«Απόψε αυτοσχεδιάζουμε. Μια παράσταση βασισμένη σε ένα θέμα του Λουίτζι Πιραντέλο» / Διασκευή, σκηνοθεσία: Δημήτρης Μαυρίκιος.
Θέατρο εν θεάτρω εν θεάτρω: ένας θίασος ετοιμάζεται για μια αυτοσχεδιαστική παράσταση, διασκευάζοντας για τη σκηνή το διήγημα «Λεονόρα, αντίο» (1910, έχει περιληφθεί στη συλλογή «Το ταξίδι», 13ο τόμο (1928) του κύκλου/συλλογής «Διηγήματα για ένα χρόνο») του Λουίτζι Πιραντέλο. Με οδηγό έναν εξαιρετικά απαιτητικό σκηνοθέτη. Στο διήγημα, σε μια μίζερη σικελική πόλη,
όπου έχει μετακομίσει απ’ την Νάπολη, η οικογένεια Λα Κρότσε -ο ηλικιωμένος μηχανικός ορυχείων Παλμίρο, η δυναμική, τολμηρή, χωρίς πολλούς ηθικούς φραγμούς κι ενδοιασμούς σύζυγός του Ινιάτσα, ναπολιτάνα πρώην θεατρίνα, κι οι τέσσερις κόρες τους Μομίνα, Τοτίνα, Ντορίνα και Νενέ, που η μάνα τους τις προωθεί
στο θέατρο αλλά και σε μια παρέα νεαρών αξιωματικών οι οποίοι υπηρετούν εκεί...- σκανδαλίζει την κοινωνία της μικρής τους πόλης και γίνεται στόχος σχολίων -ειδικά η Ινιάτσα. Ο Παλμίρο, που η γυναίκα του τον περιφρονεί και τον βρίζει κι ο κόσμος τον κοροϊδεύει, ερωτευμένος με μια τραγουδίστρια καμπαρέ, πεθαίνει μαχαιρωμένος σε καυγά, η Τοτίνα εξελίσσεται σε ονομαστή (;) πρωταγωνίστρια της όπερα κι η Μομίνα παντρεύεται τον Ενρίκο Βέρι, έναν απ’ τους αξιωματικούς, ντόπιο, που τη κλειδαμπαρώνει στο σπίτι και τη βασανίζει με την αρρωστημένη ζήλια του μέχρι που η κοπέλα, η οποία έχει κάνει δυο παιδιά μαζί του, πεθαίνει απ’ τις κακουχίες. Οι ηθοποιοί, που προσπαθούν ν’ αυτοσχεδιάσουν πάνω στους ρόλους αυτούς, μπερδεύονται, πιέζονται,
καταδυναστεύονται απ’ το σκηνοθέτη τους στο τέλος εξανίστανται και τον διώχνουν για ν’ ανεβάσουν μόνοι τους την παράσταση. Αλλά εκείνος όλο και σε κάποιο ηλεκτρολογείο μπορεί και να ’χει κρυφτεί... Είναι το έργο του Λουίτζι Πιραντέλο «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» (1928/1929, πρεμιέρα 1930 στην Γερμανία, σε γερμανική μετάφραση) που θα μπορούσε να θεωρηθεί το τρίτο μιας τριλογίας θεάτρου εν θεάτρω, μετά τα «Έξι πρόσωπα ζητούν
συγγραφέα» (1921) και «Καθένας με τον τρόπο του» (1924), αν και το θέμα απασχόλησε το συγγραφέα σε περισσότερα, όπως το «Ερίκος Δ΄». Ο εγκατεστημένος αυτή την περίοδο στο Βερολίνο Πιραντέλο πειραματίζεται με τα όρια του θεάτρου. Η αλήθεια, η θεατρική «αλήθεια», η θεατρική ψευδαίσθηση, οι πολλαπλές ταυτότητες ήταν ανέκαθεν οι εμμονές του και σφράγισαν το έργο του -οι Ηθοποιοί του «θιάσου» τού «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» μπαινοβγαίνουν στους ρόλους του «Λεονόρα, αντίο», διακόπτουν τη ροή των ρόλων, τους συζητούν μεταξύ τους και με το σκηνοθέτη, τους σχολιάζουν σχεδόν μπρεχτικά -πριν, ακόμα, ο Μπρεχτ αναπτύξει τις θεωρίες του. Όσο για τον καταδυναστευτικό Σκηνοθέτη τον οποίο ο Πιραντέλο σχολιάζει ειρωνικά, μέσω των Ηθοποιών που βρίσκονται σε διαρκή συγκρουση μαζί του, σίγουρα ως πρότυπα θα πρέπει να ’χει τον Αυστριακό Μαξ Ράινχαρντ και τον Γερμανό Έρβιν Πισκάτορ, τους
απόλυτους σκηνοθέτες που, τότε, όταν η ιδιότητα του σκηνοθέτη -η οποία είχε εμφανιστεί απ’ το τέλος του 19ου και, κυρίως, από την αρχή του 20ου αιώνα- είχε κατακτήσει το ευρωπαϊκό θέατρο, εγκατεστημένοι και δημιουργώντας στο Βερολίνο, κυριαρχούσαν έως και καταδυνάστευαν το γερμανόφωνο θέατρο -δεν είναι τυχαίο ότι του δίνει το γερμανoπρεπές όνομα Χίνκφους... Ο Πιραντέλο οργανώνει ένα, κατ’ επίφασιν, άναρχο θεατρικό οικοδόμημα, αυτοαναφορικό -το διήγημα που θα θεατροποιήσει ο «θίασος» είναι του ίδιου, της πρώιμης βεριστικής σικελικής περιόδου του, ενώ ο Σκηνοθέτης αναφέρεται στον Πιραντέλο και στο «Έξι πρόσωπα...»- αλλά μετρημένο με μεγάλη ακρίβεια. Προσωπικά το θεωρούσα εγκεφαλικό κατασκεύασμα, προϊόν της εποχής του. Κι έρχεται ο Δημήτρης Μαυρίκιος, πιάνει στα χέρια του το κείμενο
