January 21, 2019

Στο Φτερό / «Πάρε με απάνου στα βουνά τι θα με φάει ο κάμπος»...


«Το δαχτυλίδι της μάνας» του Γιάνη Καμπύση / Σκηνοθεσία: Παύλος Παυλίδης. 



Ο Γιανάκης είναι ποιητής. Νέος -εικοσιπεντάχρονος-, ξεριζωμένος απ’ τα ψηλά βουνά της -τουρκοκρατούμενης τότε- Ηπείρου όπου ζούσε, κι απ’ το χωριό του, κυνηγημένος απ’ τους Τούρκους εξαιτίας κάποιων ποιημάτων που ’γραψε και που καθόλου φιλικά 

δεν τα χαν ’βρει…, έχει καταφύγει στην Ελλάδα -στον κάμπο. Που δεν του αρέσει. Κλεισμένος στο μπουντρούμι ενός τυπογραφείου όπου δούλευε για να ζήσει, μαράζωσε, κι ας υμνούσαν τα ποιήματα που δημοσίευε, νοσταλγώντας την πατρίδα του και τα βουνά. Σ’ ένα φτωχοκάλυβο ζει τώρα, άρρωστος, ανήμπορος, μέσα στη μαύρη φτώχεια, χωρίς ξύλα ν’ ανάψουν στο τζάκι μια φωτιά της 
προκοπής, με τη μάνα του, την Ζαχαρούλα, και το μικρότερο αδελφό του, τον Σωτήρη, με το ζόρι δεκαπεντάχρονο, στον οποίο βασίζονται να τους ζήσει γιατί πεινάνε, κρυφά ερωτευμένος με την Ερωφίλη, την όμορφη κόρη της γειτόνισσάς τους, της Κυριάκενας, που τ’ όνειρό του είναι να την κάνει γυναίκα του. Αλλά δε θα μπορέσει: ο Γιανάκης πεθαίνει. Και το ξέρει. Νύχτα παραμονής Χριστουγέννων, κρύο, αέρας, παγωνιά η φωτιά στο τζάκι αναιμική κι ο Σωτήρης γυρίζει 

σπίτι αργά με κάτι δεκαρούλες, ψωμί και λίγο γάλα για τον άρρωστο που κείτεται στο κρεβάτι του -έλεγε τα κάλαντα μαζί με κάποια άλλα παιδιά για να μαζέψουν λίγα λεφτά. Βάζουν τη μάνα να τους πει ένα παραμύθι που αγαπούν. Για τις τρεις Μοίρες που μοίραναν τη δικιά της μάνα -τη γιαγιά τους- όταν γεννήθηκε και 
της δώρισαν ένα πολύτιμο δαχτυλίδι μ’ εφτά διαμαντόπετρες, που φύλαξε την οικογένεια και της χάρισε καλή τύχη αλλά που θα ’ρθει -η κατάρα τους- να το πάρει η Νεράιδα του Βουνού, αν πάνε και το πουλήσουν. Κι η μάνα αυτό ετοιμάζεται να κάνει: να το πουλήσει. Χρειάζεται οπωσδήποτε χρήματα για τον άρρωστο και, με τη μεσολάβηση της Κυριάκενας, έχει βρει κάποια γυναίκα πλούσια 
που ’ναι διατεθειμένη να το αγοράσει και κάνει την καρδιά της πέτρα. Τα μεσάνυχτα, πριν αρχίσει η λειτουργία των Χριστουγέννων, πάει στην εκκλησία να τη βρει για να της το δώσει. Ο Γιανάκης που ψυχομαχάει, σε ονειροφαντασιά του ψάχνει και βρίσκει την Νεράιδα του Βουνού και της ζητάει να τον πάει στην κορφή την απάτητη που ονειρευόταν. Όταν η μάνα του γυρίζει απ’ την εκκλησία, αλαφιασμένη, γιατί ανακάλυψε πως έχει 
χάσει το δαχτυλίδι, τον βρίσκει να ξεψυχάει στην ποδιά της Ερωφίλης -όπως εκείνος το ονειρευόταν. Το κορίτσι, στη χούφτα του, βρίσκει το δαχτυλίδι που ’χε κυλήσει απ’ τον κόρφο της μάνας στο στρώμα του. Ο Γιάνης Καμπύσης στο «Δαχτυλίδι της μάνας» (1898), ένα μεγάλο μονόπρακτο, βαθύτατα επηρεασμένο απ’ την 

