Μια μέρα μετά το χτεσινό κομμάτι που δημοσιεύτηκε στο totetartokoudouni.blogspot.com για το «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε. Μια παράσταση βασισμένη σε ένα θέμα του Λουίτζι Πιραντέλο», αυτή τη συναρπαστική παράσταση του Δημήτρη Μαυρίκιου και των συνεργατών του στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, η τύχη τα ’φερε, ξαφνικά, να βρεθώ μπροστά σ’ ένα άλλο κομμάτι μου, ηλικίας σχεδόν δέκα χρόνων: την κάλυψη που ’χα κάνει το καλοκαίρι του 2009, στο Μικρό Θέατρο της Αρχαίας Επιδαύρου, για μια άλλη σπουδαία παράστασή του Μαυρίκιου, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Επιδαύρου -ο Γιώργος Λούκος, τότε, στο τιμόνι του Ελληνικού Φεστιβάλ. Δημοσιεύτηκε στα «Νέα -του ΔΟΛ, τότε...- στις 27 Ιουλίου 2009. Το θεώρησα επίκαιρο να το αναρτήσω εδώ, αυτούσιο, όπως το ’γραψα, με κάποιες ορθογραφικές διορθώσεις μόνο. Και συνοδευόμενο από ένα σχόλιο μου, προσωπικής συναισθηματικής αξίας, που δημοσιεύτηκε στα «Νέα» επίσης, στη στήλη «Το Τέταρτο Κουδούνι», λίγες μέρες μετά -στις 6 Αυγούστου 2009. Έτσι, για να θυμηθούμε...
Αποστολή: Γιώργος Δ. Κ. Σαρηγιάννης
Μια σύνθεση που συμπύκνωνε όλο το έργο του Γιάννη Ρίτσου παρουσίασε ο Δημήτρης Μαυρίκιος στην Μικρή Επίδαυρο, ενώ το μεγάλο θέατρο παρέμεινε κλειστό μετά την ακύρωση της παράστασης του Άμος Γκιτάι.
Όχι. Κανένα σκάνδαλο δεν έγινε το Παρασκευοσάββατο στην Μικρή Επίδαυρο. Τίποτα το εξόχως σοκαριστικό δεν είδαμε.
Καλώς το Ελληνικό Φεστιβάλ χαρακτήρισε «ακατάλληλη για ανηλίκους» την παράσταση «Το τερατώδες αριστούργημα» -κάποιους, που δεν ενοχλούνται με όσα βλέπουν τα παιδιά στην τηλεόραση, μπορεί και να τους ενοχλούσαν κάποιες λέξεις του Ρίτσου ή ένα-δυο ανδρικά γυμνά. Αλλά κακώς ο σκηνοθέτης
Δημήτρης Μαυρίκιος τόνιζε στις συνεντεύξεις που έδωσε πριν απ’ την παράσταση πως το θέαμα -μια «σκηνική προσέγγιση των έργων του Γιάννη Ρίτσου»- «ήταν «αυστηρώς ακατάλληλο για πουριτανούς» δημιουργώντας εκ των προτέρων μια ατμόσφαιρα που, αν κάποιους έλκυσε, περισσότερους μπορεί να απομάκρυνε… Ένα πλατό -τηλεοπτικό/κινηματογραφικό- είχε στηθεί στην ορχήστρα της Μικρής Επιδαύρου (σκηνικά Δημήτρης Πολυχρονιάδης): περιφερειακά, ράγες που πάνω τους θα κυλούσε ένας κινηματογραφικός γερανός, γύρω ριγμένα μόνιτορ -συσκευές τηλεόρασης, όπου προβάλλονταν σχετικά βίντεο-, καλώδια, προβολείς εδάφους ή στημένοι σε πόδια… Ανάμεσά τους, μερικά παλιά κομμάτια -μια φωτογραφική μηχανή με θάλαμο σε τρίποδο, ένα κομοδίνο, μια πολυθρόνα… Κι οι τρεις κόσμοι του Ρίτσου, ο αρχαίος με τα ερείπια του θεάτρου, ο κόσμος στον οποίο μεγάλωσε ο ποιητής κι ο σημερινός, να μπλέκονται γλυκά. Κάτι σα γεφυράκι στο πλάι, το αγροτόσπιτο πίσω απ’ το θέατρο και τα δέντρα της αυλής του, έξοχα φωτισμένα απ’ τον Λευτέρη Παυλόπουλο και τον Νίκο Βλασόπουλο -ευτυχώς οι αρχαιολόγοι πείστηκαν, επιτέλους, ν’ απομακρύνουν το κοτετσόσυρμα που προστάτευε, υποτίθεται, τις αρχαιότητες κι οι ηθοποιοί μπορούσαν να κινηθούν και να χορέψουν (κίνηση-χορογραφία Αποστολία Παπαδαμάκη) πιο άνετα. Και παντού κόκκινα τετράδια: σκορπισμένα στη σκηνή, δεμένα σε πακέτα, αφημένα στο θώκο…
Ένα ντοκιμαντέρ για τον Ρίτσο υποτίθεται πως ετοιμάζεται στο χώρο. Σκηνοθέτης -φωνή off- ο σκηνοθέτης της παράστασης Δημήτρης Μαυρίκιος. Ατμόσφαιρα γυρισμάτων, «πάμε», κλακέτα, κι η αφηγήτρια (Τατιάνα Παπαμόσχου) σ’ ένα σύντομο πρόλογο περνάει τα απολύτως βασικά βιογραφικά του ποιητή, ύστερα παίρνει ένα απ’ τα κόκκινα τετράδια στα χέρια: «Το τερατώδες αριστούργημα». Καπνοί πίσω απ’ το σπίτι και μια διαδήλωση που ακούγεται, ψηλά, πάνω απ’ το θέατρο, πίσω απ’ τα δέντρα, διακόπτει: «Ψωμί, ελευθερία, έρωτας!» -απ’ την «Γκραγκάντα» του Ρίτσου. Αυτό το σύνθημα έδωσε και το στίγμα της παράστασης: ο πολιτικός, ο επαναστάτης Ρίτσος σε ισορροπία με τον ερωτικό Ρίτσο: κόκκινο παντού (κοστούμια Εύα Νάθενα) σε συνδυασμό με μαύρο και νέοι με γυμνό το στέρνο.
