January 11, 2019

Στο Φτερό / Κι ας τον χλεύαζαν... ή Γιάννης Μόσχος: η Μεγάλη Έκπληξη


«Χριστουγεννιάτικη ιστορία» (Τσαρλς Ντίκενς) του Τζακ Θορν (διασκευή Γιάννης Μόσχος). Μουσική Θοδωρής Οικονόμου, στίχοι Σταύρος Σταύρου / Μουσική διεύθυνση Θοδωρής Οικονόμου / Σκηνοθεσία Γιάννης Μόσχος. 



Εμπενίζερ Σκρουτζ: ο διασημότερος, μαζί με τον Αρπαγκόν στον «Φιλάργυρο» του Μολιέρου, τσιγκούνης στην ιστορία της λογοτεχνίας. Έως και την Ντίσνεϊ ενέπνευσε τ’ όνομά του, που το ’δωσε στο σκίτσο του τσιγκούνη θείου-πάπιας Σκρουτζ ΜακΝτακ. Ο Σκρουτζ, τοκογλύφος στο βικτοριανό Λονδίνο, αγέλαστος, απότομος, αγενής, γκρινιάρης, δύστροπος, σκληρός, τσιγκούνης, 

άπληστος, μονόχνωτος, μαγκούφης γέρος -ανύπαντρος, χωρίς παιδιά- στείβει τον κακοπληρωμένο υπάλληλό του Μπομπ Κράτσιτ, μισεί τους ανθρώπους, μισεί τα παιδιά και σιχαίνεται τα 

Χριστούγεννα. Παραμονή Χριστουγέννων και διώχνει τους νέους που πάνε να του πούνε τα κάλαντα και δεν τους δίνει ούτε μια πεντάρα για τους φτωχούς, αρνείται την πρόσκληση για γεύμα, ανήμερα τα Χριστούγεννα, του ανοιχτόκαρδου ανεψιού του Φρεντ,
γιου της αγαπημένης του αδελφής Φαν που ’χει πεθάνει, καθυστερεί, παραμονιάτικα, τον Μπομπ να γυρίσει στο σπίτι του όπου τον περιμένουν η γυναίκα του κι ο Μικρούλης Τιμ, ο γιος του, που υποφέρει από σοβαρή μορφή άσθματος, του αρνείται και την αύξηση που ο Μπομπ του ’χε ζητήσει. Μένει μόνος στο γραφείο του να μετράει λεφτά και να τακτοποιεί λογαριασμούς.
Ώσπου, ξαφνικά, εμφανίζεται ένα φάντασμα: το Φάντασμα του Τζέικομπ Μάρλεϊ, του συνεταίρου του που ’χει πεθάνει επτά χρόνια πριν. Του ιδίου φυράματος με τον Σκρουτζ, μισάνθρωπος και σπαγγοραμένος, δεν έχει βρει τη γαλήνη και σέρνει τις τύψεις του. Τον προειδοποιεί πως, αν δεν θέλει να ’χει την τύχη του, ν’ αναζητήσει το φως. Και του αναγγέλλει πως τρία φαντάσματα στη σειρά θα τον επισκεφτούν τα μεσάνυχτα -της ίδιας μέρας, της επόμενης και της μεθεπόμενης, αντίστοιχα- για να του δείξουν
το δρόμο και να του δώσουν μια τελευταία ευκαιρία να μετανοήσει και ν’ αλλάξει. Ο Σκρουτζ δεν τον πιστεύει. Κι όμως! Έρχονται. Το πρώτο είναι το Φάντασμα των Περασμένων Χριστουγέννων. Θα τον πάρει μαζί του για να του δείξει το παιδί που ήταν ο Εμπενίζερ -μοναχικό και δυστυχισμένο. Ορφανό από μάνα, με μια αδελφή, την Φαν, η οποία τον υπεραγαπούσε και την υπεραγαπούσε αλλά με πατέρα αλκοολικό 
που τον κακομεταχειριζόταν και τον ανάγκασε να παρατήσει το σχολείο, οπότε κι έφυγε απ’ το σπίτι. Πρώτη του δουλειά, το γραφείο κηδειών ενός καλόβολου ανθρώπου, του Φέτζγουικ. Εκεί ερωτεύτηκαν με την κόρη του, την Μπελ, αλλά, ενώ ο Φέτζγουικ τον ήθελε για γαμπρό και διάδοχό του, κάποια Χριστούγεννα, γιατί ο νους του Σκρουτζ ήταν στα λεφτά, άφησε την Μπελ και το γραφείο κι έφυγε, με την υπόσχεση πως, όταν πλουτίσει θα γυρίσει να την πάρει. Ποτέ δε 

