Tο έργο. Η
Βιολέτα Βαλερί, εταίρα διάσημη στο Παρίσι των αρχών του 18ου αιώνα _
λιμπρετίστας και συνθέτης υποχρεώθηκαν από τη λογοκρισία να μεταθέσουν 150
χρόνια πίσω την εποχή του έργου που ήταν η σύγχρονή τους _ χτυπημένη από τη
φθίση, συναντιέται, σε μια συγκέντρωση διασκέδασης που έχει οργανώσει, με τον
μεγαλοαστικής οικογένειας Αλφρέντο Ζερμόν ο οποίος της εκφράζει τον φλογερό του
έρωτα. Θα φύγουν στην εξοχή, να ζήσουν τον έρωτά τους. Αλλά ο πατέρας Ζερμόν θα
επέμβει και θα ζητήσει από την Βιολέτα να εγκαταλείψει τον γιο του,
προφασιζόμενη πως δεν τον αγαπάει πια, για να σωθεί η υπόληψη της οικογένειάς του,
καθώς ο μνηστήρας της κόρης του αρνείται να την παντρευτεί αν ο αδελφός της
συνεχίσει την «ανάρμοστη» αυτή σχέση. Η Βιολέτα θυσιάζεται: εγκαταλείπει τον
αγαπημένο της. Όταν ο Αλφρέντο, που δεν ξέρει την αλήθεια, τη συναντήσει στη
συγκέντρωση μιας φίλης της συνοδευόμενη από τον παλιό της εραστή, θα τη
διαπομπεύσει. Ο πατέρας του, όμως, μόλις μάθει πως εκείνη βρίσκεται στα πρόθυρα
του θανάτου, μετανοιωμένος, θα του ομολογήσει την αλήθεια. Κι εκείνος θα τρέξει
κοντά της. Είναι αργά. Η Βιολέτα θα πεθάνει στα χέρια του. Αλλά ευτυχισμένη.
Ο Τζουζέπε Βέρντι, στο απόγειο της καριέρας του, θα συνθέσει
(1853) την «Τραβιάτα» («Η παραστρατημένη»), μεταφέροντας, σε σφιχτοδεμένο
λιμπρέτο του Φραντσέσκο Μαρία Πιάβε, το μελόδραμα του Αλεξάνδρου Δουμά υιού «Η
κυρία με τας καμελίας», μεταποίηση για τη σκηνή του αυτοβιογραφικού του
ομώνυμου μυθιστορήματος. Έμελλε να γίνει μια από τις πιο κοσμαγάπητες όπερες.
Και το λιμπρέτο μπορεί σήμερα να ηχεί ξεπερασμένο και αστείο αλλά το αρτεσιανό
φρέαρ της βερντιάνικης έμπνευσης _ ένας συναρπαστικός χείμαρος μελωδιών που
κατακλύζουν τη σκηνή και μια μοναδική θεατρική αίσθηση _ δικαιολογεί απόλυτα τη
θέση του έργου, όσο κι αν έχει φθαρεί από την πολυχρησία. Αφού ξεπέρασα την
αίσθηση του τετριμμένου που είχα νεότερος ακούγοντάς το, κάθε φορά που τυχαίνει
να διασταυρωθούμε πάλι, όλο και κάτι αξιοθαύμαστο ανακαλύπτω στις σελίδες του.
Η παράσταση. Ο σκηνοθέτης
Αλεξάντρ Τίτελ, καλλιτεχνικός διευθυντής του Ακαδημαικού Μουσικού θεάτρου «Στανισλάφσκι
και Νεμιρόβιτς – Ντάντσενγκο» της Μόσχας που μας παρουσίασε εδώ την «Τραβιάτα» θέλησε
να δει (2006) με καινούργια, σύγχρονη ματιά το μέχρι κορεσμού πολυπαιγμένο
έργο. Το έφερε σε ένα αόριστο, διαχρονικό σήμερα και έδωσε στα δρώμενα μια
κινητικότητα στην προσπαθειά του να αποφύγει τη συνήθη οπερατική στατικότητα.
Η παράστασή του και η απεγνωσμένη από την αρχή Βιολέτα του
κινούνται ανάμεσα σε βιτρίνες καταστήματος όπου μόλις έχουν λήξει οι εκπτώσεις
για να καταλήξουν, αφού περάσουν από μια γκαλερί και ένα ένα χυδαίο καμπαρέ,
και πάλι σε ένα κατάστημα με εκπτώσεις πια, όπου η ζωή και ο θάνατος των ηρώων
είναι απόλυτα εκτεθειμένα _ όλα σε εκπτώσεις… _ στα μάτια μιας κοινωνίας που
ζει μόνο για να κρυφοκοιτάζει τη ζωή των άλλων.
Ο σκηνοθέτης είχε μια άποψη _ όχι απόλυτα ξεκάθαρη, είναι η
αλήθεια _ αλλά υπερφόρτωσε την παράστασή του και προσπαθώντας να γίνει (μετα)μοντέρνος αγγίζει το ευτελές και το
κακόγουστο. Κι αν τα σκηνικά του Βλαντίμιρ Αρέφιεβ, «βαριά» βέβαια φωτισμένα,
έχουν ενδιαφέρον και ευελιξία, τα _ ανυπόγραφα, όπως και οι φωτισμοί _
κοστούμια είναι που δίνουν τον τόνο. Το λευκό μπουρνούζι του Αλφρέντο στην
πρώτη σκηνή της δεύτερης πράξης συνδυασμένο με καφέ σουέτ παπούτσια, λευκά
σοσόνια και γυμνή γάμπα, για παράδειγμα, βγάζει μάτι. Και θα ήταν το
αποκορύφωμα, αν δεν ερχόταν η δεύτερη σκηνή της ίδιας πράξης όπου η χορωδία _
οι καλεσμένοι στη συγκέντρωση της Φλόρας _ εμφανίζεται ντυμένη σύσσωμη με άνιμαλ
πριντ _ σακάκια δυο νούμερα μεγαλύτερα οι άνδρες, φορέματα συνδυασμένα με μαύρη
δικτυωτή κάλτσα, κατακόκκινα γοβάκια και σκουλαρίκια και με εξτραβαγκάντ κομμώσεις
οι γυναίκες.
Στη σκηνή αυτή είναι που ο σκηνοθέτης εκτροχιάζεται πλήρως στην
επιδειξιομανία, εμφανίζοντας, μέσα σε μια ατμόσφαιρα πορνείου, τους
μεταμφιεσμένους σε τσιγγάνες και
ταυρομάχους του έργου να κάνουν στριπ σόου_ μέχρι γυμνού στήθους οι γυναίκες
και μέχρι μαύρου τάνγκα οι γραμμωμένοι και με στέκες στα χέρια άντρες _, την Βιολέτα
προς Έιμι Γουάινχάουζ, την Φλόρα να ακκίζεται με σκιστή μέχρι ψηλά φούστα… Ναι,
είναι ένα περιβάλλον διαφθοράς, αυτό στο οποίο διεξάγεται η σκηνή αυτή αλλά
τόση κακογουστιά… Παραδόξως στην τρίτη πράξη ο Τίτελ ανακτά τον έλεγχο και
δίνει έναν συγκινητικά ευρηματικό θάνατο της Βιολέτας στο δρόμο.
Η μουσική διεύθυνση του Φελίξ Κορόμποφ, επικεφαλής της
Ορχήστρας του θεάτρου «Στανισλάφσκι και Νεμιρόβιτς – Ντάντσενγκο», επαρκής, με
κάποια προβλήματα συμπόρευσης με τους τραγουδιστές, είχε το κάπως βαρύ ρώσικο
ύφος, το μακράν του αυθεντικού ιταλικού που ζητάει το έργο _ ικανοποιητική και
η χορωδία διδαγμένη από τον Στανισλάφ Λίκοφ. Όσο για το θέατρο «Βadminton», με τη βαθιά του τάφρο
για την ορχήστρα, από ακουστική άποψη δεν νομίζω πως είναι κατάλληλο για όπερα.
Οι ερμηνείες. Σε
φωνητικά ικανοποιητικά και υποκριτικά διεκπεραιωτικά επίπεδα κινήθηκαν ο
βαρύτονος Αντρέι Μπατούρκιν – Ζερμόν και ο τενόρος Ναζχμιντίν Μαβλιάνοφ –
Αλφρέντο, ο οποίος όμως στην τρίτη πράξη άφησε υποσχέσεις πως, πιθανόν, η φωνή
του έχει δυνατότητες εξαιρετικές. Από την υπόλοιπη διανομή ξεχώρισα την Ανίνα
της Βαλέρια Ζάιτσεβα. Η Χίμπλα Γκέρζμαβα δεν ήταν ούτε εμφανισιακά ούτε
υποκριτικά τέλεια Βιολέτα. Αλλά η φωνή της, ένα σκουρόχρωμο, ανατολικό, υπέροχο
μέταλλο μιας αισθαντικής δραματικής σοπράνο, την κατατάσσει, παρά τις κάποιες
ταλαντώσεις και αστάθειες που είχε μερικές στιγμές, σε συνδυασμό με μια
μοναδική μουσικότητα και με μια άψογη τεχνική _ εξαίσια τα σβησίματά της _, στις
φωνές που προσωπικά θα θυμάμαι.
Το συμπέρασμα.
Μια σπουδαία φωνή σε μια παράσταση η οποία επιδιώκει να εντυπωσιάσει και το
καταφέρνει σε μια Ρωσία που προσπαθεί να αφορήσει το πολιτιστικά βαρύ σοβιετικό
παρελθόν της _ και στην όπερα _ κάνοντας, ανάμεσα σε καινούργιες Μεγάλες
στιγμές όπως ο «Ευγένιος Ονιέγκιν» του Ντμίτρι Τσερνιάκοφ που είδαμε από την
Όπερα «Μπαλσόι» στο Μέγαρο Μουσικής και στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών το
καλοκαίρι του 2011, πολλά λάθη όπως η συγκεκριμένη «Τραβιάτα».
θέατρο «Badminton», 23 Νοεμβρίου 2012.
No comments:
Post a Comment