Το Τέταρτο Κουδούνι / 31 Αυγούστου 2017
«Τα Μπαλέτα Μπολσόι γιορτάζουν τον Μιχαήλ Λαβρόφσκι» ειν’ ο τίτλος της παράστασης που θα παιχτεί στο Θέατρο Δάσους της Θεσσαλονίκης στις 17 Σεπτεμβρίου κι εδώ, στο Ηρώδειο, στις 19 και 20 Σεπτεμβρίου: αφιέρωμα στον Μεγάλο Χορευτή -αλλά και χορογράφο και δάσκαλο πια- του «Μπαλσόι», για τα 75 του χρόνια -στις 29 Οκτωβρίου κλείνει τα 76 πια- με τον κορυφαίο σήμερα χορευτή Ιβάν Βασίλιεφ να χοροστατεί.
Γιος του Λεονίντ Λαβρόφσκι, σπουδαίου ρώσου χορογράφου -που ’χει υπογράψει, το 1940, τη χορογραφία στο ιστορικό πρώτο ανέβασμα της πλήρους εκδοχής του «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» του Σεργκέι Προκόφιεφ στο «Κίροφ» του Λένινγκραντ, με Γκαλίνα Ουλάνοβα και Κονσταντίν Σεργκέεβ- και κατοπινού καλλιτεχνικού διευθυντή, πριν απ’ τον Γιούρι Γκριγκορόβιτς, του «Μπαλσόι», και της γεωργιανής μπαλαρίνας, του «Μπαλσόι» επίσης, Γιελένα Τσικβάιτζε -στο Τμπιλίσι της Γεωργίας, άλλωστε, έχει γεννηθεί, το ’41- , ετεροθαλής αδελφός του ελληνορώσου γλύπτη Ηρακλή Βαλλιάνου,
Το αφιέρωμα περιλαμβάνει δυο μονόπρακτα μπαλέτα που ’χει χορογραφήσει ο Λαβρόφσκι -το «Φαντασία σ’ ένα θέμα του Καζανόβα», σε μουσική Μότσαρτ, και τον «Νιζίνσκι» του, σε μουσική Ραχμάνινοφ, με τον Ιβάν Βασίλιεφ στον επώνυμο ρόλο και τον ίδιο τον Λαβρόφσκι (εμφανίζεται ακόμα!) ως Ντιάγκιλεφ
(ο δεύτερος, φετινός μας Νιζίνσκι, μετά το «Γράμμα σ’ έναν άντρα/Βασισμένο στα ημερολόγια του Νιζίνσκι» των Ρόμπερτ Γουίλσον και Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ στην «Στέγη»)-, την «Ρωσίδα μπαλαρίνα» -απόσπασμα από άλλη χορογραφία του-, ένα απόσπασμα απ’ την όπερα-μπαλέτο «Αμόκ» που o Λαβρόφσκι ήδη ετοιμάζει για το 2018, σε μουσική Σιμονένκο, αλλά και δυο αποσπάσματα: ένα απ’ τον κλασικό «Δον Κιχώτη» του Γκόρσκι κατά Πετιπά -το Γκραν Πα ντε Ντε, με Μπαζίλιο τον Ιβάν Βασίλιεφ- κι ένα απ’ τον «Σπάρτακο» του Γκριγκορόβιτς -το Αντάτζιο-, μπαλέτα στα οποία ο Λαβρόφσκι έδωσε ρέστα στην εποχή της μεγάλης ακμής του -πολύ καλά ζυγισμένο πρόγραμμα.
Να μην παραλείψω, βέβαια, ν’ αναφέρω -να τα λέμε κι αυτά, βασικό...- τις αλμυρές -έως εξωφρενικές…- τιμές των εισιτηρίων: από 120 (!) έως 28 ευρώ (τα φτηνότερα) στο Ηρώδειο, από 85 έως 28 στην Θεσσαλονίκη -ιδιώτης ειν’ ο ατζέντης, ό,τι θέλει κάνει κι όποιος αντέξει.
Εγώ θα προτιμήσω να μείνω με τις αναμνήσεις μου: λίγο μετά την πτώση της Χούντας, Φεστιβάλ Αθηνών και Ηρώδειο, εποχή Θόδωρου Κρίτα που έλυνε κι έδενε στο Φεστιβάλ -μονοπώλιο, σχεδόν...-, περιμένουμε πώς και πώς την πρώτη έλευση, μέσω Κρίτα, του «Μπαλσόι» στην Αθήνα -στην Ελλάδα γενικώς-, 10 παραστάσεις προγραμματισμένες -τέσσερις με «Σπάρτακο», τέσσερις (που ’γιναν, τελικά, τρεις) με «Λίμνη των κύκνων» και δυο (που ’γιναν, τελικά, τρεις καθότι αντικαταστάθηκε η μια απ’ τις «Λίμνες») με «Ζιζέλ»- συν τρεις συναυλίες της Ορχήστρας του «Μπαλσόι» -η μια με αποσπάσματα από όπερες… Μεγάλες στιγμές στην ιστορία του Φεστιβάλ! Πολύ μεγάλες! Θυμάμαι μια αποθέωση στο τέλος και των δέκα παραστάσεων του Μπαλέτου -εκεί ήμουν, και στις δέκα, με φοιτητικό εισιτήριο, στην πάνω ζώνη, στο τοιχαλάκι, με τα πόδια κρεμασμένα-, αποθέωση που, στο Ηρώδειο, νομίζω, μετά το ’72 τουλάχιστον, μόνον η γιαπωνέζικη «Μήδεια» του Νιναγκάουα, με τον Χίρα, γνώρισε.
Σπάρτακο θα χόρευε o Βλαντίμιρ Βασίλιεφ -ο οποίος μόλις μας είχε αφήσει εμβρόντητους με την ερμηνεία του στον φιλμαρισμένο «Σπάρτακο» που ’χαμε δει στην Αθήνα, στο «Studio» του Καψάσκη, και τον περιμέναμε και «ζωντανό», ως θεό- και Φρυγία η γυναίκα του Γιεκατερίνα Μαξίμοβα. Όταν το συγκρότημα έφτασε, H απογοήτευση: μάθαμε πως το ζεύγος δεν είχε έρθει και δεν επρόκειτο να ’ρθει. Το παρασκήνιο μιλούσε για σύγκρουσή τους με τον Γκριγκορόβιτς -απόλυτο άρχοντα, τότε, του «Μπαλσόι».
Τελικά, το ρόλο του Σπάρτακου χόρεψε ο Μιχαήλ Λαβρόφσκι. Τότε ανακαλύψαμε πως υπάρχουν κι άλλοι, πλην Βασίλιεφ -συνωνυμία με τον σύγχρονο Ιβάν-, Μεγάλοι στο «Μπαλσόι» -ο Λαβρόφσκι, άλλωστε, ήδη είχε τιμηθεί με το Βραβείο Λένιν για την ερμηνεία του αυτή. Φρυγία
ήταν η αξέχαστη -δε ζει πια- άλλη Μεγάλη (έχω κάνει κατάχρηση, σήμερα, της -εντελώς ευτελισμένης- λέξης Μεγάλος/-η, μολονότι αποφεύγω έστω και τη χρήση της αλλά, εδώ, δε γίνεται να κάνω αλλιώς) Νατάλια Μπιεσμέρτνοβα, γυναίκα του Γκριγκορόβιτς, η οποία, λίγες μέρες μετά, μας άφησε αποσβολωμένους -τα χέρια Της! Τα χέρια Της!- με την Ζιζέλ της -στο θώκο, στο πλάι-πλάι, καθόταν, με το μάτι άγρυπνο, η Δασκάλα της. Το όνομα της, Γκαλίνα Ουλάνοβα.
Προτιμώ, λοιπόν, να μείνω με τις αναμνήσεις μου. Είναι πολύτιμες. Α, και να μην ξεχάσω: ήταν Αύγουστος -16 με 28 Αυγούστου- του 1977. Είναι ακριβώς 40 χρόνια. Ο Μιχαήλ Λαβρόφσκι ξαναγυρίζει στο Ηρώδειο ακριβώς 40 χρόνια μετά. Ας τη γιορτάσουμε την επέτειο (Φωτογραφία κορυφής: Larisa Pedenchuk).
Η «Μήδεια του Ευριπίδη, όπως την είδε -με απόλυτη σοβαρότητα και με καθαρή άποψη και με τρεις (καλούς) άντρες ηθοποιούς (τον Γιώργο Γάλλο, τον Χρήστο Λούλη και τον Μιχάλη Σαράντη)- ο Δημήτρης Καραντζάς, ήταν για μένα, τελικά, η πιο ενδιαφέρουσα κι η πιο ολοκληρωμένη απ’ τις παραστάσεις της Επιδαύρου -όσες είδα κι είδα τις περισσότερες, χωρίς να συμπεριλαμβάνω την επανάληψη των περσινών, εξαίρετων «Επτά επί Θήβας» του Γκραουζίνις και του ΚΘΒΕ-, Μεγάλης άμα τε και Μικρής. Και νομίζω πως δεν πρέπει να τη χάσετε στο -πολύ καλά οργανωμένο και σοβαρό- «Πορεία» του Δημήτρη Τάρλοου, όπου μεταφέρεται απ’ το Μικρό Θέατρο της Αρχαίας Επιδαύρου -εκεί πρωτοπαίχτηκε, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Επιδαύρου- και θα παίζεται από 5 έως 17 Σεπτεμβρίου. Και μη σκεφτείτε πως, ίσως, να χάνει σε κλειστό χώρο. Η παράσταση είναι έτσι στημένη που, μπορεί, στο κλειστό θέατρο και να κερδίζει. Και ν’ αναδεικνύεται περισσότερο. Εγώ, πάντως, θα (ξανα)πάω.
ΑΥΤΟ, πάλι, το υπό τον τίτλο «Γιατί βγήκα μπροστά» στο πρώτο φύλλο των καινούργιων «Νέων» -του Βαγγέλη Μαρινάκη-, συνοδευόμενο απ’ ΑΥΤΗ τη φωτογραφία, ΕΤΣΙ φωτισμένη… Ε, ομολογώ ότι σκιάχτηκα.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…
Σας τα ’γραφα στις 14 Μαΐου για την «Πλατεία Ηρώων» του Τόμας Μπέρνχαρντ και την -εξαίρετη- παράσταση του Δημήτρη Καραντζά στο «Οδού Κυκλάδων-Λευτέρης Βογιατζής». Και για την πολύ καλή μετάφραση του έργου που ’χει κάνει η Έρι Κύργια. Αλλά δεν μπορώ ν’ αγνοήσω και τη μετάφραση του ίδιου έργου απ' τον Βασίλη Τσαλή ο οποίος είχε ήδη ασχοληθεί με τον Μπένχαρντ, που κυκλοφόρησε -μ’ επίμετρο του μεταφραστή- το 2016, απ’ τις προσεκτικές Εκδόσεις «Κριτική» τις μέρες που αναγγελλόταν το ανέβασμα του έργου. Τώρα κατάφερα να τη διαβάσω: πολύ καλή, προσεγμένη δουλειά, επίσης στο πνεύμα του χολερικού συγγραφέα.
«ΠολΛΑ περισσότερα», «πολΛΑ περισσότερα», «πολΛΑ περισσότερα»… Δεν το ακούω απλώς -ακόμα και σε σκηνές θεάτρων, ακόμα και στο Εθνικό μας Θέατρο. Το ΔΙΑΒΑΖΩ πλέον. Όχι απλώς σε σχόλια στο facebook. Παντού. Ακόμα και σε κριτικές θεάτρου! Που περνούνε από διορθωτές! (Εκτός κι αν οι διορθωτές διορθώνουν το «πολύ περισσότερα» σε «πολΛΑ περισσότερα», όλα να τα περιμένει κανείς…). Όλοι πια τείνουν να πιστέψουν -ΝΑΙ!- ότι αυτό είναι το σωστό: «ΠολΛΑ περισσότερα».
Μπορεί και να σε κοιτάξουν με απορία αν το σχολιάσεις, μπορεί και να μην καταλάβουν τι εννοείς. Πώς έγινε, μ.Κ. -μετά Κουτσόγιωργαν-, αυτό το «δεν δικαιούστε ΔΙΑ να ομιλείτε», που το κοροϊδεύμε και τελικά τρύπωσε σαν το σαράκι κι έχει καθιερωθεί, πώς έγινε μ’ αυτό «το διέρρευσαν» που το κοροϊδεύαμε και τώρα χρησιμοποιείται ευρύτατα επί δικαίους και αδίκους…; Έτσι και με το «πολΛΑ περισσότερα». Δεν υπάρχει σωτηρία.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…
Κάθε παράσταση, αγαπητοί μου -πολλοί- συνάδελφοι, ανεβαίνει -ως ενεστώς, να το πω, διαρκείας;- όταν ετοιμάζεται. Κι όταν, όντως, ανεβαίνει, ανήμερα δηλαδή -ως ενεστώς, να το πω, στιγμιαίος; Αφού ανεβεί, πάει, τελείωσε, ανέβηκε, φινίτο, είναι ήδη ανεβασμένη. Απ’ την επόμενη μέρα δεν «ανεβαίνει κάθε Πέμπτη, Παρασκευή κλπ.» πλέον. Ούτε «ανεβαίνει στο θέατρο ‘Χ’ τα Δευτερότριτα».
Όταν λέμε ανεβαίνει, για να σας εξηγήσω, εννοούμε, συνοπτικά, ανεβαίνει στη σκηνή. Την ανεβάζουν. Ο παραγωγός, ο σκηνοθέτης, οι ηθοποιοί… Όταν έχει ήδη ανεβεί, ν’ ανεβεί και πάλι για να πάει ΠΟΥ; (Όχι, το «λίγο ψηλότερα, λίγο ψηλότερα, λίγο ψηλότερα» δε δένει εδώ, είναι Σεφέρης/Θεοδωράκης).
Η παράσταση, λοιπόν, αφού ανεβεί, παίζεται πλέον, παρουσιάζεται, το θέατρο δίνει πέντε παραστάσεις. Είναι τόσο πλούσιο το ελληνικό λεξιλόγιο, έχουμε τόσα συνώνυμα… Άντε, για να μην πω ΠΟΛΛΑ περισσότερα.
Τόση σιγουριά! Μα τόση σιγουριά! Ποτέ δεν έχω συναντήσει ΤΟΣΗ σιγουριά στις απόψεις -τις πολιτικές ειδικά…- όση στο facebook μας. Τόση σιγουριά! Καρυκευμένη μ’ εμπάθεια -βαριά εμπάθεια. Κι αμετροέπεια -ανεξέλεγκτη αμετροέπεια. Έως και με χυδαιότητα -οχετός. Πανταχόθεν προερχομένας... Από ανθρώπους που ούτε θα το φανταζόμουνα. Που να κάνουν την τρίχα, τριχιά. Που να αναρτούν τρολιές, κι ανυπόστατες ειδήσεις, και ψευτιές, χωρίς διασταύρωση, κι οι άλλοι από κάτω να τις σχολιάζουν
αναλόγως κι οι «δράστες» να μην τις κατεβάζουν όταν -πολύ εύκολα και γρήγορα- αποδεικνύεται ότι με την αλήθεια ουδεμία
αναλόγως κι οι «δράστες» να μην τις κατεβάζουν όταν -πολύ εύκολα και γρήγορα- αποδεικνύεται ότι με την αλήθεια ουδεμία
σχέση έχουν και να επιμένουν -έτσι per l’ amore dell’ arte του γκεμπελσικού «συκοφαντείτε, συκοφαντείτε, όλο και κάτι θα μείνει». Ειν’ αυτό αντιπολίτευση; Ειν’ αυτό συμπολίτευση; Νοιώθω ότι δε ζω στο 2017 αλλά στο 1947 -του Εμφύλιου. Ή μήπως στο 1917 - του Εθνικού Διχασμού; Διαβάζω και ντρέπομαι. Έλεος!
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…
Επειδή άκουσα, για μια φωτογραφία που χρησιμοποίησα, κάποια παράπονα απ’ τη φωτογράφο που την είχε τραβήξει, θέλω να διευκρινίσω: στο παρόν ιστολόγιο, που δεν έχει εμπορικούς στόχους -οι διαφημίσεις που βλέπετε τριγύρω και που μπαίνουν μέσω google είναι μια πολύ αστεία ιστορία που μπορώ να σας την εξηγήσω ιδιαιτέρως…-, χρησιμοποιώ φωτογραφίες που μου στέλνουν οι ίδιοι οι καλλιτέχνες ή οι παραγωγοί ή οι υπεύθυνοι δημοσίων σχέσεών τους. Αναφέρω ΠΑΝΤΑ τα ονόματα των φωτογράφων, εφόσον μου τα γνωστοποιούν οι υπεύθυνοι, διότι πάντα σεβόμουν και σέβομαι τη δουλειά τους. Στην περίπτωση που δεν μπορώ να βρω φωτογραφία κάποιου προσώπου στο οποίο αναφέρομαι καταφεύγω στο διαδίκτυο. Εφόσον υπάρχει όνομα φωτογράφου και πάλι το αναφέρω. Αν δεν υπάρχει, δεν μπορώ να το ξέρω. Όπως δεν μπορώ να ξέρω αν το κάδρο της φωτογραφίας, από ’κείνους που χρησιμοποιήθηκε, πριν περάσει στο διαδίκτυο, έχει αλλοιωθεί.
Αυτός ο Ούρμας Ρεϊνσάλου -Ρινσάλγιου προφέρεται στη γλώσσα του, για να ’μαστε ακριβείς...-, υπουργός Δικαιοσύνης- και τέως Άμυνας- της Εσθονίας, του κόμματος -και μάλιστα τέως αρχηγός του- Pro Patria-Res Publica Union, συνένωσης δυο μικρότερων κομμάτων- το οποίο συμμετέχει στον κυβερνητικό συνασπισμό, αυτός, ντε, που ’στειλε την επιστολή-«μάθημα Δημοκρατίας» στον δικό μας τον Κοντονή
και που ’χει δει και στο σινεμά την ταινία τεκμηρίωσης «Το μαντολίνο του λοχαγού Κορέλι», απ’ όσο το ’ψαξα, είναι κάτι σαν Εσθονός Καμμένος, ε; Ή κάνω λάθος;
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…
No comments:
Post a Comment