«Μήδεια» του Μποστ / Σκηνοθεσία: Γιάννης Καλαβριανός
Ο Ιάσονας, στον Βόλο (βλέπε Ιωλκός), όπου ζούνε με τα δύο παιδιά τους, απατάει τη σύζυγό του Μήδεια. Που, καθώς ήταν ερωτευμένη μαζί του και τον βοήθησε να σουφρώσει το Χρυσόμαλλον Δέρας, την έχει κλέψει από την Κολχίδα και εκείνη, μάγισσα ούσα, για χάρη του έχει εγκληματήσει εις
βάρος του αδελφού της Άψυρτου τον οποίο έκοψε κομματάκια που τα πέταγε στη θάλασσα ώστε να καθυστερήσει τον πατέρα της Αιήτη ο οποίος κυνηγούσε την «Αργώ» τους, αλλά και εις βάρος του Πελία, θείου του Ιάσονα, ο οποίος είχε σκοτώσει τον αδελφό του Αίσονα, πατέρα του Ιάσονα, και είχε σφετεριστεί το θρόνο της Ιωλκού, που δικαιωματικά ανήκε στον ανεψιό του, πείθοντας τις ανόητες κόρες του Πελία να τον τεμαχίσουν και να βράσουν τα κομμάτια γιατί έτσι, δήθεν, θα τον ξανάνιωναν. Και την απατάει με μία ζωηρή Καλόγρια με παρελθόν -την οποία φιλοξενούν ως γκουβερνάντα των δύο παιδιών τους-, άλλοτε ονόματι Πόλυ(ξένη), ατυχήσασα σε δύο δεσμούς της, καθώς
τον πρώτο, τον Κρητικό Γιάννη, κατόπιν συμβουλών της μητέρας της, τον έδιωξε επειδή είχε ασταθή και εμπαθή δουλειά -ήταν, εκτός από Κρητικός και κριτικός θεάτρου...- και εκείνος έγινε καλόγερος ενώ ο δεύτερος, ο έμπορος Παππάς, την έστησε, λόγω μεγάλης κυκλοφοριακής συμφόρησης, στην εκκλησία όπου θα παντρεύονταν και την
Πόλυ(ξένη) την «παρηγόρησε» ο παπάς που θα τους πάντρευε -εδώ Παππάς, εκεί παπάς. Παράλληλα από το παλάτι τους περνάει, ως ζητιάνος, συνοδευόμενος από την κόρη του Αντιγόνη, ο γνωστός Οιδίποδας, τυφλός, πια, που φιλοδοξεί να παλινορθωθεί αλλά ως βασιλιάς του Κολωνού, ένας ψαράς που θέλει να πουλήσει μύδια στην Μήδεια, ένας καλόγερος που του αρέσουν τα αγοράκια -και που αποδεικνύεται όχι μόνο πως είναι ο Γιάννης της Πόλυ(ξένης) ο οποίος «είχε πάρει τη ζωή του λάθος και
άλλαξε ζωή» αλλά και πως έχει παρασύρει σε ακολασίες τα δύο παιδιά του ζευγαριού, τα οποία, όπως μας πληροφορεί ο Τροφός του ανακτόρου, έχουν πάψει να μελετούν για το σχολείο και εργάζονται, για χαρτζιλίκι, ως διανομείς στο ταχυδρομείο ενώ, τις νύχτες, μπαινοβγαίνουν και στο δωμάτιο της Πόλυ(ξένης) δοκιμάζοντας όλων των ειδών τις εμπειρίες...
Έως και ο Ευριπίδης εμφανίζεται, , αυτοπροσώπως, με σκοπό να αντλήσει από την αληθινή ζωή της Μήδειας για την τραγωδία «Μήδεια» που γράφει και που, ίσως, την τροποποιήσει. Η Μήδεια που, κάθε τόσο, δείχνει να έχει μία τάση προς το φόνο -μία σίριαλ κίλερ, μία «φόνισσα κακούργα δολοφόνισσα»-, τελικά, προς απελπισίαν του Ιάσονα, σκοτώνει τα παιδιά ακριβώς επειδή «οι πιο κακοί οι μαθηταί ήταν αυτοί στην τάξη», επειδή δεν
μοίραζαν τα γράμματα που τους εμπιστευόταν το ταχυδρομείο -του Βόλου-, επειδή είχαν πολλά νυχτερινά πάρε-δώσε με την Πόλυ(ξένη) αλλά και επειδή «τα βρήκαν» με τον Καλόγερο. Οπότε η κάθαρσις ταυτίζεται με «του Βόλου τα εννιάμερα». Ο Μποστ με την «Μήδειά» του (1993) κατεδαφίζει την τραγωδία του Ευριπίδη χρησιμοποιώντας την για βολές προς πάσαν κατεύθυνσιν κατά του κατεστημένου της εποχής -από τον τέως βασιλιά
Κωνσταντίνο μέχρι τις καθεστηκυίες παραστάσεις τραγωδίας- χρησιμοποιώντας αναχρονισμούς, στίχους από γνωστούς ποιητές και από λαϊκά τραγούδια, συνειρμούς σοκαριστικούς σε σχέση με τη σημερινή πολιτική ορθότητα σε έναν
αχταρμά που αγγίζει τα όρια του σουρεαλισμού. Αλλά έναν αχταρμά απολύτως γοητευτικό και εντελώς απολαυστικό, από τον οποίο αναδύεται μία πρόσχαρη καλωσύνη. Το λαϊκό, άμεσο, ζεστό, ανατολίτικο χιούμορ του, με κύριο στόχο τη γλώσσα, καθώς, μέσα από τον δεκαπεντασύλλαβο ιαμβικό, σε ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία, στίχο που χρησιμοποιεί, μπλέκει τη δημοτική
με τη στρεβλωμένη καθαρεύουσα και την αρχαία ελληνική με ξεκαρδιστικά αποτελέσματα. Χωρίς να νοιάζεται για χαρακτήρες και θεατρική οικονομία και συνέπεια θεατρική: τα πρόσωπά του -παρόμοια με τα πρόσωπα των γελοιογραφιών του- εμφανίζονται αυθαίρετα, κάποτε απλώς με γλωσσικές αφορμές ή γιατί τον εξυπηρετούν και συνδυάζονται με μία τρέλα αφοπλιστική που συγχωρεί κάθε συγγραφική αυθαιρεσία. Ο Μποστ και η «Μήδειά» του
είχαν μεγάλη τύχη να πέσουν στα σκηνοθετικά χέρια του Γιάννη Καλαβριανού που υπογράφει, μαζί με την Έρι Κύργια, και την εξαιρετική δραματουργική επεξεργασία, με δραματολόγο της παράστασης την Εύα Σαραγά. Απολύτως απαραίτητη επεξεργασία καθώς ο Μποστ χρησιμοποιεί αναφορές σε σύγχρονα με τη συγγραφή του έργου πρόσωπα και πράγματα, άκυρες σήμερα. Και οι οποίες αφαιρέθηκαν για να προστεθούν άλλες, σημερινές. Ο Μποστ έγραφε άλλωστε με μία επιθεωρησιακή νοοτροπία -ο ίδιος, όταν τα έργα του ξαναπαίζονταν, αφαιρούσε και πρόσθετε στοιχεία σύγχρονα. Ο Γιάννης Καλαβριανός άπλωσε το ρόλο του Χορού προσθέτοντας δύο χορικά σε δικούς του στίχους και
με μεγάλο κέφι και χωρίς διανοουμενισμούς -εντελώς περιττούς σε ένα κείμενο πρωτογενώς «αφελές», «απλοϊκό», ένα κείμενο ναΐφ που παραπέμπει σε ζωγραφιές του Θεόφιλου-, δίνει μία παράσταση απολαυστική, που ξεχειλίζει από χυμούς και ρυθμούς. Κάποιες στιγμές αποζήτησα ένα μεγαλύτερο φινίρισμα αλλά αυτό, ίσως, θα έκανε την
παράσταση σουσουδίστικη. Με μεγάλο κέφι έχουν συνεργαστεί και οι λοιποί συντελεστές: ο Θοδωρής Οικονόμου με τις υπέροχες μουσικές του,παιγμένες ζωντανά επί σκηνής, η Μαριάννα Καβαλλιεράτου με τις «ασύντακτες» χορογραφίες της και η Μελίνα Παιονίδου με τη μουσική διδασκαλία της
συνέτειναν, μαζί με το σκηνοθέτη, στη δημιουργία μίας παλλόμενης λαϊκής οπερέτας. Η Εύα Μανιδάκη έχει στήσει ένα έξοχο σκηνικό -τα χρυσά ερείπια ενός ανακτόρου από... τσιμεντόλιθους-, επιτυχημένα φωτισμένο από τον Νίκο Βλασόπουλο-, απολύτως μποστικό αλλά εκείνη που έχει οργιάσει είναι η ενδυματολόγος Βάνα Γιαννούλα:
χρησιμοποιώντας στα κοστούμια της μία πολύ ζωηρή, φωτεινή, φαντασμαγορική χρωματική παλέτα, απρόσμενα υφάσματα και μοτίβα αντλημένα από διάφορες ελληνικές εποχές, σε συνδυασμό με τις κομμώσεις και τις περούκες της Ελένης Πανέτσου και το σχεδιασμό του μακιγιάζ από την Olga Faleichyk, καταφέρνει να γίνει μποστικότερη του Μποστ. Χάρμα οφθαλμών! Μία ευτυχής συγκυρία που
Αφήνω τελευταία την Γαλήνη Χατζηπασχάλη. Last but not the least. Το αντίθετο! Ηθοποιός εξαιρετική, με γερή κωμική στόφα και χιούμορ, με την μποστική Μήδεια για την οποία μοιάζει γεννημένη, αναδεικνύεται σε αδιαμφισβήτητη πρωταγωνίστρια της κωμωδίας και της σάτιρας. Με γερό πάτημα στη σκηνή, με τρομερή άνεση -σαν στο σπίτι της αλλά καθόλου σαν να ξεπετάει το ρόλο-, με μοναδικές μεταπτώσεις,
με δεξιοτεχνικά περάσματα από το γελοίο στο σοβαροφανές, με άψογη αίσθηση του ρυθμού και του τάιμινγκ, δίνει μία ερμηνεία αξέχαστη. Θέλω να ελπίζω ότι στο μέλλον δεν θα αφεθεί σε ευκολίες και ότι δεν θα πάρει στραβό δρόμο. Μία παράσταση που θα τη θυμάμαι. Δείτε την! Η -περσινή/φετινή- «Ελένη» του Βασίλη Παπαβασιλείου και η «Μήδεια» του Γιάννη Καλαβριανού είναι, φέτος, οι δύο παραστάσεις που μου άνοιξαν την καρδιά. Βλέποντας πια το αποτέλεσμα, μόνο «μπράβο» θα ήθελα να πω στο Εθνικό Θέατρο που τόλμησε να προτείνει την παράσταση αυτή στο προβληματικής, πια, σύνθεσης πρόγραμμα του Φεστιβάλ Επιδαύρου ανοίγοντας τον ορίζοντά του χωρίς να αλλοιώσει το σκεπτικό του: πλάι στις αρχαίες τραγωδίες και κωμωδίες και μία παρωδία τραγωδίας από νεοέλληνα συγγραφέα. Πρωτοβουλία ισάξια με την πρωτοβουλία του Φεστιβάλ να αναθέσει σε σύγχρονους θεατρικούς συγγραφείς, ανεξαρτήτως αποτελέσματος, να γράψουν έργα βασισμένα σε αρχαία δράματα για το Μικρό Θέατρο της Αρχαίας Επιδαύρου (Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή).
(Απόκτημα το δίγλωσσο -ελληνικά και αγγλικά- έντυπο πρόγραμμα της παράστασης -υπεύθυνη Μαρία Καρανάνου-, με κείμενα πολύ ενδιαφέροντα έως εξαιρετικά, ειδικά της Καίτης Διαμαντάκου και -το γραμμένο για το πρόγραμμα- του Κωνσταντίνου Κυριακού).
«Σχολείον της Αθήνας-Ειρήνη Παπά», Εθνικό Θέατρο, 9 Σεπτεμβρίου 2022.
No comments:
Post a Comment