Το έργο. Η
οικογένεια Κόνγουέι: η μητέρα και τα έξι μεγάλα πια παιδιά της _ δυο γιοι και τέσσερις κόρες, εικοσάρηδες,
εικοσάρηδες και κάτι ή κοντά στα είκοσι… Μια ευκατάσταση μεσοαστική οικογένεια
_ ο πατέρας έχει πεθάνει, πνίγηκε. Σε μια επαρχιακή πόλη της Αγγλίας. 1919 _
μόλις έχει λήξει ο Μεγάλος Πόλεμος. Οι δυο γιοι έχουν γυρίσει απ’ το στρατό
σώοι και όλοι γιορτάζουν τα γενέθλια της Κέι που κλείνει τα 21. Παρόντες άλλοι
δυο νέοι και μια νέα, φίλοι τους. Γελούνε, παίζουν, διασκεδάζουν, φλερτάρουν,
ονειρεύονται _ η ανεμελιά, η χαρά της νιότης. Είναι μια στιγμή καίρια στη ζωή
τους: ο πόλεμος τελείωσε, η ζωή τους τώρα αρχίζει.
Η δεύτερη πράξη τούς βρίσκει δεκαοκτώ χρόνια μετά _ 1937 κι
ένας καινούργιος Μεγάλος Πόλεμος παραμονεύει, ο συγγραφέας μάλιστα τον
προφητεύει. Είναι και πάλι η μέρα των γενεθλίων της Κέι _ μπαίνει στα σαράντα
πια. Αλλά δεν κάνουν πάρτι, δεν τα θυμούνται και πολλοί… Η οικογενειακή
συγκέντρωση, αυτή τη φορά, σκοπό έχει την ενημέρωσή τους πως η οικογενειακή
περιουσία έχει εξανεμιστεί λόγω της οικονομικής κρίσης, πως δεν έχει κανείς
τους λαμβάνειν και πως η μητέρα τους έχει ανάγκη χρηματικής βοήθειας. Η μία
κόρη, η Χέιζελ, η ωραία της οικογένειας, κι ο ένας γιος, ο αποτυχημένος
επαγγελματικά Ρόμπιν, έχουν παντρευτεί με δυο από τους καλεσμένους της βραδιάς
της πρώτης πράξης: και οι δύο γάμοι έχουν ατυχήσει. Αλλά και τα άλλα τέσσερα
παιδιά δεν έχουν ευτυχήσει. Η Κέι που φιλοδοξούσε να γράψει μυθιστορήματα έχει
καταντήσει δημοσιογράφος της πεντάρας. Η Ματζ είναι πια μια γεροντοκόρη δασκάλα
που οι σοσιαλιστικές ιδέες της έχουν φυλλορροήσει. Η μικρότερη κόρη, η Κάρολ,
έχει πεθάνει νέα. Ο μεγάλος γιος, ο Άλαν, ένας υπαλληλάκος. Ο μόνος που μπορεί
να βοηθήσει την κ. Κόνγουέι είναι ο γαμπρός της ο Έρνεστ που ευημερεί. Δεν θα
το κάνει. Αρνείται να το κάνει. Ο χρόνος που κύλησε μετέτρεψε τον ταπεινό,
αξιοθρήνητο νεαρό της πρώτης πράξης σ’ ένα αδιάφορο, ψυχρό κάθαρμα που
βασανίζει την Χέιζελ. Η σύγκρουση είναι δεδομένη. Η οικογένεια, αφού μυστικά
και ψέματα και απωθημένα και κακίες κρυμμένες βγουν στην επιφάνεια, διαλύεται
στα εξ ων συνετέθη. Χωρίς ελπίδα στον ορίζοντα να ξανασμίξει _ ο Άλαν μόνον μοιάζει
να είναι ήρεμος και συμβιβασμένος με την πραγματικότητα και προσπαθεί να πείσει
την Κέι να ακολουθήσει το παράδειγμά του.
Στην τρίτη πράξη ξαναγυρίζουμε στο χρόνο, στον τόπο και στο
ανέμελο πάρτι της πρώτης. Τα όνειρα τους, η αθωότητά τους, οι σχέσεις που πάνε
να γεννηθούν ηχούν πια τόσο, μα τόσο ειρωνικά… Και μόνον η Κέι ανάμεσά τους νοιώθει
ένα ρίγος. Σα να διαισθάνεται πως όλα θα βουλιάξουν στο τίποτα. Ή σχεδόν όλα.
Ο Τζον Πρίστλεϊ στο «Εμείς και ο χρόνος» (1937) οργανώνει
άψογα ένα ρεαλιστικό «σοβαρό» έργο, με εξαιρετική αίσθηση της θεατρικής
οικονομίας και με χαρακτήρες καλογφτιαγμένους, μοιράζοντας δέκα περίπου
ισοδύναμους ρόλους. Ένα έργο ισορροπημένο που δεν θα ξεπερνούσε, βέβαια, τον
μέσο όρο του «καλογραμμένου» αγγλικού θεάτρου της εποχής του, αν δεν το
στοίχειωνε η παρούσα και σε άλλα έργα του Πρίστλεϊ εμμονή του με το χρόνο. Την
οποία εδώ πλασάρει γοητευτικά μέσα από το εύρημα της δεύτερης πράξης – φλας
φόργουορντ κινητοποιώντας το ενδιαφέρον του θεατή και μεταδίδοντάς του αυτό το
μεταφυσικό ρίγος.
Πάντως, σαφώς το έργο έχει τις ρυτίδες του και δεν ξέρω αν
μπορεί να ικανοποιήσει έναν σύγχρονο, νέο θεατή.
Η παράσταση.
Είναι στο χέρι του σκηνοθέτη να το ζωντανέψει. Δυστυχώς δεν ευτυχεί στα χέρια
του Αλέξανδρου Κοέν. Πάνω σε δική του μετάφραση _ που θα τη χαρακτήριζα στρωτή
αν δεν είχε κάποια ολισθήματα του τύπου «η μητέρα […] ήταν εξαιρετικά δαπανηρή»
ή αδόκιμες εκφράσεις όπως «επιπόλαιη δημοσιογραφία» και αν κάποιες στιγμές με
τα «ρε» δεν ξέφευγε από το ήθος της εποχής του κειμένου _ ο σκηνοθέτης προσπάθησε
εις μάτην να του δώσει κάποια ζωντάνια. Με πολλή κίνηση, με γερές περικοπές του κειμένου, με μια μοντέρνα όψη
και με κάποια ευρήματα: η σιωπηλή μόνιμη παρουσία της νεκρής Κάρολ στη δεύτερη
πράξη, ένα περιφερόμενο (χωρίς λόγο) μικρόφωνο, το τραγούδι «Bye Βye Blackbird» ως λάιτ μοτίφ _
καλό ως ιδέα _, τα δυο επίπεδα με την Κυρία Κόνγουέι πάνω και τους άλλους κάτω,
με μετωπικά μπρεχτικά στησίματα, με παρόντες επί σκηνής και τους απόντες στο
κείμενο... Αλλά όλα αυτά _ παραγωγή της Εταιρείας Θεάτρου «Κλεψύδρα» σε
συνεργασία με τον Πολυχώρο «Altera Pars»
_ μοιάζουν κακοχωνεμένα, άτεχνα. Και στημένα με απίστευτη προχειρότητα _ ένα αρτζιμπούρτζι
όπου ο σκηνοθέτης έχει χάσει κάθε έλεγχο και στα στοιχειώδη. Ειδικά η πρώτη
πράξη είναι μια μουντζούρα κάκιστα σταθμισμένη ηχητικά _ ο ακατέργαστος ήχος
του παλιού τραγουδιού σκεπάζει το λόγο.
Στην κακή συγκυρία το μερίδιό τους έχουν, πέρα από την
οφθαλμοφανή έλλειψη μέσων, το ως εντελώς τυχαίο, άσχετο με το έργο, σκηνικό της
Χριστίνας Κωστέα _ μικρές κινητές βιτρίνες / διαχωριστικά γεμάτες μπουκάλια _
φωτισμένο από τον Γιώργο Σπηλιόπουλο, τα εκ των ενόντων κοστούμια της και τα χοροπηδητά που
υπογράφονται ως κινησιολογία από τον Τάσο Καραχάλιο _ για να μην μιλήσω για την
ζωντανή εκτέλεση του τραγουδιού.
Η διανομή. Η
ατυχής σκηνοθεσία «υποστηρίζεται» από μια ομάδα εννέα νέων ηθοποιών, όλων
αποφοίτων της δραματικής σχολής «Ίασμος». Δεν πρέπει κανείς να απογοητεύει τα
παιδιά αλλά μου είναι αδύνατον να τα αφήσω να πλέουν στα πελάγη της άγνοιας.
Δεν κατάφερα να ξεχωρίσω έναν τους έστω που να ξεπερνάει το μέτριο. Είδα στη
σκηνή μερικές πραγματικά αντιπνευματικές φάτσες, ένα σκεβρωμένο, παραμορφωμένο
σώμα, κάκιστη κίνηση, άκουσα προβληματικές αρθρώσεις… Ένας ερασιτεχνισμός με
την κακή έννοια. Το ανησυχητικό είναι πως όλοι είναι απόφοιτοι της ίδιας
δραματικής σχολής οπότε αναρωτιέμαι για το επίπεδό της. Θέλω να ελπίζω πως με
ένα σκηνοθέτη που θα ξέρει και θα μπορεί να τους ελέγξει και με εξαντλητική
δουλειά την οποία οπωσδήποτε χρειάζονται θα δώσουν καλύτερα αποτελέσματα. Και
εύχομαι όλα τα παραπάνω που γράφω να διαψευστούν.
Ανάμεσά τους, η Μίνα Χειμώνα, ώριμη πια ηθοποιός, με μέτρο
στην πρώτη πράξη, ακαθοδήγητη, χάνει στη συνέχεια τον έλεγχο και αφήνει τα
ελαττώματά της _ υπερβολές, ευκολίες, οξύτητες… _ ανεξέλεγκτα.
Το συμπέρασμα.
Μια παράσταση ατυχήσασα. Που θα μπορούσα ίσως να τη δω με κατανόηση αν ήταν
παράσταση πρωτοετών σπουδαστών δραματικής σχολής.
θέατρο «Altera Pars», 8 Νοεμβρίου
2012.
No comments:
Post a Comment