September 28, 2017

Θραύσματα Παρασκευής ή Άνθρωπος μιας άλλης εποχής


Ήταν πολύ ζεστή, πολύ ανθρώπινη, πολύ συγκινητική η βραδιά που οργάνωσε το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, στο καινούργιο -αθηναϊκό πια- στέκι του «Κανάρη 4», στη μνήμη της συναδέλφου και φίλης Παρασκευής Κατημερτζή, με πρωτοβουλία της Μαρίας Θερμού, επίσης συναδέλφου και φίλης της. Η οικογένειά της, φίλοι, συνάδελφοι... -πολύς κόσμος- ήμασταν εκεί για να μιλήσουμε για την Παρασκευή την αξέχαστη. Με γέλια και με δάκρυα, χάρη στις ψηφίδες που συνεισέφεραν η λαογράφος Κατερίνα Κορρέ, ο σκηνογράφος/ενδυματολόγος Γιάννης Μετζικώφ, η αρχαιολόγος Κορνηλία Χατζηασλάνη, ο δημοσιογράφος Κώστας Ρεσβάνης, μέσα από ένα καίριο σημείωμά του που διαβάστηκε, αλλά κι ο δημοσιογράφος/συγγραφέας Παύλος Κάγιος ο οποίος διάβασε ένα απόσπασμα απ το ολοκαίνουργιο βιβλίο του «Ο κλήρος της τρικυμίας», όπου μια απτις ηρωίδες του είναι -με τ όνομά της! - η Παρασκευή. Αυτές που συνεισέφερα εγώ βρίσκονται στο κείμενο το οποίο, ελαφρά χτενισμένο, αναρτώ εδώ. Στη μνήμη της Παρασκευής Κατημερτζή. 
Η Παρασκευή, λοιπόν. Η Παρασκευή Κατημερτζή. Η Παρασκεύη -ήταν το παρανόμι της στο γραφείο. Με κάλεσαν να μιλήσω για την Παρασκευή. Δύσκολο θέμα. Δεν ήμασταν φίλοι κολλητοί, συνάδελφοι ήμασταν. Με αμοιβαία, νομίζω, σχέση εκτίμησης. Στα «Νέα». Στα τότε «Νέα». Πάνω από είκοσι χρόνια -μια ζωή. Απ το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’80 -’86 ήταν; ’87 ήταν; ’88 μάλλον; Δεν μπόρεσα να το προσδιορίσω ακριβώς-, όταν ο Κώστας Ρεσβάνης, που είχε τότε αναλάβει προϊστάμενος του πολιτιστικού, την έφερε, με σύσταση της φίλης της, της Πέγκυς Κουνενάκη, η οποία δούλευε στον «Ταχυδρόμο», απ’ την «Αυγή»- μέχρι το 2009. Αλλά δεν ειν αυτό, ότι δεν ήμασταν φίλοι κολλητοί, που με δυσκολεύει. Με δυσκολεύει γιατί ήταν άπιαστη. Δεν ξέρω από πού να την πιάσω. Ένα αερικό ήταν η Παρασκευή. Γι αυτό θραύσματα μνήμης θα ερανιστώ. Θραύσματα από μνήμες είκοσι και περισσότερο χρόνων.
Τα χρόνια της «Αυγής» ήταν τα ηρωικά της χρόνια: η προϊστορία της και η μυθολογία της. Δούλευε -όλοι δούλευαν- εκεί σχεδόν χωρίς χρήματα. Αλλά τα χρόνια αυτά τη σημάδεψαν. Πάντα αναφερόταν σ’ αυτά με τρόπο ιδιαίτερο. Στα «Νέα», όταν ήρθε, ανέλαβε τα αρχαιολογικά και τα εικαστικά θέματα. Διαβάζοντάς την, ξεχνιόμουνα και νόμιζα πως είχε σπουδάσει αρχαιολογία. Όχι. Ξεναγός είχε σπουδάσει -και σε σχολή δημοσιογραφίας- κι από ξεναγός ξεκίνησε για να περάσει στη δημοσιογραφία.
