«Η όπερα του ζητιάνου». Κείμενο Τζον Γκέι, μουσική Γιόχαν-Κρίστοφ Πέπους / Μουσική διεύθυνση: Γουίλιαμ Κρίστι. Σκηνοθεσία: Ρόμπερτ Κάρσεν.
Λονδίνο, σήμερα. Ο Κύριος Πίτσαμ: ιδιοκτήτης Οίκου «εισαγωγών-εξαγωγών» (προϊόντων αγνώστου, επακριβώς, είδους, τα ναρκωτικά εξυπονοούνται), κλεπταποδόχος, καταδότης -άρχων του υποκόσμου. Με «υπαλληλικό προσωπικό» ομάδα από κλεφτρόνια. Με μη νομιμοποιημένη σύζυγο-που φέρει, πάντως, τον τίτλο Κυρία
Πίτσαμ. Και με μια κόρη, την άμυαλη, ρομαντική Πόλι, που διαπράττει το λάθος να παντρευτεί κρυφά τον Μακχίθ τον αρχιληστή, μανιώδη γυναικοθήρα -επίσης άρχοντα του υποκόσμου. Διότι, λέει -αμάρτημα μέγα!- τον αγαπάει. Οι Πίτσαμ σκέφτονται
την ιδανική λύση για ν’ απαλλαγούν απ’ τον νεόκοπο γαμπρό: να τον καταδώσουν στην αστυνομία που, υποτίθεται, τον καταζητεί εισπράττοντας και την αμοιβή της επικήρυξης. Η Πόλι τρέχει να τον ειδοποιήσει για να τον γλυτώσει. Γλυτώνει ο Μακχίθ αλλά είναι πρόσκαιρο. Θαμώνας, μαζί με τους ιδίου φυράματος «συνεργάτες» του, σε κακόφημο μπαρ «με κορίτσια», πιάνεται στα πράσα, όταν ένα απ’ τα κορίτσια, για το οποίο μάλιστα ο Μακχίθ ενδιαφέρεται
ιδιαιτέρως, η Τζένι, τον καρφώνει, έναντι ικανού τιμήματος, στον Πίτσαμ κι εκείνος στην αστυνομία. Και στη φυλακή, όμως, ο Μακχίθ έχει το μέσον του: την κόρη του Λόκιτ, του διευθυντή της φυλακής και συνεργάτη του Πίτσαμ, την Λούσι, επίσης κατάκτησή του που, επιπλέον, ο Μακχίθ την έχει αφήσει έγκυο. Αφού η Λούσι τού κάνει σκηνή για το γάμο του με την Πόλι, αφού η Πόλι έρχεται στη φυλακή κι οι δυο γυναίκες του ληστή πιάνονται μαλλί με μαλλί κι αφού ο Μακχίθ καταφέρνει να απομακρύνει την Πόλι και να πείσει την Λούσι ότι ο γάμος του με τη δεσποινίδα Πίτσαμ είναι καρπός της φαντασίας της, η δεσποινίς Λόκιτ του παραδίδει τα κλειδιά της φυλακής και πού τον είδατε,
πού τον απαντήσατε τον Μακχίθ. Η Λούσι θα μετανοιώσει, βέβαια, καθώς ο ληστής-εραστής στην Πόλι θα καταφύγει και πάλι, δυστυχώς, όμως, και πάλι, τον συλλαμβάνουν, οπότε κι οι δυο αμέσως ενδιαφερόμενες, μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα της Λούσι να δηλητηριάσει την Πόλι, τρέχουν μαζί και πάλι στη φυλακή. Τίποτα, όμως, πια δεν τον σώζει τον Μακχίθ απ’ την αγχόνη -ήδη του ’χουν περάσει τη θηλιά. Εκτός κι αν ανατραπεί η κυβέρνηση των Συντηρητικών. Η οποία, λόγω Brexit, ανατρέπεται! Η κυβέρνηση συνασπισμού που σχηματίζουν οι Εργατικοί με τους...αναρχικούς όχι μόνο του δίνει χάρη. Αλλά τον
