«Ποιος σκότωσε το σκύλο τα μεσάνυχτα» του Σάιμον Στίβενς / Σκηνοθεσία: Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος
Στο Σουίντον, του Γουίλτσερ -μια πόλη στη νοτιοδυτική Αγγλία. Εκεί ζει ο Κρίστοφερ -Κρίστοφερ Μπουν-, με τον πατέρα του -η μητέρα του, η Τζούντι, έχει πεθάνει δυο χρόνια πριν, από καρδιακή προσβολή αλλά χωρίς ο Κρίστοφερ να την έχει δει στο νοσοκομείο. Άριστος στα μαθηματικά. Μόλις στα δεκαπέντε του και πρόκειται να δώσει εξετάσεις επιπέδου Α στο μάθημα, εξετάσεις στις οποίες
θα συμμετάσχει κατ’ εξαίρεση, με πίεση του πατέρα του προς την επιτροπή, γιατί σ’ αυτές δέχονται δεκαοκτάχρονους. Είναι ιδιοφυΐα; Όχι, είναι αυτιστικός -πιο συγκεκριμένα με σύνδρομο Ασπέργκερ: είναι εξαιρετικά ευαίσθητος, δεν αντέχει να τον αγγίζουν, στις φωνές βουλώνει τ’ αυτιά του, αν τα πράγματα
αγριέψουν μπορεί να πέσει κάτω και να μουγκρίζει και να ουρλιάζει ή και να επιτεθεί, δεν του αρέσει να κυκλοφορεί στους δρόμους και να κουβεντιάζει με αγνώστους -δεν του αρέσει ο πολύς κόσμος-, του αρέσει ν’ απομονώνεται σε μικρούς χώρους, θέλει να γίνει αστροναύτης, αντιλαμβάνεται μόνο την πρωτογενή έννοια των λέξεων -την κυριολεξία- κι όχι τις μεταφορές, είναι εξαιρετικά παρατηρητικός, μιμείται τις κινήσεις των άλλων, είναι σχολαστικός με την τάξη, με την ακρίβεια, με το χρόνο, του αρέσει το κόκκινο χρώμα, δεν του αρέσει καθόλου το κίτρινο, του
αρέσουν τα αστυνομικά, είναι πάντα καχύποπτος... -ένα παιδί διαφορετικό, ένα παιδί «με προβλήματα συμπεριφοράς», ιδιαίτερα, όμως, ευφυές. Μια νύχτα, «επτά λεπτά μετά τα μεσάνυχτα», ο Κρίστοφερ βρίσκει τον Γουέλινγκτον, το σκύλο της γειτόνισσάς του, της Κυρίας Σίαρς, σκοτωμένο, καρφωμένον μ’ ένα δικράνι, στο γκαζόν, μπροστά στο σπίτι της. Η κ.Σίαρς, που ο άντρας της την έχει εγκαταλείψει, πιστεύει, καθώς τον βλέπει να
’χει αγκαλιάσει το σκύλο, ότι εκείνος τον έχει σκοτώσει, καλεί την αστυνομία, ο Κρίστοφερ ορμάει στον αστυνομικό που τον συλλαμβάνει, τελικά, καταλαβαίνουν ότι δεν είναι ο δράστης αλλά του κάνουν σύσταση για την επίθεση στον αστυνομικό, που σημαίνει πως, αν κάτι σχετικό ξανασυμβεί, την έχει άσχημα. Αλλά ο Κρίστοφερ βάζει στόχο να βρει το δολοφόνο του σκύλου και, παρά τις έντονες κι επανειλημμένες συστάσεις του πατέρα του
’χει αγκαλιάσει το σκύλο, ότι εκείνος τον έχει σκοτώσει, καλεί την αστυνομία, ο Κρίστοφερ ορμάει στον αστυνομικό που τον συλλαμβάνει, τελικά, καταλαβαίνουν ότι δεν είναι ο δράστης αλλά του κάνουν σύσταση για την επίθεση στον αστυνομικό, που σημαίνει πως, αν κάτι σχετικό ξανασυμβεί, την έχει άσχημα. Αλλά ο Κρίστοφερ βάζει στόχο να βρει το δολοφόνο του σκύλου και, παρά τις έντονες κι επανειλημμένες συστάσεις του πατέρα του
