Εθνική Ορχήστρα της Ρωσίας / Μουσική διεύθυνση: Μιχαήλ Πλετνιόφ. Σολίστ: Νικολάι Λουγκάνσκι, πιάνο.
Ένας σπουδαίος πιανίστας. Ένας σπουδαίος μουσικός θα ’ταν το σωστότερο: o Νικολάι Λουγκάνσκι. Με Ραχμάνινοφ ξαναγύρισε ο ρόσος πιανίστας στο Μέγαρο Μουσικής. Στις 16 Οκτωβρίου του 2016 είχε ερμηνεύσει -συναρπαστικά- με την Φιλαρμονική του Βερολίνου, υπό τον Τουγκάν Σοχίεφ, την Ραψωδία του σ’ ένα θέμα του Παγκανίνι για πιάνο και ορχήστρα. Αυτή τη φορά ήταν το Κοντσέρτο για πιάνο αρ. 3 (1909) του Ραχμάνινοφ. Με τη συνοδεία της Εθνικής Ορχήστρας της Ροσίας υπό τον Μιχαήλ Πλετνιόφ που, επίσης, έχουμε, ήδη, ακούσει στο Μέγαρο, και μάλιστα ως πιανίστα, σε ρεσιτάλ, στις 28 Φεβρουαρίου του 2002.
Έργο ρωμαλέο, σύνθετο, με μεγάλες δυσκολίες, με ανεπτυγμένες απαιτήσεις κι απ’ την ορχήστρα κι απ’ τον πιανίστα αλλά και με πολλές αβάντες για τον πιανίστα -μην ξεχνάμε πως ο Ραχμάνινοφ πιανίστας ήταν-, έργο, πιστεύω, πολύ σημαντικότερο απ’ το πιο δημοφιλές Δεύτερο Κοντσέρτο. Ο Νικολάι Λουγκάνσκι έδειξε -χωρίς να επιδείξει- το μέγεθός του: δυναμική ερμηνεία, γερή, σταθερή επαφή με τα πλήκτρα, εξαιρετική τεχνική, μουσικότητα, μεγάλη -τεράστια- ακρίβεια, γνώση τέλεια του ύφους του συνθέτη στον οποίο είναι ταμένος και του οποίου θεωρείται κορυφαίος
ερμηνευτής κι απόλυτος αυτοέλεγχος. Τόσος αυτοέλεγχος ώστε η ερμηνεία του θα μπορούσε να θεωρηθεί εγκεφαλική. Κι όμως δεν ήταν! Ένα βαθύ συναίσθημα αναδυόταν απ’ αυτό το μελωδικότατο έργο του ύστερου ρομαντισμού χωρίς ποτέ η μουσική να γίνεται μελίρρυτη. Φυσικά, μερίδιο των επαίνων ανήκει σαφώς στην ορχήστρα που τον πλαισίωσε. Η Εθνική Ορχήστρα της Ρωσίας, ένα συμφωνικό σύνολο ηλικίας μόλις -σε σύγκριση με τους μεγαλειώδεις ρόσικους ορχηστρικούς δεινοσαύρους- είκοσι οκτώ χρόνων, που το ίδρυσε και το διευθύνει ο -και πιανίστας και συνθέτης- Μιχαήλ Πλετνιόφ, έχει βρει τις
ισορροπίες του κι έχει αναδειχθεί σε πρώτης τάξεως συλλογικό όργανο, με καλά δεμένο, πλούσιο, βαθύχρωμο -στη ρόσικη παράδοση- προσωπικό ήχο. Ο Πλετνιόφ απ’ το πόντιουμ κι η ορχήστρα -σε διάταξη, πιθανότατα, ακουστικά αποτελεσματικότερη, όπου τα τσέλα καταλάμβαναν το κέντρο του πέταλου των εγχόρδων και τα κοντραμπάσα το αριστερό, ως προς το μαέστρο, άκρο- αγκάλιασαν τρυφερά και δεν ανταγωνίστηκαν τον πιανίστα, σ’ εξαιρετική σύμπνοια και ισορροπία μαζί του: μια ερμηνεία καθηλωτική που λογικό ήταν να καταχειροκροτηθεί. Στον ενθουσιασμό ο Νικολάι Λουγκάνσκι ανταπέδωσε -εντός κλίματος- μ’ ένα ανκόρ: ερμήνευσε λαμπερά το Πρελούδιο αρ 7 (1903) απ’ τα Δέκα Πρελούδια, έργο 23 του Ραχμάνινοφ. Η συναυλία, όμως, δεν ήταν μόνον το Κοντσέρτο κι ο Λουγκάνσκι. Ο Πλετνιόφ κι η
