ακυρώσει τα μαθήματα. Δεν την αφήνει -της ζητάει συγγνώμη και την παρακαλάει να συνεχίσουν γιατί έχει ανάγκη τα λεφτά αυτά. Θα την πείσει. Τα μαθήματα θα συνεχιστούν. Στο δεύτερο, δεύτερη σύγκρουση. Η Λίλη έχει ερευνήσει: η γυναίκα του δεν είναι κτηνίατρος. Δεν έχει καν γυναίκα. Ειν’ αλήθεια. Της
αποκαλύπτει ότι είναι ομοφυλόφιλος αλλά της το ’κρυψε, ότι γύρισε απ’ την Νέα Ιόρκη όπου ζούσε και δούλευε για να σταθεί, μέχρι το τέλος, στη μάνα του που ’παθε Αλτσχάιμερ, ότι έχει
μεγαλώσει και δε βρίσκει πια δουλειά στο Μπρόντγουέι, ότι έχει περάσει δια πυρός και σιδήρου, ότι έχει ζήσει δύσκολες σχέσεις, ότι ο τελευταίος σύντροφός του έχει πεθάνει κι ότι είναι πια μόνος. Της έλεγε, δηλαδή, ψέματα. Αλλά κι εκείνη ψέματα του ’λεγε. Μόνη κι εκείνη είναι. Σύζυγος που «λείπει για λίγο απ’ το σπίτι»
δεν υπάρχει. Έχει πεθάνει πριν από έξι χρόνια. Χήρα είναι. Αλλά το κρύβει απ’ τους ξένους, ακόμα και στην πολυκατοικία της, για να αισθάνεται ασφαλής, καθώς πιστεύουν ότι πίσω της υπάρχει κάποιος άντρας που την προφυλάσσει. Έρχονται ισοπαλία στα ψέματα. Γι αυτό θα γίνουν φίλοι. Του εξομολογείται, στη διάρκεια των υπόλοιπων μαθημάτων, ότι, πριν από 25 χρόνια, έχει χάσει και μια εικοσάχρονη μοναχοκόρη από επιπλοκές σε έκτρωση που αναγκάστηκε να κάνει το κορίτσι, εξαιτίας της σκληρότητας με την οποία ο πατέρας της την αντιμετώπισε όταν, ανύπαντρη, έμεινε έγκυος. Σκληρότητα στην οποία κι η ίδια η μάνα της τον ακολούθησε -έχει τύψεις. Του εξομολογείται πως μετά το θάνατο της κόρης τους απομακρύνθηκε
ψυχικά απ’ τον άντρα της -έτσι κι αλλιώς δεν ήταν ευτυχισμένος ο γάμος τους, την καταπίεζε- και, για να μην τρελαθεί, πήγε τότε να σπουδάσει λογοτεχνία και, στη συνέχεια, να γίνει καθηγήτρια. Της δείχνει το σουίνγκ, της
δείχνει το τάνγκο, της δείχνει το βαλς, το φοξτρότ, το τσάτσα, το κομέρσιαλ -τον ελεύθερο, μοντέρνο χορό. Ένα χορό σε καθένα απ’ τα έξι μαθήματα. Εκείνη αποδεικνύεται τόσο καλή, που τον βάζει κάτω: δεν ήθελε μαθήματα και δάσκαλο, παρτνέρ ήθελε. Και παρέα. Ο Μάικλ την παίρνει σ’ ένα πάρτι. Περνούν πολύ καλά. Πάει μαζί της και στην κηδεία της μόνης φίλης που ’χε, της γκρινιάρας Ίντα, η οποία έμενε έναν όροφο πιο κάτω και, σε κάθε μάθημα χορού, την έπαιρνε τηλέφωνο να παραπονεθεί για το
θόρυβο της μουσικής και των βημάτων τους. Στο τελευταίο μάθημα ο Μάικλ μαθαίνει και κάτι ακόμα που του ’κρυψε η Λίλι: έχει καρκίνο, είναι στο τελευταίο στάδιο και κάνει ακτινοβολίες. Θα της σταθεί. Κι εκείνη δε διστάζει να του προξενέψει το γιο της Ίντα, τον οποίο ο Μάικλ συνάντησε στην κηδεία και που προφανώς είναι γκέι -θέλει να του βρει ένα σύντροφο. Αυτά τα δυο τόσο