Στο ίδιο τμήμα, απ’ το 2004 που ο ΔΟΛ μετακόμισε στην Μιχαλακοπούλου μέχρι το 2009 που βγήκε στη σύνταξη βρεθήκαμε και στο ίδιο θρανίο, όπως έλεγα -τα γραφεία μας κολλητά. Θυμάμαι ένα γραφείο σχολαστικά τακτοποιημένο -το δικό μου- κι ένα γραφείο σχολαστικά ακατάστατο -το δικό της. Κι ένα σωρό βιβλίων, χαρτιών, δελτίων Τύπου, ντοσιέ, άχρηστων χειρογράφων που συσσωρεύονταν, συσσωρεύονταν προοδευτικά και σχημάτιζαν ένα μικρό λόφο ο οποίος, σιγά-σιγά, άρχιζε να γέρνει, να γέρνει και, τελικά, να κατολισθαίνει. Προς το μέρος μου -προς το δικό μου γραφείο. Κι εμένα, φουρκισμένο, να σπρώχνω τα «μπάζα» προς το δικό της.
Τη θυμάμαι ξαφνικά να πιάνει το τραγούδι. Είχε πολύ γλυκιά φωνή -ήταν ωραίο το τραγούδι της. Αλλά ακουγόταν αλλόκοτο μέσα στον όροφο του άγχους. Σήμερα μόνο νοσταλγικά το εισπράττω, όταν «άλλα» πια τραγούδια ακούγονται στους δημοσιογραφικούς ορόφους…
Τη θυμάμαι, πάντα αργοπορημένη. Σε συσκέψεις, στην παράδοση χειρογράφων, σε τηλεφωνικά ραντεβού… Οι εκάστοτε προϊστάμενοι του τμήματος, με το άγχος στο κόκκινο, κι η Παρασκευή να καταπλέει, χαλαρή πουλάδα, μ’ εκείνο το αθώα ενοχικό χαμόγελο, και το ελαφρώς κεκλιμένο κεφάλι.
Θυμάμαι να την περιμένω -σε κυριακάτικη βάρδια εγώ- να μου υπαγορεύσει τηλεφωνικά το κείμενο της -πού κινητά τότε και πού μέιλ…- απ’ την Άνδρο. Μεγάλο κομμάτι, δεν ξέρω πόσων λέξεων, κάλυψη των εγκαινίων μιας απ’ τις ετήσιες εκθέσεις του Μουσείου Γουλανδρή. Να περιμένουμε το κομμάτι απ’ τις πέντε, να περιμένουμε, να περιμένουμε, τίποτα. Το ένθετο των πολιτιστικών έτοιμο να κλείσει, τρύπα στη σελίδα, ο υλατζής έξαλλος, αγωνία… και, κατά τις 8, η Παρασκευή στο τηλέφωνο: «Μα πού είσαι;». «Βλέπαμε ένα υπέροχο ηλιοβασίλεμα με τη φίλη μου την..., σαν δυο καλά αρνάκια, και ξεχάστηκα».
Ή να την περιμένουν στην εφημερίδα, γι άλλο κομμάτι, να της τηλεφωνούν κάθε τόσο και να μη σηκώνει το τηλέφωνο. Και να καταπλέει, πάλι καθυστερημένη: «Μα σου τηλεφωνούσαμε για να συνεννοηθούμε, γιατί δεν απαντούσες». «Το άκουγα το τηλέφωνο κι έλεγα: ‘Να το σηκώσω; Να μην το σηκώσω;’». Ένα βιβλίο, ένα λεύκωμα, ένας κατάλογος έκθεσης που θα παρουσίαζε ήταν αρκετά. Βυθιζόταν μέσα τους και τα ξεχνούσε όλα.
Αυτά, τα «καλά αρνάκια», οι «μουσουδίτσες», τα υποκοριστικά, οι μεταφορές ήταν στο καθημερινό της λεξιλόγιο. Ήταν αναχρονιστικά ποιητική η Παρασκευή, ήταν συγκινητικά αφοσιωμένη, ήταν ένας άνθρωπος αλλιώτικος.
Και ήταν χαώδης. Τα χειρόγραφά της ήταν το χάος προσωποποιημένο. Δεν μπορούσες να βρεις άκρη. Οι διορθωτές πανικόβλητοι. Αλλά κάτι μαγικό συνέβαινε. Απ’ το χάος αυτό δημιουργούνταν, αναδυόταν ένας ολόκληρος κόσμος: κομμάτια βατά, εκλαϊκευτικά -με τη καλύτερη σημασία της λέξης-, κομμάτια διαφωτιστικά, γοητευτικά, ελκυστικά, διαβαστερά, συνήθως μοναδικά. Άκουγες τις αρχαίες πέτρες να μιλούν, έβλεπες, ένοιωθες τα χρώματα των ζωγράφων που παρουσίαζε. Τα κείμενα του αρχαιολογικού ρεπορτάζ, ομολογώ, ήταν μακριά από μένα -λίγο τα βαριόμουνα. Μέχρι που ήρθε η Παρασκευή στα «Νέα» κι άρχισε να γράφει. Κι, εξαιτίας της, αγάπησα τα θέματα αυτά, και τα διάβαζα -τη διάβαζα- ανελλιπώς. Και πολλά μου ’μαθε.
Γιατί πρόσεχε τη λεπτομέρεια σ’ αυτά που ’γραφε. Για να γράψει ένα σχόλιο στη στήλη «Δίκτυο» που είχαμε -για 100, 200, άντε 300 το πολύ λέξεις, μιλάμε- έκανε δεκάδες τηλεφωνήματα. Γιατί διασταύρωνε τις πηγές της, πράγμα σπάνιο τότε, ακόμα σπανιότερο σήμερα. Γιατί ταυτιζόταν με το αντικείμενό της. Απόλυτη ταύτιση. Εξ ου κι η εκτίμηση της οποίας έχαιρε τόσο απ’ το χώρο της αρχαιολογίας και των μουσείων, όσο κι απ’ τη μεριά των εικαστικών.
Τη θυμάμαι να καπνίζει πολύ. Πάρα πολύ. Μπορεί, αφηρημένη να πέταγε και το τσιγάρο στο καλαθάκι των αχρήστων και ν’ αρχίζαμε να βλέπουμε καπνούς και να μυρίζουμε καμένο... Στην Μιχαλακοπούλου, όπου είχε απαγορευτεί το κάπνισμα στους χώρους δουλειάς, κάθε τόσο το ’σκαγε στο καπνιστήριο. Μόλις είχε περάσει μια μεγάλη περιπέτεια με την καρδιά της -εγχειρήσεις, bypass…. Τη μάλωνα, μερικές φορές και σκληρά, που συνέχιζε να καπνίζει. Με κοίταγε πάλι μ’ εκείνο το αθώα ενοχικό χαμόγελο και το ελαφρώς κεκλιμένο κεφάλι.
Ήταν ναζού. Ήταν χαδιάρα. Ήταν πονετική. Νοιαζόταν τους ανθρώπους. Γι αυτό είχε φίλους. Αληθινούς φίλους. Κι αγαπούσε τα ζώα. Θυμάμαι που, καμιά φορά, έφερνε στο γραφείο και την αγάπη της, το σκυλάκι της, την Μέλι.
Θυμάμαι που γύριζε στα παλαιοπωλεία και στα γιουσουρούμ, έψαχνε, έψαχνε με τις ώρες, παζάρευε και, μετά, μας μιλούσε για διάφορους θησαυρούς που είχε ανακαλύψει. Θυμάμαι που γύριζε απ’ τα ταξίδια της -γιατί ήταν ταξιδιάρα, πολύ τ’ αγαπούσε τα ταξίδια- κι όλο και κάποιο καινούργιο απόκτημα κουβαλούσε κι όλο κάτι έφερνε και σ’ εμάς. Έχω ένα ασημένιο τάμα που μου ’κανε κάποτε δώρο.
Θυμάμαι που τη ρωτούσα για τη σωστή προφορά των ισπανικών ονομάτων -γιατί μιλούσε ισπανικά, όπως μιλούσε και γερμανικά και γαλικά και αγγλικά.
Θυμάμαι το χριστουγεννιάτικο δέντρο της. Αν και δεν το χα δει ποτέ. Είχε αποκτήσει μυθικές διαστάσεις. Ήταν τεράστιο και το στόλισμά του ήταν το γεγονός της χρονιάς. Το θέμα απασχολούσε όλο το γραφείο. Συνήθως συνοδευόταν και με την καθυστέρηση της παράδοσης κάποιου κειμένου. Αλλά, τελικά, όλοι όλα τής τα συγχωρούσαμε.
Με την τεχνολογία καθόλου καλές σχέσεις δεν είχε. Κομπιούτερ δεν έμαθε ποτέ, ήμασταν, μαζί με την Μικέλα Χαρτουλάρη, οι τρεις δεινόσαυροι του πολιτιστικού που επιμέναμε στο χειρόγραφο μέχρι που οι δυο αναγκαστήκαμε να υποκύψουμε. Η Παρασκευή ποτέ. Και κινητό άργησε πολύ να πάρει. Αλλά και που το ’χε πάρει ήταν σαν να μην το ’χε. Μάταια προσπαθούσαμε να επικοινωνήσουμε μαζί της...
Θυμάμαι, όταν ήθελε ν’ αγοράσει ένα διαμέρισμα -και πήρε αυτό, στο Παγκράτι-, πόσο έψαχνε να βρει σπίτι που να βλέπει Ακρόπολη. Θυμάμαι το σπίτι της μητέρας της, που το ’φτιαχνε, στην Βροχίτσα -μόνο η Παρασκευή θα μπορούσε να ’χει σπίτι σ’ ένα χωριό με τ’ όνομα Βροχίτσα, της ταίριαζε γάντι. Θυμάμαι το σπίτι στην Αίγινα και το «πανωσήκωμα» που, όταν κτιζόταν, τη χάναμε. Στο πανωσήκωμα αυτό βρεθήκαμε φιλοξενούμενοι το τελευταίο της χαρούμενο καλοκαίρι.
Θυμάμαι τις φιστικιές της στην Αίγινα, τις άδειες που έπαιρνε για να μαζέψει τα φιστίκια της και τα φιστίκια που ’φερνε στην εφημερίδα και τ’ άφηνε πάνω στα γραφεία όλων μας: χλωρά πρώτα, ψημένα κατόπιν.
Η Καισαριανή της, τ Αλάτσατα, όπου κι οι ρίζες του πατέρα της, ήταν οι συχνές αναφορές της.
Θυμάμαι και τ’ όνειρό της που μας είχε εξομολογηθεί στην Αίγινα: να γράψει ένα βιβλίο για την Αρκαδία -την ιστορία της. Έψαχνε, έκανε έρευνα, μελετούσε, η ιδανική Αρκαδία ήταν η εμμονή της. Δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει τ όνειρο αυτό.
Είχε μια σπάνια ευαισθησία η Παρασκευή. Έβγαζε μια γλύκα, μια καλοσύνη, τα μάτια της ήταν πάντα γελαστά, σπάνια θύμωνε. Όπως μου ’λεγε χτες η Μικέλα, ήταν άνθρωπος μιας άλλης εποχής. Που δεν ξέρω αν θα μπορούσε να επιζήσει στο χώρο της σημερινής δημοσιογραφίας.
Αγαπητοί φίλοι, δεν είχα καμιά πρόθεση ν «αγιογραφήσω» την Παρασκευή, Αλλά, τελικά, πιστεύω πως «εν σκηναίς αγίων» κατετάγη. Γιατί η Παρασκευή ήταν άδολη ψυχή. Γεμάτη αγάπη. Και την αύρα που άφησε την εισπνέουμε και σήμερα θετικά, ευεργετικά.
Το, «παλιό» πια, πολιτιστικό των «Νέων», η δημοσιογραφική γενιά, δηλαδή, μετά το ’84, που εγώ βρέθηκα εκεί, μέχρι σήμερα, αριθμεί τέσσερις -σχετικά πρόωρες- απώλειες: την Αθηνά Γληνού, τον Πάνο Γεραμάνη, την Έλενα Χατζηιωάννου και την Παρασκευή. Την Παρασκευή Κατημερτζή. Για την οποία πολύ χαίρομαι σήμερα που την τιμούν το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα κι η Ιωάννα Παπαντωνίου, η αγαπητή μου πρόεδρός του. Ας είμαστε γεροί οι υπόλοιποι να τους θυμόμαστε. Γιατί, κακά τα ψέματα, τόσες ατελείωτες ώρες εκεί, μαζί, ζυμωμένοι με τις αγάπες και τους καβγάδες, με τα γέλια και τις, ενίοτε, άνωθεν προσβολές, με τις επιτυχίες και τις γκάφες, με τους -λίγους- έξωθεν επαίνους και τις -πολλές- έξωθεν βρισιές, αδέλφια είχαμε γίνει. Και, ίσως, μεταξύ μας να βλεπόμασταν περισσότερες ώρες απ’ όσο με τα φυσικά αδέλφια μας.

2 comments: