Η ραδιοφωνική εκπομπή «Το Βιβλίο στο Μικρόφωνο» 1983-1991: μνήμες
Στη μνήμη του φίλου Βάιου Παγκουρέλη
Τον περασμένο Αύγουστο μου ζητήθηκε εκ μέρους του δημοσιογράφου Γιώργου Χατζηδάκη και μέσω του facebook «ένα κείμενο για τη σχέση μου με το ραδιόφωνο, την εκπομπή μου στο Πρώτο Πρόγραμμα, τους ανθρώπους που συνάντησα κτλ.» και «Χωρίς περιορισμό στις λέξεις» για τον τόμο με την ιστορία της Ελληνικής Ραδιοφωνίας που ετοίμαζε -σας έγραψα σχετικά στο «Τέταρτο Κουδούνι» στις 25 Φεβρουαρίου. Έγραψα το κείμενο και εκ των υστέρων μου έγινε σαφές ότι απλώς θα χρησίμευε για να αντληθούν στοιχεία. Όταν ο τόμος εκδόθηκε και έφτασε στα χέρια μου δεν υπήρχε ούτε μία αράδα. Ούτε εξήγηση μου δόθηκε. Συμβαίνουν αυτά… Οπότε δημοσιεύω το κείμενο εδώ με κάποιες, πολύ μικρές, επεμβάσεις.
Εν αρχή ην ο Βάιος Παγκουρέλης. Δημοσιογράφος, πολιτιστικός συντάκτης διακεκριμένος στο τότε «Βήμα», ειδικευμένος σε θέματα θεάτρου, που τον διάβαζα και τον εκτιμούσα. Το 1983 έφυγε από το «Βήμα» και μεταπήδησε στον «Ελεύθερο Τύπο» -που, χρησιμοποιώντας έναν παλαιότερο τίτλο, μόλις, δόξη και τιμή, είχε εκδοθεί- για να αναλάβει την κριτική θεάτρου την οποία κράτησε μέχρι τον αδόκητο θάνατό του σε δυστύχημα στα 52 του χρόνια. Εγώ, τότε, στο περιοδικό «Διαβάζω» -είχα τη γραμματεία σύνταξης. Ο Βάιος είχε ξεκινήσει να γράφει μία στήλη με βιβλιοπαρουσιάσεις στο «Διαβάζω». Μ’ αυτή την αφορμή τον γνώρισα. Η κοινή μας αγάπη για το θέατρο μας έφερε κοντά, ζεστός άνθρωπος, με χιούμορ, γίναμε φίλοι. Δούλευε, παράλληλα, στην Ελληνική Ραδιοφωνία, ως σύμβουλος του διευθυντή της Ιάκωβου Καμπανέλλη. Μου πρότεινε να αναλάβω μία εκπομπή για το βιβλίο -την παρουσίαση της εκδοτικής κίνησης. Κάποια υπήρχε ήδη αλλά δεν τους ικανοποιούσε. «Μα δεν έχω ιδέα από ραδιόφωνο» του αντέταξα εγώ, πάντα διστακτικός έως δειλός για το καινούργιο. «Δεν πειράζει, θα μάθεις, εύκολο είναι» υπερασπίστηκε την πρότασή του.
Θα έκανα εγώ την παραγωγή, τα κείμενα, τη μουσική επιμέλεια και την παρουσίαση και ο Μίλτος Σαλβαρλής, κοινός φίλος μας, το ρεπορτάζ -τις συνεντεύξεις. Οργανώσαμε την εκπομπή έτσι ώστε να παρουσιάζουμε 4-5 βιβλία κάθε φορά: μία μικρή εισαγωγή δική μου για το συγγραφέα, μία μικρή συνέντευξή του και ανάγνωση αποσπασμάτων του παρουσιαζόμενου βιβλίου από δύο ηθοποιούς -μία γυναικεία και μία ανδρική φωνή -και όλα αυτά μιξαρισμένα. Ο τίτλος που επέλεξα ήταν «Το Βιβλίο στο Μικρόφωνο», φόρος τιμής στο «Θέατρο στο Μικρόφωνο» του Αχιλλέα Μαμάκη, από τις εκπομπές με τις οποίες μεγάλωσα -παιδί της εποχής του ραδιοφώνου κι εγώ- και με μύησαν στο θέατρο. Έψαξα να βρω τη μουσική για το σήμα της εκπομπής -δεν μπορώ να θυμηθώ τελικά ποια μουσική διάλεξα, έχουν περάσει πολλά χρόνια και το αρχείο που έχω είναι χαντακωμένο μετά από κάποια μετακόμιση. Την εκπομπή τη χαρακτηρίσαμε «Ένα εβδομαδιαίο ραδιοφωνικό περιοδικό για τα βιβλία» ενώ ένας εκφωνητής θα εκφωνούσε πάνω στο σήμα, στην αρχή και στο τέλος, τα ονόματα των εκάστοτε δύο ηθοποιών και του ηχολήπτη. Θα μεταδιδόταν 18.00 με 18.30 -αργότερα έγινε 18.05 με 18.30, λόγω, νομίζω, κάποιου σύντομου δελτίου ειδήσεων που πρόσθεσαν στις 6-, κάθε Σάββατο, από το Πρώτο Πρόγραμμα.
Κάναμε τον πιλότο μετά βασάνων -ήθελα να χωρέσω πέντε βιβλία αλλά ήταν πολύ δύσκολο να στριμωχτούν, οι συνεντεύξεις που ήρθαν ήταν πολύ μεγάλες και στο μοντάρισμα που δεν το ήξερα έβγαλα την ψυχή του τεχνικού…-, τον άκουσαν ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, ο Βασίλης Ριζιώτης, διευθυντής τότε του Πρώτου Προγράμματος, η Ειρήνη Διαβατίδου, προϊσταμένη του Τμήματος Λόγου του Πρώτου Προγράμματος και, βέβαια, ο Βάιος Παγκουρέλης έμειναν ικανοποιημένοι, κάναμε κάποια τεχνικά φινιρίσματα ξαναμοντάροντας και ξεκινήσαμε. Ένα Σάββατο του Δεκεμβρίου του 1983 -δεν μπορώ να βρω την ακριβή ημερομηνία, νομίζω στις 17 ήταν- βγήκε ως πρώτη εκπομπή ο «καλαφατισμένος» πιλότος με την Γιούλα Ζουμπουλάκη, που δεν υπάρχει πια, και τον Γιάννη Ροζάκη να διαβάζουν και τεχνικό τον Θόδωρο Γεωργακόπουλο.
Σιγά-σιγά πήρα το κολάι. Μετά από μερικές εκπομπές ο Μίλτος Σαλβαρλής επέλεξε να σταματήσει, οπότε ανέλαβα και τις συνεντεύξεις -την πλήρη ευθύνη της εκπομπής δηλαδή. Τις συνεντεύξεις τις έκανα στα σπίτια ή στα γραφεία των συγγραφέων, στο γραφείο του «Διαβάζω» στην Ανδρέου Μεταξά, ακόμη και όταν -πολύ σύντομα- έφυγα από το «Διαβάζω» για να πάω ως δημοσιογράφος στα «Νέα» -όλα τότε μου ήρθαν απανωτά-, ή και στο σπίτι μου. Και σιγά-σιγά το ραδιόφωνο άρχισε να μου αρέσει πολύ. Μα πολύ. Έλεγαν πως η φωνή μου ήταν πολύ «ραδιοφωνική», εμένα οι τόνοι μου δεν μου άρεσαν, δεν τους έβρισκα αρκετά… αρρενωπούς και ένοιωθα να σφίγγομαι και να ακούγομαι αφύσικος -πάντα άβολα αισθανόμουν στην παρουσίαση. Εκείνο που με γοήτευε ήταν το μοντάρισμα και οι μουσικές γέφυρες, πώς τις περνούσαμε κάτω από τα κείμενα, εκείνα τα fade out…
H συνεργασία με τους ηθοποιούς, που άλλαζαν ανά τρεις εκπομπές αλλά, αν μου άρεσε πώς διάβαζαν, τους ξανακαλούσα μετά από κάποιο διάστημα, ήταν άλλο θέμα. Πέρασαν πάρα πολλοί ηθοποιοί από «Το Βιβλίο στο Μικρόφωνο». Ζητούσα να έρθουν ηθοποιοί που μου άρεσαν αλλά έμαθα πως οι καλοί ηθοποιοί στη σκηνή δεν είναι πάντα καλοί και στην ανάγνωση, όπως, μερικές φορές και το αντίστροφο... Διάβασαν από Μάγια Λυμπεροπούλου -αξιοθαύμαστη, ακόμα την «ακούω» να διαβάζει Χειμωνά- μέχρι Σμαράγδα Σμυρναίου και Σοφία Μυρμηγκίδου, από Γρηγόρη Βαλτινό και Δημήτρη Λιγνάδη μέχρι Κωνσταντίνο Κωνσταντόπουλο και Γιάννη Γεωργαντά. Στην αρχή κάποιους «ευνοούμενους» μου επέβαλλε η ΕΡΑ μέσω του αρμόδιου Τμήματος αλλά όταν δεν μου άρεσαν -έπαθα και μερικά φιάσκα…- άρχισα να θέτω βέτο και να μην τους δέχομαι πάλι. Στο τέλος με άφησαν ελεύθερο στις επιλογές μου.
Μερικές φορές απολάμβανα τις αναγνώσεις. Μερικές φορές απογοητευόμουν. Μερικές φορές μου έρχονταν και κάποιοι αδιάβαστοι… Θυμάμαι πως το μεγαλύτερο πρόβλημα το είχα με τον Γιώργο Αρμένη. Έκανα δύο εκπομπές αφιερωμένες στον Δημήτρη Χατζή, τον πολυαγαπημένο μου. Ηπειρώτης ο Χατζής -Γιαννιώτης-, είχα την ιδέα να διαβάσουν τα αποσπάσματα από τα βιβλία του δύο Ηπειρώτες ηθοποιοί -που επιπλέον τους εκτιμούσα: η Αμαλία Γκιζά και ο Γιώργος Αρμένης. Ο Αρμένης με προειδοποίησε: «Εγώ, δεν ξέρω να διαβάζω». Την αλήθεια έλεγε. Ήταν επώδυνη εκείνη η ηχογράφηση. Για εκείνον, για μένα, για τον ηχολήπτη... Κάθε φράση και σαρδάμ. Κάθε φράση και επανάληψη μία, δύο, τρεις φορές, κάθε φράση και κόλλημα… Και όμως! Το αποτέλεσμα με δικαίωσε. Δεν μπορώ πια να διαβάσω την «Τελευταία αρκούδα του Πίνδου» χωρίς να ακούω τη φωνή του Αρμένη.
Επίσης κάποιοι τεχνικοί, στην αρχή, είχαν «ύφος» για να ψαρώσουν τον πρωτάρη: καθυστερούσαν, έδειχναν ότι βαριούνται, δεν ήταν συνεργάσιμοι… Πολύ γρήγορα, όμως, με όλους σχεδόν έγινα φίλος. Θυμάμαι από τους παλαιότερους τον Σπύρο Πιπεράκη, τον Σήφη Σιγανό, τον Νίκο Χανιώτη, από τη νεότερη, τότε, γενιά την Όλγα Μπενέα, την Ελένη Μπαρώνου, τον Νίκο Μορτάκη, τον Δημήτρη Καλοστύπη, την Χριστίνα Σκάντζικα, τον Μάκη Γίγα, τον Θοδωρή Σφέτσα, τον Γιάννη Παπαδόπουλο -τον γλυκύτατο αδελφό του Λάκη με τα Ψηλά Ρεβέρ-, τον Μάκη Μπιρμπίλη -που πρόσφατα, με χαρά, ανακάλυψα πως είναι πατέρας του, εκ των κορυφαίων διευθυντών μας φωτισμών στο θέατρο, Σάκη Μπιρμπίλη…
Η εκπομπή στέριωσε. Κάθε Σάββατο ήταν παρούσα -εκτός από πολύ ελάχιστες φορές που υπήρχαν κάποια έκτακτα γεγονότα. Ηχογραφούσα κάθε Τρίτη απογευματάκι. Με κρύα και με καύσωνες, με βροχές και με χαλάζια έφευγα από την εφημερίδα και ανέβαινα σφαίρα με τη μηχανή στην Αγία Παρασκευή. Όταν το καλοκαίρι έπαιρνα άδεια από την εφημερίδα για να φύγω σε διακοπές, σκοτωνόμουν να ετοιμάσω στοκ. Αργότερα μου είπαν: «Είσαι υπερβολικός, μπορούμε να κάνουμε επαναλήψεις, όταν λείπεις». Κι έτσι γινότανε πια. Η μεγαλύτερη δικαίωση που ένοιωσα από την εκπομπή ήταν όταν, δύο φορές, φίλοι μού είπαν πως μπαίνοντας σε ταξί βρήκαν τον οδηγό να την ακούει -και όχι, όπως τους είπε, τυχαία. Δεν ξέρω αν ήταν το ίδιο ταξί…
Έχω πολλές καλές αναμνήσεις από «Το Βιβλίο στο Μικρόφωνο» και από ανθρώπους που γνώρισα χάρη σ’ αυτό αλλά υπάρχουν και δύο δυσάρεστες που τις έχω συγκρατήσει -πέρα από γκρίνιες, αγένειες, απρέπειες, μιζέριες συγγραφέων, μεταφραστών, εκδοτών κλπ που δεν έλειψαν.
Σε μία εκπομπή παρουσίασα το καινούργιο, τότε, βιβλίο του Βασίλη Αλεξάκη «Το κεφάλι της γάτας». Ζήτησα -όπως έκανα πάντα, καταρχάς, πριν διαλέξω εγώ, αν δεν είχε τη διάθεση ο συγγραφέας- από τον ίδιο να μου συστήσει κάποια αποσπάσματα για να διαβαστούν στην εκπομπή. Διάλεξε ένα ολίγον σουρεαλιστικό το οποίο αναφερόταν στο χέρι ενός ανθρώπου που γίνεται ανεξέλεγκτο και στο τέλος χουφτιάζει μία γυναίκα. Τολμηρούτσικο αλλά τίποτα το σοκαριστικό. Η τότε κριτικός τηλεόρασης, όμως, της -δεξιάς- «Απογευματινής» Χριστίνα Λυκιαρδοπούλου που άκουσε το Σάββατο την εκπομπή σοκαρίστηκε. Και έγραψε ένα σχόλιο για την… κατάντια της ΕΡΑ -ήταν το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία τότε…- που επιτρέπει να μεταδίδονται τέτοιες αισχρότητες στις έξι το απόγευμα και να τις ακούν παιδάκια την ώρα που οι γονείς τους -ήταν καλοκαίρι- τα γυρίζουν από το μπάνιο με τα αυτοκίνητά τους και με ανοιχτά ραδιόφωνα… Το αντιμετώπισα ως φαιδρότητα αλλά δεν περίμενα ότι τυχαία θα συναντούσα τον Ιάκωβο Καμπανέλλη, λίγες μέρες μετά, σε ένα στούντιο και έκπληκτος θα τον άκουγα οργισμένος να μου λέει: «Αχ, τι μου έκανες, τι μου έκανες!»…
Η δεύτερη δυσάρεστη έκπληξη ήταν όταν στις αρχές της ζωής της εκπομπής επρόκειτο να παρουσιάσω μία ανθολογία με θεσσαλονικιούς συγγραφείς και επέλεξα για ανάγνωση ένα απόσπασμα από το «Αγγέλιασμα» του Βασίλη Βασιλικού το οποίο περιλάμβανε η ανθολογία. Τον πήρα στο τηλέφωνο να ζητήσω την άδειά του και με ψιλοέβρισε γιατί «όλο για τα παλιά μου βιβλία μιλάτε και όχι για τα καινούργια»…
Εφτάμισι, σχεδόν, χρόνια άντεξε «Το Βιβλίο στο Μικρόφωνο» ενώ άλλες εκπομπές λόγου σταμάτησαν, διακόπηκαν… Τον Ιάκωβο Καμπανέλλη στη διεύθυνση της ΕΡΑ τον διαδέχτηκαν ο Στρατής Καρράς και, κατόπιν, ο Νίκος Παροίκος, τον Βασίλη Ριζιώτη στο Πρώτο Πρόγραμμα ο Δημήτρης Πολίτης, την Ειρήνη Διαβατίδου στο Τμήμα Λόγου η Ρηνιώ Μίσσιου… Προς το τέλος μού έκοψαν τους ηθοποιούς. Οι εκφωνητές -που οι περισσότεροι θέατρο είχαν σπουδάσει- είχαν ζητήσει να διαβάζουν οι ίδιοι και όχι ηθοποιοί τα κείμενα, είχαν αρχίσει και κάποιες περικοπές στα οικονομικά… Τα αποτελέσματα με τους εκφωνητές λίγες φορές ήταν επιτυχημένα, ορισμένοι διάβαζαν καλά, οι περισσότεροι ψυχρά, διεκπεραιωτικά, «επαγγελματικά». Ήταν ο ένας από τους λόγους που αποφάσισα να σταματήσω την εκπομπή. Οι άλλοι ήταν ότι είχε καθηλωθεί οικονομικά και ότι είχα κουραστεί -οι υποχρεώσεις στην εφημερίδα είχαν πια αυξηθεί. Η τελευταία μεταδόθηκε στις 30 Μαρτίου 1991 -ήταν η μέρα των γενεθλίων της μητέρας μου και της την αφιέρωσα, πάντα στήνονταν με τον πατέρα μου και την άκουγαν και μου την ηχογραφούσαν. Είχαν μεταδοθεί -πέρα από τις επαναλήψεις- 347 εκπομπές. Και είχαν περάσει από το ημίωρό του δεκάδες συγγραφείς, ποιητές, δοκιμιογράφοι, μεταφραστές... Και ηθοποιοί.
No comments:
Post a Comment