January 20, 2019

Στο Φτερό / Πλήρης ισοπέδωση ή Λόγια, λόγια, λόγια...


«Τρεις αδερφές» του Αντόν Τσέχοφ / Σκηνοθεσία: Δημήτρης Ξανθόπουλος. 


Οι αδελφές Πρόζοροφ: Όλια, 28 χρόνων, καθηγήτρια γυμνασίου, Μάσα, 25 χρόνων, πιανίστα που δεν έκανε καριέρα, απ’ τα 18 της παντρεμένη με τον πολύ μεγαλύτερό της, επίσης καθηγητή γυμνασίου, ανόητο Κουλίγκιν -διδάσκει λατινικά -κι απογοητευμένη απ’ το γάμο της, Ιρίνα, 20 χρόνων. Κι ο αδελφός τους Αντρέι, ερωτευμένος με την «παρακατιανή» Νατάσα, πολλά υποσχόμενος επιστήμονας που οι αδελφές τους περιμένουν να γίνει καθηγητής στην Μόσχα. Όπου γεννήθηκαν και μεγάλωσαν αλλά, εδώ κι έντεκα χρόνια, λόγω της μετάθεσης του αξιωματικού 
πατέρα τους, βρέθηκαν κι ακόμα ζουν σε κάποια πληκτική επαρχιακή πόλη της Ροσικής Αυτοκρατορίας, αρχή του 20ου αιώνα. Τ’ όνειρό τους -και, κυρίως, της Ιρίνα-, να επιστρέψουν στην Μόσχα. Το έργο αρχίζει στις 5 Μαΐου, της Αγίας Ειρήνης, οπότε κι η ονομαστική γιορτή της Ιρίνα αλλά κι η πρώτη επέτειος του θανάτου του, στρατηγού πια, τότε, πατέρα τους -η μητέρα τους έχει πεθάνει πολύ νωρίτερα. Τις συντροφεύουν αξιωματικοί της πυροβολαρχίας που ναι στρατοπεδευμένη στην πόλη τους: ο εξηντάρης στρατιωτικός 
γιατρός Τσεμπουτίκιν, συχνά μεθυσμένος, που ταν ερωτευμένος με τη μητέρα τους και ζει στον κάτω όροφο του σπιτιού τους, ο νεοφερμένος, απ’ την Μόσχα, στη θέση του διοικητή της πυροβολαρχίας, συνταγματάρχης Βερσίνιν, στα σαράντα τρία, παντρεμένος με μια μισότρελη γυναίκα που κάθε τόσο κάνει απόπειρες αυτοκτονίας -κι άλλος αποτυχημένος γάμος- και με δυο παιδιά, ο οποίος θυμάται τις τρεις αδελφές απ’ την εποχή που ταν κοριτσάκια στην Μόσχα, ο υπολοχαγός βαρόνος Τούζενμπαχ κι ο περίεργος, επιθετικός, προσβλητικός λοχαγός Σαλιόνι που ειν’ ερωτευμένοι και οι δυο με την Ιρίνα, ο ανθυπολοχαγός Φεντότικ που του αρέσει πολύ να τους φωτογραφίζει συνέχεια... Μέσα στις τέσσερις πράξεις και στα τρία και κάτι χρόνια που μεσολαβούν η Όλια θα ’χει γίνει -που δεν το ’θελε- διευθύντρια στο γυμνάσιο, η Μάσα κι ο Βερσίνιν θα ’χουν ερωτευτεί και θα ’χουν δημιουργήσει σχέση με τη σιωπηλή ανοχή του Κουλίγκιν, η Ιρίνα, αφού περάσει ως εργαζόμενη απ’ το 
τηλεγραφείο, θα σπουδάσει δασκάλα και θα ετοιμάζεται να διοριστεί ενώ έχει δεχτεί να παντρευτεί τον Τούζενμπαχ που τον εκτιμάει αλλά δεν τον αγαπάει κι ο οποίος παραιτείται απ’ το στρατό για να εργαστεί σε κάποιο κεραμοποιείο, ο Αντρέι θα ’χει παντρευτεί την Νατάσα που τον έχει του χεριού της -και τρίτος αποτυχημένος γάμος-, θα ’χουν αποκτήσει δυο παιδιά, τ’ όνειρο να γίνει καθηγητής θα ’χει σβήσει κι ο Προζόροφ θα ’χει κατακαθίσει σε γραμματέα του Επαρχιακού Συμβουλίου, η Νατάσα θα ’χει εραστή τον πρόεδρο του Συμβουλίου Προτοπόποφ και θα ’χει εξελιχθεί σε απόλυτο
δυνάστη του σπιτιού περιορίζοντας σταδιακά κι εκτοπίζοντας τις τρεις κουνιάδες της -η Όλια, πια, μένει στο γυμνάσιο μαζί με την Ανφίσα, τη γριά παλιά παραμάνα που η Νατάσα απεχθάνεται. Κι ενώ οι τρεις αδελφές έχουν πια συνειδητοποιήσει ότι ποτέ δε θα επιστρέψουν στην Μόσχα, όπως ονειρεύονταν, αλλά θα βαλτώσουν για τα καλά στην πλήξη της επαρχίας τους, η πυροβολαρχία, άρα κι οι φίλοι τους, εγκαταλείπουν την πόλη, ο Βερσίνιν αναγκαστικά χωρίζει απ’ την Μάσα κι ο Σαλιόνι που ’χει προκαλέσει τον Τούζενμπαχ σε μονομαχία τον σκοτώνει την παραμονή του γάμου του με την Ιρίνα. Στις «Τρεις αδελφές» (1901) του Αντόν Τσέχοφ, έργο που 