αυτό, το μεταφράζει άψογα και, κατόπιν, το διασκευάζει, με συνεργάτες στη διασκευή τη βοηθό του Μαρία Βαρδάκα, που παίζει και στην παράσταση, και το σκηνογράφο του Δημήτρη Πολυχρονιάδη και με δραματολόγο την Έρι Κύργια. Κρατάνε τον πιραντελικό καμβά -κάτι σα σενάριο της κομέντια ντελ άρτε-, κρατάνε μέρη του κειμένου, κρατάνε σκηνές που θεωρούν κομβικής σημασίας, αλλάζουν σκηνές, κάνουν κάποιες προσθήκες, κυρίως απ’ το συγγενικό «Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα», τα δυο παιδάκια της Μομίνα και του Βέρι, που ο Πιραντέλο τα θέλει κούκλες, γίνονται ένα παιδάκι ζωντανό επί σκηνής... και, πάνω στον καμβά αυτό, ο σκηνοθέτης Δημήτρης Μαυρίκιος, με συνεργάτη στη σκηνοθεσία τον Μανώλη Δούνια, κεντάει μια δική
του δημιουργία, διαποτισμένη με συγκίνηση αλλά και λεπτό χιούμορ. Δίνοντας, προς τιμή του, στην παράσταση τον τίτλο όχι «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» του Λουίτζι Πιραντέλο αλλά «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε. Μια παράσταση βασισμένη σε ένα θέμα του Λουίτζι Πιραντέλο». Ρίχνει οθόνες όπου προβάλλονται σκηνές, δεξιοτεχνικά κινηματογραφημένες απ’ τον ίδιο και τον Άγγελο Παπαδόπουλο, όπου διογκώνονται και προβάλλονται λεπτομέρειες ή οι ηθοποιοί, σε γκρο πλάνα, «εξομολογούνται» -ο
κινηματογράφος αναδεικνύεται σ’ ένα ουσιαστικό στοιχείο της παράστασης σφιχτοδεμένο μαζί της. Κλείνει τιμητικά το μάτι στην πρώτη παράσταση του έργου στην Ελλάδα, το 1961, απ’ τον Δημήτρη Μυράτ. Χρησιμοποιεί, σαν ένα είδος αφιερώματος στο συνθέτη, τη μουσική του Μάνου Xατζιδάκι για την παράσταση αυτή και τον, γραμμένο για τον Σκηνοθέτη της παράστασης εκείνης, πρόλογό του. Και γίνεται απόλυτα αυτοαναφορικός. Θα μπορούσε, αυτό, να θεωρηθεί ναρκισιστικό. Δεν είναι. Απλώς ο Μαυρίκιος, αντιστοιχίζει την αυτοαναφορικότητά του αυτή με την αυτοαναφορικότητα του Πιραντέλο: αλλάζει τον «Τροβατόρε» του Τζουζέπε Βέρντι, που παίζεται ως θέατρο εν θεάτρω εν θεάτρω,
στο έργο -οι Λα Κρότσε παράστασή του παρακολουθούν στη δεύτερη πράξη και στην τρίτη η Τοτίνα τραγουδάει στην πόλη, με περιοδεύοντα θίασο, και πάλι «Τροβατόρε» ενώ κι η Μομίνα «Τροβατόρε» προσπαθεί να τραγουδήσει και για τον «Τροβατόρε» μιλάει στα παιδάκια της, πριν πεθάνει, εξ ου κι ο τίτλος του διηγήματος «Λεονόρα, αντίο», απ’ το όνομα της βασικής ηρωίδας του «Τροβατόρε»- με το «Ρομέος και Ιουλιέτα» του Σέξπιρ που ’χει ανεβάσει ο ίδιος, στην ίδια Σκηνή του Εθνικού, πριν από 30 ακριβώς χρόνια -τη σεζόν 1988/1989-, δίνει ένα πέρασμα στην Μαντάμ Πάτσε απ’ τα «Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα», του Πιραντέλο επίσης, που επίσης έχει ανεβάσει στην ίδια Σκηνή αλλά
και, προηγουμένως, στο ΚΘΒΕ, παράσταση που ’χε κι αυτή μεταφερθεί και παιχτεί στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού, κρατάει ο ίδιος το ρόλο του Σκηνοθέτη, μιλάει προσωπικά και ζητάει απ’ τους ηθοποιούς του ν’ αναφερθούν σε δικές τους προσωπικές στιγμές -η Ράνια Οικονομίδου στην παρατήρηση του Χατζιδάκι, όταν τυχαία την είδε να παίζει σε μια φοιτητική παράσταση, που την οδήγησε άμεσα στην απόφαση να σπουδάσει θέατρο, ο Γιάννης Βογιατζής στα 92 χρόνια του και στην επιθυμία του να πεθάνει όρθιος στη σκηνή, η Λυδία Φωτοπούλου στην Ιουλιέτα της -πρωταγωνιστούσε στην παράσταση του Μαυρίκιου... Ολ’ αυτά τυλιγμένα στις παλιές μουσικές του Μάνου Χατζιδάκι.
