Το έργο. Ο Πάρις, γιος του Πρίαμου, βασιλιά της Τροίας, έκλεψε την (Ωραία) Ελένη, τη γυναίκα του βασιλιά της Σπάρτης Μενέλαου. Ο Μενέλαος ξεσήκωσε όλους τους Έλληνες να εκστρατεύσουν κατά της Τροίας για να εκδικηθούν και για να την πάρουν πίσω. Αρχιστράτηγος, ο αδελφός του Αγαμέμνων, βασιλιάς των Μυκηνών. Ο οποίος, όμως, σκότωσε ένα ιερό ελάφι της θεάς Αρτέμιδος. Εκείνη εξοργίστηκε μαζί του και προκάλεσε πλήρη άπνοια, ώστε ο μαζεμένος στην Αυλίδα ελληνικός στόλος να μην μπορεί να αποπλεύσει. Ο μάντης Κάλχας, στον οποίο κατέφυγαν, τους έχει απαντήσει πως η θεά θα κατευναστεί, θα επιτρέψει στους ευνοϊκούς ανέμους να πνεύσουν και θα τους βοηθήσει να καταλάβουν την Τροία μόνον εάν ο Αγαμέμνων τής θυσιάσει την
κόρη του Ιφιγένεια. Ο Αγαμέμνων, παρά τις αρχικές αντιρρήσεις του, πείθεται από τα παρακάλια του Μενέλαου και στέλνει μήνυμα στις Μυκήνες, στη γυναίκα του Κλυταιμήστρα, αδελφή της Ελένης, να του πέμψει την Ιφιγένεια, δήθεν για να την παντρέψει με τον Αχιλλέα που αρνείται, λέει, να φύγει μαζί τους για την Τροία αν δεν γίνει πρώτα ο γάμος αυτός. Στο μεταξύ, βέβαια, μετανιώνει και της στέλνει με τον Πρεσβύτη δεύτερο μήνυμα που αναιρεί το πρώτο. Αλλά είναι αργά -ο Μενέλαος τσακώνει τον ταχυδρόμο. Έτσι η Ιφιγένεια, συνοδευόμενη από τη μητέρα της και τον μικρό αδελφό της Ορέστη, φτάνει στην Αυλίδα.
Ο Μενέλαος πισωγυρίζει και λέει στον αδελφό του να αφήσει το κορίτσι να ζήσει και ότι θα του συμπαρασταθεί αλλά ο Αγαμέμνων φοβάται τον Οδυσσέα που ξέρει τον χρησμό του Κάλχα και τον έχει στο χέρι καθώς μπορεί να ξεσηκώσει το στρατό, ο οποίος αδημονεί, εναντίον του. Ο Αχιλλέας, τυχαία, μαθαίνει από την Κλυταιμήστρα για τον υποτιθέμενο γάμο του που παντελώς αγνοούσε. Η αλήθεια αποκαλύπτεται. Ο Αχιλλέας υπόσχεται να υπερασπιστεί την Κλυταιμήστρα και την Ιφιγένεια αλλά, όταν ο στρατός ξεσηκώνεται, όντως από τον Οδυσσέα, δείχνει να φοβάται και να διστάζει. Η Ιφιγένεια, τότε, που έως εκείνη τη στιγμή ικέτευε τον πατέρα της να τη λυπηθεί, μεταστρέφεται και αποφασίζει να θυσιαστεί οικειοθελώς «υπέρ πατρίδος». Μόνο που, την ώρα της θυσίας, όπως ο Άγγελος Β΄ τους περιγράφει, η θεά, όταν το χέρι του ιερέα με το μαχαίρι έπεφτε στο λαιμό του κοριτσιού, άρπαξε μαζί της την Ιφιγένεια και στη θέση της άφησε να σφαγιαστεί μία ελαφίνα, σαν αυτή που ο Αγαμέμνων είχε σκοτώσει.
Ο Ευριπίδης, αιρετικός, πάντα, και ανατρεπτικός και ειρωνικός, στην «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» (υπολογίζεται ότι γράφτηκε μεταξύ 408 και 406 π.Χ., χρονιά του θανάτου του στην Μακεδονία όπου ζούσε πια έχοντας φύγει από την Αθήνα, στην Αθήνα πρωτοπαρουσιάστηκε, όμως, από τον γιο -ή ανιψιό του- Ευριπίδη [τον νεότερο], ίσως με κάποιες επεμβάσεις του, ανάμεσα στο 405 και το 403 π.Χ.), αντλώντας από τους μύθους, απομυθοποιεί -έως και ευτελίζει με την αναποφασιστικότητα, τις παλινωδίες, τις γελοιότητες, την υποκρισία, τα ψέματα με τα οποία τους φορτώνει…- τους ήρωες -Αγαμέμνονα, Μενέλαο, Αχιλλέα, Οδυσσέα…- θέτοντας αντιστικτικά πλάι τους την αγνότητα και την αθωότητα μιας Ιφιγένειας. Και δημιουργεί ένα ρωμαλέο αλλά και ποιητικό έργο, ένα έργο συγκινητικό, ανοιχτό πια να δεχτεί ποικίλες σκηνοθετικές αναγνώσεις, που, αν και στις τραγωδίες κατατάσσεται, πόρρω απέχει από τον αριστοτελικό ορισμό του είδους, χαρακτηριζόμενη πια, μαζί με άλλες ομόλογες του Ευριπίδη, ως τραγωδία ειρωνική.
Η παράσταση. Ο Αιμίλιος Χειλάκης και ο Μανώλης Δούνιας, που συνυπογράφουν τη σκηνοθεσία, για πρώτη φορά καταπιάστηκαν με το αρχαίο δράμα -ο Αιμίλιος Χειλάκης, βέβαια, ως ηθοποιός, καθόλου άπειρος στο είδος δεν είναι. Η επιλογή τους, μία σύγχρονη «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» με σεβασμό προς τον Ευριπίδη: τρεις υποκριτές για όλους τους ρόλους -κατά το αρχαίο πρότυπο αλλά, ίσως, λύση οικονομικής ανάγκης που λειτουργεί, πάντως, εξαιρετικά-, τοποθετημένοι στα βάθρα ενός μουσείου, ακίνητοι ως αγάλματα ενός αρχαίου παρελθόντος
και ο Χορός -οι γυναίκες της Χαλκίδας που ήρθαν για να δουν από κοντά και να θαυμάσουν αυτούς τους ήρωες, αυτούς τους «ημίθεους» του στρατού των Αχαιών, για τους οποίους τόσα έχουν ακούσει- ως κορίτσια που περιηγούνται το μουσείο αυτό και «ανακαλύπτουν» από κοντά το «ήθος» των «ηρώων» τους και μας αφηγούνται, σχολιάζοντας, τα τεκταινόμενα, παράλληλα με τα λυρικά μέρη των στασίμων. Ιδέα που αποδεικνύεται, τουλάχιστον, ευφυής: η ψίχα του έργου, όπως το αντιμετωπίζει η σκηνοθεσία, παραμένει
αλώβητη, το κείμενο διανθίζεται από τους συν-σκηνοθέτες, που υπογράφουν και τη διασκευή, με μικρές αναφορές-κλεισίματα του ματιού και με, επίσης, μικρές παρεμβάσεις, διαφωτιστικές για ένα κοινό που αγνοεί τις μυθολογικές καταβολές του έργου χωρίς καθόλου αυτό να γίνεται δασκαλίστικο ή απλοϊκό. Ενώ η παράσταση, με την αφηγηματικότητα αυτή, με τα μετωπικά στησίματα, με τη, συχνά, άμεση απεύθυνση στο κοινό -που ο Χορός το καθιστά συμμέτοχο- αποκτά μία καθόλου στημένη, καθόλου στιλιζαρισμένη, μία αβίαστη μπρεχτική αποστασιοποίηση. Και μία απρόσμενη θεατρικότητα: «Εμείς θέατρο κάνουμε».
Ο Ευριπίδης, αιρετικός, πάντα, και ανατρεπτικός και ειρωνικός, στην «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» (υπολογίζεται ότι γράφτηκε μεταξύ 408 και 406 π.Χ., χρονιά του θανάτου του στην Μακεδονία όπου ζούσε πια έχοντας φύγει από την Αθήνα, στην Αθήνα πρωτοπαρουσιάστηκε, όμως, από τον γιο -ή ανιψιό του- Ευριπίδη [τον νεότερο], ίσως με κάποιες επεμβάσεις του, ανάμεσα στο 405 και το 403 π.Χ.), αντλώντας από τους μύθους, απομυθοποιεί -έως και ευτελίζει με την αναποφασιστικότητα, τις παλινωδίες, τις γελοιότητες, την υποκρισία, τα ψέματα με τα οποία τους φορτώνει…- τους ήρωες -Αγαμέμνονα, Μενέλαο, Αχιλλέα, Οδυσσέα…- θέτοντας αντιστικτικά πλάι τους την αγνότητα και την αθωότητα μιας Ιφιγένειας. Και δημιουργεί ένα ρωμαλέο αλλά και ποιητικό έργο, ένα έργο συγκινητικό, ανοιχτό πια να δεχτεί ποικίλες σκηνοθετικές αναγνώσεις, που, αν και στις τραγωδίες κατατάσσεται, πόρρω απέχει από τον αριστοτελικό ορισμό του είδους, χαρακτηριζόμενη πια, μαζί με άλλες ομόλογες του Ευριπίδη, ως τραγωδία ειρωνική.
Η παράσταση. Ο Αιμίλιος Χειλάκης και ο Μανώλης Δούνιας, που συνυπογράφουν τη σκηνοθεσία, για πρώτη φορά καταπιάστηκαν με το αρχαίο δράμα -ο Αιμίλιος Χειλάκης, βέβαια, ως ηθοποιός, καθόλου άπειρος στο είδος δεν είναι. Η επιλογή τους, μία σύγχρονη «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» με σεβασμό προς τον Ευριπίδη: τρεις υποκριτές για όλους τους ρόλους -κατά το αρχαίο πρότυπο αλλά, ίσως, λύση οικονομικής ανάγκης που λειτουργεί, πάντως, εξαιρετικά-, τοποθετημένοι στα βάθρα ενός μουσείου, ακίνητοι ως αγάλματα ενός αρχαίου παρελθόντος
και ο Χορός -οι γυναίκες της Χαλκίδας που ήρθαν για να δουν από κοντά και να θαυμάσουν αυτούς τους ήρωες, αυτούς τους «ημίθεους» του στρατού των Αχαιών, για τους οποίους τόσα έχουν ακούσει- ως κορίτσια που περιηγούνται το μουσείο αυτό και «ανακαλύπτουν» από κοντά το «ήθος» των «ηρώων» τους και μας αφηγούνται, σχολιάζοντας, τα τεκταινόμενα, παράλληλα με τα λυρικά μέρη των στασίμων. Ιδέα που αποδεικνύεται, τουλάχιστον, ευφυής: η ψίχα του έργου, όπως το αντιμετωπίζει η σκηνοθεσία, παραμένει
αλώβητη, το κείμενο διανθίζεται από τους συν-σκηνοθέτες, που υπογράφουν και τη διασκευή, με μικρές αναφορές-κλεισίματα του ματιού και με, επίσης, μικρές παρεμβάσεις, διαφωτιστικές για ένα κοινό που αγνοεί τις μυθολογικές καταβολές του έργου χωρίς καθόλου αυτό να γίνεται δασκαλίστικο ή απλοϊκό. Ενώ η παράσταση, με την αφηγηματικότητα αυτή, με τα μετωπικά στησίματα, με τη, συχνά, άμεση απεύθυνση στο κοινό -που ο Χορός το καθιστά συμμέτοχο- αποκτά μία καθόλου στημένη, καθόλου στιλιζαρισμένη, μία αβίαστη μπρεχτική αποστασιοποίηση. Και μία απρόσμενη θεατρικότητα: «Εμείς θέατρο κάνουμε».
Αυτά για το ύφος της παράστασης. Για το περιεχόμενο και την ιδεολογία της, η σκηνοθετική ανάγνωση των Χειλάκη και Δούνια επιλέγει, ως προς την πολυσυζητημένη μεταστροφή της Ιφιγένειας, όχι την ειρωνική προσέγγιση αλλά μία γραμμή κοντά στην «Αντιγόνη» του Ανούιγ και στο «σας σιχαίνομαι όλους» της φερώνυμης ηρωίδας του: η Ιφιγένεια των Χειλάκη και Δούνια επιλέγει, συνειδητά, αν και «γλυκειά η ζωή κι ο θάνατος μαυρίλα» -από τον σολωμικό «Λάμπρο» που συγκαταλέγεται στις αναφορές της παράστασης-, το θάνατο από τη ζωή σε έναν κόσμο φαύλο και σαθρό, όπου η εξουσία και η πατριδοκαπηλία αλωνίζουν και σαρώνουν. Οπότε το έργο, αυτομάτως, καθόλου εκβιαστικά και ζορισμένα, ακούγεται απολύτως σύγχρονο: να αφορά το εδώ και το τώρα...
Η καινούργια μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα αποδεικνύεται, πέραν της αυταξίας της, ιδανική για τη συγκεκριμένη γραμμή. Εκτός από την εξαίρετη χρήση της γλώσσας, εκτός από την εμπνευσμένη ποιητικότητά της, ενώ, καταρχάς, μοιάζει να μειώνει το μέγεθος της -έστω ειρωνικής- τραγωδίας, να την κάνει «καθημερινή», το ανακτά το μέγεθος αυτό μέσα από την εσωτερική δυναμική της. Ειδικά στα στάσιμα, τα κορίτσια του Χορού δεν θα μπορούσαν να μιλούν διαφορετικά. Εδώ, ακριβώς, ισχύει ότι η μετάφραση υπαγορεύει τη σκηνοθεσία.
Ο Κωνσταντίνος Ζαμάνης οργάνωσε, με τα κυλιόμενα πάνω σε ροδάκια πατάρια-κιβώτια-βάθρα, α λα πρατικάμπιλε της Αριάν Μνουσκίν, που σχεδίασε, ένα πρακτικό και λειτουργικό σκηνικό το οποίο εύστοχα χρησιμοποιεί η σκηνοθεσία δημιουργώντας, με τις γρήγορες μετακινήσεις/αλλαγές, μία απρόσκοπτη ροή για την παράσταση -μία μαλακή εξέλιξη. Έξοχα τα κοστούμια του: πάλλευκα, αγαλμάτινα, σαν από λευκό μάρμαρο, για τους τρεις υποκριτές -που, επίσης δεξιοτεχνικά, χωρίς πολλά-πολλά, αλλάζονται από ρόλο σε ρόλο-, σημερινά, καθημερινά, σε υπέροχους συνδυασμούς χρωμάτων, για τα κορίτσια του Χορού.
Ιδανική και η επιλογή του Σταμάτη Κρουνάκη για τις μουσικές της παράστασης: χωρίς να καταφύγει σε μελωδισμούς και ευκολίες και τερτίπια και εντυπωσιασμούς και μεγαλειώδεις ενορχηστρώσεις, άφησε, στη γραμμή της παράστασης, τις κοπέλες του Χορού, καλά διδαγμένες από την Άννα Λάκη, να τραγουδήσουν άμεσα, φυσικά, με μόνη -εξαίρετη η ιδέα- μουσική συνοδεία ένα ακορντεόν.
Οι φωτισμοί, ράμπας βασικά, χαμηλοί, του Νίκου Βλασόπουλου, δημιουργώντας ημίφωτα ενισχύουν αποφασιστικά αυτή την αίσθηση «μουσείου» που επιζήτησε η σκηνοθεσία.
Η κίνηση της Αγγελικής Τρομπούκη -συμπεριλαμβάνω την έξοχη, αγαλμάτινη «ακινησία» των υποκριτών, όταν δεν συμμετέχουν στα δρώμενα ή στη διάρκεια των στασίμων-, επίσης αποτελεσματική, αν και ένοιωσα, κάποιες στιγμές, το Χορό λίγο αμήχανο στην mise en place -στις θέσεις του στη σκηνή.
Οι ερμηνείες. Η Λένα Παπαληγούρα, ηθοποιός που εξελίσσεται, δίνει σωστά αλλά μου φάνηκε λίγο βεβιασμένα τον Πρεσβύτη. Η Ιφιγένειά της, όμως, διαμαντάκι: έχει μία δύναμη, μία αποφασιστικότητα, μία γνώση χωρίς να χάνει τη δροσιά και τη σχεδόν παιδική φρεσκάδα της. Η Αθηνά Μαξίμου, με εξαίρετη, γενικώς, κίνηση, με εντυπωσίασε στον Μενέλαο: δίνει το ρόλο με κύρος και ακρίβεια αξιοπρόσεκτα. Στην Κλυταιμήστρα της, όμως, πιστεύω ότι, αν και ενταγμένη στο πνεύμα της παράστασης, υστερεί: η ιδιαίτερη, υπερβολικά ορθοφωνική, εκφορά του λόγου της, κάποιες στιγμές κυριαρχεί μανιερίστικα ενώ το μεγαλύτερο μέρος του κειμένου της το «τραγουδάει» αφήνοντας μία αίσθηση
στόμφου. Ο Αιμίλιος Χειλάκης με εντυπωσίασε και πάλι: γκραν ρολίστας! Διαθέτει μέγεθος, διαθέτει παράστημα, διαθέτει μοναδικό φωνητικό μέταλλο, διαθέτει σκηνικό κύρος, διαθέτει αίσθημα, διαθέτει εκφραστικότητα, διαθέτει τεχνική, διαθέτει χιούμορ και, όλα αυτά, έχει τη δυνατότητα, όπως εδώ, να τα διαβρώνει με μία λεπτή ειρωνεία μέσα από υπερδεξιοτεχνικές μεταπτώσεις. Και στον ηγεμονικό, επηρμένο αλλά και περίφοβο ανθρωπάκι Αγαμέμνονα και, ακόμα περισσότερο, στον ηρωικό, μεγαλόστομο αλλά, τελικά, παλικάρι της φακής Αχιλλέα.
Καλά δουλεμένες, δεμένες, μέσα από τις αντιθέσεις τους, και συντονισμένες, οι ηθοποιοί του Χορού που -απολύτως δικαιολογημένα και αρμονικά σε σχέση με την αφηγηματική γραμμή της παράστασης- επωμίζονται και τα μέρη των δύο Αγγέλων.
Οι ερμηνείες. Η Λένα Παπαληγούρα, ηθοποιός που εξελίσσεται, δίνει σωστά αλλά μου φάνηκε λίγο βεβιασμένα τον Πρεσβύτη. Η Ιφιγένειά της, όμως, διαμαντάκι: έχει μία δύναμη, μία αποφασιστικότητα, μία γνώση χωρίς να χάνει τη δροσιά και τη σχεδόν παιδική φρεσκάδα της. Η Αθηνά Μαξίμου, με εξαίρετη, γενικώς, κίνηση, με εντυπωσίασε στον Μενέλαο: δίνει το ρόλο με κύρος και ακρίβεια αξιοπρόσεκτα. Στην Κλυταιμήστρα της, όμως, πιστεύω ότι, αν και ενταγμένη στο πνεύμα της παράστασης, υστερεί: η ιδιαίτερη, υπερβολικά ορθοφωνική, εκφορά του λόγου της, κάποιες στιγμές κυριαρχεί μανιερίστικα ενώ το μεγαλύτερο μέρος του κειμένου της το «τραγουδάει» αφήνοντας μία αίσθηση
στόμφου. Ο Αιμίλιος Χειλάκης με εντυπωσίασε και πάλι: γκραν ρολίστας! Διαθέτει μέγεθος, διαθέτει παράστημα, διαθέτει μοναδικό φωνητικό μέταλλο, διαθέτει σκηνικό κύρος, διαθέτει αίσθημα, διαθέτει εκφραστικότητα, διαθέτει τεχνική, διαθέτει χιούμορ και, όλα αυτά, έχει τη δυνατότητα, όπως εδώ, να τα διαβρώνει με μία λεπτή ειρωνεία μέσα από υπερδεξιοτεχνικές μεταπτώσεις. Και στον ηγεμονικό, επηρμένο αλλά και περίφοβο ανθρωπάκι Αγαμέμνονα και, ακόμα περισσότερο, στον ηρωικό, μεγαλόστομο αλλά, τελικά, παλικάρι της φακής Αχιλλέα.
Καλά δουλεμένες, δεμένες, μέσα από τις αντιθέσεις τους, και συντονισμένες, οι ηθοποιοί του Χορού που -απολύτως δικαιολογημένα και αρμονικά σε σχέση με την αφηγηματική γραμμή της παράστασης- επωμίζονται και τα μέρη των δύο Αγγέλων.
Το συμπέρασμα. Μία εξαιρετική, μετρημένη, ακριβής, με αιτιολογημένη άποψη παράσταση που κομίζει κάτι καινούργιο. Και που πρέπει να διατηρηθεί στο ρεπερτόριο. Σας τη συστήνω ανεπιφύλακτα! (Φωτογραφίες: Νικόλας Κομίνης).
Δημοτικό Θέατρο Ηλιούπολης «Δημήτρης Κιντής», Φεστιβάλ Ηλιούπολης 2017, 30 Αυγούστου 2017.
Δημοτικό Θέατρο Ηλιούπολης «Δημήτρης Κιντής», Φεστιβάλ Ηλιούπολης 2017, 30 Αυγούστου 2017.
No comments:
Post a Comment