σημάδεψε το γύρισμα απ’ τον 19ο στον 20ο αιώνα, απ’ τα κορυφαία του θεάτρου, αξεπέραστο και μ’ αξιοθαύμαστη αντοχή στο χρόνο, ο γιατρός-συγγραφέας ανατέμνει την ανθρώπινη ψυχή και την ανθρώπινη κοινωνία μέσα από πρόσωπα και συνθήκες της εποχής του. Και τα καθημερινά, τα ασήμαντα, τα τιποτένια που βάζει στο στόμα των προσώπων του συνιστούν μια υπόκωφη 

ποίηση και μια μουσική δωματίου. Κάτω από μια επιφάνεια βαλτωμένη, οι, κάθε τόσο, μικρές ρωγμές και μικρές εκρήξεις αποκαλύπτουν ένα ηφαίστειο που κοχλάζει από κάτω χωρίς ποτέ να εκρήγνυται. Ο Τσέχοφ βλέπει τους ήρωές του -που μόνον ήρωες δεν είναι-, με χιούμορ, με κατανόηση, μ’ αγάπη, αναγνωρίζοντας 
και αποδεχόμενος τις αδυναμίες τους που ’ναι οι αδυναμίες μας. Για τους ανθρώπους αυτούς, για τα ανθρωπάκια αυτά, ακόμα και για τα χειρότερα, ακόμα και για τα πιο ανόητα, στοργή αισθανόμαστε, αισθανόμαστε συμπόνια. Οι «Τρεις αδελφές», όπως και τα τέσσερα ώριμα έργα της ωριμότητάς του -τέσσερις παραλλαγές, αλλά παραλλαγές αριστουργηματικές, στο ίδιο θέμα-, ειν’ έργα εξαιρετικά ντελικάτα. Άτυχοι σκηνοθετικοί χειρισμοί, μικρές μετατοπίσεις απ’ τον 
κυρίως άξονά τους, αδυναμία του σκηνοθέτη ν’ ακούσει και ν’ ανασύρει απ’ το τσεχοφικό «τίποτα» την ποίηση και την αλήθεια μπορούν ν’ αποβούν μοιραία μετατρέποντάς τα σ’ έργα φλύαρα, πληκτικά, θεατρικές κατασκευές με βαρετές ασημαντολογίες -οδηγώντας στο τίποτα. Ο Δημήτρης Ξανθόπουλος που υπογράφει 