Ο νεαρός Ρίτσος (Δημήτρης Ντάσκας) κατεβαίνει τα σκαλιά, φωνές παιδιών, ένα παιδάκι με πένθος περασμένο στο μπράτσο -ο Ρίτσος μικρούλης, όταν αλλεπάλληλες τραγωδίες έπληξαν την οικογένειά του-, η «Σονάτα στο σεληνόφως» του Μπετόβεν στο πιάνο, η Λυδία Φωτοπούλου, στα μαύρα, καπελάκι με βέλο, ισορροπεί πάνω στις ράγες και «Η σονάτα του σεληνόφωτος» του Ρίτσου…
Νέοι παντού, το άσμα, πένθιμο και ηρωϊκό, «Επέσατε θύματα αδέρφια εσείς…» με «μπους φερμέ» αφήνει να μας διατρέξει ένα μικρό ρίγος, ο ενήλικος πια ποιητής -ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος που, χωρίς να τον μιμείται, ΗΤΑΝ ο Ρίτσος- στην κορυφή του γερανού που κινείται με ταχύτητα, η Ράνια Οικονομίδου-Ελένη, συγκλονιστική, τυλιγμένη στα τούλια ενός παλαιϊκού ρούχου, σε
αναπηρική πολυθρόνα την οποία αργά-αργά την κινεί ένα βαγονέτο, ένα ομπρελάκι καρφωμένο πάνω απ’ την πολυθρόνα -κάτι μεταξύ Μις Χάβισαμ απ’ τις «Μεγάλες προσδοκίες» του Ντίκενς και Γουίνι του Μπέκετ-, ο προβολέας να φωτίζει την πλάτη ενός γυμνού κάμεραμαν (Γιάννης Κότσιφας), κάποια κρυμμένα στο κομοδίνο χαρτιά, δυο άντρες της Ασφάλειας που στριμώχνουν τον ποιητή κι ερευνούν, μουσικές συναρπαστικές (επιμέλεια του σκηνοθέτη και της Φωτεινής Μπαξεβάνη)…
Ο «μπανάλ» πια «Επιτάφιος να παίρνει καινούργια πνοή στα χείλη της Βαγγελιώς Ανδρεαδάκη -στα μαύρα, με τον νεκρό γιο στην αγκαλιά της, μια Πιετά- και, μετά, η ερωτική σκηνή των δυο αγοριών -ναι, ο Ρίτσος τα ’γραψε αυτά!-, με τον πιο λεπτό και διακριτικό τρόπο στημένη και με το «Κύριε» απ’ το «Ρέκβιεμ» του Μότσαρτ να κορυφώνεται, ύστερα πάλι η «Σονάτα»…
Ακόμα και τη λατρεμένη του, την αξέχαστη Αλέκα Παΐζη, είχε καταφέρει να την έχει εκεί ο Δημήτρης Μαυρίκιος -η φωνή της ακούστηκε να διαβάζει απ’ τις αναμνήσεις της Λούλας Ρίτσου-Γλέζου, της αγαπημένης αδελφής του ποιητή. Ακόμα και το φεγγάρι-δρεπανάκι, ακόμα κι ένα πουλί που διέσχισε τον αέρα πάνω απ’ το θέατρο κρώζοντας, ακόμα και τα τζιτζίκια που ’χαν λυσσάξει απ’ τη ζέστη ενταγμένα έμοιαζαν στην παράσταση που συμπύκνωσε τον Ρίτσο τον Άπαντα.
Το φινάλε -εβδομήντα πέντε, μόνο, λεπτά κράτησε η παράσταση- έγινε δεκτό με θερμότατο χειροκρότημα και πολλά «μπράβο».