να μη χώνει τη μύτη του σε ξένες δουλειές, αρχίζει έρευνα ρωτώντας στη γειτονιά μήπως και κάποιος κάτι έχει δει. Και, ταυτόχρονα, αποφασίζει να γράψει ένα βιβλίο πάνω στο θέμα. Η γειτόνισσα Κυρία Αλεξάντερ, συμπαθέστατη, φιλική μαζί του αλλά και λίγο κουτσομπόλα, πάνω στην κουβέντα, θα τον αφήσει να καταλάβει ότι η μητέρα του, για την οποία η γειτόνισσα δεν ξέρει
ότι πέθανε, είχε, για μεγάλο διάστημα, ερωτικές σχέσεις με τον κύριο Σίαρς που γι αυτό εγκατέλειψε τη γυναίκα του. Ο Εντ Μπουν -ο πατέρας- ανακαλύπτει το τετράδιο στο οποίο γράφει το βιβλίο του ο Κρίστοφερ, θυμώνει πολύ με τις αποκαλύψεις της Κυρίας Αλεξάντερ που το παιδί τις έχει ήδη καταγράψει και το εξαφανίζει. Αλλά ο Κρίστοφερ ψάχνει, ψάχνει και το βρίσκει. Κρυμμένο.
Μαζί με 43 γράμματα, σε φακέλους που αναγράφουν παραλήπτη τον ίδιο, που ποτέ δεν τους έχει παραλάβει γιατί ο πατέρας του δεν τους έδωσε στο παιδί αλλά και που δεν έχουν ανοιχτεί. Τους ανοίγει. Είναι γράμματα απ’ τη μητέρα του! Η οποία -ο πατέρας του τού ’χει πει ψέματα- δεν έχει πεθάνει αλλά, πιστεύοντας, όπως ισχυρίζεται στα γράμματα, ότι ο Κρίστοφερ θα μπορούσε να ζήσει καλύτερα με τον πιο υπομονετικό πατέρα του, τους έχει εγκαταλείψει κι έχει φύγει με τον Ρότζερ Σίαρς με τον οποίο ζει στο Λονδίνο. Του γράφε, όμως, και πως τον
τον αγαπάει το γιο της και δεν τον έχει ξεχάσει. Γράμματα που ο πατέρας ποτέ δεν έδωσε στο γιο για να μην αποκαλυφθεί το ψέμα του. Όταν ο Εντ αντιλαμβάνεται ότι το παιδί τα ξέρει όλα, ομολογεί ότι, όντως, του ’χε πει ψέματα για τη μητέρα του κι, επιπλέον, αποκαλύπτει ότι, όταν έφυγε η γυναίκα του, είχε σχέση με την
Κυρία Σίαρς αλλά τσακώνονταν και σ’ ένα καυγά, όταν ο σκύλος της του όρμησε, τον κάρφωσε με το δικράνι -αυτός σκότωσε το σκύλο τα μεσάνυχτα! Γι αυτό και τον απέτρεπε απ’ την έρευνα. Ο Κρίστοφερ με τα «προβλήματα συμπεριφοράς» πιστεύει πως, αφού οι πατέρας του σκότωσε τον Γουέλινγκτον, μπορεί να σκοτώσει και τον ίδιο. Και φεύγει απ’ το σπίτι για να πάει να βρει τη μητέρα του, στο Λονδίνο -τη διεύθυνση την ξέρει απ’ τα γράμματα. Ο σταθμός,
Μαζί με 43 γράμματα, σε φακέλους που αναγράφουν παραλήπτη τον ίδιο, που ποτέ δεν τους έχει παραλάβει γιατί ο πατέρας του δεν τους έδωσε στο παιδί αλλά και που δεν έχουν ανοιχτεί. Τους ανοίγει. Είναι γράμματα απ’ τη μητέρα του! Η οποία -ο πατέρας του τού ’χει πει ψέματα- δεν έχει πεθάνει αλλά, πιστεύοντας, όπως ισχυρίζεται στα γράμματα, ότι ο Κρίστοφερ θα μπορούσε να ζήσει καλύτερα με τον πιο υπομονετικό πατέρα του, τους έχει εγκαταλείψει κι έχει φύγει με τον Ρότζερ Σίαρς με τον οποίο ζει στο Λονδίνο. Του γράφε, όμως, και πως τον
