«Λευκό ρόδο» του Ούντο Τσίμερμαν / Μουσική διεύθυνση: Νίκος Βασιλείου. Σκηνοθεσία: Θέμελης Γλυνάτσης.
«Weisse Rose» -«Λευκό Ρόδο»: αντιστασιακή οργάνωση φοιτητών, κυρίως, του Πανεπιστημίου του Μονάχου, που έδρασε στην Γερμανία του Τρίτου Ράιχ, του Χίτλερ και της Γκεστάπο, μοιράζοντας προκηρύξεις και γράφοντας συνθήματα στους τοίχους,
απ’ τον Ιούνιο του 1942 μέχρι τον Φεβρουάριο του 1943 -τελευταίες μέρες της Μάχης του Στάλινγκραντ και της οριστικής συντριβής των γερμανών εισβολέων στην Σοβιετική Ένωση-, όταν και εξαρθρώθηκε. Ναι, στην εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία υπήρξε Αντίσταση εκ των έσω. Δεν πρέπει να το αγνοούμε και, ναι, η
Συλλογική Γερμανική Ενοχή καλώς και υφίσταται -όσο υφίσταται...- αλλά ας μην ξεχνάμε και τις εξαιρέσεις. Ναι, ο γερμανικός λαός πρόσφερε την εξουσία στον Χίτλερ, ναι, ο γερμανικός λαός στήριξε το καθεστώς του και τον Πόλεμό του, ναι, ο γερμανικός λαός έκανε ότι δεν ήξερε τι συνέβαινε στα στρατόπεδα εξόντωσης των Εβρέων και των άλλων «αποβλήτων» της «Αρίας Φυλής», ναι, στην Νιρεμβέργη εκατοντάδες χιλιάδες Γερμανών ύψωναν τεντωμένο το δεξί χέρι τους ενώπιον του Φίρερ τους, ναι, στην Πλατεία Ηρώων της Βιένης εκατοντάδες χιλιάδες Αυστριακών αποθέωναν τον Χίτλερ να κηρύσσει το Άνσλους... Αλλά στην Γερμανία αυτή, του τρόμου και της αθλιότητας, υπήρχαν και μερικοί Γερμανοί -που ήταν σοσιαλιστές, που ήταν κομμουνιστές, που ήταν, όμως, και συντηρητικοί, που ήταν και αριστοκράτες, που ήταν και στρατιωτικοί, που ήταν και χριστιανοί...- οι οποίοι αντιτάχθηκαν και ύψωσαν το κεφάλι μπροστά στο Κακό- και οι περισσότεροι το έχασαν. Τα μέλη του
«Λευκού Ρόδου» -νέοι διανοούμενοι, με πνευματικά κίνητρα, οπαδοί της μη βίας, που διέπονταν από ιδέες ανθρωπιστικές, από ιδέες χριστιανικές, επηρεασμένοι απ’ τη βαθιά πίστη του βαφτισμένου ορθόδοξου ροσογερμανού Αλεξάντερ Σμορέλ, ιδρυτικού μέλους της οργάνωσης-, στόχο τους είχαν, καταγγέλλοντας τα εγκλήματα του νατσιστικού καθεστώτος και την εξόντωση των Εβρέων που βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη, ν’ αφυπνίσουν τον γερμανικό λαό και να τον στρέψουν σε αντίσταση κατά της χιτλερικής συμμορίας που έλεγχε πια τα πάντα, επισημαίνοντας τους κινδύνους της Συλλογικής Ενοχής που θα προέκυπτε στην Μετά Χίτλερ περίοδο -όπως και έγινε, όπως ούτε καν το σκεπτόταν τότε ο γερμανικός λαός που τον είχε θεοποιήσει και τον θεωρούσε αιώνιο. Την ιστορία της αντιστασιακής αυτής οργάνωσης -ομάδας θα ’ταν το πιο σωστό- έκανε όπερα, με, ακριβώς, τον τίτλο «Λευκό ρόδο» (1967, δεύτερη αναθεωρημένη εκδοχή 1968, τρίτη πλήρως αναθεωρημένη μορφή, με νέο
λιμπρέτο, 1986) ο γερμανός συνθέτης Ούντο Τσίμερμαν. Μόνο που δεν ακολούθησε μια γραμμική εξιστόρηση της δράσης και της διάλυσής της. Το λιμπρέτο του Βόλφγκανγκ Βίλασεκ επικεντρώνεται σε δυο πρόσωπα-βασικά μέλη της. Που ήταν αδέρφια. Και το ένα, γυναίκα. Στην Ζoφί και στον Χανς Σολ. Και σε συγκεκριμένο χρόνο -την τελευταία ώρα (σχεδόν ο πραγματικός χρόνος διάρκειας της μονόπρακτης όπερας) πριν απ’ την εκτέλεσή τους, μετά τη σύλληψη και την καταδίκη τους επί εσχάτη προδοσία, με καρατόμηση στις φυλακές Στάντελχάιμ του Μονάχου. Εκείνος στα 25, εκείνη στα 22. Ένα κείμενο λυρικό, ένας θρήνος, ένα λαμέντο, ένας αποχαιρετισμός στη ζωή, όπου στοιχεία ιστορικά συνυπάρχουν με αναμνήσεις, σκέψεις, όνειρα, επιθυμίες και προσωπικά συναισθήματα των δυο νέων που ’χαν το θάρρος, την τόλμη, την αποκοτιά να τα βάλουν με τέρατα και
ηττήθηκαν αλλά και που -ναι- φοβούνται το θάνατο. Και προσπαθούν να καταφύγουν στην πίστη τους στον Θεό. Άλλοτε μονολογώντας, άλλοτε διασταυρώνοντας τις λέξεις και τις σκέψεις τους. Ο Τσίμερμαν, πάνω στο λυρικό αυτό κείμενο, έχει γράψει, ακολουθώντας και συντήκοντας τα σύγχρονα μουσικά ιδιώματα, ένα αριστούργημα: μια όπερα δωματίου, που τη χαρακτηρίζει «σκηνές για δυο τραγουδιστές και δεκαπέντε μουσικούς» κι όπου τα λυρικά, τα βαθιά συναισθηματικά στοιχεία -ο πόνος, ο φόβος αλλά και το όραμα για έναν καλύτερο, πιο δίκαιο, λιγότερο ματωμένο κόσμο- εναλλάσσονται με στοιχεία που παραπέμπουν σε θρησκευτικές μουσικές και, ιδίως, στον Μπαχ και με συναισθηματικές εκρήξεις, με τον περιρρέοντα συλλογικό τρόμο, με τους ήχους του πολέμου και των εμβατηρίων μέσα από ένα μικρό σύνολο δωματίου ενορχηστρωμένο, όμως, έτσι, ώστε να
ηχεί σα μεγάλο συμφωνικό όργανο. Το δύσκολο αυτό έργο ανέλαβε να σκηνοθετήσει ο Θέμελης Γλυνάτσης, απ’ τις νέες δυνάμεις στο χώρο. Διάλεξε μια υπνωτιστική ατμόσφαιρα, μεταξύ ρεαλισμού και του επερχόμενου επέκεινα -αργή, σχεδόν ραλαντί κίνηση, ακινησίες... Πρόσθεσε στο σκηνικό παιχνίδι ένα κοριτσάκι στα λευκά -η αθωότητα των παιδιών που θέλησαν να παλέψουν με το δράκο-, το οποίο ανοίγει την παράσταση διαβάζοντας απ’ την τελευταία προκήρυξη του «Λευκού Ρόδου» που πρόλαβαν να σκορπίσουν οι δυο νέοι και, μετά, παίζει με τα κυβάκια του με χαραγμένα πάνω τους γράμματα, που τα στοιβάζει κι ύστερα καταρρέουν -η αθωότητα των παιδιών του ’43, τα οποία θα φέρουν στο μέλλον το μεταπολεμικό τραύμα που τους ανοίγουν οι γονιοί τους. Πρόσθεσε κι έναν ρημαγμένο στρατιώτη -επιβραδυμένο «βήμα χήνας», ένα περίστροφο στο χέρι απειλητικό και μαζί άσφαιρο, ο οποίος παραπαίει για να καταλήξει σ’ ένα βαλς με την Ζοφί, ένα βαλς θανάτου: σε λίγο θα ’ναι πια ένα πτώμα που σηκώνεται και χώνει χούφτες χώμα στις τσέπες του και περιχύνεται με χώμα -η Μάχη του Στάλινγκραντ που στοίχισε τη ζωή σε κοντά 500.000 γερμανούς στρατιώτες και πολίτες είναι παρούσα, ο θάνατος είναι παρών. Και γι αυτούς που έσπειραν το κακό, και γι
αυτούς που θέλησαν να το σταματήσουν. Η Αλεξία Θεοδωράκη με το σκηνικό της -ασύμμετρη, λοξή τάφρος για την ορχήστρα, ως καίρια αρχιτεκτονική σκηνική πρόταση, ένα μεγάλο κομμάτι σπασμένου καθρέφτη, εκείνο το τεράστιο κάδρο με το λαϊκό γκομπλέν ενός ειδυλλιακού τοπίου της γερμανικής υπαίθρου που την αναπολούν, όταν αναπολούν τα παιδικά τους χρόνια, τα δυο αδέλφια, με το ελαφάκι-ομοίωμα να προβάλει ανάγλυφο...- και με
τα κοστούμια της δίνει γερό χέρι βοηθείας στη σκηνοθεσία. Όπως κι οι έξοχοι φωτισμοί της Στέλλας Κάλτσου -αυτή η υπέροχη εικόνα του χιονιού που πέφτει πάνω στην αναποδογυρισμένη καρέκλα, εικόνα κενού και παγωνιάς...-, μαζί με τα «θολά» βίντεο -κάτι σαν τσαλακωμένες προκηρύξεις με, πάνω τους,
μισοσβησμένες, απαγορευμένες λέξεις...- των Μάριου Γαμπιεράκη και Χρυσούλας Κοροβέση. Ο Νίκος Βασιλείου στο πόντιουμ, οδηγώντας θεαματικά την ορχήστρα σε μια δυναμική, εκρηκτική,
συναρπαστική εκτέλεση, αναδεικνύεται πια σ’ έναν πρώτης γραμμής μάστορα στη δύσκολη και δύστροπη χώρα της σύγχρονης μουσικής. Η παράσταση έχει την τύχη να υποστηρίζεται κι από δυο πολύ καλούς ερμηνευτές: τον τενόρο Χρήστο Κεχρή και τη σοπράνο Αφροδίτη Πατουλίδου. Η οποία, μέσα απ’ τον, σίγουρα, πιο αβανταδόρικο αλλά και πιο απαιτητικό φωνητικά ρόλο της Ζοφί, που απαιτεί υπεράνθρωπες αντοχές, προσφέρει απλόχερα
υποσχέσεις μελλοντικής εντυπωσιακής εξέλιξης σε διεθνή ύδατα: η μόλις, 24χρονη πολυτάλαντη σοπράνο πραγματοποιεί μια ερμηνεία συγκλονιστική. (Χαίρομαι που, λίγες μέρες μετά την «Ανθρώπινη φωνή» του Πουλένκ της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης, στο ΚΘΒΕ, και τη μέτζο Ηλέκτρα Πλατιοπούλου, «ανακαλύπτω» μια δεύτερη εξαιρετική Θεσσαλονικιώτικη φωνή). Με κύρος η βουβή
αλλά αισθητή παρουσία του Αντώνη Γκρίτση. Πειθαρχικότατη η μικρή Ειρήνη-Αναστασία Βουγιούκα. Μια δυνατή εμπειρία. Μπράβο στην «Εναλλακτική Σκηνή» και γενικότερα στην Λυρική
Σκηνή που μας εισάγουν, συστηματικά πια, στον κόσμο της σύγχρονης όπερας/μουσικού θεάτρου. Κι ας μην είναι εύκολος (Φωτογραφίες: Δημήτρης Σακαλάκης 1,2,3,4,5,7,8,9,12,13. Γεράσιμος Δομένικος 6,10,11).
απ’ τον Ιούνιο του 1942 μέχρι τον Φεβρουάριο του 1943 -τελευταίες μέρες της Μάχης του Στάλινγκραντ και της οριστικής συντριβής των γερμανών εισβολέων στην Σοβιετική Ένωση-, όταν και εξαρθρώθηκε. Ναι, στην εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία υπήρξε Αντίσταση εκ των έσω. Δεν πρέπει να το αγνοούμε και, ναι, η
Συλλογική Γερμανική Ενοχή καλώς και υφίσταται -όσο υφίσταται...- αλλά ας μην ξεχνάμε και τις εξαιρέσεις. Ναι, ο γερμανικός λαός πρόσφερε την εξουσία στον Χίτλερ, ναι, ο γερμανικός λαός στήριξε το καθεστώς του και τον Πόλεμό του, ναι, ο γερμανικός λαός έκανε ότι δεν ήξερε τι συνέβαινε στα στρατόπεδα εξόντωσης των Εβρέων και των άλλων «αποβλήτων» της «Αρίας Φυλής», ναι, στην Νιρεμβέργη εκατοντάδες χιλιάδες Γερμανών ύψωναν τεντωμένο το δεξί χέρι τους ενώπιον του Φίρερ τους, ναι, στην Πλατεία Ηρώων της Βιένης εκατοντάδες χιλιάδες Αυστριακών αποθέωναν τον Χίτλερ να κηρύσσει το Άνσλους... Αλλά στην Γερμανία αυτή, του τρόμου και της αθλιότητας, υπήρχαν και μερικοί Γερμανοί -που ήταν σοσιαλιστές, που ήταν κομμουνιστές, που ήταν, όμως, και συντηρητικοί, που ήταν και αριστοκράτες, που ήταν και στρατιωτικοί, που ήταν και χριστιανοί...- οι οποίοι αντιτάχθηκαν και ύψωσαν το κεφάλι μπροστά στο Κακό- και οι περισσότεροι το έχασαν. Τα μέλη του
«Λευκού Ρόδου» -νέοι διανοούμενοι, με πνευματικά κίνητρα, οπαδοί της μη βίας, που διέπονταν από ιδέες ανθρωπιστικές, από ιδέες χριστιανικές, επηρεασμένοι απ’ τη βαθιά πίστη του βαφτισμένου ορθόδοξου ροσογερμανού Αλεξάντερ Σμορέλ, ιδρυτικού μέλους της οργάνωσης-, στόχο τους είχαν, καταγγέλλοντας τα εγκλήματα του νατσιστικού καθεστώτος και την εξόντωση των Εβρέων που βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη, ν’ αφυπνίσουν τον γερμανικό λαό και να τον στρέψουν σε αντίσταση κατά της χιτλερικής συμμορίας που έλεγχε πια τα πάντα, επισημαίνοντας τους κινδύνους της Συλλογικής Ενοχής που θα προέκυπτε στην Μετά Χίτλερ περίοδο -όπως και έγινε, όπως ούτε καν το σκεπτόταν τότε ο γερμανικός λαός που τον είχε θεοποιήσει και τον θεωρούσε αιώνιο. Την ιστορία της αντιστασιακής αυτής οργάνωσης -ομάδας θα ’ταν το πιο σωστό- έκανε όπερα, με, ακριβώς, τον τίτλο «Λευκό ρόδο» (1967, δεύτερη αναθεωρημένη εκδοχή 1968, τρίτη πλήρως αναθεωρημένη μορφή, με νέο
