«Το παιχνίδι με τη φωτιά» / Σκηνοθεσία: Λι Τσανγκ-ντόνγκ
Νεαρούλης ο Τζονγκ-σού. Έχει σπουδάσει δημιουργική γραφή, έχει πάει στρατό και θέλει να γράψει ένα μυθιστόρημα -το πρώτο του. Αγαπημένος του, ο Φόκνερ αλλά δεν ξέρει πώς κι από πού ν’ αρχίσει. Προς το παρόν, στην Σεούλ -Νότια Κορέα-, ασχολείται με
δουλειές του ποδαριού -για το χαρτζιλίκι. Θα πέσει πάνω στην Χαε-μί -όμορφο κορίτσι, απελευθερωμένο. Ήταν γειτόνισσά του και συμμαθήτριά του αλλά δεν τη θυμάται. Θα τον θυμηθεί εκείνη. Θα βγούνε, θα κάνουν σεξ στο διαμερισματάκι της, θα του δώσει το κλειδί και θα του ζητήσει, όσο θα λείπει -φεύγει για ένα ταξίδι στην Αφρική-, να βάζει τροφή και νερό στη γάτα της που κρύβεται, λέει, απ’ τους ξένους. Θα το κάνει -χωρίς ποτέ να δει τη γάτα. Νοιώθει κάτι περισσότερο από έλξη για το κορίτσι. Αλλά στο αεροδρόμιο που πάει να την υποδεχτεί, η Χαε-μί επιστρέφει μαζί με τον Μπεν που γνώρισε στο ταξίδι -ειν’ η καινούργια της κατάκτηση κι άνετα, σα να μην έχει συμβεί τίποτα μεταξύ τους, τον συστήνει στον
Τζονγκ-σού: ειν’ όμορφος, κομψός, πλούσιος, με Πόρσε, αγνώστου επαγγέλματος, μ’ ενδιαφέροντα, καλλιεργημένος, χαλαρός... Δε μοιάζει ερωτευμένος με την Χαε-μί αλλά έχει κάνει σχέση μαζί της. Ένα «άτυπο» τρίο δημιουργείται. Το ζευγάρι πηγαίνει να δει τον Τζονγκ-σού στην Πατζού, τη γενέτειρά του, μια πόλη κοντά στη νοτιοκορεάτικη πρωτεύουσα και, σχεδόν, πάνω στον 38ο παράλληλο -τα σύνορα με την Βόρεια Κορέα-, όπου έχει εγκατασταθεί στο πατρικό του, για να φροντίζει το αγρόκτημά τους, επειδή ο πατέρας του έμπλεξε σ’ έναν καυγά κι είναι στη φυλακή -η μάνα του τους έχει εγκαταλείψει από χρόνια,
όταν ήταν μικρός. Απ’ το σπίτι βλέπουν τα σύνορα. Η Χαε-μί θυμίζει στον Τζονγκ-σού μια παιδική της ανάμνηση: εκείνη να ’χει πέσει σ’ ένα ξεραμένο πηγάδι κι ο Τζονγκ-σού να τη γλυτώνει. Εκείνος δεν το θυμάται -δεν πιστεύει καν ότι αυτό έχει συμβεί.
Αργότερα εκμυστηρεύεται στον Μπεν ότι ειν’ ερωτευμένος με το κορίτσι. Ο Μπεν, με τη σειρά του, του εκμυστηρεύεται το... χόμπι του: να καίει, κάθε τόσο, εγκαταλειμμένα θερμοκήπια. Η περιοχή του Τζονγκ-σού έχει πολλά, εκεί σκέφτεται να χτυπήσει σύντομα. Μόνο που, στο μεταξύ, η Χαε-μί εξαφανίζεται: το κινητό κλειστό, άδειο το σπίτι της, μια γειτόνισσά της του λέει, όταν πάει
εκεί και γίνεται κουβέντα, πως αδύνατον να ’χε γάτα γιατί τα ζώα απαγορεύονται στην πολυκατοικία... Κι ο Μπεν, ατάραχος -σε λίγο έχει καινούργια κοπέλα. Δηλώνει ότι αγνοεί τι απέγινε η Χαε-μί. Το θέμα γίνεται εμμονή για τον Τζονγκ-σού. Υποψιάζεται τον Μπεν αλλά κι αρχίζει να ταυτίζεται μαζί του, κυκλοφορεί στα γύρω
θερμοκήπια, φτάνει στο σημείο να ετοιμαστεί να κάψει ένα με τον αναπτήρα του αλλά, την τελευταία στιγμή, δεν το κάνει, τον παρακολουθεί, τον συναντάει, τον βρίσκει να διαβάζει Φόκνερ, πάει στο σπίτι του όπου ο Μπεν τον καλεί, ψάχνει σ’ ένα συρτάρι