Την πρεμιέρα της Παρασκευής παρακολούθησαν, ανάμεσα σ’ άλλους, Διονύσης Φωτόπουλος, Μιχάλης Ρέππας, Αλέξανδρος Αντωνόπουλος, Μαρία Κατσιαδάκη, Δημήτρης Τσούτσης, Λίζυ Τσιριμώκου, Σεραφείμ Βελέντζας, Γιάννης Χάρης. Το Σάββατο παρόντες ήταν η Έρη Ρίτσου, η συμπαθέστατη κόρη του ποιητή που, χωρίς να το παίζει θεματοφύλακας του έργου του πατέρα της, με τη λεπτή, ευγενική, διακριτική στάση της το βοηθάει περισσότερο, ο πρόεδρος του Φεστιβάλ Γιώργος Λούκος, η Μαρία Φαραντούρη κ.α.
Ιδανική ισορροπία
Ο Δημήτρης Μαυρίκιος με την παράστασή του αυτή έδωσε, κατά τη γνώμη μου, ένα μοντέλο μετασχηματισμού της ποίησης σε θέατρο. Απέσταξε, με πλατφόρμα το αυτοβιογραφικό «Το τερατώδες αριστούργημα», το τεράστιο σε όγκο έργο του Γιάννη Ρίτσου και συμπύκνωσε την ουσία του σε μια σύνθεση που επιδέξια ισορρόπησε τον πολιτικό και κοινωνικό Ρίτσο με τον μεταφυσικό και ερωτικό Ρίτσο -ναι, υπήρξε και υπάρχει και αυτός…- ισορροπώντας, επίσης, τον δικό του εστετισμό με τη βαθιά κατάδυσή του στα άδυτα μιας ποίησης που δεν έχει, ίσως, ακόμα εκτιμηθεί όσο της αξίζει. Ίσως η καλύτερη παράσταση του Δημήτρη Μαυρίκιου μετά τον «Γυάλινο κόσμο» του.
INFO
Γίνονται συζητήσεις η παράσταση να μεταφερθεί το φθινόπωρο στην Αθήνα, «Πειραιώς 260».
Από Το Τέταρτο Κουδούνι / 9 Αυγούστου 2018
Οι στίχοι -το απόσπασμα με τα μαύρα στοιχεία- του Γιάννη Ρίτσου ακούστηκαν στην Μικρή Επίδαυρο. Στην έξοχη παράσταση του Δημήτρη Μαυρίκιου «Το τερατώδες αριστούργημα» -στο ποίημα αυτό άλλωστε ανήκουν: «…μετά μου χρειάστηκε μια βροχερή μέρα / ένα τραίνο στο Βόλο φορτωμένο κάρβουνο / μια πομπή μουσκεμένων κατάδικων / τότε που μου ’φυγε το κασκόλ κι’ έτρεχα πίσω απ’ τον καπνό να το πιάσω / και με νόμισαν ύποπτο και με κράτησαν όμηρο / και μου ’φερε η Μαρία ένα μοναδικό τριαντάφυλλο στα καπνομάγαζα /και δεν ήξερα τι να το κάνω και το ’φαγα /κι’ ύστερα το ’βγαλα απ’ τη μύτη μου κι’ ήταν ένα τριανταφυλλί κουνέλι / και τότε κατάλαβα πως είμαι ποιητής / κι επομένως δίκαιος».
Την ήξερα. Την Μαρία αυτή, του Ρίτσου. Και την αγαπούσα πολύ. Δεν ξέρω αν το ’ξερε. Δεν ξέρω αν το ’ξερα. Μ’ επηρέασε όσο λίγοι. Με την ιδιοφυή τρέλα της. Και τη σωκρατική φιλοσοφία της. Του περιπλανώμενου αλήτη. Που γίνεται αφόρητος, που είναι όμως και λατρεμένος. Και ξέρω καλά πως κι άλλους επηρέασε. Κι ας μη μας άφηνε σε χλωρό κλαρί. Ήξερε ν’ Αγαπάει, ήξερε να Μισεί. Ήξερε να Πιστεύει. Ήξερε να Ζει. Δε γνώριζε συμβάσεις. Ούτε στα λόγια, ούτε στις πράξεις της. Και μοίραζε ό,τι είχε. Και τριαντάφυλλα. Δεν έγραψε «τίποτα», δε στάθηκε σε κανέναν που ήθελε κάτι να αποτυπώσει απ’ την- άπιαστη εξάλλου…- πραγματικότητά της, δεν ξέρω ούτε αν θα ’θελε να τα γράψω αυτά.
Τη λέγανε Μαρίκα Βασιλάκου, μετά Μαρία Καπόλου, αλλά όλοι, απ’ όπου κι αν πέρασε -τα πολλά τελευταία της χρόνια στην Δαφνομήλη-, την ήξεραν «Η Μαρίκα». Γεννήθηκε στις 10 Μαΐου του 1920 στον Βόλο, έφυγε, με τον τρόπο που ήθελε, την 1 Μαρτίου του 1999 στην Αθήνα. Και σ’ έναν τοίχο της Δαφνομήλη κάτι όμορφο της έγραψαν τότε -θα ’χει σβηστεί πια. Όσο μεγαλώνω, τόσο περισσότερο τη θυμάμαι -στο κατάστιχο των Αγίων μου την έχω καταχωρημένη.
No comments:
Post a Comment