Πολύ φοβήθηκα όταν άκουσα ότι θα χρησιμοποιηθούν οι μουσικές αυτές. Στα κακά προηγούμενα που μ’ έχουν επηρεάσει, δυο, σχετικά πρόσφατες, εμπειρίες μου από ατυχέστατες χρήσεις σε νέες παραστάσεις των παλιών μουσικών του Χατζιδάκι για τους «Όρνιθες» και του Σαββόπουλου για τους «Αχαρνής»: σαν μεταμοσχεύσεις που απέτυχαν παταγωδώς και τα σώματα των παραστάσεων απέβαλαν τα μοσχεύματα. Αλλά εδώ υπήρχε συνθέτης εμπνευσμένος για να υπογράψει τη διασκευή, την προσαρμογή και την ενορχήστρωση των μουσικών αυτών: ο Νίκος Κυπουργός. Που συνέπλευσε, παράλληλα κι αρμονικά, με το σκηνοθέτη -που συστοιχίζεται μαζί του. Αγκάλιασε τις μουσικές
αυτές, τις έπλεξε, τις έμπλεξε, τις εκσυγχρόνισε, χωρίς να τις θίξει, και τα τραγούδια που ’χουν καθορίσει την παράσταση του Μυράτ -«Ο ταχυδρόμος πέθανε», «Το μαντολίνο», «Η πέτρα»- ακούγονται, έξοχα διδαγμένα απ’ την Μελίνα Παιονίδου, σε παραλλαγές, πλεγμένα σε ντουέτα ή αυτούσια, συμπαρασύροντας
μαλακά, σαν το ρεύμα ενός ήρεμου μουσικού ποταμού, κείμενο και παράσταση. Ο Δημήτρης Μαυρίκιος, με τους συνεργάτες του, μεταγγίζουν το πνεύμα του κειμένου του Πιραντέλο, ο Νίκος Κυπουργός, με τον Στάθη Σκουρόπουλο που υπογράφει το σχεδιασμό του ήχου κι ένα μέρος των ενορχηστρώσεων, το πνεύμα της μουσικής του Χατζιδάκι. Έχουν συμπλεύσει, όμως, κι οι λοιποί συντελεστές: ο σκηνογράφος Δημήτρης Πολυχρονιάδης, με στοιχεία που ανέσυρε απ’ τις αποθήκες του Εθνικού -ξύλινες πόρτες του Διονύση Φωτόπουλου, γλυπτά, η παλιά αυλαία της Κεντρικής Σκηνής, παροπλισμένοι προβολείς, ρούχα απ’ το βεστιάριο, κούκλες απ’ την έκθεση, στην Εθνική Πινακοθήκη, κοστουμιών του Εθνικού που ’χε επιμεληθεί ο Γιάννης Μετζικώφ,
μάσκες, καθρέφτες απολύτως στο πιραντελικό πνεύμα...- έχει δημιουργήσει το αιτούμενο αυτοσχεδιαστικό σύμπαν, λιτό και λειτουργικό, το ίδιο κι η Νίκη Ψυχογιού με τα κοστούμια της, ο Λευτέρης Παυλόπουλος με τους έξοχους φωτισμούς του, η Βάλια Παπαχρήστου με την κίνηση και τη χορογραφία που ’χει διδάξει. Αυλαίες εξωτερικές κι εσωτερικές ανεβοκατεβαίνουν, οθόνες
ανεβοκατεβαίνουν, εικόνες εναλλασσόμενες, η περιστροφική σκηνή που περιστρέφεται, οι μουσικές που ρέουν, η συνεχής κίνηση των ηθοποιών, οι εναλλαγές, οι ηθοποιοί/Ηθοποιοί ως θεατές απ’ την πλατεία ή το θεωρείο, ο σκηνοθέτης/Σκηνοθέτης που πηγαινοέρχεται απ’ το ηλεκτρολογείο και δίνει οδηγίες, διακόπτει, κάνει παρατηρήσεις, τσακώνεται, γίνεται αυστηρός και δε σηκώνει κουβέντα, μας/τους επαναφέρει διαρκώς στην
πραγματικότητα, αναιρεί τις θεατρικές ψευδαισθήσεις, τα πολλά επίπεδα του Πιραντέλο που πολλαπλασιάζονται στην παράσταση και μπερδεύουν τους ηθοποιούς, οι αυτοσχεδιασμοί που δεν είναι αυτοσχεδιασμοί αλλά καλά μελετημένο ύφος..., κι ολ’ αυτά, τα «ατάκτως ερριμμένα» της παράστασης, καλομονταρισμένα -να λιώνει το ’να μέσα στ’ άλλο- δημιουργούν μια αρμονική θεατρική δίνη που σε συνεπαίρνει. Αν δεν είναι αυτό ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ, τότε τι είναι; Και μέσα σ’ αυτή τη θεατρική δίνη, οι εκρήξεις -οι κορυφαίες στιγμές, οι στιγμές της απόλυτης θεατρικής συγκίνησης: η Λυδία Φωτοπούλου ν’ ακούει συγκινημένη -«γιατί μου το ’κανες αυτό;» θα πει στον Μαυρίκιο- την ηχογραφημένη, υπέροχα εκφραστική νεανική φωνή της ως Ιουλιέτα που την έχει ερμηνεύσει συγκλονιστικά στην προ τριακονταετίας παράσταση του, πάνω στα ίδια αυτά σανίδια, ενώ απ’ την οροφή της σκηνής κατεβαίνει αργά, πάνω σε βάθρο, το γλυπτό της Τίνας Παραλή απ’ την παράσταση
αυτή, που βρέθηκε στις αποθήκες, σκεπασμένο μ’ ένα πλαστικό, όταν «προσγειώνεται» να το τραβάει το πλαστικό διστακτικά και να ’ναι από κάτω η γλυπτή μορφή της ως Ιουλιέτας, αγκαλιασμένης με τον Ρομέο της -ρίγος. Το πέρασμα της Μαντάμ Πάτσε απ’ τα «Έξι πρόσωπα...», ως θεατρίνας της όπερας, με το τότε κοστούμι σ’ ένα απόσπασμα άριας του «Τροβατόρε» ενώ η εσωτερική αυλαία σηκώνεται κι απέναντί μας -άλλο ρίγος, ακόμα πιο έντονο- εμφανίζεται -κορυφαίο, συγκλονιστικό επίτευγμα του
