September 3, 2022

Στο Φτερό / Ρέκβιεμ για έναν αυτόχειρα ή Ναι, μεν, αλλά...

«Αίας» του Σοφοκλή / Σκηνοθεσία: Αργύρης Ξάφης


Στο ναύσταθμο των Ελλήνων, έξω από την Τροία, ο Αίας, ο γιος του Τελαμώνα, αρχηγός των Σαλαμινίων στην εκστρατεία κατά των Τρώων, μανιασμένος με τους δύο Ατρείδες -τον αρχιστράτηγο Αγαμέμνονα και τον αδελφό του, τον Μενέλαο- που κατάφωρα τον αδίκησαν, καθώς δεν παραχώρησαν σ’ αυτόν, τον ήρωα, αλλά στον Οδυσσέα τα όπλα του νεκρού πια


Αχιλλέα, απεργαζόταν να σκοτώσει και τους τρεις αλλά η προστάτρια του Οδυσσέα , η θεά Αθηνά του σκότισε το νου και μέσα στην τρέλα του σκότωσε τα κοπάδια των προβάτων που οι Έλληνες είχαν λαφυραγωγήσει νομίζοντας ότι σκοτώνει τους εχθρούς του. Όταν συνέρχεται, ντροπιασμένος, παρά τις ικεσίες της γυναίκας του, της Τέκμησσας, αυτοκτονεί

πέφτοντας πάνω στο σπαθί που κάποτε του είχε χαρίσει ο Τρώας Έκτορας μετά από μία ισόπαλη μονομαχία τους. Οι Ατρείδες απαγορεύουν στον αδελφό του Τεύκρο και στην Τέκμησσα να τον θάψουν επιζητώντας να εγκαταλείψουν στα όρνια τη σορό του αλλά, τελικά, υποχωρούν στις συμβουλές του Οδυσσέα και 

επιτρέπουν την ταφή του. Γραμμένη, όπως υπολογίζεται, μεταξύ 450 και 440 π.Χ., η τραγωδία «Αίας» του Σοφοκλή που αντλεί από την «Ιλιάδα» του Ομήρου, δεν διαθέτει την τελειότητα των άλλων σωζόμενων τραγωδιών του, από τις οποίες είναι η παλαιότερη, καθώς, ουσιαστικά, απαρτίζεται από δύο μέρη, με μετατόπιση του άξονα του έργου -από την

«επονείδιστη» τρέλα και την «επονείδιστη» αυτοκτονία του Αίαντα στο πρώτο, στη σύγκρουση για την ταφή του στο δεύτερο. Εν τούτοις, έχει δύναμη και ένταση σπάνια για έργο του. Και η αυτοκτονία του Αίαντα αποκτά συμβολικές διαστάσεις καθώς ανάγεται στο τέλος της εποχής του ομηρικού Ήρωα. Στη «δίπρακτη», κατά σημερινή ορολογία, δομή της τραγωδίας βασίστηκε ο Αργύρης Ξάφης που ανέλαβε τη σκηνοθεσία της, με βοηθό σκηνοθέτρια την Μαρία Σαββίδου. Εύρημά του, η αντιστροφή των δύο μερών της: η σύγκρουση για την ταφή του Αίαντα  προηγείται και η αυτοκτονία του με τα παρεπόμενα της μανίας του έρχονται κατόπιν, ως φλας μπακ.

Ευφυές εύρημα, μεν, που υποστηρίζεται δραματουργικά από την -και δραματολόγο της παράστασης- Ασπασία-Μαρία Αλεξίου και το σκηνοθέτη. Αλλά χωρίς, τελικά, να λειτουργεί, χωρίς να πείσει ότι αυτή η «διόρθωση» του Σοφοκλή είχε κάποιο ουσιαστικό λόγο, ότι δικαιολογείται, καθώς τα δύο μετατοπισμένα μέρη δεν συνδέονται με επάρκεια και αποτελεσματικά -το πέρασμα από 

το ένα στο άλλο πάσχει. Αυτή η αντίφαση, αυτή η απόσταση προθέσεων και αποτελέσματος, αυτό το «ναι, μεν, αλλά...» συνοδεύει, κατά τη γνώμη μου, όλη την παράσταση. Επελέγη η μετάφραση του Νίκου Α. Παναγιωτόπουλου: μία εξαίρετη στη λεπτομέρειά της δουλειά που αναδεικνύει την ποιητικότητα του κειμένου. Ναι, μεν, αλλά κάποιες στιγμές δεν αποφεύγει τις 

σειρήνες της εκζήτησης και της λεξιλαγνείας («χαλκοθώραξ», «δορυάλωτο»...), με συνέπεια να αλώνεται η προφορικότητά της τόσο στα στόματα των ηθοποιών όσο και στα αυτιά των θεατών και, κάποιες στιγμές, ο λόγος να πελαγοδρομεί. Η παράσταση διαθέτει έναν πρώτης τάξεως Χορό -ένα και ένα τα μέλη του. Ναι, μεν, αλλά δεν δικαιολόγησα, εγώ τουλάχιστον, γιατί, ενώ από τον Σοφοκλή προβλέπεται να είναι ανδρικός, εδώ ο μισός έχει γίνει

γυναικείος. Ελπίζω όχι για λόγους ποσόστωσης. Εξαιρετική είναι και η φωνητική απόδοση και ο περίτεχνος φωνητικός συντονισμός του (άξια ιδιαίτερης μνείας, η φωνητική προετοιμασία του από τον Απόστολο Κίτσο). Ναι, μεν, αλλά ο Χορός υπονομεύεται από την ανέμπνευστη και αφελή χορογραφία (Χαρά Κότσαλη). Καλή, αρχικά, η ιδέα του τολ/θερμοκήπιου ως βασικού σκηνικού της Μαρίας Πανουργιά. Ναι, μεν, αλλά μάλλον 

αμήχανα χρησιμοποιείται. Όσο για το «χιόνι» και τα «βράχια» η ευτέλεια των υλικών και της κατασκευής δεν τα καθιστά καθόλου πειστικά. Η Ιωάννα Τσάμη ναι, μεν, σχεδίασε μερικά πολύ καλαίσθητα κοστούμια (Μενέλαος, Τεύκρος) αλλά, στα περισσότερα, έχει ατυχήσει -ειδικά στα λευκά αδιάβροχα με 

τους σκούφους του Χορού στο πρώτο μέρος της παράστασης. «Ναι, μεν, αλλά» δεν έχω μόνο για τις μουσικές του Κορνήλιου Σελαμσή: τα τέσσερα -ζωντανά- χάλκινα ενισχύουν και υποβάλλουν τη μελαγχολική, πένθιμη διάσταση του έργου. Και για τους φωτισμούς του Αλέκου Αναστασίου, ειδικά στο δεύτερο μέρος. Βρήκα πολύ αδύναμη, εδώ, ως Αθηνά την πολύ καλή ηθοποιό Δέσποινα Κούρτη, καθόλου βοηθημένη από το κοστούμι και 

την κίνησή της αλλά, βασικά, από το επίσης αδικαιολόγητο εύρημα της απόδοσης της θεάς ως ένα σκανταλιάρικο καλικαντζαράκι. Η επίσης πολύ καλή Εύη Σαουλίδου δείχνει να μην έχει το μέγεθος για αρχαία τραγωδία και στο πρώτο μέρος δεν τη βοηθάει η φωνή της. Ο Στάθης Σταμουλακάτος, 

αντίθετα, έχει το μέγεθος αλλά ούτε την πείρα ούτε ακονισμένα μέσα. Ο Αίας του είναι ισοπεδωμένος και μαγκωμένος. Νομίζω ότι στην παράσταση διακρίνεται το κουαρτέτο των στρατηγών: 

Νίκος Χατζόπουλος-Αγαμέμνων, Γιάννης Νταλιάνης-Μενέλαος -αν και ξεκινάει κάπως υποτονικά-, Δημήτρης Ήμελλος-Οδυσσέας, που ενισχύει με πινελιές χιούμορ την ερμηνεία του, και, κυρίως -ο καλύτερος, κατά τη γνώμη μου, της

παράστασης- Χρίστος Στυλιανού-Τεύκρος -διαπίστωσα ότι, εκτός από τον άψογο λόγο του, έχει βαθύνει την υποκριτική του και δεν φοβάται μήπως ξεφύγει σε υπερβολές στις εντάσεις του. Η παράσταση έχει αυτά, τα κατά την άποψή μου, ελαττώματα, το ύφος της προσπαθεί να είναι φυσικό, καθημερινό, χωρίς να το πετυχαίνει πάντα, οι ρυθμοί της, συχνά, πάσχουν αλλά διαθέτει και μερικές πολύ δυνατές 

στιγμές -η συγκινητικά επιβλητική πένθιμη είσοδος περιφερειακά, ως προς την ορχήστρα, των μουσικών ή η συγκλονιστική, υπεράνθρωπη προσπάθεια της Τέκμησσας να σύρει μόνη της τη σορό του Αίαντα στην ταφή απωθώντας τα 

μέλη του Χορού που τρέχουν να τη συντρέξουν ή η αυτοκτονία του Αίαντα που βουτάει πάνω στο τολ όπου λάμπει το σπαθί του Έκτορα, φινάλε, όμως, το οποίο αποδυναμώνει μία «ουρά»... Ο Αργύρης Ξάφης, πάντως, παρά τις αστοχίες και τις αμηχανίες του, πιστεύω ότι δίνει ελπίδες για σκηνοθετική εξέλιξή του στο στίβο του αρχαίου δράματος: η παράστασή του έχει σπίθες σκηνοθετικής ευφυίας (Φωτογραφίες: Κάρολ Γιάρεκ). 

 



(Υψηλού επιπέδου του δίγλωσσο -ελληνικά και αγγλικά- έντυπο πρόγραμμα της παράστασης -υπεύθυνη Μαρία Καρανάνου-, που, εκτός των άλλων, περιλαμβάνει τη μετάφραση του Νίκου Α. Παναγιωτόπουλου η οποία χρησιμοποιείται στην παράσταση).

Θέατρο των Βράχων «Μελίνα Μερκούρη», Βύρωνας, Φεστιβάλ «Στη Σκιά των Βράχων» 2022, Εθνικό Θέατρο, 1 Σεπτεμβρίου 2022.

No comments:

Post a Comment