Εθνική Ορχήστρα της Ρωσίας άνοιξαν τη βραδιά με μια ατμοσφαιρική ερμηνεία του συμφωνικού ποιήματος του Καμίγ(ι) Σεν-Σανς «Μακάβριος χορός», ενορχηστρωτικά συναρπαστική μεταγραφή απ’ τον γάλο συνθέτη ενός τραγουδιού του (1872), βασισμένου στο ομώνυμο ποίημα του Ανρί Καζαλίς. Στο δεύτερο μέρος η συναυλία συνεχίστηκε μ’ έργα, επίσης, ρόσων συνθετών. Πρώτα, το πρώτο μέρος (Πρελούδιο) της τετραμερούς σουίτας «Από τον Μεσαίωνα» (1902) του Αλεξάντερ Γκλαζούνοφ, ένα μικρό διαμάντι (που μ’ έκανε να
σκεφτώ, γι άλλη μια φορά, πόσα ανάλογα διαμάντια κρύβονται ή είναι ξεχασμένα στα συρτάρια και στα ράφια, στην Ανατολική, κυρίως, Ευρώπη -πρόσφατα ανακάλυψα τον Ροσοπολονό Όσιπ Καζλόφσκι και το «Ρέκβιέμ» του- κι ακούμε όλο τα ίδια και τα ίδια...), έργο που το ανέδειξε κι η θαυμάσια εκτέλεσή του. Και στο τέλος, ως κορωνίδα, μια επταμερής σουίτα απ’ το αξεπέραστο, αντλημένο απ’ τον Σέξπιρ, μπαλέτο «Ρομέος και Ιουλιέτα» (1935) του Σεργκέι Πρακόφιεφ, που ’χει επιδέξια συναρμολογήσει ο ίδιος ο Μιχαήλ Πλετνιόφ. Η κορυφαία, ίσως, μαζί με τα τρία μεγάλα μπαλέτα του Τσαϊκόφσκι, συμφωνική παρτιτούρα για μπαλέτο, βρήκε άξιο, συναρπαστικό εκτελεστή στην Εθνική Ορχήστρα της Ρωσίας. Ο Πλετνιόφ, ήρεμη δύναμη στο πόντιουμ. Αργός, χαλαρός, χωρίς μεγάλες, επιδεικτικές κινήσεις θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς ότι είναι και πλαδαρός αρχιμουσικός. Το αντίθετο: έχει την ικανότητα, χωρίς πολλά-πολλά, να κρατάει σε συνεχή εγρήγορση τους μουσικούς του κι όπου κι όταν χρειάζεται
εσωτερική δύναμη κι ένταση, να τις εμπνέει. Πότε, άραγε, θα ’χαμε τη δυνατότητα ν’ ακούσουμε συναυλιακά, από ρόσικη ορχήστρα, ολόκληρο το «Ρομέος και Ιουλιέτα» του Προκόφιεφ; Έχει τόση συμφωνική δύναμη ώστε να μπορεί να σταθεί και χωρίς το χορό. Μια αξιομνημόνευτη από κάθε άποψη συναυλία. Όντως, μια «Μεγάλη Ορχήστρα» κι ένας «Μεγάλος Ερμηνευτής». (Κατατοπιστικό το έντυπο πρόγραμμα της συναυλίας -επιμέλεια Δέσποινα Παπαγιαννοπούλου. Αλλά κάπως βιαστικά γραμμένο. Ίσως, επίσης, επέστη ο χρόνος να καταργηθεί η συνήθεια τα βιογραφικά των καλλιτεχνών να μεταφράζονται και να ρίχνονται στο χαρτί ως έχουν αλλά να τυγχάνουν επεξεργασίας και τα στοιχεία τους να μπαίνουν σε μια σειρά).