σκηνογράφου Δημήτρη Πολυχρονιάδη-, ένα αμφιθέατρο γεμάτο με κοινό ομοιωμάτων -είναι ομοιώματα ή είμαστε εμείς καθρεφτισμένοι; Κι όλο το τελευταίο ημίωρο: η Ινιάτσα/Ηθοποιός/Λυδία Φωτοπούλου σ’ ένα μονόλογο και πάλι απ’ το «Έξι πρόσωπα΄...» που με απέραντη τρυφερότητα και βαθιά συγκίνηση λέει στο αγόρι/εγγόνο της που σε λίγο θα πνιγεί σε μια στέρνα, ο Σκηνοθέτης που επεμβαίνει και δεν το αφήνει, τελικά, να πνιγεί, το βάψιμο της Ηθοποιού/Μομίνα για να δείξει γερασμένη, η εκρηκτική σκηνή με το οθελικό παραλήρημα ζήλιας του Βέρι που βίαια ξεσπάει πάνω στην εξουθενωμένη Μομίνα-περιφερόμενο πτώμα, η σκηνή της με το αγοράκι της -να του μιλάει για το θέατρο και για το «Ρομέος και Ιουλιέτα» και κάτι να προσπαθεί να του παίξει πριν ξεψυχήσει. Και, στο τέλος, το αμφιθέατρο-σκηνικό με τα ομοιώματα θεατών να ξεκολλάει, να κινείται -αυτοί οι ξεροί ήχοι απ’ τις ράγες, ρίγος σύγκορμο...- ,ν’ αποσυντίθεται, να σπάζει στα δυο, το πρώτο, μπροστινό τμήμα του να φεύγει δεξιά, το άλλο να κατευθύνεται προς το προσκήνιο -προς τα εμάς-, τα σταγκόνια με τους προβολείς να κατεβαίνουν, το παιδάκι να προσπαθεί να συνεφέρει τη νεκρή μάνα του -«μαμά, μαμά! Γιούλικα,
Γιούλικα!»-, μετά να τρέχει προς το «ψεύτικο» αμφιθέατρο -«Δες το θέατρο!»-, η κεντρική αυλαία να κατεβαίνει αργά, μετά το αγόρι να γυρίζει και να προχωράει στο προσκήνιο, η Γιούλικα /Ηθοποιός/Μομίνα ν’ ανασηκώνεται κι εκείνο να δείχνει εμάς, το «αληθινό», πια, κοινό και να επαναλαμβάνει: «Δες το θέατρο!». Ναι, ΑΥΤΟ είναι το θέατρο! Στο αποτέλεσμα συμβάλλουν όλοι οι ηθοποιοί της διανομής -με τους νέους να πετούν, ο ένας καλύτερος απ’ τον άλλο: Κωνσταντίνος Αρνοκούρος, Γιάννης Αρτεμισιάδης, Μιχάλης Αρτεμισιάδης, Μαρία Βαρδάκα, Δημήτρης Κακαβούλας, Γιώργος Μπένος, Λιλή Νταλανίκα, Εύα Οικονόμου-Βαμβακά, Στέφανος Παπατρέχας, Νεκτάριος Φαρμάκης. Ποτέ δεν είδα καλύτερο τον Αλέξανδρο Βάρθη, σπαρασσόμενο στη σκηνή της ζήλιας. Πρώτη φορά ένοιωσα την Γιούλικα Σκαφιδά, πέρα απ’ την εξαίρετη φιγούρα και την ευαισθησία της, να δονείται στη σκηνή εκ
βαθέων. Η Λυδία Φωτοπούλου, ηθοποιός σπουδαία, με αδιαμφισβήτητο κύρος -δεν ξεχνώ ποτέ την πρώτη φορά που την είδα, κοριτσάκι ακόμα, στην ίδια σκηνή, Λουίζα Μίλερ στο σιλερικό «Έρωτας και ραδιουργία» του Τάκη Μουζενίδη, που το ’χε κατεβάσει το ΚΘΒΕ
στην Αθήνα- έχει συγκλονιστικές στιγμές -η αισθαντική σκηνή με το άγαλμα, η σκηνή με το παιδί... Η Ράνια Οικονομίδου σα ν’ ανθίζει στις παραστάσεις του Δημήτρη Μαυρίκιου: άμεση, με χιούμορ αφοπλιστικό, εξαιρετική. Ο Γιάννης Βογιατζής έχει την ικανότητα, αν και σε ηλικία πολύ προχωρημένη, να μπορεί ακόμα να προχωράει ως ηθοποιός: θυμάται καλά τα λόγια του, είναι χαλαρός, ειν’ ανάλαφρος, έχει χιούμορ, ξεφαντώνει στη σκηνή
-έως και βαλσάρει!- και συγκινεί με τη ζωτικότητά του. Ο ίδιος ο Δημήτρης Μαυρίκιος, ως Σκηνοθέτης, αν και κινητικά κάπως δύσκαμπτος, είναι ο πιο χαλαρός, ο πιο φυσικός, ο πιο άμεσος όλων -όπως έπρεπε. Γλυκύτατος ο μικρός Βαγγέλης Λυκούδης. Ο Νίκος Καραθάνος, στην οθόνη, αγνώριστος απ’ το μακιγιάζ και το κεφαλοδέσιμο, δίνει μια, α λα Μαρινέλλα, εντυπωσιακή τρανς
ερμηνεία του «Ταχυδρόμου», ισορροπώντας το γκροτέσκο με τη συγκίνηση. Σ’ αυτή την παράσταση-υποθήκη, τη φορτωμένη αλλά φορτωμένη με τέλεια ισορροπία, ο Δημήτρης Μαυρίκιος, αυτοβιογραφούμενος, ουσιαστικά -αυτός είναι το αγοράκι-, αποκαλύπτει το ψέμα και τη μαγεία του θεάτρου -την αλήθεια του, δηλαδή. Όλα στάζουν θέατρο. Προσωπικά, το «Απόψε
αυτοσχεδιάζουμε» του Μαυρίκιου μ’ έκανε να καταλάβω, να εξηγήσω, να νιώσω πιο καθαρά γιατί αγαπώ τόσο αυτό το «ψέμα» που είναι το θέατρο. Πιστεύω πως όποιος αγαπάει το θέατρο θα τη λατρέψει την παράσταση. Σας παροτρύνω να τρέξετε να τη δείτε. Την είδα δυο φορές και τη δεύτερη ένοιωσα ότι μπορώ να τη δω και πάλι (Φωτογραφίες: Πάτροκλος Σκαφίδας).