τον αγαπάει το γιο της και δεν τον έχει ξεχάσει. Γράμματα που ο πατέρας ποτέ δεν έδωσε στο γιο για να μην αποκαλυφθεί το ψέμα του. Όταν ο Εντ αντιλαμβάνεται ότι το παιδί τα ξέρει όλα, ομολογεί ότι, όντως, του ’χε πει ψέματα για τη μητέρα του κι, επιπλέον, αποκαλύπτει ότι, όταν έφυγε η γυναίκα του, είχε σχέση με την
Κυρία Σίαρς αλλά τσακώνονταν και σ’ ένα καυγά, όταν ο σκύλος της του όρμησε, τον κάρφωσε με το δικράνι -αυτός σκότωσε το σκύλο τα μεσάνυχτα! Γι αυτό και τον απέτρεπε απ’ την έρευνα. Ο Κρίστοφερ με τα «προβλήματα συμπεριφοράς» πιστεύει πως, αφού οι πατέρας του σκότωσε τον Γουέλινγκτον, μπορεί να σκοτώσει και τον ίδιο. Και φεύγει απ’ το σπίτι για να πάει να βρει τη μητέρα του, στο Λονδίνο -τη διεύθυνση την ξέρει απ’ τα γράμματα. Ο σταθμός,
οι κυλιόμενες σκάλες, το Λονδίνο 71 μίλια -114 χιλιόμετρα- μακριά, σχεδόν μια ώρα ταξίδι με το τρένο, το σκάζει απ’ τον αστυνομικό που τον εντοπίζει γιατί ο πατέρας του ειδοποίησε στο μεταξύ την αστυνομία, κρύβεται στις αποσκευές, μετρό,
παστωμένος με κόσμο άγνωστο...: μια Οδύσσεια για ένα παιδί που δε θέλει καν να το αγγίζουν. Κι όμως, τα καταφέρνει. Η μάνα, αν κι έκπληκτη, τον καλοδεχεται, όχι όμως κι ο Ρότζερ που κάποια
στιγμή θα τον χτυπήσει. Η μάνα παίρνει το παιδί και γυρίζουν στο Σουίντον -οι εξετάσεις του πλησιάζουν κι επιμένει να τις δώσει. Νοικιάζουν ένα μικρό δωμάτιο, τελικά ένα κουτάβι που του κάνει δώρο ο πατέρας του τους συμφιλιώνει, δίνει τις εξετάσεις του κουρασμένος κι απορρυθμισμένος αλλά τα καταφέρνει:
θ’ αριστεύσει. Η αυτοπεποίθησή του έχει μεγαλώσει. «Μπορώ να κάνω τα πάντα;» ρωτάει τη γλυκιά Σιβόν, τη δασκάλα του με την απέραντη κατανόηση. Ειν’ η τελευταία ατάκα του έργου πριν απ’
τον επίλογο. Η Σιβόν δεν απαντάει. Όχι, δεν μπορεί να κάνει τα πάντα. Μπορεί, όμως, να κάνει πάρα πολλά -είναι η γλυκόπικρη επίγευση που αφήνει το έργο «Ποιος σκότωσε το σκύλο τα μεσάνυχτα» (2012) του Άγγλου Σάιμον Στίβενς ο οποίος διασκεύασε για το θέατρο το ομώνυμο μυθιστόρημα (2003) του συμπατριώτη του Μαρκ Χάντον. Διασκευή πιστή όπου, όμως, η πρωτοπρόσωπη αφήγηση του Κρίστοφερ στο μυθιστόρημα
μετατρέπεται σε θεατρικό ανέβασμα του βιβλίου που έγραψε -θέατρο εν θεάτρω. Με τη δασκάλα Σιβόν να παίρνει στο έργο και το μέρος της αναγνώστριας του βιβλίου-αφηγήτριας. Με κινηματογραφική δομή -59 σκηνές κι ένας επίλογος, σε δυο μέρη- το έργο του Στίβενς, συγκινητικό αλλά όχι μελοδραματικό, σίγουρα είναι ενταγμένο στην τάση των τελευταίων δεκαετιών στο θέατρο και στον κινηματογράφο να γράφονται έργα με ήρωες άτομα με «προβλήματα συμπεριφοράς» ή αναπηρίες, έργα που ’χουν αποδειχθεί ιδιαίτερα αποδοτικά, αλλά έχει μέτρο και χιούμορ και κρατάει το ενδιαφέρον αμείωτο με την «αστυνομική» πλοκή του. Ο σκηνοθέτης Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, ακουμπώντας στο κείμενο που ’χει μεταφράσει άριστα, με αμεσότητα η Κοραλία
Σωτηριάδου, έχει κάνει μια παράσταση με γοργούς ρυθμούς στους οποίους τον οδηγεί το ίδιο το κείμενο και με διαρκή κίνηση για την οποία σίγουρα τον έχει βοηθήσει η Σοφία Μαυραγάνη που την έχει επιμεληθεί, με άφθονο χιούμορ και καλά συντονισμένη. Απογοητεύτηκα απ’ τη σκηνογραφική λύση με τα διαρκώς μετακινούμενα λευκά πλαστικά κουτιά που ’δωσε η
Μαγδαληνή Αυγερινού: σα να επαναλαμβάνει, σε παραλλαγή, τη λύση με το ξύλινα τελάρα που ’χε βρει η ίδια, πέρσι, για το «Heisenberg» του ίδιου του Σάιμον Στίβενς το οποίο είχε ανεβάσει και πάλι ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος. Καταλαβαίνω ότι οι εξήντα σκηνές του έργου με τις συνεχείς αλλαγές απαιτούν μια λύση λειτουργική κι ευέλικτη αλλά, εν τοιαύτη περιπτώσει, θα μπορούσε να ’χει επιλεγεί η πλήρης αφαίρεση. Ο Σάκης Μπιρμπίλης βοηθάει, όσο μπορεί, με τους φωτισμούς του κι ο
Σταύρος Γασπαράτος με τις μουσικές του -ικανότατοι κι οι δυο. Τα κοστούμια της Κλαιρ Μπρέισγουελ τα βρήκα άνισα, πάντως, το κόκκινο φούτερ, σε συνδυασμό με τα κόκκινα αθλητικά παπούτσια του Κρίστοφερ, που αγαπάει το κόκκινο, και τις άλλες κόκκινες πινελιές, σίγουρα γράφει. Ο Θέμης Πάνου, η εκφραστικότατη Μαρία Καλλιμάνη -κάπως πιο εμφατική απ’ όσο χρειάζεται στα γράμματα-, η εξαίρετη Μαρία Κατσανδρή, ο Θύμιος Κούκιος, ο Γιώργος Γιαννακάκος, ο Σπύρος Κυριαζόπουλος -ενδιαφέρουσα φιγούρα- κι η Βάσια Χρήστου είναι μια καλή διανομή, καλά συντονισμένη. Η Αλεξάνδρα Αϊδίνη είναι λίγο άχρωμη και σβηστή αλλά η ευγενική, φινετσάτη παρουσία της κι η καλή σχέση της με το λόγο, τελικά σε κερδίζουν. Βέβαια, άξονας της παράστασης ειν’ ο Κρίστοφερ. Κι ο Γιάννης Νιάρρος, χωρίς να υπερτονίζει, με λεπτές αποχρώσεις, αυτοελεγχόμενος, χαριτωμένος κι ανάλαφρος, με χιούμορ, δίνει το αυτιστικό αγόρι χωρίς να αφήνει ούτε στιγμή να δημιουργηθεί στο θεατή οίκτος -ό,τι ακριβώς απαιτεί ο, αβανταδόρικος βέβαια, ρόλος: μια ερμηνεία που καταγράφεται στο ενεργητικό του. Μια παράσταση -που απευθύνεται και σε εφήβους- η οποία πιστεύω, παρά κάποιες επιμέρους ενστάσεις, ότι θα σας κερδίσει και θα σας συγκινήσει.