γύρισε. Κι η Μπελ μάταια τον περίμενε. Το δεύτερο φάντασμα είναι το Φάντασμα των Τωρινών Χριστουγέννων. Τον πηγαίνει στο σπίτι του Μπομπ Κράτσιτ, όπου η Μάρθα, η γυναίκα του, έχει ετοιμάσει το χριστουγεννιάτικο τραπέζι αλλά ο Μικρούλης Τιμ, όταν γυρίζει για φαγητό από μια μεγάλη κουραστική βόλτα με τον πατέρα του, παθαίνει μια
κρίση του άσθματος και πεθαίνει, καθώς δεν έχουν λεφτά να φωνάξουν γιατρό. Τον πηγαίνει, το Φάντασμα, τον Σκρουτζ και στο σπίτι του Φρεντ, όπου, πριν απ’ το χριστουγεννιάτικο γεύμα, η αρραβωνιαστικιά του, η Άλις -που ο Φρεντ την κρύβει απ’ τον 



Σκρουτζ γιατί, εκτός των άλλων, ο γερο-παράξενος είναι και κατά του πολυέξοδου γάμου και της οικογένειας- και δυο φίλοι τους σχολιάζουν σκαιά τον φιλάργυρο θείο του. Τον πηγαίνει και στο σπίτι της Μπελ. Είναι, πια, μιας κάποιας ηλικίας κυρία, χήρα, που ο άντρας της, τον οποίο παντρεύτηκε όταν κατάλαβε πως ο έρωτάς της ποτέ δε θα γύριζε, 