Μέγαρο Μουσικής Αθηνών / Αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης», Κύκλος «Μεγάλες Ορχήστρες-Μεγάλοι Ερμηνευτές», 18 Νοεμβρίου 2018.
Έργο ρωμαλέο, σύνθετο, με μεγάλες δυσκολίες, με ανεπτυγμένες απαιτήσεις κι απ’ την ορχήστρα κι απ’ τον πιανίστα αλλά και με πολλές αβάντες για τον πιανίστα -μην ξεχνάμε πως ο Ραχμάνινοφ πιανίστας ήταν-, έργο, πιστεύω, πολύ σημαντικότερο απ’ το πιο δημοφιλές Δεύτερο Κοντσέρτο. Ο Νικολάι Λουγκάνσκι έδειξε -χωρίς να επιδείξει- το μέγεθός του: δυναμική ερμηνεία, γερή, σταθερή επαφή με τα πλήκτρα, εξαιρετική τεχνική, μουσικότητα, μεγάλη -τεράστια- ακρίβεια, γνώση τέλεια του ύφους του συνθέτη στον οποίο είναι ταμένος και του οποίου θεωρείται κορυφαίος
ερμηνευτής κι απόλυτος αυτοέλεγχος. Τόσος αυτοέλεγχος ώστε η ερμηνεία του θα μπορούσε να θεωρηθεί εγκεφαλική. Κι όμως δεν ήταν! Ένα βαθύ συναίσθημα αναδυόταν απ’ αυτό το μελωδικότατο έργο του ύστερου ρομαντισμού χωρίς ποτέ η μουσική να γίνεται μελίρρυτη. Φυσικά, μερίδιο των επαίνων ανήκει σαφώς στην ορχήστρα που τον πλαισίωσε. Η Εθνική Ορχήστρα της Ρωσίας, ένα συμφωνικό σύνολο ηλικίας μόλις -σε σύγκριση με τους μεγαλειώδεις ρόσικους ορχηστρικούς δεινοσαύρους- είκοσι οκτώ χρόνων, που το ίδρυσε και το διευθύνει ο -και πιανίστας και συνθέτης- Μιχαήλ Πλετνιόφ, έχει βρει τις
ισορροπίες του κι έχει αναδειχθεί σε πρώτης τάξεως συλλογικό όργανο, με καλά δεμένο, πλούσιο, βαθύχρωμο -στη ρόσικη παράδοση- προσωπικό ήχο. Ο Πλετνιόφ απ’ το πόντιουμ κι η ορχήστρα -σε διάταξη, πιθανότατα, ακουστικά αποτελεσματικότερη, όπου τα τσέλα καταλάμβαναν το κέντρο του πέταλου των εγχόρδων και τα κοντραμπάσα το αριστερό, ως προς το μαέστρο, άκρο- αγκάλιασαν τρυφερά και δεν ανταγωνίστηκαν τον πιανίστα, σ’ εξαιρετική σύμπνοια και ισορροπία μαζί του: μια ερμηνεία καθηλωτική που λογικό ήταν να καταχειροκροτηθεί. Στον ενθουσιασμό ο Νικολάι Λουγκάνσκι ανταπέδωσε -εντός κλίματος- μ’ ένα ανκόρ: ερμήνευσε λαμπερά το Πρελούδιο αρ 7 (1903) απ’ τα Δέκα Πρελούδια, έργο 23 του Ραχμάνινοφ. Η συναυλία, όμως, δεν ήταν μόνον το Κοντσέρτο κι ο Λουγκάνσκι. Ο Πλετνιόφ κι η