χρίει, για τις... υπηρεσίες που ’χει προσφέρει στην πατρίδα, και... πρωθυπουργό. Ο οποίος μοιράζει σ’ όλους τους συνεργάτες του, σε φίλους κι εχθρούς, υπουργικά χαρτοφυλάκια. O Ίαν Μπάρτον, δραματουργός της παράστασης κι ο Καναδός Ρόμπερτ Κάρσεν σκηνοθέτης της πήραν στα χέρια τους την «Όπερα του ζητιάνου» (1728) των Τζον Γκέι και Γιόχαν-Κρίστοφ Πέπους και, χωρίς να της αλλάξουν τη δομή ή τα πρόσωπα, προσάρμοσαν το κείμενο στη σημερινή βρετανική πραγματικότητα. Με ιδιοφυή τρόπο. Η κάθε
αντιστοίχιση έχει τη δικαιολογία της, το κάθε εύρημα έχει το λόγο του -τίποτα δε μοιάζει τυχαίο. Η όπερα-μπαλάντα, όπως χαρακτηρίζεται -κείμενο, του Γκέι που άντλησε από πραγματικά πρόσωπα και μουσική του Πέπους που, κυρίως, όμως, έχει επιμεληθεί τη μουσική προσαρμογή γνωστών λαϊκών τραγουδιών αλλά και αριών από όπερες της εποχής, με καινούργιους στίχους, ειδικά για την περίσταση-, μια γκροτέσκα παρωδία της opera seria που βασίλευε, τότε, στο Λονδίνο, θεωρείται η πρώτη μουσική κωμωδία και πρόδρομος των σημερινών «τζούκμπόξ» μιούζικαλ,
όπου η πλοκή του έργου προσαρμόζεται σε ήδη πετυχημένα τραγούδια -για παράδειγμα το «Mamma Mia»: ένα σατιρικό, καυστικό, σκανδαλώδες για την εποχή του μουσικό έργο, με τρανταχτή κοινωνική και υπόγεια πολιτική σάτιρα, που έγινε δημοφιλέστατο και που αποτέλεσε και την πλατφόρμα για να
γράψουν ο Μπέρτολτ Μπρεχτ κι ο Κουρτ Βάιλ τη δική τους «Όπερα της πεντάρας» (1928). Οι διασκευαστές έχουν κρατήσει κι επαυξήσει την καυστικότητα, την κυνικότητα του κειμένου -η ανηθικότητα, η σπέκουλα, η διαπλοκή, η διαφθορά, η προδοσία, το έγκλημα, η κοινωνική ανισότητα...- πάνω στα σημερινά δεδομένα ενός αδηφάγου καπιταλισμού ενώ το κείμενό τους είναι ευεργετικά διαποτισμένο απ’ την ειρωνεία του βρετανικού χιούμορ. Πάνω στην άψογη αυτή διασκευή ο Ρόμπερτ Κάρσεν, με συνεργάτη σκηνοθέτη τον Κριστόφ Γκεράλ, έστησαν μια πολύ απλή αλλά προσεγμένη μέχρι την τελευταία της λεπτομέρεια παράσταση -μια μουσική κωμωδία, ένα μιούζικαλ. Αλλά ένα μιούζικαλ με ψαχνό. Μ’ έξοχους ρυθμούς, έξυπνη αλλά χωρίς εξυπνάδες. Αποφασιστικός παράγοντας για το παραστασιακό
αποτέλεσμα, το εξαιρετικά ευρηματικό στην απλότητά του -ένας τοίχος από χαρτόκουτες, χαρτόκουτες παντού, που προσαρμόζονται αναλόγως- του Τζέιμς Μπράντιλι, εξαιρετικά φωτισμένο απ’ τον Πέτερ φαν Πρατ ενώ και τα κοστούμια της Πέτρα Ράινχαρτ αλλά