πέθανε απ’ τον καημό του γιατί ο Σκρουτζ του πήρε το πατρικό του σπίτι επειδή του χρωστούσε και που η κόρη της, η Τζέιν, ήταν ανάμεσα στους νέους που τραγουδούσαν τα κάλαντα και τους έδιωξε ο Σκρουτζ. Η Μπελ, όμως, τον υπερασπίζεται ακόμα, με το κορίτσι ν’ απορεί. Το τρίτο φάντασμα είναι το Φάντασμα των 
Μελλοντικών Χριστουγέννων. Κι είναι το φάντασμα της αδελφής του, της Φαν. Τον πηγαίνει σε μια κηδεία. Ειν’ η δική του κηδεία. Χριστουγεννιάτικα. Πέθανε ολομόναχος, τα λεφτά του τα ’χε θάψει και κανείς δεν τα βρήκε, το σπίτι του το λεηλάτησαν οι δανειστές... Τον Μπομπ, μετά το θάνατο του γιου του, τον απέλυσε γιατί δε συγκεντρωνόταν στη δουλειά του, τον Φρεντ τον απέκλεισε απ’ τη διαθήκη του... Κι
όμως κι οι δυο τους ειν’ εκεί, στην κηδεία, και μιλούν μ’ αγάπη και κατανόηση για ’κείνον, όπως κι η Μπελ. Όταν ο Σκρουτζ ξυπνάει στο κρεβάτι του, τα τρία φαντάσματα του ’χουν δώσει άλλη μια ευκαιρία: έχουν γυρίσει το χρόνο δυο μέρες πίσω κι είναι ανήμερα Χριστούγεννα. Κι αυτό δουλεύει: ο Σκρουτζ, μεταμορφωμένος απ’ την εμπειρία του, ανανήπτει. Δίνει ένα μάτσο λεφτά στους νέους -με την Τζέιν, την κόρη της Μπελ, ανάμεσά τους-, που λένε ακόμα τα κάλαντα και τους είχε διώξει, κι αρχίζει να τρέχει, να τρέχει. Τρέχει στο σπίτι του Μπομπ, βάζει τον Μικρούλη Τιμ, μ’ αντάλλαγμα ότι ποτέ ξανά δε θα καθυστερήσει τον πατέρα του, να
του υποσχεθεί ότι εκείνη τη μέρα δε θα βγει απ’ το σπίτι -για τη μοιραία βόλτα-, τους δίνει χρήματα, τους ζητάει να φάει μαζί τους στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι, τρέχει να ψωνίσει δώρα για όλους και χρειαζούμενα για το τραπέζι, τρέχει στον Φρεντ -που τον είχε καλέσει κι είχε αρνηθεί- και στους φίλους του και τους ξεσηκώνει όλους να πάρουν τα φαγητά τους και να πάνε στον Μπομπ για να φάνε όλοι μαζί, όπως και γίνεται, τρέχει στην Μπελ και της δίνει πίσω, ως δώρο στην κόρη της, τα συμβόλαια ιδιοκτησίας του σπιτιού που ’χε πάρει απ’ τον άντρα της. Ειν’ αυτός ο Σκρουτζ; Τα φαντάσματα αμφιβάλλουν αν αυτή η αλλαγή θα κρατήσει και περιμένουν τη συνέχεια αλλά ο Ντίκενς, μέσα απ’ τον επίλογο του βιβλίου του «Χριστουγεννιάτικη ιστορία», που μας τον διαβάζει το Φάντασμα του Μάρλεϊ, τα διαβεβαιώνει ότι ο Σκρουτζ όντως άλλαξε. Κι ας χλεύαζαν κάποιοι τη μεταμόρφωσή του αυτή. Ο Τσαρλς Ντίκενς έχει γράψει τη γλυκύτατη νουβέλα «Χριστουγεννιάτικα
κάλαντα» (1843) -που στα ελληνικά έχει μεταφραστεί και μεταφράζεται σε «Χριστουγεννιάτικη ιστορία»-, ένα υπέροχο μελόδραμα με γκόθικ στοιχεία, μέσα σ’ ένα πνεύμα αγάπης αλλά χωρίς να ξεχάσει τον δεινό σχολιαστή και καταγραφέα της -βικτοριανής- κοινωνίας του, που ήταν. Μια νουβέλα που αγαπήθηκε πολύ, όσο και τ’ άλλα μυθιστορήματά του, έγινε σήμα κατατεθέν των Χριστουγέννων -άρρηκτα έχει δεθεί μαζί τους- κι έχει μεταφερθεί πολλές φορές στη σκηνή. Ο Άγγλος
Τζακ Θορν έκανε (2017) την πιο πρόσφατη διασκευή για το θέατρο, με τον ίδιο τίτλο. Η «Χριστουγεννιάτικη ιστορία» του Τζακ Θορν, μεταφρασμένη απ’ τον δοκιμασμένο Γιώργο Δεπάστα, έπεσε στα χέρια του σκηνοθέτη Γιάννη Μόσχου. Ο οποίος προχώρησε σε νέα διασκευή, μετατρέποντάς τη σε λιμπρέτο μιούζικαλ: ένα ανάλαφρο, αφαιρετικό, σφιχτό κείμενο. Η μεγάλη 
του τύχη ήταν ότι βρήκε τους καλύτερους συνεργάτες στα πρόσωπα του πολυτάλαντου και μ’ ευρύτατη γκάμα συνθέτη Θοδωρή Οικονόμου που ’γραψε τη μουσική -εκτελείται άψογα, ζωντανά, από πέντε μουσικούς, μεταξύ των οποίων κι ο ίδιος, ο οποίος διευθύνει απ’ το πιάνο- και του στιχουργού Σταύρου Σταύρου, ο οποίος έγραψε εξαίρετους στίχους που πόρρω απέχουν απ’ τη συνήθη σάχλα των μιούζικαλ: είκοσι ένα, συνολικά, τραγούδια, απόλυτα δεμένα με το πνεύμα του κειμένου, που δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από ένα ξένο μουσικό έργο του είδους. Πάνω στο μιούζικαλ αυτό -μεγάλη η έκπληξη, αν και δεν είναι η πρώτη!- ο Γιάννης Μόσχος, που τον ήξερα ικανότατο γι άλλης, μικρότερης κλίμακας παραστάσεις, μοντάρισε ένα έξοχα κουρδισμένο μεγάλο, πολυπρόσωπο θέαμα -ακρόαμα όπου το πλήθος των σκηνών ρέει υποδειγματικά και τα τραγούδια λιώνουν μέσα στις σκηνές και γίνονται ένα σώμα με τις πρόζες. Αλλά η τύχη του έχει επεκταθεί και στους λοιπούς συνεργάτες: η Τίνα Τζόκα έχει δημιουργήσει ένα πανέμορφο


αισθητικά αλλά κι απόλυτα λειτουργικό σύμπλεγμα περιστρεφόμενων σκηνικών, υπέροχα «βαμμένων» με τους φωτισμούς του μάστορα Λευτέρη Παυλόπουλου, που βοηθούν αποτελεσματικά την απρόσκοπτη ροή της παράστασης και θαυμάσια κοστούμια εποχής -μόνες μου αντιρρήσεις, τα κοστούμια των Φαντασμάτων των Τωρινών και, κυρίως, των Περασμένων Χριστουγέννων που χουν ατυχήσει-
ενώ  η Ζωή Χατζηαντωνίου, με την κίνηση και τις χορογραφίες που δίδαξε, ζωντανεύει δημιουργικά κι εκτινάσσει το παραστασιακό αποτέλεσμα. Η βοήθεια της Μελίνας Παιονίδου στη μουσική διδασκαλία, ως συνήθως, ανεκτίμητη -αισθητή και στους χορωδούς Πένυ Δεληγιάννη, Νίκο Ζιαζάρη, Ηλία Καπαντάη, Σοφία Μάλαμα. Αλλά η παράσταση ευλογείται κι από μια γερή διανομή: Κώστας Βασαρδάνης, Θανάσης Βλαβιανός, ο στιλάτος Αφηγητής του Λαέρτη Μαλκότση, Χριστίνα Μαξούρη, Παναγιώτης Παναγόπουλος, Χρήστος Στέργιογλου συνεισφέρουν θετικά, άλλος λίγο, άλλος πολύ. Οι έκπληξη έρχεται απ’ τους νεότερους -ταλαντούχοι ηθοποιοί, άριστοι στο χορό, άριστοι στο τραγούδι, ο ένας καλύτερος απ’ τον άλλο: Στέλλα Αντύπα, Αλέξανδρος Βαμβούκος, Πάρις Θωμόπουλος, Αριάδνη Καβαλιέρου, Ελένη Μπούκλη, Βασίλης Παπαδημητρίου -επιλογή πιο καίρια για τον Μικρό Σκρουτζ δε θα μπορούσε να 


γίνει. Θέλω να σταθώ, όμως, στην Ευαγγελία Καρακατσάνη -μέγα Τάλαντο, φωνή συναρπαστική, μεγάλη γκάμα, ικανή για πολλά μετά την μεταμόρφωσή της -μπράβο!- και στην Ζωή Μυλωνά -και πάλι, και μάλιστα σ’ ένα ρόλο περιορισμένο, κάνει αισθητή την παρουσία της πατώντας γερά το σανίδι. Και οι δυο πρέπει να 