τη σκηνοθεσία, κατά τη γνώμη μου, στην παγίδα αυτή έπεσε. Το πρόβλημα αρχίζει απ’ τη μετάφραση -την υπογράφουν ο Αλέξης Καλοφωλιάς κι ο σκηνοθέτης: καθημερινή, σχεδόν αγοραία, δε διασώζει τίποτα απ’ τη μουσικότητα και την ποίηση του τσεχοφικού λόγου. Οδηγούμενος απ’ τη μετάφραση αυτή ο σκηνοθέτης ανέβασε το έργο εκτός της εποχής του, κατ’ αρχάς ρεαλιστικά προχωρώντας προοδευτικά σ’ ένα στιλιζάρισμα που καταλήγει, στην τέταρτη πράξη, σε μια εικόνα νεκροζώντανων. Δε θα ’χα αντίρρηση για την άποψη αυτή -η πλήξη, η παρακμή είναι 
μέσα τους κι η Μόσχα σε τίποτα δε θα τους άλλαζε. Το θέμα είναι η υλοποίηση της άποψης. Έβλεπα κι άκουγα τους ηθοποιούς του να εκφωνούν μηχανικά, ψυχρά το κείμενο, να χτυπούν -μέσα απ’ τις περιττές κι ενοχλητικές ψείρες-μικρόφωνα- τις λέξεις καμπανιστά, χωρίς νόημα, χωρίς χιούμορ, χωρίς συναίσθημα -λόγια, λόγια, λόγια... Όλοι διαρκώς επί σκηνής, πράγμα που δημιουργεί κάποτε σύγχυση, περιφερόμενοι άσκοπα κι άστοχα (επιμέλεια κίνησης Βάσω Γιαννακοπούλου), με ρυθμούς αργούς αλλά όχι ουσιαστικούς, με παύσεις -τις τόσο σημαντικές στον Τσέχοφ- καταστροφικά κενές. Και με κάποια ευρήματα εντελώς περιττά -ο μονόλογος της Ιρίνα για τη γυναίκα που πήγε στο τηλεγραφείο για να τηλεγραφήσει το θάνατο του γιου της, απ’ τις πιο σπαρακτικές στιγμές στην εργογραφία του Τσέχοφ, εγκληματικά αποδίδεται με την Ιρίνα να 


