«Το αγόρι με τη βαλίτσα» του Μάικ Κένι / Σκηνοθεσία: Ηλίας Καρελλάς.
Ο Ναζ, ένα αγόρι, που ’χει μεγαλώσει με τα παραμύθια που του λέει ο πατέρας του, απ’ τις «Χίλιες και μια νύχτες», για τον Σιντμπάντ -τον οποίο, εμείς, τον λέμε Σεβάχ- τον Θαλασσινό και τα εφτά ταξίδια του, ζει με την οικογένειά του σε μια ακαθόριστη χώρα της Εγγύς ίσως, ίσως της Μέσης Ανατολής. Σε μια χώρα με καταπιεστικό καθεστώς. Στη φτώχεια και στον πόλεμο που ενεδρεύει. Ο μεγάλος του αδελφός βρίσκεται, πια, στο Βερολίνο -ο μόνος απ’ τους τόπους του έργου που κατονομάζεται, αν και στο πρωτότυπο είναι το Λονδίνο- και σε μια κάρτα που τους στέλνει τους γράφει πως εκεί και καλή δουλειά έχει και καλά περνάει και πως οι άνθρωποι είναι φιλικοί. Η οικογένεια αποφασίζει να φύγει
για το Βερολίνο -κοντά του. Αλλά λογαριάζουν χωρίς τον ξενοδόχο: τα λεφτά που τους ζητάει ο διακινητής δε φτάνουν ούτε για τον ένα τους. Τελικά οι γονείς τού δίνουν -χωρίς ο γιος τους να το μάθει, παρά την τελευταία στιγμή- όσα μαζεύουν, ώστε να φύγει, έστω μόνος του, ο Ναζ. Έτσι και γίνεται. Το αγόρι ξεκινάει με τη βαλιτσούλα του. Μέσα έχει, εκτός απ’ τα χρειώδη, ένα ρολόι-ξυπνητήρι που του ’χει χαρίσει ο παππούς του, μια ζωγραφιά που του ’χει ζωγραφίσει η αδελφούλα του και την καρτ ποστάλ του αδελφού του, απ’ το Βερολίνο. Στο λεωφορείο συναντιέται μ’ ένα κορίτσι που το λένε Κρίσια, που κατάγεται, όπως του λέει, από πλούσια οικογένεια και που κυκλοφορούσε με λιμουζίνα αλλά που, επίσης, ταξιδεύει μόνο
του -σύντομα θα του αποκαλύψει πως του ’πε ψέματα και πως σ’ επίσης φτωχή οικογένεια ανήκει. Θα γίνουν φίλοι, θα δεθούν, θα συντροφέψουν και θα προστατέψουν ο ένας τον άλλον και μαζί θα περάσουν τα δύσκολα που, ιδιοφυώς, ανάγονται στις περιπέτειες του Σεβάχ κατά τη διάρκεια των επτά ταξιδιών του -θα διασχίσουν ερήμους, θα σκαρφαλώσουν σε ψηλά, χιονισμένα βουνά, θα πεινάσουν, θα συναντήσουν κάποιους καλούς ανθρώπους, θα συναντήσουν και κάποιους επικίνδυνους, θα τους κυνηγήσουν στρατιώτες, θα εγκλωβιστούν σ’ ένα λιμάνι, όμηροι κάποιου που τους δίνει δουλειά αλλά όχι και τα λεφτά τους
όταν είναι να πληρωθούν και που τους εκμεταλλεύεται άγρια για ένα κομμάτι ψωμί, θα το σκάσουν αρπάζοντας από μόνα τους τα λεφτά, θα μπουν σ’ ένα καράβι, θα τους πετάξουν στη θάλασσα κι εκεί θα χαθούν. Ο Ναζ γλυτώνει, ένα ζευγάρι γέρων, που δεν ξέρει τη γλώσσα τους, τον περιμαζεύει και, τελικά, με χίλια βάσανα φτάνει στο Βερολίνο, στον αδελφό του. Μέσα στη βαλίτσα το ρολόι του παππού έχει, πια, σπάσει απ’ τις ταλαιπωρίες, η ζωγραφιά της αδελφούλας έχει σβηστεί απ’ τα νερά, το ίδιο κι η κάρτα του αδελφού -τι μπορεί να σημειολογήσει με πιο συγκλονιστικό τρόπο την ουσία της προσφυγιάς; Ο Ναζ, βέβαια, θυμάται απέξω τι τους έγραφε. Αλλά τα πράγματα δεν ειν’ έτσι. Δουλειά υπάρχει, η ζωή, όμως, δεν είναι και τόσο όμορφη, ούτε οι άνθρωποι τόσο φιλικοί... Ο αδελφός δεν τους τα ’γραφε
αυτά «για να μην τους στενοχωρήσει». Όπως κάνει κι ο Ναζ. Σ’ αυτούς που έμειναν πίσω στέλνει κάρτες «θετικής ενέργειας» -πως όλα είναι ωραία κι ανθηρά- «για να μην τους στενοχωρήσει». Η ζωή, όμως, συνεχίζεται: στο σπίτι-τρύπα και στη δουλειά -σ’ ένα βενζινάδικο. Όπου μια μέρα ανοίγει το παράθυρο μιας λιμουζίνας, όπως αυτές που φαντασιωνόταν, κι εμφανίζεται για λίγο η Κρίσια. Δεν πνίγηκε. Έχει γλυτώσει. Και κυκλοφορεί, πια, με τη λιμουζίνα κάποιου -η ζωή συνεχίζεται... Ο Βρετανός -Ουαλός- Μάικ Κένι
έχει γράψει ένα μικρό αριστούργημα για μεγάλα παιδιά: «Το αγόρι με τη βαλίτσα» (2004). Ένα έργο ευφυές, στέρεης δομής, σφιχτό, ποιητικό, τρυφερό, βαθιά συγκινητικό, ποτέ μελοδραματικό αλλά με χιούμορ, ανάλαφρο, αν και μ’ ένα τόσο σοβαρό θέμα. Ένα έργο που όχι μόνο ισχύει, ακόμα περισσότερο, εδώ και σήμερα αλλά και συνεχίζει να σαγηνεύει και να καθηλώνει, άρτια μεταφρασμένο απ’ την Ξένια Καλογεροπούλου που το πρωτοπαρουσίασε στην «Πόρτα» της, τη σεζόν 2005/2006, σε μια έξοχη παράσταση του
Θωμά Μοσχόπουλου. Ο Ηλίας Καρελλάς, που υπογράφει, τώρα, σκηνοθεσία, σκηνικά και φωτισμούς, έχει οργανώσει μια εύρυθμη παράσταση -παίζεται για δεύτερη σεζόν-, τα σκηνικά του, όμως -που είναι φτηνά και το δείχνουν-, τα κοστούμια της Αγγελικής Μπόζου κι οι χορογραφίες της Αντιγόνης Γύρα αφήνουν την αίσθηση ότι δεν πρόκειται για παραγωγή πραγματικά προσεγμένη. Αλλά την παράσταση ενισχύουν κι ισορροπούν τα εξαιρετικά κομμάτια με τις σκιές -ειδικευμένος, ταλαντούχος σκιοπαίχτης (καραγκιοζοπαίχτης) της νεότερης γενιάς ο Ηλίας Καρελλάς- κι η μουσική και τα τραγούδια από διάφορους τόπους, που ερμηνεύει
με την υπέροχη φωνή της και στο σαντούρι της η Αρετή Κετιμέ η οποία μας παίρνει σ’ ένα μουσικό ταξίδι παράλληλο με του Ναζ. Ως προς τη διανομή, η παράσταση στηρίζεται στους ώμους του Δημήτρη Μακαλιά -ηθοποιός ιδιαίτερα ταλαντούχος, εύπλαστος, ευλύγιστος, εκφραστικότατος, με χιούμορ, που, εδώ, δεν ξεφεύγει σε υπερβολές στις οποίες έχει μια τάση- ο οποίος ερμηνεύει τον Ναζ έχοντας πλάι του, ικανοποιητικότατη Κρίσια, την Κατερίνα Αθανασιάδη αλλά κάπως αδύναμους τους υπόλοιπους. Παρά τα κάποια ελαττώματα που εντόπισα, σας συνιστώ να πάτε οπωσδήποτε τα παιδιά σας να τη δουν: διαπαιδαγωγεί, χωρίς ούτε μια στιγμή να πάσχει από διδακτισμό. Πιστεύω ότι θα διασκεδάσουν, θα την ευχαριστηθούν και κάτι περισσότερο θα μάθουν και θα νιώσουν για τα προσφυγάκια του σχολείου τους, της γειτονιάς τους, των δρόμων... Κι εσείς είμαι σίγουρος πως θα συγκινηθείτε -ίσως, όσο κι εγώ.
Θέατρο «Κάππα», 4 Νοεμβρίου 2018.
No comments:
Post a Comment