χρησιμοποιηθούν όπως τους αξίζει. Η Κυρία Αλίκη Αλεξανδράκη, παλιό, καλό -πολύ καλό- κρασί, απαλλαγμένη από κάθε υποψία παλιού παιξίματος, δίνει μια Μπελ συγκινητικά τρυφερή. Τελευταίος αλλά όχι έσχατος ο Αλέξανδρος Μυλωνάς. Στην καλύτερή του, ίσως, στιγμή -τραγούδι, χορός...- δίνει έναν Σκρουτζ με χιούμορ και με μια στριμάδα κάτω απ’ την οποία, όμως, ενεδρεύει -σα να υποφέρει για την κατάντια του που δε θέλει όμως να την παραδεχτεί- μια ξεχασμένη, 

κρυμμένη, καταπιεσμένη απ’ τον ίδιο αγαθοσύνη, ώστε η μεταστροφή του να μην ξενίζει: τα φαντάσματα ανοίγουν απλώς το δρόμο για να βγει στην επιφάνεια. Επιλογή καίρια, ερμηνεία συναρπαστική -το τρέξιμό του στην περιστρεφόμενη σκηνή, αγωνία να προλάβει και λύτρωση μαζί, δε θα το ξεχάσω. Μια παράσταση εύφορη, συγκινητική -όλες οι σκηνές του παρελθόντος πάλλονται από συγκίνηση, με κορυφαίες στιγμές όταν κατεβαίνουν από ψηλά το θρανίο πρώτα, η σβούρα μετά, για να μη μιλήσω για το ξεχασμένο κασκόλ-δώρο της Φαν... Θα συγκινηθείτε, θα ευφρανθείτε: ένα αισιόδοξο παραμύθι, ένας «απολαυστικός εφιάλτης»! Πάρτε τα παιδάκια σας -η παράσταση δεν είναι φτιαγμένη αποκλειστικά για παιδιά αλλά είναι ΚΑΙ για παιδιά, το δοκίμασα- και τρέξτε! Φαντάζομαι, βέβαια, πως μια τέτοια παράσταση το Εθνικό Θέατρο θα την εντάξει στο ρεπερτόριό του για να την παρουσιάζει, για ένα, τουλάχιστον, δίμηνο, κάθε σεζόν, κατά την περίοδο των Χριστουγέννων. Ένας θρίαμβος του Γιάννη Μόσχου και μια ευτυχής συγκυρία (Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή).

(Μάλλον άτυχο, ως προς την επιλογή κειμένων, το «χριστουγεννιάτικο» έντυπο πρόγραμμα της παράστασης -υπεύθυνη Μαρία Καρανάνου, επιμέλεια ύλης Βιβή Σπαθούλα. 
Αδύναμο, χωρίς κέντρο βάρους, το βασικό κείμενο «Χριστούγεννα-Υ.Γ. Εκεί που ζει η αγάπη» της Βίκυς Μαντέλη. Επίσης, στο κείμενό της «Τσαρλς Ντίκενς: μικρό εργοβιογραφικό ενός μεγάλου λογοτέχνη και ακτιβιστή» διαβάζω: «Ο Τσαρλς Ντίκενς (1812-1870) έζησε στην Αγγλία την εποχή της 
Αντιβασιλείας». Να επισημάνω πως ο Ντίκενς απλώς γεννήθηκε (1812) την Εποχή της Αντιβασιλείας (1811-1820), έζησε, όμως, 
βασικά, επί Γεωργίου Δ΄ (1820-1830), Γουίλιαμ Δ΄ (1830-1837) και, κυρίως -τα 33 απ’ τα 58 χρόνια της ζωής του-, επί Βικτορίας (1837-1901) -στην Βικτοριανή Περίοδο, δηλαδή, με την οποία, βασικά, έχει συνδεθεί, καθώς άρχισε να δημοσιεύει το 1833 και να εκδίδει απ’ το 1836 για να συνεχίσει μέχρι το θάνατό του, το 1870).

Θέατρο «Rex» / Σκηνή «Μαρίκα Κοτοπούλη», Εθνικό Θέατρο, 5 Ιανουαρίου 2018.

2 comments:

  1. Συμφωνω μαζι σου λεξη προς λεξη!!!!!!!!!

    ReplyDelete
  2. Χαίρομαι που συμφωνείς ΕΣΥ, Άννα :-)

    ReplyDelete