September 11, 2017

Ανθρωπινό κρέας μου μυρίζει…



Το έργο. Ήταν, μια φορά κι έναν καιρό στο σκοτεινό, βρώμικο, επικίνδυνο Λονδίνο, γύρω στο 1830, επί Ουίλιαμ Δ΄, ένας κουρέας, ο Μπέντζαμιν Μπάρκερ. Που είχε κουρείο στην Φλιτ στριτ. Και ζούσε ευτυχισμένος. Με την όμορφη, αγαπημένη του γυναίκα, την Λούσι, και το νεογέννητο κοριτσάκι τους. Αλλά ένας ανήθικος -και αδίστακτος- «λειτουργός» της Δικαιοσύνης, ο Δικαστής Τέρπιν, είχε βάλει στο μάτι την Λούσι. Βρήκε, λοιπόν, τρόπο, με ψεύτικες κατηγορίες, και ξαπόστειλε τον άντρα της στην άκρη του κόσμου, στο κάτεργο της Αυστραλίας.


Το έργο αρχίζει το 1846. Ο Μπέντζαμιν, 16 χρόνια μετά, θα το σκάσει από το κάτεργο, θα ναυαγήσει, θα τον σώσει ένα νεαρός ναύτης, ο Άντονι Χόουπ, με τον οποίο θα γίνουν φίλοι, ο Μπέντζαμιν θα του εμπιστευτεί την ιστορία του και θα γυρίσει στο -βικτοριανό, πια, αλλά εξίσου ζοφερό- Λονδίνο με το όνομα Σουίνι Τοντ: σκοπός του, μόνον η εκδίκηση. Ψάχνει, ενώ στο δρόμο του συναντάει μία μισότρελη ζητιάνα, το σπίτι του στην Φλιτ στριτ: 
στο ισόγειο είναι πια το μαγαζί της Κυρίας Νέλι Λάβετ που πουλάει κρεατόπιτες -άθλιες πίτες, όπως, του λέει, γιατί στο Λονδίνο δεν βρίσκει κρέας της προκοπής. Όταν τη ρωτάει ποιος μένει στον πάνω όροφο, η απάντηση είναι «κανείς». Και του διηγείται την ιστορία του κουρέα που ήταν νοικάρης της. Και πως ο Δικαστής, αφού τον απομάκρυνε, απήγαγε, με τη βοήθεια του υπαλλήλου του, επίτροπου στην εκκλησία, Μπιντλ Μπάμφορντ, την Λούσι και τη βίασε. Και πως η Λούσι, μετά το βιασμό της, ήπιε δηλητήριο. Και πως ο Δικαστής πήρε το κοριτσάκι τους, την Τζοάνα, στο σπίτι του ως κηδεμονευόμενή του. Από τις αντιδράσεις του, η Κυρία Λάβετ καταλαβαίνει ποιος είναι. Του υπόσχεται να το κρατήσει μυστικό. Του δίνει, μάλιστα, τα παλιά εργαλεία της τέχνης του -τα ξυράφια του- που τα είχε φυλάξει. Και ο Μπέντζαμιν/Σουίνι αποφασίζει να εγκατασταθεί πάλι εκεί και να ξαναγυρίσει στην παλιά δουλειά του. Πάντα με μοναδικό του στόχο να εκδικηθεί τον Δικαστή και τον Μπιντλ.