του κι, ανάμεσα σε διάφορα γυναικεία κοσμήματα, βρίσκει το ρολόι που ’χε χαρίσει ο ίδιος στην Χαε-μί, στο σπίτι κυκλοφορεί μια γάτα που όταν τη φωνάζει με τ’ όνομα της γάτας της Χαε-μί τον πλησιάζει, έρχεται σ’ επαφή με την οικογένειά της κοπέλας που δεν έχει επικοινωνήσει μαζί τους κι όπου του λένε πως η ιστορία με το πηγάδι δεν έχει συμβεί ποτέ γιατί θα το ξέρανε, ενώ, αντίθετα, η μητέρα του, που ’χει να τη δει αφότου τους εγκατέλειψε και που εμφανίζεται απ’ το πουθενά, στη συνάντησή τους, επιβεβαιώνει την ιστορία... Το μυστήριο δε θα λυθεί ποτέ. Η Χαε-μί δε θα
βρεθεί ποτέ. Στο φινάλε της ταινίας, ο Τζονγκ-σού, στους αγρούς, θα σκοτώσει με μαχαίρι τον Μπεν, θα παραδώσει στις φλόγες το σώμα του και το αυτοκίνητό του, θα πετάξει στη φωτιά και τα ματωμένα ρούχα του και θα τρέχει γυμνός στους αγρούς... Ολ’ αυτά συμβαίνουν; Μια μυστηριώδης αίσθηση διατρέχει την ταινία του Νοτιοκορεάτη Λι Τσανγκ-ντόνγκ «Το παιχνίδι με τη φωτιά» («버닝» («Beoning»)/«Burning», 2018). Στοιχεία της που μοιάζουν περιττά δένονται μεταξύ τους με περίεργα νήματα, ανατρέπονται, συσχετίζονται, αντιφάσκουν, μένουν αιωρούμενα, ποτέ δεν ξεκαθαρίζονται... Ακριβώς όπως συμβαίνει στη λογοτεχνία του
Ιάπωνα Χάρουκι Μουράκαμι. Στο διήγημα του Μουράκαμι, άλλωστε, «Φλεγόμενος αχυρώνας» (1983) -ομότιτλο με διήγημα (1939) του Γουίλιαμ Φόκνερ, απ’ το οποίο κι αντλεί- που ’χει περιληφθεί στη συλλογή διηγημάτων του «Ο ελέφαντας εξαφανίζεται» (πρώτη έκδοση στα αγγλικά 1993, στα ιαπωνικά, όπως κι είχαν πρωτοδημοσιευτεί όλα, 2005) η οποία κυκλοφορεί μεταφρασμένη και στα ελληνικά απ’ τις Εκδόσεις «Κοάν», βασίζεται η ταινία αλλά δεν της λείπουν
και τα δάνεια απευθείας απ’ το διήγημα του Φόκνερ -δεν είναι τυχαίες οι αναφορές στον αμερικανό νομπελίστα. Πρόκειται, τελικά, για θρίλερ; Κατά κάποιο τρόπο, ναι. Αλλά η προσωπική μου ερμηνεία είναι πως όλα συμβαίνουν στη φαντασία του Τζονγκ-Σού και δεν είναι παρά το μυθιστόρημα που ακατάστατα ακόμα, σπασμωδικά ακόμα, σχηματίζεται, σιγά-σιγά, στο μυαλό του. Δεν πιστεύω ότι αυτή η αναφορά, απ’ την αρχή της ταινίας, στο μυθιστόρημα που θέλει να γράψει είναι απλώς ένα συμπληρωματικό στοιχείο στο σενάριο ούτε οι πυκνές
λογοτεχνικές αναφορές. Σενάριο το οποίο, εξαιρετικά προσεκτικά γραμμένο -το συνυπογράφουν η Ο Τζανγκ-μί κι ο δυτικότροπος σκηνοθέτης-, χωρίς να λείπουν οι πολιτικές νύξεις, κρατάει τις λεπτές ισορροπίες πάνω στις οποίες μ’ άνεση κεντάει ο σκηνοθέτης, προκαλώντας συνειρμούς με το «Ζιλ και Τζιμ», τον «Ταλαντούχο κύριο Ρίπλεϊ» ή τον «Μεγάλο Γκάτσμπι» αλλά σε εντελώς προσωπικό ύφος. Η ταινία ευτυχεί και στη διανομή, ειδικά στο πρωταγωνιστικό τρίο: ιδεώδης, χαμένος στον κόσμο του, Τζονγκ-σού ο Γιου Α-ιν,
αυθεντική Χαε-μί η πανέμορφη Γιουν Γιονγκ-σεό, στην πρώτη της εμφάνιση στον κινηματογράφο, με καλύτερο απ’ τους τρεις, κατά
τη γνώμη μου, τον Στίβεν Γιαν -ηθοποιός που λάμπει-, αινιγματικό γοητευτικό κοσμοπολίτη Μπεν. Μια πολύ ενδιαφέρουσα, μια εξαιρετική ταινία.
Κινηματογράφος «Ιντεάλ», 17 Ιανουαρίου 2019.
No comments:
Post a Comment