μόνα, τόσο μοναχικά, τόσο πληγωμένα αλλά και τόσο διαφορετικά πλάσματα πλησιάζονται και δένονται με μια φιλία, με μια συντροφικότητα που, ίσως, και να ’ναι κάτι περισσότερο. Ο Αμερικανός Ρίτσαρντ Αλφιέρι, με το «Έξι μαθήματα χορού σε έξι βδομάδες» (2001), έχει γράψει ένα τρυφερό, συγκινητικό, με χιούμορ θεατρικό κομμάτι για δυο, μια δραματική κομεντί που δεν είναι μεγάλο θέατρο, είναι φτιαγμένο πάνω στην αμερικάνικη συνταγή απεύθυνσης στο ευρύ κοινό αλλά εκπέμπει μια ανθρωπιά και μια ζεστασιά -συνειρμικά με παρέπεμψε στο «Χάρολντ και Μοντ» του Κόλιν Χίγκινς. Ο Δημοσθένης Παπαδόπουλος έπιασε στα σκηνοθετικά χέρια του,
στη σωστή μετάφραση του Αντώνη Γαλέου, το τρυφερό έργο και το ανέδειξε: οι ρυθμοί του, τα εξαιρετικά βίντεο-ιντερμέδια που ’χει σκηνοθετήσει ο Αλέξανδρος Παπαθανασόπουλος και που οργανικά συνδέουν τις σκηνές χωρίς ποτέ ν’ αφήνουν την αίσθηση του περιττού, το χιούμορ που εμποτίζει το δραματικό -τελικά- υπόβαθρο του κειμένου, οι χορογραφίες του Μέμου Ρούσσου έχουν οδηγήσει σ’ ένα εύφορο παραστασιακό
αποτέλεσμα που σε κρατάει. Να υπογραμμίσω και τη μουσική επένδυση της παράστασης -που κανείς δεν υπογράφει, άρα στο σκηνοθέτη την αποδίδω: σπάνια έχω συναντήσει ένα τόσο επιτυχημένο αποτέλεσμα -ειδικά στη χρήση του «Les Feuilles Mortes» του Ζοζέφ Κοσμά, σε διάφορες παραλλαγές του, με λόγια ή και χωρίς λόγια, ως λάιτ μοτίφ. Στα μείον, η σκηνογραφία του Γιάννη Μουρίκη: καλαίσθητη, σωστή, τα τρία κομμάτια -πόρτα κι έπιπλα- άψογα αλλά με τις μεγάλες λευκές επιφάνειες των «τοίχων» σε μια τόσο μεγάλη σκηνή, αφήνει μια ψυχρή εντύπωση, όσο κι αν ο Νίκος Βλασόπουλος προσπαθεί να την απαλύνει με τους φωτισμούς του, θαλάμου νοσοκομείου. Τόσο που η ατάκα του Μάικλ «πολύ ωραίο διαμέρισμα» να προσλαμβάνεται ειρωνικά. Ίσως η επιλογή μιας μικρότερης, πιο συμμαζεμένης, πιο ατμοσφαιρικής σκηνής -του δίδυμου «Ιλίσια/Βολανάκης», για παράδειγμα- θα ’ταν πιο σωστή για το συγκεκριμένο έργο. Έξοχα τα ρούχα (ενδυματολογία Γιωργίνα Γερμανού) που φοράει η Ναταλία Τσαλίκη, η οποία τα αναδεικνύει στο υπέροχο, σπαθάτο κορμί της αλλά λίγο δύσκολα πείστηκα ότι θα τα φορούσε μια 65χρονη χήρα κληρικού και συνταξιούχος εκπαιδευτικός. Πάντως αυτά είναι πταίσματα μπροστά στις ερμηνείες. Διότι στα έργα αυτά το παν είναι οι
