November 15, 2018

Στο Φτερό / Σαν παλιό σινεμά και σαν τη Χαλιμά


«Ξύπνα Βασίλη» του Δημήτρη Ψαθά / Σκηνοθεσία: Άρης Μπινιάρης.
 


Βασίλης Βασιλάκης τ’ όνομα αυτού. Σαραντάρης. Ανύπαντρος. Εσωτερικός μετανάστης. Μικροαστός. Συντηρητικός. Και σχολαστικός. Υπάλληλος -προϊστάμενος- σ’ εκδοτικό οίκο, με ιδιοκτήτρια/διευθύντρια την Κυρία Φαρλάκου. Τη σέβεται, την τιμά, την ακούει, την υπακούει, ασπάζεται το θαυμασμό της προς τον -γελοίο αλλά της μόδας- ποιητή της συμφοράς και 

«τσανακογλείφτη της μπουρζουαζίας» Τιμολέοντα Φανφάρα τον οποίο εκδίδουν. Κι αγοράζει μετά μανίας λαχεία ποντάροντας εκεί το μέλλον του, γιατί ο μισθός που του δίνει η Φαρλάκου δεν του αφήνει πολλές ελπίδες... Σε διαρκή σύγκρουση με το συνάδελφό του Μάνο Χατζηστραπάτσο που είναι κουκουές -στη δεκαετία του 
’60, μετά τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη και σε μέρες αποστασίας, «ανένδοτου αγώνα», μαζικών διαδηλώσεων, «μιασμάτων», «συνοδοιπόρων» βρισκόμαστε...- και που η Φαρλάκου τον απολύει γιατί έγραψε ένα άρθρο σ’ αριστερή εφημερίδα με το οποίο γελοιοποιεί τον Φανφάρα. Όμως, η αδελφή του Βασίλη, η Ντίνα, που θα ’ρθει στην Αθήνα απ’ το χωριό, με τη μητέρα τους, μετά από ένα επεισόδιο με τον κοινοτάρχη που της ρίχτηκε, και που αποδεικνύεται χειραφετημένη και κομμουνίστρια, θα συναντήσει τυχαία τον
Μάνο και, παρά τις έντονες αντιρρήσεις του Βασίλη, θα βρεθούν παντρεμένοι. Κι ο Μάνος θα γίνει ο καθοδηγητής του Βασίλη, θα τον πείσει να σταματήσει τον τζόγο με τα λαχεία και να ζητήσει αύξηση απ’ την Φαρλάκου. Θα το κάνει χτυπώντας τη γροθιά του στο τραπέζι. Το αποτέλεσμα, η Φαρλάκου ν’ απολύσει κι αυτόν... Και, μετά, η μεγάλη κατραπακιά: το λαχείο, που, συνεπής στην καινούργια πορεία του, αρνήθηκε ν’ αγοράσει από έναν μικρό λαχειοπώλη στο δρόμο και που θα το πάρει ο Μάνος ο οποίος ήταν μαζί του, κερδίζει 2 εκατομμύρια δραχμές -ποσό μυθικό για την εποχή. Η
απεργία που ετοιμάζουν στον εκδοτικό οίκο και το βιβλιοπωλείο της Φαρλάκου θα ναυαγήσει, γιατί ο Μάνος κι η Ντίνα, με τα δυο εκατομμύρια στην τσέπη, θα δουν «αλλιώς» πια τα πράγματα... Κι ο Βασίλης θα βρεθεί στο ψυχιατρείο. «Βρίσκεται στην Αργεντινή» θα λένε για να μην τους χαλάει το image η περίπτωσή του. Αλλά, όταν, μετά από δυο χρόνια νοσηλείας, κριθεί υγιής, πάρει εξιτήριο κι επιστρέψει, ξαφνικά, κοντά τους, στη διάρκεια μιας δεξίωσης που οργανώνουν, μαζί με την Φαρλάκου με την οποία ο Μάνος έχει, πια, συνεταιριστεί, προς τιμήν του Φανφάρα, θα τους τη χαλάσει τη συνταγή και το image. Ο δρόμος του ψυχιατρείου μοιάζει ν’ ανοίγει και πάλι για τον απροσάρμοστο στις κοινωνικές και ιδεολογικές