(Εξαιρετικά ενημερωτικό το έντυπο πρόγραμμα της -υπεύθυνη Μαρία Καρανάνου, επιμέλεια ύλης Έρι Κύργια. Απόρησα, όμως, γιατί περνάει στα εντελώς ψιλά -σχεδόν αποσιωπάται, σχεδόν παραγράφεται- τη σχέση του Πιραντέλο με τον Μουσολίνι και το φασιστικό καθεστώς της Ιταλίας...).
όπου έχει μετακομίσει απ’ την Νάπολη, η οικογένεια Λα Κρότσε -ο ηλικιωμένος μηχανικός ορυχείων Παλμίρο, η δυναμική, τολμηρή, χωρίς πολλούς ηθικούς φραγμούς κι ενδοιασμούς σύζυγός του Ινιάτσα, ναπολιτάνα πρώην θεατρίνα, κι οι τέσσερις κόρες τους Μομίνα, Τοτίνα, Ντορίνα και Νενέ, που η μάνα τους τις προωθεί
στο θέατρο αλλά και σε μια παρέα νεαρών αξιωματικών οι οποίοι υπηρετούν εκεί...- σκανδαλίζει την κοινωνία της μικρής τους πόλης και γίνεται στόχος σχολίων -ειδικά η Ινιάτσα. Ο Παλμίρο, που η γυναίκα του τον περιφρονεί και τον βρίζει κι ο κόσμος τον κοροϊδεύει, ερωτευμένος με μια τραγουδίστρια καμπαρέ, πεθαίνει μαχαιρωμένος σε καυγά, η Τοτίνα εξελίσσεται σε ονομαστή (;) πρωταγωνίστρια της όπερα κι η Μομίνα παντρεύεται τον Ενρίκο Βέρι, έναν απ’ τους αξιωματικούς, ντόπιο, που τη κλειδαμπαρώνει στο σπίτι και τη βασανίζει με την αρρωστημένη ζήλια του μέχρι που η κοπέλα, η οποία έχει κάνει δυο παιδιά μαζί του, πεθαίνει απ’ τις κακουχίες. Οι ηθοποιοί, που προσπαθούν ν’ αυτοσχεδιάσουν πάνω στους ρόλους αυτούς, μπερδεύονται, πιέζονται,
καταδυναστεύονται απ’ το σκηνοθέτη τους στο τέλος εξανίστανται και τον διώχνουν για ν’ ανεβάσουν μόνοι τους την παράσταση. Αλλά εκείνος όλο και σε κάποιο ηλεκτρολογείο μπορεί και να ’χει κρυφτεί... Είναι το έργο του Λουίτζι Πιραντέλο «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» (1928/1929, πρεμιέρα 1930 στην Γερμανία, σε γερμανική μετάφραση) που θα μπορούσε να θεωρηθεί το τρίτο μιας τριλογίας θεάτρου εν θεάτρω, μετά τα «Έξι πρόσωπα ζητούν
συγγραφέα» (1921) και «Καθένας με τον τρόπο του» (1924), αν και το θέμα απασχόλησε το συγγραφέα σε περισσότερα, όπως το «Ερίκος Δ΄». Ο εγκατεστημένος αυτή την περίοδο στο Βερολίνο Πιραντέλο πειραματίζεται με τα όρια του θεάτρου. Η αλήθεια, η θεατρική «αλήθεια», η θεατρική ψευδαίσθηση, οι πολλαπλές ταυτότητες ήταν ανέκαθεν οι εμμονές του και σφράγισαν το έργο του -οι Ηθοποιοί του «θιάσου» τού «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» μπαινοβγαίνουν στους ρόλους του «Λεονόρα, αντίο», διακόπτουν τη ροή των ρόλων, τους συζητούν μεταξύ τους και με το σκηνοθέτη, τους σχολιάζουν σχεδόν μπρεχτικά -πριν, ακόμα, ο Μπρεχτ αναπτύξει τις θεωρίες του. Όσο για τον καταδυναστευτικό Σκηνοθέτη τον οποίο ο Πιραντέλο σχολιάζει ειρωνικά, μέσω των Ηθοποιών που βρίσκονται σε διαρκή συγκρουση μαζί του, σίγουρα ως πρότυπα θα πρέπει να ’χει τον Αυστριακό Μαξ Ράινχαρντ και τον Γερμανό Έρβιν Πισκάτορ, τους
απόλυτους σκηνοθέτες που, τότε, όταν η ιδιότητα του σκηνοθέτη -η οποία είχε εμφανιστεί απ’ το τέλος του 19ου και, κυρίως, από την αρχή του 20ου αιώνα- είχε κατακτήσει το ευρωπαϊκό θέατρο, εγκατεστημένοι και δημιουργώντας στο Βερολίνο, κυριαρχούσαν έως και καταδυνάστευαν το γερμανόφωνο θέατρο -δεν είναι τυχαίο ότι του δίνει το γερμανoπρεπές όνομα Χίνκφους... Ο Πιραντέλο οργανώνει ένα, κατ’ επίφασιν, άναρχο θεατρικό οικοδόμημα, αυτοαναφορικό -το διήγημα που θα θεατροποιήσει ο «θίασος» είναι του ίδιου, της πρώιμης βεριστικής σικελικής περιόδου του, ενώ ο Σκηνοθέτης αναφέρεται στον Πιραντέλο και στο «Έξι πρόσωπα...»- αλλά μετρημένο με μεγάλη ακρίβεια. Προσωπικά το θεωρούσα εγκεφαλικό κατασκεύασμα, προϊόν της εποχής του. Κι έρχεται ο Δημήτρης Μαυρίκιος, πιάνει στα χέρια του το κείμενο
αυτό, το μεταφράζει άψογα και, κατόπιν, το διασκευάζει, με συνεργάτες στη διασκευή τη βοηθό του Μαρία Βαρδάκα, που παίζει και στην παράσταση, και το σκηνογράφο του Δημήτρη Πολυχρονιάδη και με δραματολόγο την Έρι Κύργια. Κρατάνε τον πιραντελικό καμβά -κάτι σα σενάριο της κομέντια ντελ άρτε-, κρατάνε μέρη του κειμένου, κρατάνε σκηνές που θεωρούν κομβικής σημασίας, αλλάζουν σκηνές, κάνουν κάποιες προσθήκες, κυρίως απ’ το συγγενικό «Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα», τα δυο παιδάκια της Μομίνα και του Βέρι, που ο Πιραντέλο τα θέλει κούκλες, γίνονται ένα παιδάκι ζωντανό επί σκηνής... και, πάνω στον καμβά αυτό, ο σκηνοθέτης Δημήτρης Μαυρίκιος, με συνεργάτη στη σκηνοθεσία τον Μανώλη Δούνια, κεντάει μια δική
του δημιουργία, διαποτισμένη με συγκίνηση αλλά και λεπτό χιούμορ. Δίνοντας, προς τιμή του, στην παράσταση τον τίτλο όχι «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» του Λουίτζι Πιραντέλο αλλά «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε. Μια παράσταση βασισμένη σε ένα θέμα του Λουίτζι Πιραντέλο». Ρίχνει οθόνες όπου προβάλλονται σκηνές, δεξιοτεχνικά κινηματογραφημένες απ’ τον ίδιο και τον Άγγελο Παπαδόπουλο, όπου διογκώνονται και προβάλλονται λεπτομέρειες ή οι ηθοποιοί, σε γκρο πλάνα, «εξομολογούνται» -ο
κινηματογράφος αναδεικνύεται σ’ ένα ουσιαστικό στοιχείο της παράστασης σφιχτοδεμένο μαζί της. Κλείνει τιμητικά το μάτι στην πρώτη παράσταση του έργου στην Ελλάδα, το 1961, απ’ τον Δημήτρη Μυράτ. Χρησιμοποιεί, σαν ένα είδος αφιερώματος στο συνθέτη, τη μουσική του Μάνου Xατζιδάκι για την παράσταση αυτή και τον, γραμμένο για τον Σκηνοθέτη της παράστασης εκείνης, πρόλογό του. Και γίνεται απόλυτα αυτοαναφορικός. Θα μπορούσε, αυτό, να θεωρηθεί ναρκισιστικό. Δεν είναι. Απλώς ο Μαυρίκιος, αντιστοιχίζει την αυτοαναφορικότητά του αυτή με την αυτοαναφορικότητα του Πιραντέλο: αλλάζει τον «Τροβατόρε» του Τζουζέπε Βέρντι, που παίζεται ως θέατρο εν θεάτρω εν θεάτρω,
στο έργο -οι Λα Κρότσε παράστασή του παρακολουθούν στη δεύτερη πράξη και στην τρίτη η Τοτίνα τραγουδάει στην πόλη, με περιοδεύοντα θίασο, και πάλι «Τροβατόρε» ενώ κι η Μομίνα «Τροβατόρε» προσπαθεί να τραγουδήσει και για τον «Τροβατόρε» μιλάει στα παιδάκια της, πριν πεθάνει, εξ ου κι ο τίτλος του διηγήματος «Λεονόρα, αντίο», απ’ το όνομα της βασικής ηρωίδας του «Τροβατόρε»- με το «Ρομέος και Ιουλιέτα» του Σέξπιρ που ’χει ανεβάσει ο ίδιος, στην ίδια Σκηνή του Εθνικού, πριν από 30 ακριβώς χρόνια -τη σεζόν 1988/1989-, δίνει ένα πέρασμα στην Μαντάμ Πάτσε απ’ τα «Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα», του Πιραντέλο επίσης, που επίσης έχει ανεβάσει στην ίδια Σκηνή αλλά
και, προηγουμένως, στο ΚΘΒΕ, παράσταση που ’χε κι αυτή μεταφερθεί και παιχτεί στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού, κρατάει ο ίδιος το ρόλο του Σκηνοθέτη, μιλάει προσωπικά και ζητάει απ’ τους ηθοποιούς του ν’ αναφερθούν σε δικές τους προσωπικές στιγμές -η Ράνια Οικονομίδου στην παρατήρηση του Χατζιδάκι, όταν τυχαία την είδε να παίζει σε μια φοιτητική παράσταση, που την οδήγησε άμεσα στην απόφαση να σπουδάσει θέατρο, ο Γιάννης Βογιατζής στα 92 χρόνια του και στην επιθυμία του να πεθάνει όρθιος στη σκηνή, η Λυδία Φωτοπούλου στην Ιουλιέτα της -πρωταγωνιστούσε στην παράσταση του Μαυρίκιου... Ολ’ αυτά τυλιγμένα στις παλιές μουσικές του Μάνου Χατζιδάκι.
Πολύ φοβήθηκα όταν άκουσα ότι θα χρησιμοποιηθούν οι μουσικές αυτές. Στα κακά προηγούμενα που μ’ έχουν επηρεάσει, δυο, σχετικά πρόσφατες, εμπειρίες μου από ατυχέστατες χρήσεις σε νέες παραστάσεις των παλιών μουσικών του Χατζιδάκι για τους «Όρνιθες» και του Σαββόπουλου για τους «Αχαρνής»: σαν μεταμοσχεύσεις που απέτυχαν παταγωδώς και τα σώματα των παραστάσεων απέβαλαν τα μοσχεύματα. Αλλά εδώ υπήρχε συνθέτης εμπνευσμένος για να υπογράψει τη διασκευή, την προσαρμογή και την ενορχήστρωση των μουσικών αυτών: ο Νίκος Κυπουργός. Που συνέπλευσε, παράλληλα κι αρμονικά, με το σκηνοθέτη -που συστοιχίζεται μαζί του. Αγκάλιασε τις μουσικές
αυτές, τις έπλεξε, τις έμπλεξε, τις εκσυγχρόνισε, χωρίς να τις θίξει, και τα τραγούδια που ’χουν καθορίσει την παράσταση του Μυράτ -«Ο ταχυδρόμος πέθανε», «Το μαντολίνο», «Η πέτρα»- ακούγονται, έξοχα διδαγμένα απ’ την Μελίνα Παιονίδου, σε παραλλαγές, πλεγμένα σε ντουέτα ή αυτούσια, συμπαρασύροντας
μαλακά, σαν το ρεύμα ενός ήρεμου μουσικού ποταμού, κείμενο και παράσταση. Ο Δημήτρης Μαυρίκιος, με τους συνεργάτες του, μεταγγίζουν το πνεύμα του κειμένου του Πιραντέλο, ο Νίκος Κυπουργός, με τον Στάθη Σκουρόπουλο που υπογράφει το σχεδιασμό του ήχου κι ένα μέρος των ενορχηστρώσεων, το πνεύμα της μουσικής του Χατζιδάκι. Έχουν συμπλεύσει, όμως, κι οι λοιποί συντελεστές: ο σκηνογράφος Δημήτρης Πολυχρονιάδης, με στοιχεία που ανέσυρε απ’ τις αποθήκες του Εθνικού -ξύλινες πόρτες του Διονύση Φωτόπουλου, γλυπτά, η παλιά αυλαία της Κεντρικής Σκηνής, παροπλισμένοι προβολείς, ρούχα απ’ το βεστιάριο, κούκλες απ’ την έκθεση, στην Εθνική Πινακοθήκη, κοστουμιών του Εθνικού που ’χε επιμεληθεί ο Γιάννης Μετζικώφ,
μάσκες, καθρέφτες απολύτως στο πιραντελικό πνεύμα...- έχει δημιουργήσει το αιτούμενο αυτοσχεδιαστικό σύμπαν, λιτό και λειτουργικό, το ίδιο κι η Νίκη Ψυχογιού με τα κοστούμια της, ο Λευτέρης Παυλόπουλος με τους έξοχους φωτισμούς του, η Βάλια Παπαχρήστου με την κίνηση και τη χορογραφία που ’χει διδάξει. Αυλαίες εξωτερικές κι εσωτερικές ανεβοκατεβαίνουν, οθόνες
ανεβοκατεβαίνουν, εικόνες εναλλασσόμενες, η περιστροφική σκηνή που περιστρέφεται, οι μουσικές που ρέουν, η συνεχής κίνηση των ηθοποιών, οι εναλλαγές, οι ηθοποιοί/Ηθοποιοί ως θεατές απ’ την πλατεία ή το θεωρείο, ο σκηνοθέτης/Σκηνοθέτης που πηγαινοέρχεται απ’ το ηλεκτρολογείο και δίνει οδηγίες, διακόπτει, κάνει παρατηρήσεις, τσακώνεται, γίνεται αυστηρός και δε σηκώνει κουβέντα, μας/τους επαναφέρει διαρκώς στην
πραγματικότητα, αναιρεί τις θεατρικές ψευδαισθήσεις, τα πολλά επίπεδα του Πιραντέλο που πολλαπλασιάζονται στην παράσταση και μπερδεύουν τους ηθοποιούς, οι αυτοσχεδιασμοί που δεν είναι αυτοσχεδιασμοί αλλά καλά μελετημένο ύφος..., κι ολ’ αυτά, τα «ατάκτως ερριμμένα» της παράστασης, καλομονταρισμένα -να λιώνει το ’να μέσα στ’ άλλο- δημιουργούν μια αρμονική θεατρική δίνη που σε συνεπαίρνει. Αν δεν είναι αυτό ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ, τότε τι είναι; Και μέσα σ’ αυτή τη θεατρική δίνη, οι εκρήξεις -οι κορυφαίες στιγμές, οι στιγμές της απόλυτης θεατρικής συγκίνησης: η Λυδία Φωτοπούλου ν’ ακούει συγκινημένη -«γιατί μου το ’κανες αυτό;» θα πει στον Μαυρίκιο- την ηχογραφημένη, υπέροχα εκφραστική νεανική φωνή της ως Ιουλιέτα που την έχει ερμηνεύσει συγκλονιστικά στην προ τριακονταετίας παράσταση του, πάνω στα ίδια αυτά σανίδια, ενώ απ’ την οροφή της σκηνής κατεβαίνει αργά, πάνω σε βάθρο, το γλυπτό της Τίνας Παραλή απ’ την παράσταση
αυτή, που βρέθηκε στις αποθήκες, σκεπασμένο μ’ ένα πλαστικό, όταν «προσγειώνεται» να το τραβάει το πλαστικό διστακτικά και να ’ναι από κάτω η γλυπτή μορφή της ως Ιουλιέτας, αγκαλιασμένης με τον Ρομέο της -ρίγος. Το πέρασμα της Μαντάμ Πάτσε απ’ τα «Έξι πρόσωπα...», ως θεατρίνας της όπερας, με το τότε κοστούμι σ’ ένα απόσπασμα άριας του «Τροβατόρε» ενώ η εσωτερική αυλαία σηκώνεται κι απέναντί μας -άλλο ρίγος, ακόμα πιο έντονο- εμφανίζεται -κορυφαίο, συγκλονιστικό επίτευγμα του