ηθοποιοί. Ο Δημοσθένης Παπαδόπουλος ερμηνεύει με χιούμορ κι ενέργεια τον Μινέτι, έστω κι αν δεν είναι τόσο ευλύγιστος όσο περιμένουμε από
έναν πρώην χορευτή που ’ναι ο ρόλος. Η παράσταση, όμως, ανήκει στην Ναταλία Τσαλίκη: μετατρέπει σοφά και καθηλωτικά, από «μάθημα» σε «μάθημα», αυτή την ξινή, αντιπαθητική, σχολαστική γυναίκα σ’ ένα ζεστό, ανθρώπινο πλάσμα που κρύβει τον πόνο
του, σωματοποιώντας εξαιρετικά τη βαθμιαία κατάρρευση της Λίλι παράλληλα με το ψυχικό άνοιγμά της. Φωνή, υπέροχη κίνηση, βλέμματα που μιλούν, μια ηθοποιός που ξέρει ν’ ακούει το συμπαίκτη της και να ’χει αυτοέλεγχο. Κι όλα αυτά ποτισμένα, υπονομευμένα με χιούμορ -διότι η Ναταλία Τσαλίκη είναι κι έξοχη κομεντιέν- στις σωστές δόσεις. Μια θεατρίνα πρώτης τάξεως! Και μια ερμηνεία που δεν πρέπει να τη χάσετε, σε μια καλή παράσταση (Φωτογραφίες: Αγγλική Κοκκοβέ).
(Έντυπο πρόγραμμα, δυστυχώς, δεν υπάρχει).
Αρκετά νεότερος, παντρεμένος με μια κτηνίατρο, πρώην χορευτής, που ξεκινάει καριέρα χοροδιδάσκαλου. Έτσι συστήνονται. Το πρώτο μάθημα δεν πάει καλά. Εκείνη, ανασφαλής, ψυχρή, αντιπαθητική, στεγνή, ξινή, τον αντιμετωπίζει αφ’ υψηλού, σχεδόν επιθετικά -λύκαινα!-, εκείνος, μυγιάγγιχτος, γίνεται επιθετικότερος και την αφήνει εμβρόντητη με τις βρισιές που της εκτοξεύει. Η
Λίλι αποπειράται να καλέσει το γραφείο για ν’ ακυρώσει τα μαθήματα. Δεν την αφήνει -της ζητάει συγγνώμη και την παρακαλάει να συνεχίσουν γιατί έχει ανάγκη τα λεφτά αυτά. Θα την πείσει. Τα μαθήματα θα συνεχιστούν. Στο δεύτερο, δεύτερη σύγκρουση. Η Λίλη έχει ερευνήσει: η γυναίκα του δεν είναι κτηνίατρος. Δεν έχει καν γυναίκα. Ειν’ αλήθεια. Της
αποκαλύπτει ότι είναι ομοφυλόφιλος αλλά της το ’κρυψε, ότι γύρισε απ’ την Νέα Ιόρκη όπου ζούσε και δούλευε για να σταθεί, μέχρι το τέλος, στη μάνα του που ’παθε Αλτσχάιμερ, ότι έχει
μεγαλώσει και δε βρίσκει πια δουλειά στο Μπρόντγουέι, ότι έχει περάσει δια πυρός και σιδήρου, ότι έχει ζήσει δύσκολες σχέσεις, ότι ο τελευταίος σύντροφός του έχει πεθάνει κι ότι είναι πια μόνος. Της έλεγε, δηλαδή, ψέματα. Αλλά κι εκείνη ψέματα του ’λεγε. Μόνη κι εκείνη είναι. Σύζυγος που «λείπει για λίγο απ’ το σπίτι»