-εναντιωμένη στον κυρίαρχο ρομαντισμό- ανανεωτική λογοτεχνική Γενιά του 1880 και τον Γιάννη Ψυχάρη, ένα παραμυθόδραμα, όπου η πρόζα εναλλάσσεται με τον έμμετρο λόγο, γραμμένο στη δημοτική και -όσο ο συγγραφέας μπορεί- στην ηπειρώτικη ντοπιολαλιά, που αντλεί απ’ τη λαϊκή παράδοση, απ’ τα δημοτικά τραγούδια, απ’ τα λαϊκά παραμύθια αλλά είναι επηρεασμένο κι απ’ το συμβολισμό, έχει εμπνευστεί απ’ τη ζωή του ποιητή και πεζογράφου Κώστα Κρυστάλλη. Που ’χε πεθάνει από φυματίωση στα 26 του χρόνια, το 1894, όπως από φυματίωση, εφτά χρόνια 
αργότερα, το 1901, πέθανε κι ο ίδιος ο Καμπύσης, στα 29 του χρόνια -«πάρε με απάνου στα βουνά τι θα με φάει ο κάμπος» ειν’, άλλωστε, ένας στίχος του Κρυστάλλη, που ο Καμπύσης έχει χρησιμοποιήσει ως μότο στην πρώτη έκδοση του έργου. Έργο ήσσον αλλά με μια γλύκα, με μια τρυφερότητα, με μια αλήθεια συγκινητική, μ’ ένα τάξιμο σ’ ό,τι παραδοσιακό, με μια μουσικότητα που αντλεί απ’ τα δημοτικά τραγούδια, «Το δαχτυλίδι της μάνας» έγινε -σε δραματουργία Παύλου Παυλίδη και Αθηνάς Σακαλή που περιέκοψαν το κείμενο κι έκαναν αλλαγές (ακόμα και στο φινάλε -ο Γιανάκης δεν πεθαίνει, συνεχίζει την πορεία
του  προς την κορφή την απάτητη) αλλά με προσοχή, χωρίς να πειράξουν τη γλώσσα και το άρωμά του- εργαλείο της Ομάδας «C. for Circus» για μια παράσταση ζεστή και γεμάτη σωματικότητα κι ενέργεια. Πιστεύω πως η έξοχη «Γκόλφω» του Νίκου Καραθάνου, που με στοργή αγκάλιασε το δραματικό ειδύλλιο του Περεσιάδη, ήταν η έμπνευση για την παράσταση αυτή. Ο Παύλος Παυλίδης, που υπογράφει και τη σκηνοθεσία, έχει υιοθετήσει ή μετασχηματίσει πολλά απ’ τα γνωρίσματά της: μετωπικό στήσιμο, 
αντί για πατάρι στενόμακρος πάγκος που καταλήγει σανίδα τραμπάλας, πολλά ένθετα τραγούδια, περί έρωτος ιντερμέδια -όπου το πρόσθετο κείμενο για την αγάπη της Λένας Κιτσοπούλου αντικαθιστούν στίχοι από Λειβαδίτη μέχρι Σεφέρη-, τρεις ηθοποιοί για το ρόλο του Γιανάκη...- αλλά, ομολογώ, δημιουργικά. Η έναρξη, ειδικά, με το πολυφωνικό δημοτικό τραγούδι -εξαιρετική η μουσική διδασκαλία της Βαλέριας Δημητριάδου, τα τραγούδια και γενικά το μουσικό μέρος, με τους ηθοποιούς να παίζουν όλα τα 

όργανα, είναι το βασικό ατού της παράστασης- σε συνεπαίρνει. Αλλά υπάρχουν κι άλλες πολύ δυνατές στιγμές -αυτά τα gestus, οι μικρές χειρονομίες, όπως τα στόματα που φράζονται, εξαιρετική ιδέα. Τα κοστούμια των Λίνας Σταυροπούλου και Τζίνας Ηλιοπούλου κι οι φωτισμοί της Ιωάννας Ζέρβα που παίζει πολύ κι επιτυχώς με τα σκοτάδια βοηθούν αποτελεσματικά. Οι ηθοποιοί -Παναγιώτης Γαβρέλας, Αθανασία Κουρκάκη, Ειρήνη Μακρή, Νικόλας Παπαδομιχελάκης, Νατάσα Ρουστάνη, Σπύρος Χατζηαγγελάκης- λειτουργούν ομαδικά μ’ αποτελεσματικότητα κι έχουν 


προσόντα αλλά εντόπισα κι επιμέρους αδυναμίες. Μόνο την Χρύσα Κοτταράκου ως Σωτήρη μπόρεσα να ξεχωρίσω. Μια παράσταση με θετικό πρόσημο, που καταφέρνει σ όλα τα επίπεδα -κείμενο, αισθητική, μουσική- να μπολιάσει ευδόκιμα την παράδοση με το 
μοντέρνο κι η οποία, αφού παίχτηκε ήδη σε δυο σεζόν, προβλέπω ότι θα επαναληφθεί (Φωτογραφίες: Νίκος Πανταζάρας). 

(Η παράσταση, δυστυχώς, δε διαθέτει έντυπο πρόγραμμα. Γνωρίζω την οικονομική δυσπραγία των νεανικών ομάδων αλλά μια φωτοτυπία, τουλάχιστον, με τη διανομή και τους συντελεστές, είναι απαραίτητη). 

Θέατρο «Tempus Verum / Εν Αθήναις», Ομάδα «C. for Circus», 15 Ιανουαρίου 2019.

No comments:

Post a Comment