σκηνογράφου Δημήτρη Πολυχρονιάδη-, ένα αμφιθέατρο γεμάτο με κοινό ομοιωμάτων -είναι ομοιώματα ή είμαστε εμείς καθρεφτισμένοι; Κι όλο το τελευταίο ημίωρο: η Ινιάτσα/Ηθοποιός/Λυδία Φωτοπούλου σ’ ένα μονόλογο και πάλι απ’ το «Έξι πρόσωπα΄...» που με απέραντη τρυφερότητα και βαθιά συγκίνηση λέει στο αγόρι/εγγόνο της που σε λίγο θα πνιγεί σε μια στέρνα, ο Σκηνοθέτης που επεμβαίνει και δεν το αφήνει, τελικά, να πνιγεί, το βάψιμο της Ηθοποιού/Μομίνα για να δείξει γερασμένη, η εκρηκτική σκηνή με το οθελικό παραλήρημα ζήλιας του Βέρι που βίαια ξεσπάει πάνω στην εξουθενωμένη Μομίνα-περιφερόμενο πτώμα, η σκηνή της με το αγοράκι της -να του μιλάει για το θέατρο και για το «Ρομέος και Ιουλιέτα» και κάτι να προσπαθεί να του παίξει πριν ξεψυχήσει. Και, στο τέλος, το αμφιθέατρο-σκηνικό με τα ομοιώματα θεατών να ξεκολλάει, να κινείται -αυτοί οι ξεροί ήχοι απ’ τις ράγες, ρίγος σύγκορμο...- ,ν’ αποσυντίθεται, να σπάζει στα δυο, το πρώτο, μπροστινό τμήμα του να φεύγει δεξιά, το άλλο να κατευθύνεται προς το προσκήνιο -προς τα εμάς-, τα σταγκόνια με τους προβολείς να κατεβαίνουν, το παιδάκι να προσπαθεί να συνεφέρει τη νεκρή μάνα του -«μαμά, μαμά! Γιούλικα,
Γιούλικα!»-, μετά να τρέχει προς το «ψεύτικο» αμφιθέατρο -«Δες το θέατρο!»-, η κεντρική αυλαία να κατεβαίνει αργά, μετά το αγόρι να γυρίζει και να προχωράει στο προσκήνιο, η Γιούλικα /Ηθοποιός/Μομίνα ν’ ανασηκώνεται κι εκείνο να δείχνει εμάς, το «αληθινό», πια, κοινό και να επαναλαμβάνει: «Δες το θέατρο!». Ναι, ΑΥΤΟ είναι το θέατρο! Στο αποτέλεσμα συμβάλλουν όλοι οι ηθοποιοί της διανομής -με τους νέους να πετούν, ο ένας καλύτερος απ’ τον άλλο: Κωνσταντίνος Αρνοκούρος, Γιάννης Αρτεμισιάδης, Μιχάλης Αρτεμισιάδης, Μαρία Βαρδάκα, Δημήτρης Κακαβούλας, Γιώργος Μπένος, Λιλή Νταλανίκα, Εύα Οικονόμου-Βαμβακά, Στέφανος Παπατρέχας, Νεκτάριος Φαρμάκης. Ποτέ δεν είδα καλύτερο τον Αλέξανδρο Βάρθη, σπαρασσόμενο στη σκηνή της ζήλιας. Πρώτη φορά ένοιωσα την Γιούλικα Σκαφιδά, πέρα απ’ την εξαίρετη φιγούρα και την ευαισθησία της, να δονείται στη σκηνή εκ
βαθέων. Η Λυδία Φωτοπούλου, ηθοποιός σπουδαία, με αδιαμφισβήτητο κύρος -δεν ξεχνώ ποτέ την πρώτη φορά που την είδα, κοριτσάκι ακόμα, στην ίδια σκηνή, Λουίζα Μίλερ στο σιλερικό «Έρωτας και ραδιουργία» του Τάκη Μουζενίδη, που το ’χε κατεβάσει το ΚΘΒΕ
στην Αθήνα- έχει συγκλονιστικές στιγμές -η αισθαντική σκηνή με το άγαλμα, η σκηνή με το παιδί... Η Ράνια Οικονομίδου σα ν’ ανθίζει στις παραστάσεις του Δημήτρη Μαυρίκιου: άμεση, με χιούμορ αφοπλιστικό, εξαιρετική. Ο Γιάννης Βογιατζής έχει την ικανότητα, αν και σε ηλικία πολύ προχωρημένη, να μπορεί ακόμα να προχωράει ως ηθοποιός: θυμάται καλά τα λόγια του, είναι χαλαρός, ειν’ ανάλαφρος, έχει χιούμορ, ξεφαντώνει στη σκηνή
-έως και βαλσάρει!- και συγκινεί με τη ζωτικότητά του. Ο ίδιος ο Δημήτρης Μαυρίκιος, ως Σκηνοθέτης, αν και κινητικά κάπως δύσκαμπτος, είναι ο πιο χαλαρός, ο πιο φυσικός, ο πιο άμεσος όλων -όπως έπρεπε. Γλυκύτατος ο μικρός Βαγγέλης Λυκούδης. Ο Νίκος Καραθάνος, στην οθόνη, αγνώριστος απ’ το μακιγιάζ και το κεφαλοδέσιμο, δίνει μια, α λα Μαρινέλλα, εντυπωσιακή τρανς
ερμηνεία του «Ταχυδρόμου», ισορροπώντας το γκροτέσκο με τη συγκίνηση. Σ’ αυτή την παράσταση-υποθήκη, τη φορτωμένη αλλά φορτωμένη με τέλεια ισορροπία, ο Δημήτρης Μαυρίκιος, αυτοβιογραφούμενος, ουσιαστικά -αυτός είναι το αγοράκι-, αποκαλύπτει το ψέμα και τη μαγεία του θεάτρου -την αλήθεια του, δηλαδή. Όλα στάζουν θέατρο. Προσωπικά, το «Απόψε
αυτοσχεδιάζουμε» του Μαυρίκιου μ’ έκανε να καταλάβω, να εξηγήσω, να νιώσω πιο καθαρά γιατί αγαπώ τόσο αυτό το «ψέμα» που είναι το θέατρο. Πιστεύω πως όποιος αγαπάει το θέατρο θα τη λατρέψει την παράσταση. Σας παροτρύνω να τρέξετε να τη δείτε. Την είδα δυο φορές και τη δεύτερη ένοιωσα ότι μπορώ να τη δω και πάλι (Φωτογραφίες: Πάτροκλος Σκαφίδας).
(Εξαιρετικά ενημερωτικό το έντυπο πρόγραμμα της -υπεύθυνη Μαρία Καρανάνου, επιμέλεια ύλης Έρι Κύργια. Απόρησα, όμως, γιατί περνάει στα εντελώς ψιλά -σχεδόν αποσιωπάται, σχεδόν παραγράφεται- τη σχέση του Πιραντέλο με τον Μουσολίνι και το φασιστικό καθεστώς της Ιταλίας...).
Κτίριο Τσίλερ / Κεντρική Σκηνή, Εθνικό Θέατρο, 15 και 21 Νοεμβρίου 2018.
No comments:
Post a Comment