παστωμένος με κόσμο άγνωστο...: μια Οδύσσεια για ένα παιδί που δε θέλει καν να το αγγίζουν. Κι όμως, τα καταφέρνει. Η μάνα, αν κι έκπληκτη, τον καλοδεχεται, όχι όμως κι ο Ρότζερ που κάποια
στιγμή θα τον χτυπήσει. Η μάνα παίρνει το παιδί και γυρίζουν στο Σουίντον -οι εξετάσεις του πλησιάζουν κι επιμένει να τις δώσει. Νοικιάζουν ένα μικρό δωμάτιο, τελικά ένα κουτάβι που του κάνει δώρο ο πατέρας του τους συμφιλιώνει, δίνει τις εξετάσεις του κουρασμένος κι απορρυθμισμένος αλλά τα καταφέρνει:
θ’ αριστεύσει. Η αυτοπεποίθησή του έχει μεγαλώσει. «Μπορώ να κάνω τα πάντα;» ρωτάει τη γλυκιά Σιβόν, τη δασκάλα του με την απέραντη κατανόηση. Ειν’ η τελευταία ατάκα του έργου πριν απ’
τον επίλογο. Η Σιβόν δεν απαντάει. Όχι, δεν μπορεί να κάνει τα πάντα. Μπορεί, όμως, να κάνει πάρα πολλά -είναι η γλυκόπικρη επίγευση που αφήνει το έργο «Ποιος σκότωσε το σκύλο τα μεσάνυχτα» (2012) του Άγγλου Σάιμον Στίβενς ο οποίος διασκεύασε για το θέατρο το ομώνυμο μυθιστόρημα (2003) του συμπατριώτη του Μαρκ Χάντον. Διασκευή πιστή όπου, όμως, η πρωτοπρόσωπη αφήγηση του Κρίστοφερ στο μυθιστόρημα
μετατρέπεται σε θεατρικό ανέβασμα του βιβλίου που έγραψε -θέατρο εν θεάτρω. Με τη δασκάλα Σιβόν να παίρνει στο έργο και το μέρος της αναγνώστριας του βιβλίου-αφηγήτριας. Με κινηματογραφική δομή -59 σκηνές κι ένας επίλογος, σε δυο μέρη- το έργο του Στίβενς, συγκινητικό αλλά όχι μελοδραματικό, σίγουρα είναι ενταγμένο στην τάση των τελευταίων δεκαετιών στο θέατρο και στον κινηματογράφο να γράφονται έργα με ήρωες άτομα με «προβλήματα συμπεριφοράς» ή αναπηρίες, έργα που ’χουν αποδειχθεί ιδιαίτερα αποδοτικά, αλλά έχει μέτρο και χιούμορ και κρατάει το ενδιαφέρον αμείωτο με την «αστυνομική» πλοκή του. Ο σκηνοθέτης Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, ακουμπώντας στο κείμενο που ’χει μεταφράσει άριστα, με αμεσότητα η Κοραλία
Σωτηριάδου, έχει κάνει μια παράσταση με γοργούς ρυθμούς στους οποίους τον οδηγεί το ίδιο το κείμενο και με διαρκή κίνηση για την οποία σίγουρα τον έχει βοηθήσει η Σοφία Μαυραγάνη που την έχει επιμεληθεί, με άφθονο χιούμορ και καλά συντονισμένη. Απογοητεύτηκα απ’ τη σκηνογραφική λύση με τα διαρκώς μετακινούμενα λευκά πλαστικά κουτιά που ’δωσε η