δεν υπάρχει. Έχει πεθάνει πριν από έξι χρόνια. Χήρα είναι. Αλλά το κρύβει απ’ τους ξένους, ακόμα και στην πολυκατοικία της, για να αισθάνεται ασφαλής, καθώς πιστεύουν ότι πίσω της υπάρχει κάποιος άντρας που την προφυλάσσει. Έρχονται ισοπαλία στα ψέματα. Γι αυτό θα γίνουν φίλοι. Του εξομολογείται, στη διάρκεια των υπόλοιπων μαθημάτων, ότι, πριν από 25 χρόνια, έχει χάσει και μια εικοσάχρονη μοναχοκόρη από επιπλοκές σε έκτρωση που αναγκάστηκε να κάνει το κορίτσι, εξαιτίας της σκληρότητας με την οποία ο πατέρας της την αντιμετώπισε όταν, ανύπαντρη, έμεινε έγκυος. Σκληρότητα στην οποία κι η ίδια η μάνα της τον ακολούθησε -έχει τύψεις. Του εξομολογείται πως μετά το θάνατο της κόρης τους απομακρύνθηκε
ψυχικά απ’ τον άντρα της -έτσι κι αλλιώς δεν ήταν ευτυχισμένος ο γάμος τους, την καταπίεζε- και, για να μην τρελαθεί, πήγε τότε να σπουδάσει λογοτεχνία και, στη συνέχεια, να γίνει καθηγήτρια. Της δείχνει το σουίνγκ, της
δείχνει το τάνγκο, της δείχνει το βαλς, το φοξτρότ, το τσάτσα, το κομέρσιαλ -τον ελεύθερο, μοντέρνο χορό. Ένα χορό σε καθένα απ’ τα έξι μαθήματα. Εκείνη αποδεικνύεται τόσο καλή, που τον βάζει κάτω: δεν ήθελε μαθήματα και δάσκαλο, παρτνέρ ήθελε. Και παρέα. Ο Μάικλ την παίρνει σ’ ένα πάρτι. Περνούν πολύ καλά. Πάει μαζί της και στην κηδεία της μόνης φίλης που ’χε, της γκρινιάρας Ίντα, η οποία έμενε έναν όροφο πιο κάτω και, σε κάθε μάθημα χορού, την έπαιρνε τηλέφωνο να παραπονεθεί για το
θόρυβο της μουσικής και των βημάτων τους. Στο τελευταίο μάθημα ο Μάικλ μαθαίνει και κάτι ακόμα που του ’κρυψε η Λίλι: έχει καρκίνο, είναι στο τελευταίο στάδιο και κάνει ακτινοβολίες. Θα της σταθεί. Κι εκείνη δε διστάζει να του προξενέψει το γιο της Ίντα, τον οποίο ο Μάικλ συνάντησε στην κηδεία και που προφανώς είναι γκέι -θέλει να του βρει ένα σύντροφο. Αυτά τα δυο τόσο
μόνα, τόσο μοναχικά, τόσο πληγωμένα αλλά και τόσο διαφορετικά πλάσματα πλησιάζονται και δένονται με μια φιλία, με μια συντροφικότητα που, ίσως, και να ’ναι κάτι περισσότερο. Ο Αμερικανός Ρίτσαρντ Αλφιέρι, με το «Έξι μαθήματα χορού σε έξι βδομάδες» (2001), έχει γράψει ένα τρυφερό, συγκινητικό, με χιούμορ θεατρικό κομμάτι για δυο, μια δραματική κομεντί που δεν είναι μεγάλο θέατρο, είναι φτιαγμένο πάνω στην αμερικάνικη συνταγή απεύθυνσης στο ευρύ κοινό αλλά εκπέμπει μια ανθρωπιά και μια ζεστασιά -συνειρμικά με παρέπεμψε στο «Χάρολντ και Μοντ» του Κόλιν Χίγκινς. Ο Δημοσθένης Παπαδόπουλος έπιασε στα σκηνοθετικά χέρια του,
στη σωστή μετάφραση του Αντώνη Γαλέου, το τρυφερό έργο και το ανέδειξε: οι ρυθμοί του, τα εξαιρετικά βίντεο-ιντερμέδια που ’χει σκηνοθετήσει ο Αλέξανδρος Παπαθανασόπουλος και που οργανικά συνδέουν τις σκηνές χωρίς ποτέ ν’ αφήνουν την αίσθηση του περιττού, το χιούμορ που εμποτίζει το δραματικό -τελικά- υπόβαθρο του κειμένου, οι χορογραφίες του Μέμου Ρούσσου έχουν οδηγήσει σ’ ένα εύφορο παραστασιακό