χοροπηδάει σε τραμπολίνο. Μια πλήρης ισοπέδωση. Αυτό εισέπραξα. Μια άνευρη, σχεδόν ερασιτεχνική, σχεδόν σχολική παράσταση. Αν, όμως, κάτι δεν πάει καλά, μερικές φορές, όλα δεν πάνε καλά. Η πολυδιασπασμένη φέτος Ελένη Μανωλοπούλου σχεδίασε ένα, φωτισμένο ικανοποιητικά απ’ τον Τάσο Παλαιορούτα, σκηνικό -πέντε, το ’να πίσω απ’ τ’ άλλο, παράλληλα προς την μπούκα, πλαίσια, με διάσπαρτα αναμμένα μικρά λαμπάκια, που περιβάλλουν τη σκηνή ως σκηνή βαριετέ, λαμπάκια τα οποία προοδευτικά σβήνουν ενώ, στην τέταρτη πράξη, τα πλαίσια αποσύρονται, κι ένας τοίχος-ζωγραφιστή βιβλιοθήκη, με μετασχηματισμένο σε ρολόι τοίχου το επιτραπέζιο, στο έργο, ρολόι της μητέρας των τριών αδελφών που το σπάζει ο μεθυσμένος Τσεμπουτίκιν (άλλη άχαρη σκηνή)-, σκηνικό το οποίο ούτε με το έργο ούτε με την παράσταση βρήκα να συνδέεται. Για να μη μιλήσω για τα μίζερα, ημιμοντέρνα κοστούμια, της Ελένης Μανωλοπούλου επίσης, με κορωνίδα την πράσινη ζώνη της Νατάσας πάνω απ’ το ανασηκωμένο καφέ παλτό, πάνω απ’ το πράσινο φόρεμα, όπου η ενδυματολόγος φαίνεται να πήρε κατά κυριολεξία τα λεγόμενα στο κείμενο για την κακογουστιά της
Νατάσας. Ενδιαφέρουσες οι διακριτικές μουσικές του Αλέξη Καλοφωλιά αλλά επιμένω, πάντα, πως κάθε μουσική είναι περιττή στις παραστάσεις Τσέχοφ, του οποίου τα έργα ενέχουν τη μουσική. Αρκεί να την ανακαλύψει ο σκηνοθέτης. Ο Δημήτρης Ξανθόπουλος δεν τα ’χει πάει, πιστεύω, καλά και στη διανομή. Δεν κατάλαβα γιατί οι γέροι του έργου να παίζονται από νέους: ο πανικός της ογδοντάχρονης Ανφίσα στην τρίτη πράξη, ότι θα τη διώξουν, πώς να πείσει, όταν το ρόλο παίζει μια ηθοποιός με τουλάχιστον τα μισά της χρόνια; Δεν κατάλαβα, επίσης, γιατί οι ρόλοι της Όλια και της Ιρίνα ν’ ανατεθούν σ’ ερασιτέχνιδες ηθοποιούς -η ανομοιογένεια είναι αισθητή. Πέραν αυτού, οι ηθοποιοί, οδηγημένοι σε μια αποδραματοποιημένη, στεγνή εκφορά του λόγου, εν είδει αναλογίου, εξαφανίζονται -σ’ ένα έργο όπου κι οι πιο μικροί, οι πιο ασήμαντοι ρόλοι έχουν γερό υπόστρωμα-, αν και ιδιαίτερα ταλαντούχοι μερικοί απ’ αυτούς, όπως ο Γιώργος Φριντζήλας που χειρονομεί αμήχανα, ο Άρης Μπαλλής, ο Αντώνης Μυριαγκός. Ο Άρης Αρμαγανίδης, άχρωμος, άοσμος, άγευστος Αντρέι, η Ρεβέκκα Τσιλιγκαρίδου κι ο Βασίλης Καραμπούλας αφήνουν, κακά οδηγημένοι, ανεκμετάλλευτους τους πιο ερεθιστικούς, κατά τη γνώμη μου, ρόλους του έργου, την Νατάσα -γιατί να δείχνει χυδαία και μάλιστα στον τρόπο που κάθεται; Γιατί 
αυτό να μη βγαίνει από μέσα της;- και τον Κουλίγκιν -ο μονόλογος «Ut consecutivum» πάει άπατος-, ο Γιώργος Βαλαής, ο Γιώργος Στάμος, ο Θοδωρής Σκυφτούλης, η Νικολίτσα Ντρίζη αμήχανοι. Απ’ τις δυο ερασιτέχνιδες, η Όλια της Μαντώς Γιαννίκου κάπως τα καταφέρνει ενώ η Ιρίνα της Καλλιόπης Κανελλοπούλου-Στάμου έχει ψυχή αλλά πάσχει στην κίνησή της, με τα σα βιδωμένα, αγκυλωμένα χεράκια της, σφιγμένα σε γροθίτσες. Σ’ ένα ρόλο που δεν της ταιριάζει, της Μάσα, η Αγγελική Παπαθεμελή, ηθοποιός σπουδαία, χωρίς να εναντιωθεί στη σκηνοθεσία, ειν’ η μόνη που διασώζεται, η μόνη που υπάρχει στη σκηνή. Μια παράσταση απογοητευτική (Φωτογραφίες: Σταύρος Χαμπάκης).

(Το -δωρεάν και κατά ένα μέρος δίγλωσσο- έντυπο πρόγραμμα της παράστασης, συμπαθητικό. Αναρωτήθηκα μόνο ποιον αφορά το κείμενο «Κάτι από τις πρόβες» της Υπεύθυνης Δραματουργίας της «Στέγης» Ιλειάνας Δημάδη. Έξοχες οι καρτολίνες που εκδόθηκαν για την παράσταση, με τις υπέροχες φωτογραφίες στην «καταχνιά» του σκηνοθέτη και των ηθοποιών απ’ τον Nikolay Biryukov).

«Στέγη» του Ιδρύματος Ωνάση / Κεντρική Σκηνή, 18 Ιανουαρίου 2018.

1 comment: