«Ψυχρός πόλεμος» / Σκηνοθεσία: Πάβελ Παβλικόφσκι.
1949, λίγο μετά τον Πόλεμο, το κομμουνιστικό καθεστώς εδραιώνεται πια στην Πολονία κι η δημιουργία φολκλορικών συγκροτημάτων -τραγούδια και χοροί αντλημένοι απ’ τη λαϊκή παράδοση- είναι στους βασικούς πολιτιστικούς στόχους του. Ανάμεσα σ’ αυτά που ιδρύονται, και το «Μαζούρεκ» («Μαζούρκα»). Ο πιανίστας Βίκτορ που αναλαμβάνει δάσκαλος και μαέστρος, μαζί με την Ιρένα,
διευθύντρια του συγκροτήματος, περιοδεύουν στην επαρχία και στην ύπαιθρο σ’ αναζήτηση ρεπερτορίου απ’ τον πλούτο της λαϊκής παράδοσης και νέων ταλέντων, πάντα υπό τον έλεγχο του κομματικού επιτρόπου Κατσμάρεκ. Σε μια κωμόπολη περνάει από ακρόαση η Ζούλα -πολύ ωραία φωνή, καλή χορεύτρια, δυναμική προσωπικότητα. Ο Βίκτορ την προσλαμβάνει, παρά τις προειδοποιήσεις ότι είχε πάρε-δώσε με τη δικαιοσύνη -επιτέθηκε
με μαχαίρι στον πατέρα της αλλά δικαιολογημένα, καθώς εκείνος της την είχε πέσει...-, αλλά την ερωτεύεται κιόλας. Σύντομα θα σμίξουν. Δυο χρόνια μετά, το «Μαζούρεκ» κάνει την επίσημη εμφάνισή του. Οι κομματικοί είναι, καταρχάς, ευχαριστημένοι αλλά ο κομισάριος Κατσμάρεκ περνά στους υπεύθυνους του συγκροτήματος ότι θα ’θελαν να προστεθούν στο πρόγραμμα και κάποια τραγούδια για την Αγροτική Μεταρρύθμιση αλλά και για
τον Πατερούλη Στάλιν -προπαγάνδας δηλαδή. Όπερ και γίνεται, παρά τα επιχειρήματα της Ιρένα ότι δεν ταιριάζουν στο ύφος ενός παραδοσιακού μουσικοχορευτικού συνόλου. Μετά την παράσταση με το
τεράστιο πορτρέτο του Στάλιν ως ριντό και τη διακριτική αποχώρησή της, την Ιρένα δε θα τη δούμε ξανά... Ο Βίκτορ έχει
άλλα σχέδια: όταν το «Μαζούρεκ» εμφανίζεται στο (Ανατολικό) Βερολίνο το 1952 αυτομολεί στην Δύση -το Τείχος δεν έχει ακόμα
υψωθεί και τα πράγματα δεν είναι τόσο δύσκολα. Η Ζούλα, ενώ φαινόταν, παρά τις αντιρρήσεις της, να ’χει πειστεί να το σκάσουν μαζί, τελικά δεν το αποφασίζει, δεν τον ακολουθεί και γυρίζει στην Βαρσοβία. Δεν τον έχει ξεχάσει όμως. Ο έρωτας είναι
αμφίδρομος. Το 1954 θα επιδιώξει να τον συναντήσει, έστω και για πολύ λίγο, στο Παρίσι, όταν το «Μαζούρεκ» ταξιδεύει για παραστάσεις εκεί, όπου ο Βίκτορ έχει εγκατασταθεί και παίζει την αγαπημένη του τζαζ σ’ ένα μπαρ. Τον επόμενο χρόνο εκείνος είναι που θα ταξιδέψει απροειδοποίητα στο Σπλιτ της τότε Γιουγκοσλαβίας, όπου το «Μαζούρεκ» εμφανίζεται. Θα πάει στην παράστασή του, εκείνη εμβρόντητη θα τον
εντοπίσει ανάμεσα στο κοινό αλλά δυο μυστικοί πράκτορες θα τον τσουβαλιάσουν, μετά την παράσταση, και θα τον ξαποστείλουν, με απειλές, από ’κει που ’ρθε. Το 1957, όμως, φτάνει στο Παρίσι η Ζούλα. Για να ζήσουν μαζί. Δεν το ’σκασε, έφυγε νόμιμα, μετά το γάμο της με κάποιον Ιταλό. Θα ζήσουν μαζί, εκείνος θα τη
βοηθήσει να προβληθεί ως τραγουδίστρια και να ηχογραφήσει τον πρώτο της δίσκο αλλά η συμβίωση προκύπτει θυελλώδης -ζήλιες,
καυγάδες, μεθύσια, προκλήσεις: αγαπιούνται αλλά δεν μπορούν να συμβιώσουν. Εκείνη, που δεν μπορεί και να εγκλιματιστεί στο Παρίσι, γυρίζει στην Βαρσοβία χωρίς να του πει τίποτα. Ο Βίκτορ την ακολουθεί. Προσπαθεί νόμιμα, δεν μπορεί, είναι φυγάς, τελικά περνάει παράνομα τα σύνορα. Τον συλλαμβάνουν και
καταδικάζεται για κατασκοπία -15 χρόνια φυλακή. Είναι 1959, όταν η Ζούλα τον επισκέπτεται στη φυλακή. Έχει παντρευτεί πια
τον Κατσμάρεκ, έχει ένα παιδί μαζί του και κάνει σόλο καριέρα ποπ τραγουδίστριας. Μέσω του πάντα κομματικού Κατσμάρεκ κατορθώνει να του μειωθεί η ποινή κι ο Βίκτορ αποφυλακίζεται στα πέντε χρόνια. Είναι 1964, έχουν περάσει, σ’ αυτά τα 15 χρόνια απ’ την πρώτη τους συνάντηση, δια πυρός και σιδήρου, αγαπιούνται ακόμα αλλά βρίσκονται σε αδιέξοδο. Η μόνη λύση που σκέφτονται ειν’ η αυτοκτονία. Θα την αποφασίσουν, αφού κάνουν μόνοι τους
έναν αυτοσχέδιο γάμο στα ερείπια μιας ερημικής εκκλησίας. Ο Πολονός Πάβελ Παβλικόφσκι με τον «Ψυχρό πόλεμο» («Zimna wojna», 2018), σε σενάριο που υπογράφουν ο ίδιος κι ο Γιάνους Γκλοβάτσκι με τη συνεργασία του Πιοτρ Μπορκόφσκι, έχει γυρίσει μια μελαγχολική, μια συγκινητική, μια σπαρακτική αδιέξοδη ερωτική ιστορία η οποία, όμως, αν και σχετίζεται με τα ερωτικά μελοδράματα της εποχής που η ταινία διαδραματίζεται
(1949-1964), ποτέ δε γίνεται μελοδραματική, ακολουθώντας τη γραμμή της «Ida», της προηγούμενης ταινίας του: ασπρόμαυρη (η -εξαιρετική- διεύθυνση φωτογραφίας και πάλι του Λούκας Ζαλ), στιλιζάρισμα με μεγάλη προσοχή στις λεπτομέρειες, ατμόσφαιρα ασφυκτική αλλά υπαινικτική, αποστασιοποίηση, κλίμα συγκρατημένο που θερμαίνεται έως και εκρήγνυται στις σκηνές του Παρισιού, μουσικές στενά δεμένες με την εικόνα, με το ωραίο τραγούδι «Δυο καρδιές» να διατρέχει την ταινία... Αλλά η ταινία, κατά τη γνώμη μου έχει σεναριακά κάποιες αφέλειες και κάποιες απλουστεύσεις, έχει περισσότερο ύφος -άψογο, απολύτως επιβλητικό, πάντως- από ουσία, έστω κι αν επιθυμεί το αντίθετο. Και την εμμονή του Παβλικόφσκι να περνάει τα -καθολικά, πολονέζικα...- χριστιανικά του μηνύματα, και στην «Ida» κι εδώ τη σέβομαι αλλά δεν είναι του γούστου μου. Χωρίς, βέβαια, ν’ αρνιέμαι ότι είναι εξαίρετος κινηματογραφιστής
ημιτονίων. Γοητευτικός, ιδανικός Βίκτορ ο Τόμας Κοτ, καλή επιλογή ο Μπόρις Σιτς ως Κατσμάρεκ. Η Ιοάνα Κούλιγκ ανταποκρίνεται ως Ζούλα αλλά, προσωπικά, δε μ’ ενθουσίασε.
Πάντως, βρήκα, παρά το σύντομο ρόλο της, να εκπέμπει το εντονότερο στίγμα ως ηθοποιός η Αγκάτα Κούλεσα ως Ιρένα -η «κόκκινη» Βάντα της «Ida» (Φωτογραφίες: 2, 7, 8, 15, 16 Lucasz Bak).
Κινηματογράφος «Ιντεάλ», 10 Δεκεμβρίου 2018.
No comments:
Post a Comment