18ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης / Ημέρα (μου) δεύτερη
Την πρώτη προβολή της δεύτερης μου μέρας στο 18ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης μοιράζονται δύο ανόμοιες ταινίες που τις έχουν, όμως, κατατάξει, και τις δύο, στην Ενότητα «Τέχνες».
«Τα μάτια της Πόλης» στην ομότιτλη ταινία της Μπινούρ Καράεβλι και του Φατίχ Καϊμάκ (Τουρκία, 2015) είναι, βέβαια, ο -γνωστός μας και στην Ελλάδα-, αρμενικής καταγωγής, τούρκος φωτογράφος -φωτορεπόρτερ είναι το σωστότερο- Αρά Γκιουλέρ. Ασεβής, ξύπνιος, με σκέψη ακονισμένη αλλά και με χιούμορ -ένας Αρμένης με τα όλα του-, ο Αρά Γκιουλέρ, θαλερός, παρά τα 87 του (πέρυσι, όταν γυρίστηκε η ταινία) χρόνια, αποτύπωσε, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ανθρώπους και γεγονότα και πάνω απ’ όλα την πόλη του, την Ιστάνμπουλ, την Πόλη, με τρόπο που ελάχιστοι το πέτυχαν, για να αναδειχθεί σε έναν από τους ελάχιστους Τούρκους της φωτογραφίας που αναγνωρίστηκαν διεθνώς. Φίλος με πολλούς διάσημους φωτογράφους, όπως ο Ανρί Καρτιέ-Μπρεσόν, μέλος της φωτογραφικής κοοπερατίβας «Μάγκνουμ», στο ντοκιμαντέρ-πορτρέτο που γύρισαν οι δύο συν-σκηνοθέτες, ο Αρά Γκιουλέρ, ενώ ετοιμάζει μία μεγάλη αναδρομική έκθεσή του, μιλάει για τη δουλειά του και προσπαθεί να συνταιριάξει τις ιστορίες που κρύβονται πίσω από χαρακτηριστικές φωτογραφίες της καριέρας του. Το πορτρέτο εμπλουτίζουν μαρτυρίες ενός βοηθού και συναδέλφων του -ανάμεσά τους και ο δικός μας Νίκος Οικονομόπουλος, επίσης μέλος του «Μάγκνουμ».
Χωρίς ιδιαίτερα καλλιτεχνικά αποτελέσματα, η ταινία κερδίζει μέσα από την προσωπικότητα του Γκιουλέρ και από τις θαυμαστές φωτογραφίες του της πανέμορφης Ιστάνμπουλ/Πόλης, που περνούν από την οθόνη, και, τελικά, γοητεύει.
Στο «Ένας ζωντανός χώρος-Μια εποχή στο Watermill Center του Ρόμπερτ Ουίλσον» -ατυχής και πάλι η μετάφραση του τίτλου…- του Τσέχου Γιάκουμπ Γιαν (ΗΠΑ-Τσεχία, 2016) μας αποκαλύπτεται ένας φυσικός παράδεισος: εκεί, στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης, όπου βρίσκονται οι εγκαταστάσεις του «Watermill Center» το οποίο έχει δημιουργήσει ο Μπομπ Γουίλσον. Ένα δημιουργικό καλλιτεχνικό κέντρο στο οποίο ο διεθνής αμερικανός σκηνοθέτης καλεί κάθε καλοκαίρι νέους, κυρίως, καλλιτέχνες από όλο τον κόσμο για να δουλέψουν επί ένα δίμηνο, περίπου, πάνω στα καλλιτεχνικά τους σχέδια με σπουδαίους δασκάλους -ανάμεσά τους η σπουδαία Κυρία του Χορού Λουσίντα Τσάιλντς- υπό την επίβλεψή του.
Γυρισμένο κατά τη διάρκεια του θερινού προγράμματος του 2014, το ντοκιμαντέρ του Γιαν επιφυλάσσει ευχάριστες εκπλήξεις για το ελληνικό κοινό: παρόντες στην οθόνη -με τους συνεργάτες του- ο Δημήτρης Παπαϊωάννου και η χορογράφος Καλλιόπη Σίμου, που μιλάνε, μάλιστα, στο φακό για τον Μπομπ Γουίλσον, αλλά και η ηθοποιός Μαρία Ναυπλιώτου -εκθαμβωτική- που δούλευε πάνω σε ένα σχέδιο του ίδιου του σκηνοθέτη.
Γυρισμένο κατά τη διάρκεια του θερινού προγράμματος του 2014, το ντοκιμαντέρ του Γιαν επιφυλάσσει ευχάριστες εκπλήξεις για το ελληνικό κοινό: παρόντες στην οθόνη -με τους συνεργάτες του- ο Δημήτρης Παπαϊωάννου και η χορογράφος Καλλιόπη Σίμου, που μιλάνε, μάλιστα, στο φακό για τον Μπομπ Γουίλσον, αλλά και η ηθοποιός Μαρία Ναυπλιώτου -εκθαμβωτική- που δούλευε πάνω σε ένα σχέδιο του ίδιου του σκηνοθέτη.
Η ταινία δίνει καθαρά το στίγμα της δουλειάς που γίνεται -εκεί και το ενδιαφέρον της- χωρίς, όμως, ιδιαίτερες καλλιτεχνικές αναζητήσεις, αφήνοντας την αίσθηση ενός, ωριαίας διάρκειας, διαφημιστικού τρέιλερ για το «Watermill Center».
Στην απογευματινή προβολή μας περιμένει ένα αριστούργημα -η κορυφαία από τις ταινίες που είδα στο φεστιβάλ: «Είμαι το Μπέλφαστ» (Ενωμένο Βασίλειο, 2015) του -συμπαθέστατου, ήταν παρών και μίλησε- Βορειοϊρλανδού Μαρκ Κάζινς, του δεύτερου από τους σκηνοθέτες τους οποίους τίμησε φέτος το Φεστιβάλ (Ενότητα «Αφιέρωμα στον Μάικλ Κάζινς»). Περίμενα ένα ντοκιμαντέρ, πιθανόν, ενδιαφέρον και με ωραίες εικόνες του Μπελφάστ, πρωτεύουσας της προσαρτημένης στο Ενωμένο Βασίλειο Βόρειας Ιρλανδίας. Είδα ένα οπτικό ποίημα διάρκειας 77΄, παλλόμενο από λυρισμό.
Ο Κάζινς είχε τη μεγαλοφυή ιδέα, συμβολικά, να κάνει πρωταγωνίστριά του μία ηλικιωμένη κυρία, την ηθοποιό Ελίνα Μπερίν, μία υπέροχη, γλυκύτατη αλλά συνάμα και αυστηρή γυναίκα, με αντιπροσωπευτική ιρλανδέζικη φάτσα -λευκό/κοκκινωπό δέρμα, μαλλιά ξανθά, σχεδόν λευκά, γαλάζια μάτια: η κυρία αυτή είναι το Μπελφάστ. Και κουβαλάει στην πλάτη της 10.000 χρόνια -όσα και το Μπελφάστ. Η κυρία -με μία off αφήγηση που συναρμολογείται με «πάσες» του σκηνοθέτη στον οποίο οφείλεται και το έξοχο, ποιητικότατο, καθόλου γλυκανάλατο και μελό, κείμενο και ο οποίος επέστρεψε, για να κάνει την ταινία, στην πόλη του, 30 χρόνια αφότου την άφησε, άρα η ματιά του είναι συγκινημένη αλλά και αποστασιοποιημένη και ξεκάθαρη πια, ώστε να μπορεί να λύσει τους λογαριασμούς μαζί της- περιπλανάται αργά στην πόλη. Και θυμάται το φωτεινό παρελθόν της -τις μνήμες της έρχονται να ενισχύσουν κινηματογραφημένες σκηνές από τη ζωή στο Μπελφάστ στις αρχές του αιώνα-, διασχίζοντας τοπία μαγευτικά, όπως οι λόφοι του αλατιού, μέχρι που φτάνει στο τέλος της δεκαετίας του ’60 και στις ζοφερές Ταραχές, όπως τις ονόμασαν. Στον εμφύλιο, δηλαδή, ουσιαστικά, μεταξύ των εθνικιστών ρεπουμπλικάνων Καθολικών -και του IRA- που ζητούσαν την απόσχιση από το Ενωμένο Βασίλειο και την ένωση με την ανεξάρτητη Δημοκρατία της Ιρλανδίας -την Έιρζε- και των ενωτικών Προτεσταντών που ήθελαν να παραμείνει η κατάσταση ως έχει, εμφύλιος που κράτησε σχεδόν 30 χρόνια. Και που μακέλεψε και σημάδεψε το Μπελφάστ και όλη την Βόρεια Ιρλανδία αφήνοντας πίσω του σχεδόν 3500 νεκρούς. Φόνοι, εκτελέσεις, απαγωγές, βομβιστικές επιθέσεις, το μπαρ όπου έσκασε μία βόμβα σκοτώνοντας δεκαπέντε άτομα… σκιάζουν τα γαλανά μάτια της κυρίας Μπελφάστ -και εδώ δεν λείπουν κινηματογραφημένα στιγμιότυπα της εποχής. Όταν έρθει η ειρήνη -μία ειρήνη επισφαλής-, για να διατηρηθεί, θα έχει χρειαστεί(;) να υψωθεί ένας τοίχος α λα Βερολίνο που να χωρίζει τις καθολικές συνοικίες από τις προτεσταντικές…
Η ταινία θα κλείσει με το, επίσης συμβολικό, ξόδι του Φανατικού -του Μίσους-, το οποίο οι Ιρλανδοί -κάθε καρυδιάς καρύδι- θα συνοδέψουν, με το αναπαραγμένο -ή επινοημένο;- γεγονός, όπου οι επιβάτες ενός λεωφορείου, χωρίς αντίρρηση, δέχονται το λεωφορείο τους να επιστρέψει σε μία προηγούμενη στάση για να πάρει μία επιβάτισσα τις τσάντες της με τα ψώνια που ξέχασε εκεί, και τα βουρκωμένα μάτια της Κυρίας Μπελφάστ: ένα κήρυγμα αγάπης και συμφιλίωσης άκρως συγκινητικό με τον τρόπο που ο Κάζινς το αφηγείται.
Μία ολοκληρωμένη, σε συνδυασμό με τη μουσική του Ντέιβιντ Χολμς, ποιητική ταινία, συναρπαστική, που καθόλου δεν της λείπει και το χιούμορ -η σκηνή με την Ρόζι και την Μοντ, δύο πολυλογούδες, τρελούτσικες Ιρλανδέζες σε ένα μπαρ, απολαυστική.
Για το «Η γη των φαντασμάτων» (Γερμανία, 2016, Ενότητα «Όψεις του Κόσμου») ο Ζίμον Στάντλερ και η Κατένια Λέρμερ -οι συν-σκηνοθέτες- ταξίδεψαν στην Ναμίμπια -κάποτε Νοτιοδυτική Αφρική- και έζησαν με Βουσμάνους της φυλής Τζου/Χοανσί. Σχεδόν γυμνοί, με ρίζες σε έναν από τους αρχαιότερους πολιτισμούς του πλανήτη, οι Τζου/Χοανσί «εκπολιτίζονται» με το ζόρι: τους απαγορεύτηκε το κυνήγι.
Οι δύο σκηνοθέτες, με την ενίσχυση κάποιας Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης και με ένα πουλμανάκι, θα τους ταξιδέψουν στην πατρίδα τους, την Ναμίμπια, που δεν την ξέρουν -σε εξοχές, σε πόλεις και σε σούπερ μάρκετ- προσπαθώντας να τους εξοικειώσουν με τον σύγχρονο πολιτισμό. Και ύστερα θα τολμήσουν, μερικούς από αυτούς -που έχουν ντυθεί πια…-, να τους ταξιδέψουν με αεροπλάνο στη δική τους χώρα, την Γερμανία. Οι «άγριοι» -που δεν είναι καθόλου άγριοι…- θα γυρίσουν με σύγχρονα αγαθά στις αποσκευές τους, δώρα γι αυτούς που είχαν μείνει πίσω. Η αλλοτρίωσή τους έχει αρχίσει. Κάποιοι, ανάμεσά τους, πάντως, θα έχουν καταλάβει τι σημαίνει σύγχρονος πολιτισμός…
Η ταινία έχει ενδιαφέρον, έχει χιούμορ, οι Βουσμάνοι είναι συμπαθέστατοι και πολύ ήμεροι αλλά η σκηνοθετική ματιά με ενόχλησε πολύ: δεν ξέρω ποια ήταν η πρόθεση των δύο σκηνοθετών αλλά η αίσθηση που μου άφησαν ήταν πως μας έδειξαν κάτι σαν μαϊμούδες σε ζωολογικό κήπο, για να γελάσουμε με τα καμώματά τους -πώς ανοίγουν το κουτάκι με το αναψυκτικό, πώς αντιμετωπίζουν το αεροπλάνο, πώς βάζουν τα ακουστικά στα αυτιά τους, πώς βλέπουν τρισδιάστατη ταινία, πώς χρησιμοποιούν τη φωτογραφική μηχανή…
Με τον όρο «λευκή οργή» χαρακτηρίζεται στην ψυχολογία η οργή που δεν ξεσπάει σε αντίθεση με τη «μαύρη οργή». «Λευκή οργή» είναι και ο τίτλος της ταινίας του Άρτο Χάλονεν (Φινλανδία, 2016, Ενότητα «Μικρές Αφηγήσεις»). Θέμα του, το μπούλινγκ -ο σχολικός εκφοβισμός. Ο Χάλονεν επικεντρώνει το θέμα του σε ένα πρόσωπο: τον Λάουρι. Έχασε, παιδί ακόμα, τον πατέρα του και, ως παιδί, εκ των πραγμάτων, μονογονεϊκής οικογένειας, έγινε αμέσως ευάλωτος στις διαθέσεις των συμμαθητών του, ήδη από το Δημοτικό: απειλές, σπρωξίματα, ειρωνείες, κοροϊδίες, περιφρόνηση… Το παιδί να μην αντιδρά. Η παρέμβαση της μητέρας του χειροτέρεψε τα πράγματα: το σχολείο εθίγη και έριξε το φταίξιμο στο θύμα -ότι προκαλεί. Το μπούλινγκ συνεχίστηκε και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, συνεχίστηκε και στο πανεπιστήμιο. Με άλλη μορφή -φήμες, συκοφαντίες…
Ο Λάουρι, που μέχρι την εφηβεία του, άπρακτος, υπέμενε τα δεινά, στα 16 του αρχίζει να αντιδρά μέσα από φαντασιώσεις: δέρνει αυτούς που τον κακομεταχειρίζονται, τους πυροβολεί, ορμάει στην τάξη του και τους εξολοθρεύει μαζικά, γίνεται ο δράστης ενός μακελειού…
Δεν θα υποκύψει στις φαντασιώσεις αυτές -να τις υλοποιήσει. Θα πέσει με τα μούτρα στη μελέτη, θα κάνει αθλητισμό που ανακαλύπτει ότι, εσωτερικά, τον απελευθερώνει, θα καταφύγει σε ψυχολόγους, ξανά και ξανά, και θα μάθει να διαχειρίζεται την οργή που βράζει μέσα του. Και που ποτέ δεν θα γίνει «μαύρη».
Δεν θα υποκύψει στις φαντασιώσεις αυτές -να τις υλοποιήσει. Θα πέσει με τα μούτρα στη μελέτη, θα κάνει αθλητισμό που ανακαλύπτει ότι, εσωτερικά, τον απελευθερώνει, θα καταφύγει σε ψυχολόγους, ξανά και ξανά, και θα μάθει να διαχειρίζεται την οργή που βράζει μέσα του. Και που ποτέ δεν θα γίνει «μαύρη».
Πανεπιστημιακός ερευνητής πια, σήμερα, και επιστήμονας με αντικείμενο ακριβώς την ανθρώπινη επιθετικότητα και τη βία θα γίνει ο άξονας του ντοκιμαντέρ του Χάλονεν. Ο οποίος αναπαριστά, μεν, το παρελθόν αλλά εξαιρετικά, με ηθοποιούς στο ρόλο του Λάουρι σε διάφορες ηλικίες, τους οποίους ο σκηνοθέτης δείχνει, απολύτως διακριτικά, πάντα μόνο πλάτη, σε ψυχαναλυτικών συμβολισμών χώρους -μακριούς διαδρόμους, υπόγειες στοές…-, και με τη φωνή του ίδιου του Λάουρι, που εξασφαλίζεται η ανωνυμία του, σε off αφήγηση, διατηρώντας, έτσι, την αυθεντικότητα της μαρτυρίας.
Μία πολύ ενδιαφέρουσα ταινία που κλείνει τη δεύτερη μέρα μου στο Φεστιβάλ.
Αίθουσες «Τώνια Μαρκετάκη», «Ολύμπιον», «Τζων Κασσαβέτης», 18ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, 18 Μαρτίου 2016.
No comments:
Post a Comment