Όταν ένας ιρλανδός άλλοτε βοηθός του -αγύρτης ο οποίος εμφανίζεται ως Ιταλός Πιρέλι και πουλάει θαυματουργό ελιξίριο για να φυτρώνουν πάλι τα μαλλιά και τον οποίο ο Σουίνι εύκολα κερδίζει σε έναν δημόσιο αγώνα ξυρίσματος εντυπωσιάζοντας τον παρόντα Μπιντλ στον οποίο υπόσχεται ένα «δωρεάν ξύρισμα»…- έρχεται στο κουρείο και, καθώς τον έχει αναγνωρίσει, τον εκβιάζει, ο Σουίνι Τοντ του κόβει το λαιμό. Είναι η αρχή. Στον βοηθό του «Πιρέλι», τον Τομπάιας -τον Τόμπι-, λένε πως το αφεντικό του τον παράτησε και η Κυρία Λάβετ τον κρατάει για δικό της βοηθό, χωρίς, βέβαια, να του αποκαλύψει τι συμβαίνει.
Ο Άντονι ακούει την Τζοάνα να τραγουδάει στο παράθυρό της και την ερωτεύεται κεραυνοβόλα χωρίς να ξέρει πως είναι η κόρη του φίλου του. Ο Δικαστής και ο Μπιντλ, που τον αντιλαμβάνονται, τον διώχνουν κακήν κακώς. Οι δύο νέοι αποφασίζουν, τότε, να κλεφτούν, γιατί ο Δικαστής, που ποθεί την έφηβη, έχει προγραμματίσει, με… διαδικασία κατεπείγοντος, το γάμο του μαζί της.
Ο Άντονι ζητάει από τον Σουίνι να τους προσφέρει, μετά τη σχεδιαζόμενη απαγωγή της Τζοάνα, καταφύγιο στο σπίτι του και εκείνος, όταν καταλαβαίνει πως πρόκειται για την κόρη του, δέχεται. Ο Δικαστής, συστημένος από τον -εντυπωσιασμένο με τις ικανότητες του Σουίνι- Μπιντλ, φτάνει, για να τον σουλουπώσει ο κουρέας πριν από το γάμο. Η ώρα της εκδίκησης έχει φτάσει. Αλλά ο Άντονι, που ορμάει στο κουρείο να εξηγήσει στον Σουίνι τα 
τεχνικά της απαγωγής και μιλάει παράφορα, πριν δει τον Δικαστή, μπροστά του, τα «καταστρέφει» όλα. Ο Δικαστής ορκίζεται ότι δεν θα ξαναπατήσει εκεί και φεύγει, ενώ ο Σουίνι, έξαλλος, διώχνει τον Άντονι και δηλώνει πως αποφάσισε να κόβει το λαιμό όλων των μελλοντικών πελατών του: των πλούσιων για να τους τιμωρεί για τη διαφθορά τους, των φτωχών για να τους απαλλάσσει από τη δυστυχία τους. Η Κυρία Λάβετ έχει τη φαεινή ιδέα, με την οποία ο Σουίνι συμφωνεί, να χρησιμοποιούν τις σάρκες των θυμάτων στις πίτες της.
Σε λίγες εβδομάδες το μαγαζί της Κυρίας Λάβετ έχει γίνει το talk of the town: νοστιμότερες πίτσες δεν έχει φάει κανείς πουθενά αλλού στο Λονδίνο! Κατασκευάζουν, μάλιστα, και μία ειδική πολυθρόνα κουρείου από την οποία, μέσω μιας καταπακτής και μιας τσουλήθρας, διοχετεύουν τα πτώματα κάτω, στο εργαστήριο του κρεατοπιτάδικου, προς «επεξεργασία».
Όταν ο Μπιντλ φτάσει στο μαγαζί για να ερευνήσει τις καταγγελίες των γειτόνων για τη δυσοσμία του καπνού που βγαίνει από την καμινάδα του, ο Σουίνι του προτείνει να του κάνει το υπεσχημένο «δωρεάν ξύρισμα». Και τον «περιποιείται» καταλλήλως. Ο Τόμπι, που έχει αρχίσει να υποψιάζεται τι συμβαίνει, επιβεβαιώνει τις υποψίες που είχε. Αποφασίζουν να τον καθαρίσουν και αυτόν.
Ο δικαστής, στον οποίο ο Σουίνι, για να τον παρασύρει πάλι στο κουρείο του, γράφει επιστολή για την υπόθεση Άντονι-Τζοάνα, κλείνει, στο μεταξύ, το κορίτσι σε άσυλο φρενοβλαβών. Ο Άντονι, για να το απελευθερώσει, τρυπώνει στο άσυλο, με σχέδιο του Σουίνι, ως περουκέρης, με σκοπό να κόψει και να αγοράσει, υποτίθεται, τα μαλλιά των ψυχοπαθών για τις περούκες του. Όταν ο διευθυντής Τζόνας Φογκ αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει, η Τζοάνα τον σκοτώνει με το πιστόλι του Άντονι. Το σκάνε και καταφεύγουν στο κουρείο αλλά το σκάνε και οι φρενοβλαβείς που ξεχύνονται στους δρόμους.
Στο κουρείο δεν είναι κανείς. Ο Άντονι φεύγει για να βρει μία άμαξα και η μεταμφιεσμένη Τζοάνα κρύβεται. Ο Τοντ εμφανίζεται σε έξαψη: ο Δικαστής έρχεται! Η ολοκλήρωση της εκδίκησης φτάνει. Ξαφνικά μπαίνει η Ζητιάνα δείχνοντας να αναγνωρίζει το δωμάτιο. Ο Σουίνι, για να μη χάσει χρόνο, της κόβει το λαιμό και αφήνει το πτώμα να τσουλήσει στο εργαστήριο. Είναι η σειρά του Δικαστή. Του λέει πως η Τζοάνα έχει μετανιώσει και θα τον παντρευτεί. Και του κόβει το λαιμό. Αλλά πριν το κάνει, τον χλευάζει. Και εκείνος τον αναγνωρίζει: ο Μπέντζαμιν Μπάρκερ! Είναι αργά, όμως… Η Τζοάνα, τρομοκρατημένη, φανερώνεται. Σειρά της! Ο Σουίνι δεν αναγνωρίζει την κόρη του -είναι μεταμφιεσμένη. Αλλά οι στριγκλιές της Κυρίας Λάβετ από κάτω -ο Δικαστής ζει ακόμα και, πριν ξεψυχήσει, την νυχιάζει- αποσπούν την προσοχή του και το κορίτσι καταφέρνει να ξεφύγει.
Όταν ο Σουίνι κατεβαίνει, βρίσκει την Κυρία Λάβετ να τραβάει το σώμα της Ζητιάνας. Για πρώτη φορά βλέπει το πρόσωπό του πτώματος καθαρά: είναι η Λούσι, η γυναίκα του! Η Κυρία Λάβετ του εξομολογείται πως του έκρυψε την αλήθεια -ότι η κοπέλα δεν πέθανε αλλά μισοτρελάθηκε και πήρε τους δρόμους- επειδή τον αγαπάει η ίδια. Ο Σουίνι, μέσα στο σπαραγμό του, σέρνει την Λάβετ μέχρι το φούρνο και τη ρίχνει μέσα, να καεί ζωντανή. Ο Τόμπι αρπάζει ένα ξυράφι και του κόβει το λαιμό. Το μέλλον ανήκει πια (μετά από τόση φρίκη, πιο μέλλον;) στην Τζοάνα και τον Άντονι.
Με προδιαγραφές όπερας, αν και χαρακτηρίζεται «μουσικό θρίλερ», το «Sweeney Todd. Ο δαιμόνιος κουρέας της Fleet Street» (1979) του Αμερικανoύ Στίβεν Σόντχάιμ (μουσική και στίχοι) και του Άγγλου Χιου Γουίλερ (λιμπρέτο), μπορεί να αποτελεί προσαρμογή του ομώνυμου θεατρικού έργου (1970) του Βρετανού Κρίστοφερ Μποντ αλλά έχει βαθιές τις ρίζες του: ανιχνεύονται στο Παρίσι, την εποχή της Επανάστασης, σε αστικό μύθο που ήθελε έναν κουρέα και έναν φούρναρη να εμπλέκονται σε σειρά φόνων οι οποίοι κατέληγαν στον κανιβαλισμό. Ο μύθος, που είχε ήδη πάρει 
λογοτεχνική μορφή, όπως αναφέρει η Νεφέλη Τσιπουρίδη στο πρόγραμμα της παράστασης, μέσα από ένα γαλικό λαϊκό περιοδικό όπου εμφανίστηκε το 1825, ως ιστορία, με τον τίτλο «Η φρικιαστική ιστορία της οδού Ντε Λα Αρπ», τροφοδότησε, προφανώς, και την εβδομαδιαία σειρά αγγλικού λαϊκού περιοδικού που δημοσιεύτηκε, με τον τίτλο «Το μαργαριταρένιο περιδέραιο», γραμμένη από ανώνυμο, το 1846/1847 και, πριν ακόμα ολοκληρωθεί, είχε γίνει, από τον Τζορτζ Ντίμπντιν Πιτ, έργο θεατρικό, με τον ίδιο τίτλο και με κεντρικό ήρωα τον Σουίνι Τοντ. 
Ο μύθος πέρασε από σαράντα κύματα -μυθιστορήματα, θεατρικά έργα, ταινίες…- μέχρι το θεατρικό του Μποντ ο οποίος βασίστηκε στο έργο του Πιτ αλλά έδωσε στους ήρωες ένα ψυχολογικό υπόβαθρο. Αυτό που έχουν μεταφέρει οι Σόντχάιμ-Γουίλερ στο «μιούζικάλ» τους: λιμπρέτο στέρεο, που στηρίζει με επάρκεια το μελόδραμα χωρίς να το αφήνει να ξεχειλώσει, με επιδράσεις -αλλά καλοχωνεμένες- που μπορείς να εντοπίσεις από τον «Κουρέα της Σεβίλης» (ο κηδεμόνας που θέλει να παντρευτεί την κηδεμονευόμενή του) μέχρι τον «Ντον Τζοβάνι» (οι φλόγες του φούρνου/κόλασης για την Κυρία Λάβετ) και τον «Ριγκολέτο» (ο πατέρας που ετοιμάζεται να σκοτώσει τη μεταμφιεσμένη κόρη του), στίχοι καλοφτιαγμένοι, με ψαχνό, χιούμορ μαύρο, σαρκαστικό, μουσική που δεν κάνει εκπτώσεις για να αρέσει, κυρίαρχα μουσικά θέματα έξοχα χρησιμοποιημένα, τραγούδια με απαιτήσεις άριας και μία χορωδία που χρησιμοποιείται ως Χορός αρχαίας τραγωδίας. Ένα σύγχρονο μουσικό έργο υψηλού επιπέδου.


Η παράσταση. Ο Γιώργος Πέτρου, τον οποίο βαθύτατα εκτιμώ ως αρχιμουσικό, καθόλου δεν με είχε πείσει ως σκηνοθέτης στις προηγούμενες απόπειρές του -«Kiss me Kate» και «West Side Story». Γι αυτό η έκπληξή μου ήταν μεγάλη: αυτή τη φορά- έχοντας μεταφράσει ο ίδιος, έξυπνα, ευφάνταστα, εξαιρετικά, κείμενο και στίχους- έστησε και συντόνισε και σκηνοθέτησε μία άψογη παράσταση. Μία παράσταση έξυπνη, εύρυθμη, δεμένη, σκοτεινή, ομιχλώδη, αρκούντως βικτοριανή και, μάλιστα, σε ένα ανοιχτό ρωμαϊκό ωδείο που καθόλου δεν βοηθούσε. Μία παράσταση στην οποία το θεατρικό μέρος κινήθηκε -και αυτό είναι το πρώτο ζητούμενο σε ένα μουσικό έργο- παράλληλα, συντονισμένο, αγκαλιασμένο, αναπνέοντας με τη μουσική -στους ρυθμούς της (Κάποια τεχνικά προβλήματα -οι συμπλοκές, το ρίξιμο της Λάβετ στην πυρά…- πιστεύω πως, με μερικές, ακόμα δοκιμές, μπορούν εύκολα να λειανθούν).
Αυτό το αποτέλεσμα δεν θα γινόταν δυνατό να επιτευχθεί αν δεν υπήρχε -και πάλι- ο Πάρις Μέξης. Χωρίς να έχει τα μέσα, σε μία σκηνή καθόλου βολική για το σκηνογράφο, βρήκε λύσεις ώστε, χωρίς να προσβάλει το χώρο, χωρίς να συγκρουστεί μαζί του, χωρίς να προσπαθήσει να του επιβληθεί με ογκώδη, αντιαισθητικά, άσχετα σκηνικά, να επιτύχει την ατμόσφαιρα που ζητούσε το έργο. Με λίγα στοιχεία. Και με μία ευφυή ιδέα: να χρησιμοποιήσει μόνο ξύλο, υλικό που έδεσε με την πέτρα του Ηρωδείου. Έκλεισε τις πύλες του ρωμαϊκού τοίχου με τζαμωτά που άφηναν και την αίσθηση των κάγκελων -του εγκλεισμού- και τη μεσαία, επιπλέον, με μία βαριά πόρτα: μία κλειστοφοβική ατμόσφαιρα σε ανοιχτό χώρο, επίτευγμα! Και για τις αλλαγές των χώρων επέλεξε μινιμαλιστικές λύσεις: μικρά πατάρια/κιβώτια και ένα, λίγο μεγαλύτερο, με σκάλα, για το κουρείο/εργαστήριο για πίτες του Σουίνι και της Λάβετ, ευέλικτα, απολύτως λειτουργικά καθώς κινούνται σε ροδάκια, και εγκιβωτισμός σκηνικών στοιχείων στα κιβώτια αυτά. 
Η σκηνή της συνάντησης Άντονι-Τζοάνα στο σπίτι του -απόντος- δικαστή, όπου μένει το κορίτσι, με δύο από τα κιβώτια να ανοίγουν και να εμφανίζεται, μέσα στο ένα, ένας πολυτελής καναπές και, μέσα στο άλλο, ένας πολυέλαιος -όλα μισοτυλιγμένα σε άχυρα, όπως στις μετακομίσεις- συγκλονιστικά τεατράλε, αξέχαστη στιγμή. Οι ταχύτατες, αθόρυβες αλλαγές, με αναμμένα φώτα, από τα μέλη του θιάσου, λύση, καταρχάς, τεχνικής ανάγκης, εκτός από την ευρυθμία ενισχύει αυτή την αίσθηση θεατρικότητας.
Τα κοστούμια της Γιωργίνας Γερμανού, το μακιγιάζ, τα χτενίσματα συμπλέουν αρμονικά, η κινησιολογία που υπογράφουν η Ζωή Χατζηαντωνίου και ο Κώστας Τσιούκας υποβοηθεί τα μάλα την παράσταση και οι έξοχοι φωτισμοί -ράμπας βασικά- του Γιώργου Τέλλου και της Στέλλας Σκάλτσου τονίζουν εξαιρετικά αυτό που ζητάει το έργο και αυτό που ζήτησε ο σκηνοθέτης: μία παλαιική, ζοφερή, βικτοριανή ατμόσφαιρα.


Την επιτυχία του μουσικού μέρους της παράστασης τη θεωρούσα εκ προοιμίου δεδομένη. Και έτσι έγινε: η Καμεράτα Ορχήστρα των Φίλων της Μουσικής, εξοικειωμένη απόλυτα και με το ύφος του Σόντχάιμ, -αυτόν το συνδυασμό ζόφου και μαύρου χιούμορ- ερμήνευσε, με τον Γιώργο Πέτρου στιβαρό στο πόντιουμ, με θέρμη, με ενέργεια που ξεχείλιζε, άψογα το έργο, στην ενορχήστρωση του Τζόναθαν Τούνικ. Ενώ ο Δημήτρης Γιάκας, που ανέλαβε τη μουσική προετοιμασία και τη φωνητική διδασκαλία του θιάσου, έχει θαυματουργήσει.
Οι ερμηνείες. Αυτή τη φορά το επίτευγμα του Γιώργου Πέτρου έγκειται όχι μόνο στην εξαιρετικά εύστοχη διανομή που πέτυχε -στον κάθε ρόλο ο σωστός ερμηνευτής- αλλά και στο δέσιμο του ετερογενούς -λυρικοί τραγουδιστές και ηθοποιοί- θιάσου.
Ο Χάρης Ανδριανός, θαυμάσιος βαρύτονος, με υποκριτικές δυνατότητες δυσεύρετες στην όπερα και με κωμική στόφα εδώ όχι απλώς απέφυγε τη συνήθη για κωμικούς παγίδα, όταν αναλάβουν δραματικό ρόλο, να υπερπαίζουν για να αποδείξουν πόσο δραματικοί μπορούν να είναι, αλλά έχει ακρίβεια, έχει μέτρο, που δεν το χάνει ποτέ, και περιβάλλει το ρόλο με μία πονεμένη αχλή: αυτή που αναβλύζει από τον Σουίνι Τοντ και το παρελθόν του. Ο Σουίνι του Ανδριανού δεν είναι απλώς εγκληματικός, είναι τραγικός.
Πλάι του, η Νάντια Κοντογεώργη, επίσης με στόφα κωμική, πλάθει, νομίζω, τον σημαντικότερο, μέχρι τώρα, ρόλο της: φωνή 
σοπράνο καμπάνα, δίνει την Κυρία Λάβετ με άνεση που ποτέ δεν μετατρέπεται σε χύμα, με κύρος που ποτέ δεν μεταφράζεται σε σκηνική έπαρση, με χιούμορ σαρκαστικό που ποτέ δεν γίνεται εύκολο και προπετές. Νομίζω ότι κλέβει την παράσταση.
Εξαιρετικός ο Δικαστής του Μάριου Σαραντίδη. Μπασοβαρύτονος με ζεστή, γεμάτη, πλούσια φωνή, χειρίζεται το ρόλο χωρίς υπερβολές, μεστά. Με εύφορο χιούμορ και άψογος φωνητικά ο τενόρος Γιάννης Χριστόπουλος ως Πιρέλι. Μόνο καλά λόγια θα είχα να πω και για τους άλλους της διανομής: Γιάννη Καλύβα (Άντονι), Χρήστο Κεχρή (Μπάμφορντ), Μυρσίνη Μαργαρίτη (Τζοάνα), Αποστόλη Ψυχράμη (Πωλητής Πτηνών), Άρη Πλασκασοβίτη (Τομπάιας), Σωτήρη Τριάντη (Γιόνας Φογκ) καθώς και για τους λοιπούς του θιάσου. Φως εκπέμπει η Δήμητρα Κώνστα (Νεαρή Λούσι).
Αφήνω τελευταία την Άννα Κουτσαφτίκη. Σε ένα ρόλο χαρακτηριστικό αλλά όχι μεγάλο -της Ζητιάνας-, αγνώριστη, η σπουδαία αυτή ηθοποιός κάνει για άλλη μία φορά αισθητή την 

παρουσία της, χωρίς να «κλέβει» και φανερώνοντας άλλο ένα προσόν της: την υπέροχη φωνή της.
Το συμπέρασμα. Μία παράσταση που έχει αρθεί, μουσικά, σκηνοθετικά, σκηνογραφικά, ερμηνευτικά στο ύψος του έξοχου μουσικού έργου που υπηρετεί -και το οποίο δεν ανήκει στην κατηγορία των σακχαρόπηκτων μιούζικαλ... Όταν επαναληφθεί στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, όπως μαθαίνω ότι συζητιέται, να τη δείτε. Οπωσδήποτε!

Ωδείο Ηρώδη Αττικού, Καμεράτα Ορχήστρα των Φίλων της Μουσικής, Φεστιβάλ Αθηνών, 31 Αυγούστου 2017.

2 comments:

  1. Επιτρέψτε μου μία μικρή διόρθωση: όλες οι αλλαγές των σκηνικών (πλην της μεταφοράς της νέας καρέκλας του κουρείου) γίνονται από χορωδούς και όχι τεχνικούς. Το γνωρίζω καλά ως ένας εξ αυτών. Σας ευχαριστούμε πολύ!

    ReplyDelete
  2. Εγώ ευχαριστώ. Έχετε δίκιο, το διόρθωσα.

    ReplyDelete