Εθνική Ορχήστρα της Ρωσίας άνοιξαν τη βραδιά με μια ατμοσφαιρική ερμηνεία του συμφωνικού ποιήματος του Καμίγ(ι) Σεν-Σανς «Μακάβριος χορός», ενορχηστρωτικά συναρπαστική μεταγραφή απ’ τον γάλο συνθέτη ενός τραγουδιού του (1872), βασισμένου στο ομώνυμο ποίημα του Ανρί Καζαλίς. Στο δεύτερο μέρος η συναυλία συνεχίστηκε μ’ έργα, επίσης, ρόσων συνθετών. Πρώτα, το πρώτο μέρος (Πρελούδιο) της τετραμερούς σουίτας «Από τον Μεσαίωνα» (1902) του Αλεξάντερ Γκλαζούνοφ, ένα μικρό διαμάντι (που μ’ έκανε να
σκεφτώ, γι άλλη μια φορά, πόσα ανάλογα διαμάντια κρύβονται ή είναι ξεχασμένα στα συρτάρια και στα ράφια, στην Ανατολική, κυρίως, Ευρώπη -πρόσφατα ανακάλυψα τον Ροσοπολονό Όσιπ Καζλόφσκι και το «Ρέκβιέμ» του- κι ακούμε όλο τα ίδια και τα ίδια...), έργο που το ανέδειξε κι η θαυμάσια εκτέλεσή του. Και στο τέλος, ως κορωνίδα, μια επταμερής σουίτα απ’ το αξεπέραστο, αντλημένο απ’ τον Σέξπιρ, μπαλέτο «Ρομέος και Ιουλιέτα» (1935) του Σεργκέι Πρακόφιεφ, που ’χει επιδέξια συναρμολογήσει ο ίδιος ο Μιχαήλ Πλετνιόφ. Η κορυφαία, ίσως, μαζί με τα τρία μεγάλα μπαλέτα του Τσαϊκόφσκι, συμφωνική παρτιτούρα για μπαλέτο, βρήκε άξιο, συναρπαστικό εκτελεστή στην Εθνική Ορχήστρα της Ρωσίας. Ο Πλετνιόφ, ήρεμη δύναμη στο πόντιουμ. Αργός, χαλαρός, χωρίς μεγάλες, επιδεικτικές κινήσεις θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς ότι είναι και πλαδαρός αρχιμουσικός. Το αντίθετο: έχει την ικανότητα, χωρίς πολλά-πολλά, να κρατάει σε συνεχή εγρήγορση τους μουσικούς του κι όπου κι όταν χρειάζεται
εσωτερική δύναμη κι ένταση, να τις εμπνέει. Πότε, άραγε, θα ’χαμε τη δυνατότητα ν’ ακούσουμε συναυλιακά, από ρόσικη ορχήστρα, ολόκληρο το «Ρομέος και Ιουλιέτα» του Προκόφιεφ; Έχει τόση συμφωνική δύναμη ώστε να μπορεί να σταθεί και χωρίς το χορό. Μια αξιομνημόνευτη από κάθε άποψη συναυλία. Όντως, μια «Μεγάλη Ορχήστρα» κι ένας «Μεγάλος Ερμηνευτής». (Κατατοπιστικό το έντυπο πρόγραμμα της συναυλίας -επιμέλεια Δέσποινα Παπαγιαννοπούλου. Αλλά κάπως βιαστικά γραμμένο. Ίσως, επίσης, επέστη ο χρόνος να καταργηθεί η συνήθεια τα βιογραφικά των καλλιτεχνών να μεταφράζονται και να ρίχνονται στο χαρτί ως έχουν αλλά να τυγχάνουν επεξεργασίας και τα στοιχεία τους να μπαίνουν σε μια σειρά).
Μέγαρο Μουσικής Αθηνών / Αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης», Κύκλος «Μεγάλες Ορχήστρες-Μεγάλοι Ερμηνευτές», 18 Νοεμβρίου 2018.
No comments:
Post a Comment