αποτέλεσμα που σε κρατάει. Να υπογραμμίσω και τη μουσική επένδυση της παράστασης -που κανείς δεν υπογράφει, άρα στο σκηνοθέτη την αποδίδω: σπάνια έχω συναντήσει ένα τόσο επιτυχημένο αποτέλεσμα -ειδικά στη χρήση του «Les Feuilles Mortes» του Ζοζέφ Κοσμά, σε διάφορες παραλλαγές του, με λόγια ή και χωρίς λόγια, ως λάιτ μοτίφ. Στα μείον, η σκηνογραφία του Γιάννη Μουρίκη: καλαίσθητη, σωστή, τα τρία κομμάτια -πόρτα κι έπιπλα- άψογα αλλά με τις μεγάλες λευκές επιφάνειες των «τοίχων» σε μια τόσο μεγάλη σκηνή, αφήνει μια ψυχρή εντύπωση, όσο κι αν ο Νίκος Βλασόπουλος προσπαθεί να την απαλύνει με τους φωτισμούς του, θαλάμου νοσοκομείου. Τόσο που η ατάκα του Μάικλ «πολύ ωραίο διαμέρισμα» να προσλαμβάνεται ειρωνικά. Ίσως η επιλογή μιας μικρότερης, πιο συμμαζεμένης, πιο ατμοσφαιρικής σκηνής -του δίδυμου «Ιλίσια/Βολανάκης», για παράδειγμα- θα ’ταν πιο σωστή για το συγκεκριμένο έργο. Έξοχα τα ρούχα (ενδυματολογία Γιωργίνα Γερμανού) που φοράει η Ναταλία Τσαλίκη, η οποία τα αναδεικνύει στο υπέροχο, σπαθάτο κορμί της αλλά λίγο δύσκολα πείστηκα ότι θα τα φορούσε μια 65χρονη χήρα κληρικού και συνταξιούχος εκπαιδευτικός. Πάντως αυτά είναι πταίσματα μπροστά στις ερμηνείες. Διότι στα έργα αυτά το παν είναι οι
ηθοποιοί. Ο Δημοσθένης Παπαδόπουλος ερμηνεύει με χιούμορ κι ενέργεια τον Μινέτι, έστω κι αν δεν είναι τόσο ευλύγιστος όσο περιμένουμε από
έναν πρώην χορευτή που ’ναι ο ρόλος. Η παράσταση, όμως, ανήκει στην Ναταλία Τσαλίκη: μετατρέπει σοφά και καθηλωτικά, από «μάθημα» σε «μάθημα», αυτή την ξινή, αντιπαθητική, σχολαστική γυναίκα σ’ ένα ζεστό, ανθρώπινο πλάσμα που κρύβει τον πόνο
του, σωματοποιώντας εξαιρετικά τη βαθμιαία κατάρρευση της Λίλι παράλληλα με το ψυχικό άνοιγμά της. Φωνή, υπέροχη κίνηση, βλέμματα που μιλούν, μια ηθοποιός που ξέρει ν’ ακούει το συμπαίκτη της και να ’χει αυτοέλεγχο. Κι όλα αυτά ποτισμένα, υπονομευμένα με χιούμορ -διότι η Ναταλία Τσαλίκη είναι κι έξοχη κομεντιέν- στις σωστές δόσεις. Μια θεατρίνα πρώτης τάξεως! Και μια ερμηνεία που δεν πρέπει να τη χάσετε, σε μια καλή παράσταση (Φωτογραφίες: Αγγλική Κοκκοβέ).
(Έντυπο πρόγραμμα, δυστυχώς, δεν υπάρχει).
Θέατρο «Ιλίσια», 13 Ιανουαρίου 2019.
Μια ευειδης απολαυστικη παρασταση με μαγικες κυριολεκτικα ερμηνειες και ευφυης τους υπολοιπους συντελεστες.Μαγικο κειμενο με χιουμορ και συγκλονιστικα συγκινησιακα στοιχεια.Μουσικη που συνεπαιρνει.Μην το χασετε.ΜΑΡΙΟΣ
ReplyDelete