λιμπρέτο, 1986) ο γερμανός συνθέτης Ούντο Τσίμερμαν. Μόνο που δεν ακολούθησε μια γραμμική εξιστόρηση της δράσης και της διάλυσής της. Το λιμπρέτο του Βόλφγκανγκ Βίλασεκ επικεντρώνεται σε δυο πρόσωπα-βασικά μέλη της. Που ήταν αδέρφια. Και το ένα, γυναίκα. Στην Ζoφί και στον Χανς Σολ. Και σε συγκεκριμένο χρόνο -την τελευταία ώρα (σχεδόν ο πραγματικός χρόνος διάρκειας της μονόπρακτης όπερας) πριν απ’ την εκτέλεσή τους, μετά τη σύλληψη και την καταδίκη τους επί εσχάτη προδοσία, με καρατόμηση στις φυλακές Στάντελχάιμ του Μονάχου. Εκείνος στα 25, εκείνη στα 22. Ένα κείμενο λυρικό, ένας θρήνος, ένα λαμέντο, ένας αποχαιρετισμός στη ζωή, όπου στοιχεία ιστορικά συνυπάρχουν με αναμνήσεις, σκέψεις, όνειρα, επιθυμίες και προσωπικά συναισθήματα των δυο νέων που ’χαν το θάρρος, την τόλμη, την αποκοτιά να τα βάλουν με τέρατα και
ηττήθηκαν αλλά και που -ναι- φοβούνται το θάνατο. Και προσπαθούν να καταφύγουν στην πίστη τους στον Θεό. Άλλοτε μονολογώντας, άλλοτε διασταυρώνοντας τις λέξεις και τις σκέψεις τους. Ο Τσίμερμαν, πάνω στο λυρικό αυτό κείμενο, έχει γράψει, ακολουθώντας και συντήκοντας τα σύγχρονα μουσικά ιδιώματα, ένα αριστούργημα: μια όπερα δωματίου, που τη χαρακτηρίζει «σκηνές για δυο τραγουδιστές και δεκαπέντε μουσικούς» κι όπου τα λυρικά, τα βαθιά συναισθηματικά στοιχεία -ο πόνος, ο φόβος αλλά και το όραμα για έναν καλύτερο, πιο δίκαιο, λιγότερο ματωμένο κόσμο- εναλλάσσονται με στοιχεία που παραπέμπουν σε θρησκευτικές μουσικές και, ιδίως, στον Μπαχ και με συναισθηματικές εκρήξεις, με τον περιρρέοντα συλλογικό τρόμο, με τους ήχους του πολέμου και των εμβατηρίων μέσα από ένα μικρό σύνολο δωματίου ενορχηστρωμένο, όμως, έτσι, ώστε να
ηχεί σα μεγάλο συμφωνικό όργανο. Το δύσκολο αυτό έργο ανέλαβε να σκηνοθετήσει ο Θέμελης Γλυνάτσης, απ’ τις νέες δυνάμεις στο χώρο. Διάλεξε μια υπνωτιστική ατμόσφαιρα, μεταξύ ρεαλισμού και του επερχόμενου επέκεινα -αργή, σχεδόν ραλαντί κίνηση, ακινησίες... Πρόσθεσε στο σκηνικό παιχνίδι ένα κοριτσάκι στα λευκά -η αθωότητα των παιδιών που θέλησαν να παλέψουν με το δράκο-, το οποίο ανοίγει την παράσταση διαβάζοντας απ’ την τελευταία προκήρυξη του «Λευκού Ρόδου» που πρόλαβαν να σκορπίσουν οι δυο νέοι και, μετά, παίζει με τα κυβάκια του με χαραγμένα πάνω τους γράμματα, που τα στοιβάζει κι ύστερα καταρρέουν -η αθωότητα των παιδιών του ’43, τα οποία θα φέρουν στο μέλλον το μεταπολεμικό τραύμα που τους ανοίγουν οι γονιοί τους. Πρόσθεσε κι έναν ρημαγμένο στρατιώτη -επιβραδυμένο «βήμα χήνας», ένα περίστροφο στο χέρι απειλητικό και μαζί άσφαιρο, ο οποίος παραπαίει για να καταλήξει σ’ ένα βαλς με την Ζοφί, ένα βαλς θανάτου: σε λίγο θα ’ναι πια ένα πτώμα που σηκώνεται και χώνει χούφτες χώμα στις τσέπες του και περιχύνεται με χώμα -η Μάχη του Στάλινγκραντ που στοίχισε τη ζωή σε κοντά 500.000 γερμανούς στρατιώτες και πολίτες είναι παρούσα, ο θάνατος είναι παρών. Και γι αυτούς που έσπειραν το κακό, και γι
αυτούς που θέλησαν να το σταματήσουν. Η Αλεξία Θεοδωράκη με το σκηνικό της -ασύμμετρη, λοξή τάφρος για την ορχήστρα, ως καίρια αρχιτεκτονική σκηνική πρόταση, ένα μεγάλο κομμάτι σπασμένου καθρέφτη, εκείνο το τεράστιο κάδρο με το λαϊκό γκομπλέν ενός ειδυλλιακού τοπίου της γερμανικής υπαίθρου που την αναπολούν, όταν αναπολούν τα παιδικά τους χρόνια, τα δυο αδέλφια, με το ελαφάκι-ομοίωμα να προβάλει ανάγλυφο...- και με
τα κοστούμια της δίνει γερό χέρι βοηθείας στη σκηνοθεσία. Όπως κι οι έξοχοι φωτισμοί της Στέλλας Κάλτσου -αυτή η υπέροχη εικόνα του χιονιού που πέφτει πάνω στην αναποδογυρισμένη καρέκλα, εικόνα κενού και παγωνιάς...-, μαζί με τα «θολά» βίντεο -κάτι σαν τσαλακωμένες προκηρύξεις με, πάνω τους,
μισοσβησμένες, απαγορευμένες λέξεις...- των Μάριου Γαμπιεράκη και Χρυσούλας Κοροβέση. Ο Νίκος Βασιλείου στο πόντιουμ, οδηγώντας θεαματικά την ορχήστρα σε μια δυναμική, εκρηκτική,
συναρπαστική εκτέλεση, αναδεικνύεται πια σ’ έναν πρώτης γραμμής μάστορα στη δύσκολη και δύστροπη χώρα της σύγχρονης μουσικής. Η παράσταση έχει την τύχη να υποστηρίζεται κι από δυο πολύ καλούς ερμηνευτές: τον τενόρο Χρήστο Κεχρή και τη σοπράνο Αφροδίτη Πατουλίδου. Η οποία, μέσα απ’ τον, σίγουρα, πιο αβανταδόρικο αλλά και πιο απαιτητικό φωνητικά ρόλο της Ζοφί, που απαιτεί υπεράνθρωπες αντοχές, προσφέρει απλόχερα
υποσχέσεις μελλοντικής εντυπωσιακής εξέλιξης σε διεθνή ύδατα: η μόλις, 24χρονη πολυτάλαντη σοπράνο πραγματοποιεί μια ερμηνεία συγκλονιστική. (Χαίρομαι που, λίγες μέρες μετά την «Ανθρώπινη φωνή» του Πουλένκ της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης, στο ΚΘΒΕ, και τη μέτζο Ηλέκτρα Πλατιοπούλου, «ανακαλύπτω» μια δεύτερη εξαιρετική Θεσσαλονικιώτικη φωνή). Με κύρος η βουβή
αλλά αισθητή παρουσία του Αντώνη Γκρίτση. Πειθαρχικότατη η μικρή Ειρήνη-Αναστασία Βουγιούκα. Μια δυνατή εμπειρία. Μπράβο στην «Εναλλακτική Σκηνή» και γενικότερα στην Λυρική
Σκηνή που μας εισάγουν, συστηματικά πια, στον κόσμο της σύγχρονης όπερας/μουσικού θεάτρου. Κι ας μην είναι εύκολος (Φωτογραφίες: Δημήτρης Σακαλάκης 1,2,3,4,5,7,8,9,12,13. Γεράσιμος Δομένικος 6,10,11).
(Το πρόγραμμα της παράστασης -επιμέλεια ύλης Φοίβη Παπαγιαννίδη- φτωχό, όπως δεν μας έχει συνηθίσει η Λυρική. Πολύ κατατοπιστικά τα σημειώματα σκηνοθέτη κι αρχιμουσικού αλλά είναι αδιανόητο να λείπουν στοιχειώδη πραγματικά στοιχεία για τον -περίπου άγνωστο στην Ελλάδα- συνθέτη και το έργο του που παίζεται, μάλιστα, σε πρώτη πανελλήνια παρουσίαση).
Εθνική Λυρική Σκηνή / «Εναλλακτική Σκηνή», Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα «Σταύρος Νιάρχος», 4 Νοεμβρίου 2018.
No comments:
Post a Comment