«αναπροσαρμογές» Βασίλη... Ο Δημήτρης Ψαθάς έχει γράψει τη σατιρική κωμωδία χαρακτήρων «Ξύπνα Βασίλη» (1965) σε περίοδο πολιτικού αναβρασμού. Υποτίθεται πως παίρνει αποστάσεις και σατιρίζει τα δυο πολιτικά άκρα απ’ τη θέση του βενιζελογενούς/παπανδρεϊκού Κέντρου αλλά, όσο και να το 

ισχυρίζεται, οι αντικομμουνιστικές θέσεις του είναι σαφείς στο έργο -ακόμα κι η εφημερίδα που την πέφτει στον Φανφάρα λέγεται «Κραυγή», όρα «Αυγή». Στο προπύργιο του μικροαστισμού, άνθρωπος βαθιά συντηρητικός και καλλιτεχνικά στενόμυαλος κι οπισθοδρομικός -τα χρονογραφήματά του στα «Νέα» που γελοιοποιούσαν τον Μπέργκμαν και τον χαρακτήριζαν «πορνογράφο», την εποχή που προβλήθηκε στην Ελλάδα η «Σιωπή» του, έχουν μείνει αλησμόνητα... ενώ, με τον Φανφάρα,
σύμφωνα με πρόσφατη μαρτυρία της κόρης του Μαρίας Ψαθά, στόχος του ήταν ο Ελύτης-, ο Δημήτρης Ψαθάς ήταν, όμως, πένα εξαιρετική. Και θεατρικός συγγραφέας ευφυής, μ’ αίσθηση της σκηνικής οικονομίας, ικανός να χαράζει χαρακτήρες -πάντα φιλοδοξούσε να τον χαρακτηρίζουν «μολιερικό»- και με μια εξαιρετική αίσθηση του χιούμορ. Το «Ξύπνα Βασίλη» είναι μια απ’ τις γερές κωμωδίες του, όσο κι αν προσωπικά μ’ ενοχλεί ο μικροαστισμός της, όσο κι αν απορώ γιατί αυτή διάλεξε να περιλάβει στο ρεπερτόριό του το Εθνικό Θέατρο. Ο Άρης Μπινιάρης της νεότερης γενιάς ανέλαβε τη σκηνοθεσία μιας διασκευής του έργου που υπογράφουν ο ίδιος κι η Θεοδώρα Καπράλου η οποία έκανε και τη δραματουργική επεξεργασία. Το ερώτημά μου είναι γιατί κόπηκε το 30-40% του 

κειμένου, όταν το Εθνικό θα ’χε τη δυνατότητα να παρουσιάσει το έργο και με τα πρόσωπα που κόπηκαν. Η ουσία είναι, πάντως, πως προέκυψε για σκηνική χρήση ένα σφιχτό, με κάποιες προσθήκες, χωρίς χάσματα, κείμενο που μόνο στην τελευταία εικόνα σα να μπουρδουκλώνεται κάπως απ’ τη συρρίκνωση. Ο Άρης Μπινιάρης επέλεξε ένα ιδιαίτερο τρόπο για το ανέβασμα. Όλη η δράση, πλην της τελευταίας εικόνας, συμβαίνει πίσω από μια μεγάλη οθόνη και προβάλλεται πάνω της σε ασπρόμαυρο, μέσω ταυτόχρονου βίντεο που χειρίζεται ο ίδιος ο σκηνοθέτης ενώ, εκτός οθόνης, ένας αφηγητής/τραγουδιστής με δυο μουσικούς, σε ύφος ροκ γιεγιέδικου συγκροτήματος της εποχής, εισάγει και σχολιάζει, εν είδει ραπαρίσματος -κάτι σαν Χορός-, τα τεκταινόμενα, σε στίχους, ολίγον άτεχνους, του ίδιου του Άρη Μπινιάρη. Η αναφορά στον ασπρόμαυρο
κινηματογράφο της εποχής, στον οποίο ανήκει κι η ομότιτλη ταινία «Ξύπνα Βασίλη» με την οποία το έργο μεταφέρθηκε στην οθόνη το 1969 απ’ τον Γιάννη Δαλιανίδη, είναι σαφής. Επιπλέον, ο σκηνοθέτης επιχειρεί, με επιτυχία, εξογκώνοντας λίγο τα πράγματα, να κρίνει τις καταστάσεις της εποχής και να τη συγκρίνει με τη δική μας. Το επί της οθόνης ασπρόμαυρο της δεκαετίας του 60, όταν και στην κοινωνία, όπως το έργο επισημαίνει, όλα ήταν μανιχαϊστικά, δογματικά, πολωτικά ασπρόμαυρα, δίνει στην τελευταία εικόνα -της δεξίωσης, όταν η «ευημερία» έχει εγκατασταθεί- ειρωνικά τη θέση του στο χρώμα ενώ η οθόνη αποσύρεται και βλέπουμε πια απευθείας τους ηθοποιούς -τίποτα, πια, δεν κρύβεται. Η παράσταση έχει συνέπεια ύφους κι ο 
σκηνοθέτης έχει πολύ δουλέψει με τους ηθοποιούς ώστε να ανταποκρίνονται στο ύφος αυτό -τα εκφραστικότατα συνεχή γκρο πλάνα, οι εξοντωτικά γρήγοροι ρυθμοί, το στιλιζάρισμα, η κοντά στο γκροτέσκο υποκριτική που τους έχει ζητήσει έχουν απαιτήσεις. Αλλά και για το ύφος αυτό έχω κάποιες ενστάσεις: ο λαχανιαστοί ρυθμοί μεταφέρουν -σ’ εμένα, τουλάχιστον, μετέφεραν- ένα άγχος ενώ βρήκα ενοχλητική την εμμονή στην υπερβολική ένταση του ήχου. Σε μια μικρή αίθουσα, όπως αυτή όπου παίζεται η παράσταση, τα υπερβολικά ντεσιμπέλ με τα οποία βομβαρδίζεται ο θεατής αυξάνουν το άγχος και δυσκολεύουν την πρόσληψη του λόγου. Τα φαντεζί, α λα μανιέρ 60’s, κοστούμια του υψηλής αισθητικής Πάρι Μέξη -υπέροχο το γιεγιέδικο συγκρότημα- συνδημιουργούν και υπογραμμίζουν

το εντελώς προσωπικό ύφος της παράστασης ενώ τα περίπου αόρατα σκηνικά του κι οι βιντεοπροβολές του την εξυπηρετούν. Στο ανάλογο ύφος κι οι μουσικές του Φώτη Σιώτα. Οι φωτισμοί της Στέλλας Κάλτσου έχουν τον δικό τους αποφασιστικό ρόλο σ’ αυτή την «οπτικοακουστική» παράσταση. Η Ελισάβετ Κωνσταντινίδου, εύπλαστη και πληθωρική ηθοποιός, χωρίς να ξεφεύγει απ’ την εξωστρέφειά της και μια τάση προς την υπερβολή, η Ηρώ Μπέζου με πυγμή, ο Αινείας Τσαμάτης, ο Στέφανος Πίττας, ο Κώστας Σεβδαλής (ας διορθώσει εκείνο το μον-ντέρνος) υποστηρίζουν θερμά τη σκηνοθετική γραμμή. Ο Γιώργος Παπαγεωργίου, καλός ηθοποιός, νομίζω πως εδώ το παρακάνει: ο Φανφάρας του βγαίνει με μια ανοίκεια θηλυκότητα, σαν εξέλιξη του Κλεισθένη του στις καλοκαιρινές «Θεσμοφοριάζουσες». Ξεχώρισα την Λυδία Τζανουδάκη, υπέροχο τσαχπίνικο «δουλικό», ενώ, άλλη μια φορά, διαπίστωσα την εξέλιξη της Έλενας Τοπαλίδου που ’χει αποκτήσει, πια, γκάμα -έκπληξη η Κυρία Φαρλάκου της. Ο Γιώργος Γάλλος, ώριμος πια,

νομίζω ότι κάνει τον πιο ολοκληρωμένο ρόλο του με τον Βασίλη: είναι αυτός που βγάζει περισσότερο απ’ όλους το τραγικό υπόστρωμα το οποίο ανιχνεύει ο σκηνοθέτης στην κωμωδία του Ψαθά -εξαιρετικά τα γκρο πλάνα του. Μια παράσταση συνεπής, με προσωπικό ύφος, παρά τις επί μέρους ενστάσεις που ’χω (Φωτογραφίες: Πάτροκλος Σκαφίδας).

(Το πρόγραμμα της παράστασης -υπεύθυνη Μαρία Καρανάνου, επιμέλεια ύλης Βιβή Σπαθούλα- διαφωτιστικό, με καλή επιλογή κειμένων -καίριο, μ’ εκείνη τη σπάνια, λαγαρή γραφή του, αυτό του Κωστή Παπαγιώργη απ’ τα «Υπεραστικά» του).

Κτίριο Τσίλερ / Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος», Εθνικό Θέατρο, 7 Νοεμβρίου 2018.

No comments:

Post a Comment