18ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης / Ημέρα (μου) τέταρτη
Τέταρτη και τελευταία μου μέρα στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ, τελευταία μέρα και του Φεστιβάλ.
Στον «Σιωπηλό μάρτυρα» (Ελλάδα, 2016, «Η Καταγραφή της Μνήμης») ο Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος καταπιάνεται με την παλιά φυλακή των Τρικάλων -της πατρίδας του. Με «έτος γεννήσεως» το 1896, στοίχειωσε το κέντρο των πόλης 110 χρόνια -μέχρι το 2006 που μεταφέρθηκε. Το κτίριο εγκαταλειμμένο, με συγκινητικά χνάρια των ανθρώπων που πέρασαν από εκεί - προσωπικού και κρατουμένων -και ήταν πολλοί, ποινικοί και πολιτικοί…- πήρε το δρόμο της «αξιοποίησης». Ο Δήμος αποφάσισε το 2011 να δημιουργήσει εκεί ένα Κέντρο Έρευνας/Μουσείο Βασίλη Τσιτσάνη, στη μνήμη του σπουδαίου Τρικαλινού τού ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού.
Πριν αρχίσουν οι εργασίες ο Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος θέλησε να καταγράψει την μακρά ιστορία της φυλακής αυτής μέσα από μαρτυρίες προσώπων που την έζησαν, κυρίως, «από μέσα»: ο «διάσημος» για τις αποδράσεις του αλλά και για το βιβλίο που εξέδωσε ποινικός Κώστας Σαμαράς, ένας πρώην φύλακας, ο τελευταίος διευθυντής της φυλακής -και σήμερα της νέας-, η άλλοτε διευθύντρια του Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας της φυλακής, δύο πολιτικοί κρατούμενοι που «φιλοξενήθηκαν» εκεί -ο Αλκιβιάδης Ζαμπακάς, αντάρτης, σύντροφος του Άρη Βελουχιώτη (πέθανε το περασμένο καλοκαίρι στα 89 του), που πέρασε στη φυλακή των Τρικάλων πολλά χρόνια της ζωής του, από τον Εμφύλιο και μετά (η πιο ισχυρή μαρτυρία από έναν αειθαλή, με κοφτερό μυαλό γέροντα) και ο Θανάσης Αθανασίου από την περίοδο της Χούντας- και η ντόπια συγγραφέας Μαρούλα Κλιάφα, που δεν έχει ζήσει από μέσα τη φυλακή αλλά ασχολείται με την τοπική ιστορία και ξέρει όσα λίγοι ξέρουν για το θέμα, τις καταθέτουν.
Το 2013, όταν τα γυρίσματα, που είχαν ξεκινήσει το 2011, τελείωσαν έρχεται η ανατροπή. Στη διάρκεια των εργασιών για την αποκατάσταση του κτιρίου οι αρχαιολόγοι ανακαλύπτουν πως η φυλακή είχε κτιστεί πάνω σε χαμάμ της οθωμανικής περιόδου: ανασκαφές, αλλάζουν τα σχέδια, το Μουσείο αποφασίζεται να δημιουργηθεί στον πρώτο όροφο και στο ισόγειο να αναδειχθεί το εύρημα του χαμάμ. Η ταινία δεν θα αφήσει αναξιοποίητο το γεγονός και συμπληρώνεται, με την Μαρούλα Κλιάφα να διαφωνεί επιμένοντας ότι θα έπρεπε να διατηρηθεί η εικόνα της φυλακής, άρρηκτα συνδεδεμένης με την κοινωνική ιστορία του τόπου.
Ενδιαφέρον το θέμα, η επιλογή των μαρτυριών είναι καίρια, το ντοκιμαντέρ σε κρατάει αλλά δεν ξεφεύγει από τη λογική του τηλεοπτικού προορισμού ενώ το θέμα της ανακάλυψης του χαμάμ δεν έχει ενταχτεί πλήρως, φαίνεται ότι είναι τσόντα που προστέθηκε εκ των υστέρων -πιστεύω πως το μοντάζ θα έπρεπε να αναθεωρηθεί.
Ήδη γνωστός για τις οικολογικές ανησυχίες του από το προηγούμενο ντοκιμαντέρ του «Ο όρμος», που τιμήθηκε μάλιστα με Όσκαρ, ο ελληνικής καταγωγής Αμερικανός Λούι Ψυχογιός επανέρχεται με το ντοκιμαντέρ «Ραγδαίος αφανισμός» (ΗΠΑ, 2015, «Περιβάλλον»). Διανύουμε την «Ανθρωπόκαινο» γεωλογική εποχή, που, κατά την ταινία, πρέπει πια να θεωρηθεί ως η έκτη μεγάλη περίοδος αφανισμού στην ιστορία της γης -η πέμπτη ήταν αυτή που οδήγησε στην εξαφάνιση των δεινοσαύρων. Ο άνθρωπος έχει πυροδοτήσει αλλαγές ολέθριες για τη χλωρίδα και την πανίδα: υπερθέρμανση του πλανήτη, υπερπληθυσμός, παγκοσμιοποίηση, λαθροθηρία, κτηνοτροφία, οι καταστρεπτικές εκπομπές υπερβολικών ποσοτήτων διοξειδίου του άνθρακα και μεθανίου…
Οι παθιασμένοι με το θέμα οικολόγοι ακτιβιστές της Oceanic Preservation Society, της μη κερδοσκοπικής οργάνωσης στην οποία ανήκει και ο σκηνοθέτης, οργανώνουν δράσεις που καταγράφονται στο ντοκιμαντέρ: εκθέτουν στις ΗΠΑ ένα εστιατόριο που σερβίρει παράνομα σούπες από πτερύγια καρχαρία -το εστιατόριο κλείνει-, επεμβαίνουν κινηματογραφώντας, με κρυμμένη κάμερα, στο Χονγκ Κονγκ αποθήκες τιγκαρισμένες από πτερύγια καρχαρία που χρησιμοποιούνται στην Κίνα για παραδοσιακά φάρμακα αλλά κινηματογραφούν και καρχαρίες που αγωνίζονται να επιζήσουν στη θάλασσα με κομμένα πτερύγια -εικόνες αποτρόπαιες…-, κινηματογραφούν παράνομη αλιεία σαλαχιών στην Ινδονησία…
Η ταινία, η οποία δίνει έμφαση στα θαλάσσια είδη που εκλείπουν, κλείνει με άλλη μία δράση που θέλει να γνωρίσει ευρύτερα στον κόσμο το τεράστιο πρόβλημα: εντυπωσιακές προβολές πάνω σε δημόσια κτίρια απειλούμενων ή εξαφανισμένων ειδών.
Συναρπαστικές υποβρύχιες λήψεις, πανέμορφα κήτη, πολύ σημαντική η οικολογική συμβολή της ταινίας, αλλά η ιλουστρασιόν αισθητική της, η χολιγουντιανή οπτική της -μία υπερπαραγωγή με υπερβολές και μεγάλη αυτοπεποίθηση-, η, χωρίς να τηρούνται οι ισορροπίες, κατανομή των ευθυνών -η βιομηχανία και οι βλαβερές συνέπειές της, πιο βλαβερές από το ψάρεμα των σαλαχιών από τους ψαράδες της Ινδονησίας, απουσιάζουν…- και η τάση της να τα πει όλα χωρίς να εστιάζει θεματικά αδυνατίζουν το αποτέλεσμα.
«Το παιχνίδι της προπαγάνδας» του Ισπανού Άλβαρο Λονγκορία (Ισπανία, 2015, «Όψεις του Κόσμου») ήταν ίσως το πιο ερεθιστικό από τα ντοκιμαντέρ που είδα στο Φεστιβάλ.
Μία πόλη υπέροχη, αψεγάδιαστη: πεντακάθαρη, «γλειμμένη», με ατμόσφαιρα διαυγέστατη, μία αχανής πλατεία χωρίς το παραμικρό σκουπιδάκι, κοτεράκια πλέουν ανέμελα στο ποτάμι με τα καθαρά νερά, αγάλματα στους δρόμους, τα παιδιά με τα ποδηλατάκια τους, παίζουν, γελάνε, πατινάρουν, ασκούνται, οι ενήλικες, καλοντυμένοι, χορεύουν σε κιόσκια, ένα ευτυχισμένο, νιόπαντρο ζευγάρι -εκείνος στρατιωτικός, η νύφη με υπέροχη εθνική στολή-, χοροί, τραγούδια… -ένα περιβάλλον ειδυλλιακό. Λες, να, τώρα θα βγει και η Τζούλι Άντριους να τραγουδήσει την «Μελωδία της ευτυχίας». Όχι, δεν είναι η Ντίσνεϊλαντ. Είναι η Πιονγκγιάνγκ -η πρωτεύουσα της Βόρειας Kορέας. Το καταλαβαίνουμε από τα πορτρέτα και τα γιγάντια αγάλματα του Κιμ Ιλ-σονγκ και του Κιμ Τζονγκ-ιλ, παππού και πατέρα, αντίστοιχα, και προκατόχων στην εξουσία του σημερινού Ανώτατου Ηγέτη Κιμ Τζονγκ-ουν -η οικογένεια Κιμ έχει αναλάβει να κυβερνάει την Βόρεια Κορέα επί μονίμου βάσεως από το 1948, όταν ανακηρύχθηκε σε κράτος, και έχει εξελιχθεί, πια, σε δυναστεία-, που κατακλύζουν την πόλη.
Ο Λονγκορία κατάφερε να εισδύσει -με επίσημη κυβερνητική ευλογία- στο απομονωμένο κράτος και μάλιστα με κάμερα. Για να γυρίσει αυτό το ντοκιμαντέρ. Καθόλου εύκολη δουλειά. Προφανώς εισήλθε ως συμπαθών. Προφανώς ρόλο βασικό έπαιξε ένας συμπατριώτης του εγκατεστημένος στην Βόρεια Κορέα, ο Αλεχάνδρο Κάο δε Μπενός. Στον Κάο, τον μόνο Δυτικό που έχει αποσπάσει την εμπιστοσύνη του κορεατικού καθεστώτος, έχει ασπαστεί τη φιλοσοφία και την πολιτική γραμμή του και δουλεύει γι αυτό ως πρόεδρος του Συνδέσμου Κορεατικής Φιλίας, ενός, κάπως ακαθόριστου, υποτίθεται επίσημου, πρακτορείου που δραστηριοποιείται στο χώρο του τουρισμού και των μορφωτικών σχέσεων αλλά το κύριο αντικείμενό του είναι η προπαγάνδα υπέρ της Βόρειας Κορέας, έναν τύπο εξαμβλωματικά δουλικό, γλοιώδη, αηδιαστικό, μειωμένης ευφυΐας, που τα βρίσκει όλα τέλεια στην Βόρεια Κορέα και, με πλάκα τα παράσημα, παπαγαλίζει τα λόγια που του έχουν υπαγορεύσει -ένας παπαγάλος του Κιμ-, ανατίθεται να συνοδεύσει το σκηνοθέτη. Στον οποίο δίνεται η άδεια να κινηματογραφήσει ό,τι θέλει αλλά μόνο σε χώρους που του υποδεικνύονται και μόνο συνοδευόμενος…
Για χάρη του στήνονται, προφανώς, «χωριά Πατιόμκιν» -τα χωριά- μαϊμούδες που έστηνε ο στρατάρχης Πατιόμκιν όταν περιόδευε η Μεγάλη Αικατερίνη για να έχει η τσαρίνα την αίσθηση ότι όλα λειτουργούν στην εντέλεια στη ρωσική αυτοκρατορία… Ο Λονγκορία συναντάει μόνον ευτυχισμένους Βορειοκορεάτες, συζητάει με απόλυτα ικανοποιημένους πολίτες, μιλάει με μία ξεναγό που, μόλις τη ρωτάει για τον προηγούμενο Ανώτατο Ηγέτη Κιμ Τζόνγκ-ιλ, πατέρα του νυν, που, όταν πέθανε, στην κηδεία του, εκατομμύρια πολίτες σπάραζαν από το κλάμα, σε βαθμό που όλοι να πιστέψουμε ότι επρόκειτο για κλάμα διατεταγμένο, συγκινείται σαν από κεκτημένη ταχύτητα, επισκέπτεται ένα -υπερσύγχρονο, τέλειο- διαμέρισμα όπου, όμως, η χαρωπή νοικοκυρά δεν του ανοίγει το ψυγείο όπως της ζητάει και ταξιδεύει μέχρι τον 38ο Παράλληλο όπου και τα υπερστρατικοποιημένα σύνορα με την Νότια Κορέα. Για χάρη του μέχρι και λειτουργία-μαϊμού στην καθολική εκκλησία της Πιονγκγιάνγκ οργανώνει, ως προκύπτει εκ των συμφραζομένων, ο Αλεχάνδρο για να υποστηρίξει ότι οι θρησκείες στην Βόρεια Κορέα δεν διώκονται…
Ο Λονγκορία, επίσημος προσκεκλημένος, δεν γίνεται αδιάκριτος, μόνο κάποιους υπαινιγμούς κάνει αλλά, για να κρατήσει τις ισορροπίες στην ταινία του, έχει καλέσει ειδικούς επί των θεμάτων της Βόρειας Κορέας από Ανατολή και Δύση, εκπρόσωπο της Διεθνούς Αμνηστίας και έναν αντιφρονούντα που έχει αυτομολήσει, οι οποίοι υποστηρίζουν πως πρόκειται για δικτατορικό καθεστώς που παραβιάζει κατάφωρα τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Πάντως και η προπαγάνδα κατά της Βόρειας Κορέας καλά κρατεί και ανταγωνίζεται τη βορειοκορεατική με κάθε τρόπο, διαδίδοντας φήμες, όπως, για παράδειγμα, ότι η εκτέλεση του θείου του Κιμ, ο οποίος καταδικάστηκε σε θάνατο, έγινε με σκυλιά που τα έριξαν εναντίον του και τον κατασπάραξαν… Άλλωστε και η κοπελίτσα πρόσφυγας από την Βόρεια Κορέα που βλέπουμε να κλαίει στην τηλεόραση, στο φινάλε, δεν είναι πιο πειστική από τους «ευτυχείς» της Πιονγκγιάνγκ…
Η αλήθεια, ίσως, μετά από πολλά χρόνια γίνει γνωστή, ίσως και να μη γίνει ποτέ... Πάντως ο Λονγκορία καταθέτει ένα πολύ ενδιαφέρον ντοκιμαντέρ με κρυμμένα μηνύματα.
Τελευταία ταινία, το ντοκιμαντέρ της Έιμι Τζ. Μπεργκ «Τζάνις: Το κορίτσι τραγουδάει τα μπλουζ» (ΗΠΑ, 2015, «Μουσική»): η ζωή, η σύντομη καριέρα, το άδοξο τέλος και η μεταθανάτια δόξα της Τζάνις Τζόπλιν.
Ξεκίνησε την καριέρα της πληγωμένη από δύσκολα παιδικά χρόνια και προβληματική σχολική ζωή -δεν βοηθούσαν ούτε ο χαρακτήρας ούτε η εμφάνισή της-, ερασιτεχνικά, το 1962. Λάτρις των μπλουζ, τo 1966 προσχώρησε στο ψυχεδελικό συγκρότημα Big Brother and the Holding Company και δέθηκε μαζί τους. «Μαύρη» -αν και στη λευκή φυλή ανήκε η Τζόπλιν- φωνή, σπουδαία, το 1967, στο Ποπ Φεστιβάλ του Μόντερέι, ως τραγουδίστριά τους, εκτινάσσεται στο στερέωμα των σταρ αλλάζοντας ολοσχερώς στιλ -τρελά ρούχα, συμπεριφορές εξεζητημένες, καπρίτσια… Εγκαταλείπει το συγκρότημα το 1969 για σόλο καριέρα. Το Γούντστοκ θα είναι άλλος ένας ένδοξος σταθμός στην καριέρα της που, όλο κι όλο, μετρώντας από την αρχή, δεν κράτησε πάνω από οκτώ χρόνια. Ανασφαλής, με έντονη την επιθυμία για αποδοχή να τη βασανίζει μόνιμα, με προβλήματα στην προσωπική ζωή της, βουλιάζει στα ναρκωτικά και το αλκοόλ. Θα καεί: το 1970 τη βρίσκουν νεκρή, από υπερβολική δόση ηρωίνης, συνδυασμένης με αλκοόλ, στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου του Χόλιγουντ. Ήταν 27 χρόνων. Έτσι, το ανασφαλές κοριτσάκι που δεν έπαυε να γράφει γράμματα στη μαμά του επιζητώντας -αυτή, η σταρ!- την αναγνώριση και από τους δικούς της, γιατί δεν την είχε…- θα γίνει θρύλος σημαδεύοντας τη ροκ μουσική.
Η σκηνοθέτρια ακολουθεί την πορεία της Τζάνις Τζόπλιν από το γενέθλιο Πορτ Άρθουρ του Τέξας μέσα από μαρτυρίες των αδελφών της, συμμαθητών, φίλων, συντρόφων της, μουσικών που συνεργάστηκαν μαζί της αλλά και μέσα από συνεντεύξεις της ίδιας, ερασιτεχνικά βίντεο, κινηματογραφημένες εμφανίσεις της και μέσα από πολλές εκτελέσεις τραγουδιών της -ένα πλούσιο, σπάνιο αρχειακό υλικό. Και φωτίζει την πορεία αυτή. Με πιο συγκινητική στιγμή το βίντεο από τη συμμετοχή της στη σύναξη των συμμαθητών της, εκείνο το τραγικό 1970, για την επέτειο των δέκα χρόνων από την αποφοίτησή τους. Η αμηχανία της παρδαλά ντυμένης σταρ ανάμεσα στους ανθρώπους αυτούς που κάποτε την περιφρονούσαν και την κορόιδευαν δεν περιγράφεται…
Η Έιμι Μπεργκ έχει κάνει ένα ντοκιμαντέρ που μπορεί να μην το χαρακτηρίζεις αριστούργημα αλλά σου προκαλεί και σου κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον.
Το 18ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης πέθανε, ζήτω το 19ο Φεστιβάλ! Η σούμα μου, δεκατρείς προβολές, δεκάξι ταινίες. Και του χρόνου!
Αίθουσες «Παύλος Ζάννας», «Ολύμπιον, «Τώνια Μαρκετάκη», 18ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, 20 Μαρτίου 2016.
No comments:
Post a Comment