κι η χορογραφία της Ρεμπέκα Χάουελ υπηρετούν τη σκηνοθετική γραμμή. Βέβαια, η κινητήρια δύναμη είναι ο εγκατεστημένος στην Γαλία αμερικανός αρχιμουσικός Γουίλιαμ Κρίστι, στον οποίο οφείλεται η μουσική σύλληψη της παράστασης και που διευθύνει,
απ’ το τσέμπαλο, επί σκηνής το έξοχο σύνολό του μπαρόκ μουσικής «Οι Ανθούσες Τέχνες» («Les Arts Florissants»). Οι μουσικοί έχουν εναρμονίσει και διασκευάσει τα τραγούδια του έργου αυτοσχεδιάζοντας παράλληλα -τζαζ-μπαρόκ!- κι η σκηνοθεσία τούς έχει εντάξει οργανικά και δημιουργικά στην παράσταση -μια παράσταση που μοιάζουν όλοι πάνω στη σκηνή να την κάνουν κέφι. Το αποτέλεσμα δε θα ’ταν το ίδιο αν οι Κάρσεν και Κρίστι δε
διέθεταν αυτούς τους ηθοποιούς που συγκροτούν τη διανομή: υψηλού επιπέδου έως και στον πιο σύντομο ρόλο. Ποιον να ξεχωρίσω; Τον έξοχο, ειδικού βάρους, με κύρος Κύριο Πίτσαμ του Ρόμπερτ Μπαρτ; Την υπέροχη καρατερίστα Μπέβερλι Κλάιν (Κυρία Πίτσαμ αλλά και Νταϊάνα); Την Κέιτ Μπάτερ (Πόλι) με την τόσο δροσερή, την καταπληκτική φωνή; Τον μόλις 24χρονο Μπέντζαμιν Πέρκις, ήδη ώριμο Μακχίθ και μ’ ακόμα πιο
καταπληκτική φωνή; Τον Κρεγκ Θόρνμπερ-Λόκιτ; Την Ολίβια Μπρέρετον-Λούσι; Την Λίντσεϊ Γκάρντινερ-Τζένι; Ή τον εκπληκτικό Σον Λόπμαν στους, σχετικά μικρούς, ρόλους του Φιλτς και του Μανουέλ; Ηθοποιοί, οι περισσότεροι, του μουσικού θεάτρου κι όχι της όπερας, με ανεπτυγμένες και καλλιεργημένες ικανότητες όχι μόνο στην υποκριτική αλλά και στο τραγούδι και στο χορό, υπηρετούν χαλαρά, χωρίς ζόρι την παράσταση και την εκτοξεύουν. Μια παράσταση επιπέδου! (Φωτογραφίες εκτός από τις υπογραμμένες απ’ τον Χάρη Ακριβιάδη: 2, 4, 5, 6, 7, 8, 13, 15 Patrick Berger, 3, 14 Murdo MacLeod).
(Διαφωτιστικότατο και γλαφυρότατο το κείμενο του Νίκου Λαάρη στο έντυπο πρόγραμμα της παράστασης. Θα ’θελα, όμως, να υπάρχει κι αυτούσιο το σημείωμα του σκηνοθέτη, στο οποίο κάνει αναφορά. Επίσης, στη διανομή, όλοι οι ρόλοι ν’ αναφέρονταν με τα παρατσούκλια της ελληνικής μετάφρασης στους υπότιτλους, γιατί δημιουργείται σύγχυση.
Με την ευκαιρία, να επισημάνω την εξαιρετική αυτή (γιατί ανώνυμη;) μετάφραση σε ασπαίροντα ελληνικά της πιάτσας: μ’ εξαίρεση κάποια «πρακτικά» λάθη στις αντωνυμίες, ευφυής, ευφάνταστη κι ευρηματικότατη. Υπόδειγμα!).
Μέγαρο Μουσικής Αθηνών / Αίθουσα «Αλεξάνδρα Τριάντη», Κύκλος «Όπερα», C.I.C.T.-«Théâtre des Bouffes du Nord», 1 Νοεμβρίου 2018.
No comments:
Post a Comment