Μαγδαληνή Αυγερινού: σα να επαναλαμβάνει, σε παραλλαγή, τη λύση με το ξύλινα τελάρα που ’χε βρει η ίδια, πέρσι, για το «Heisenberg» του ίδιου του Σάιμον Στίβενς το οποίο είχε ανεβάσει και πάλι ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος. Καταλαβαίνω ότι οι εξήντα σκηνές του έργου με τις συνεχείς αλλαγές απαιτούν μια λύση λειτουργική κι ευέλικτη αλλά, εν τοιαύτη περιπτώσει, θα μπορούσε να ’χει επιλεγεί η πλήρης αφαίρεση. Ο Σάκης Μπιρμπίλης βοηθάει, όσο μπορεί, με τους φωτισμούς του κι ο
Σταύρος Γασπαράτος με τις μουσικές του -ικανότατοι κι οι δυο. Τα κοστούμια της Κλαιρ Μπρέισγουελ τα βρήκα άνισα, πάντως, το κόκκινο φούτερ, σε συνδυασμό με τα κόκκινα αθλητικά παπούτσια του Κρίστοφερ, που αγαπάει το κόκκινο, και τις άλλες κόκκινες πινελιές, σίγουρα γράφει. Ο Θέμης Πάνου, η εκφραστικότατη Μαρία Καλλιμάνη -κάπως πιο εμφατική απ’ όσο χρειάζεται στα γράμματα-, η εξαίρετη Μαρία Κατσανδρή, ο Θύμιος Κούκιος, ο Γιώργος Γιαννακάκος, ο Σπύρος Κυριαζόπουλος -ενδιαφέρουσα φιγούρα- κι η Βάσια Χρήστου είναι μια καλή διανομή, καλά συντονισμένη. Η Αλεξάνδρα Αϊδίνη είναι λίγο άχρωμη και σβηστή αλλά η ευγενική, φινετσάτη παρουσία της κι η καλή σχέση της με το λόγο, τελικά σε κερδίζουν. Βέβαια, άξονας της παράστασης ειν’ ο Κρίστοφερ. Κι ο Γιάννης Νιάρρος, χωρίς να υπερτονίζει, με λεπτές αποχρώσεις, αυτοελεγχόμενος, χαριτωμένος κι ανάλαφρος, με χιούμορ, δίνει το αυτιστικό αγόρι χωρίς να αφήνει ούτε στιγμή να δημιουργηθεί στο θεατή οίκτος -ό,τι ακριβώς απαιτεί ο, αβανταδόρικος βέβαια, ρόλος: μια ερμηνεία που καταγράφεται στο ενεργητικό του. Μια παράσταση -που απευθύνεται και σε εφήβους- η οποία πιστεύω, παρά κάποιες επιμέρους ενστάσεις, ότι θα σας κερδίσει και θα σας συγκινήσει.
(Το έντυπο πρόγραμμα της παράστασης, με τη σφραγίδα των πάντα προσεγμένων εκδόσεων του «Θεάτρου του Νέου Κόσμου» -υπεύθυνη Κοραλία Σωτηριάδου-, περιλαμβάνει, εκτός από διαφωτιστικά κείμενα, και το κείμενο της μετάφρασης της ίδιας. Το έργο παρουσιάζεται και στην Θεσσαλονίκη, απ’ την Νεανική Σκηνή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, στην Σκηνή «Σωκράτης Καραντινός» της Μονής Λαζαριστών, σε μετάφραση Μαργαρίτας Δαλαμάγκα-Καλογήρου και σκηνοθεσία Ελεάνας Τσίχλη. Το μυθιστόρημα «Ποιος σκότωσε το σκύλο τα μεσάνυχτα» του Μαρκ Χάντον κυκλοφορεί, σε μετάφραση Άννας Παπασταύρου, απ’ τις Εκδόσεις «Ψυχογιός»).
Θέατρο «Τζένη Καρέζη», «Θέατρο του Νέου Κόσμου», 2 Ιανουαρίου 2019.
No comments:
Post a Comment